Η ψήφιση του τέταρτου μνημονίου ολοκληρώνει την προσπάθεια να παρουσιαστούν τα μνημόνια ως κανονικότητα. Η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να επενδύσει στο αφήγημα της ανάπτυξης, υποβοηθούμενη από τη Ν.Δ., που επικεντρώνει την αντιπολίτευσή της στο «χρειαζόμαστε ακόμη πιο νεοφιλελεύθερη πολιτική». Οι επιχειρηματίες επιδίδονται σε έναν λυσσαλέο πόλεμο πολιτικής επιρροής, με δεδομένο και το μεγάλο φαγοπότι που ανοίγει σε διάφορους κλάδους. Τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα αναζητούν τεχνολογίες επιβίωσης μέσα σε μια δύσκολη συνθήκη, θεωρώντας κατάκτηση ενίοτε απλώς το να μη γίνουν χειρότερα. Η ακροδεξιά προσπαθεί να εκμεταλλευτεί κάθε ευκαιρία να σπρώξει την κοινωνική αγανάκτηση σε κατεύθυνση σχεδόν κανιβαλική.
Κάτω από την επιφάνεια της πολιτικής σκηνής συσσωρεύονται έντονες αντιφάσεις. Εντείνεται η δυσπιστία απέναντι στην πολιτική σκηνή. Υπάρχει ένα σταθερό ρεύμα απόρριψης της Ε.Ε. και του ευρώ ακόμη και στις δημοσκοπήσεις. Σε στρώματα νεολαίας διαισθάνεται κανείς να σωρεύονται εκρηκτικά υλικά. Δεν έχουμε πολλές κινητοποιήσεις, αλλά όπου ξεσπούν έχουν μεγάλη ένταση, τελευταίο παράδειγμα ο αγώνας στους ΟΤΑ. Όμως όλες αυτές οι διεργασίες δεν ενοποιούνται σε μια κοινή δυναμική, δεν ορίζονται σε μια κοινή κοίτη, δεν μιλούν την ίδια γλώσσα.
Γιατί δεν είμαστε στο 2013... Τότε, μετά τη σχεδόν εξεγερσιακή διετία 2010-12, διαμορφώθηκε ένας πολιτικός ορίζοντας κυβερνητικής αλλαγής. Ακόμη και αυτοί που ορθά έκαναν πολεμική για τον ευρωπαϊσμό και τον μεταρρυθμισμό του ΣΥΡΙΖΑ, προειδοποιώντας για τον κίνδυνο ήττας, τοποθετούνταν στο έδαφος αυτής της δυναμικής υποστηρίζοντας τον αριστερό και ριζοσπαστικό αναπροσανατολισμό της.
Τότε το «αντιμνημονιακό μέτωπο» υπήρξε. Ως υπαρκτή δυναμική στις Πλατείες και τις κινητοποιήσεις, στις συγκρούσεις και στην απαξίωση του παλαιού πολιτικού σκηνικού. Ήταν εκρηκτικά αντιφατικό, καθώς συγκέντρωνε πλατιά κοινωνικά φάσματα, διαφορετικές γενιές και ένα πολιτικό φάσμα από τον αριστερό ριζοσπαστισμό έως διάφορα «πατριωτικά» σχήματα. Αλλά όντως έθετε την πρόκληση πώς θα μπορούσε να πολιτικοποιηθεί, να μετασχηματιστεί, κοντολογίς να υπάρξει μια παρέμβαση ηγεμονική που όχι απλώς να το εκπροσωπήσει αλλά να το μετατρέψει σε πολιτική δύναμη. Η απάντηση που δόθηκε είναι γνωστή. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θεώρησε ότι προγραμματικά θα το εκπροσωπούσε ένα σχέδιο σκληρής διαπραγμάτευσης εντός ευρώ και πολιτικά μια συμμαχία με την «αντιμνημονιακή δεξιά» (τους ΑΝ.ΕΛ. και μια μερίδα των καραμανλικών). Το καλοκαίρι του 2015 το «αντιμνημονιακό μέτωπο» έκανε για τελευταία φορά εκρηκτικά ορατή την κοινωνική δυναμική του με το ΟΧΙ.
Η συνέχεια είναι γνωστή: η κυβέρνηση συνθηκολόγησε και πήρε τις εκλογές, εκπροσωπώντας σημαντικό τμήμα του «αντιμνημονιακού μετώπου» πείθοντας ότι δεν υπήρχε άλλος δρόμος και άρα είναι προτιμότερο να διαχειριστεί η ίδια την αναπόδραστη πολιτική που επέβαλαν οι δανειστές. Η Λαϊκή Ενότητα προσπάθησε να εκπροσωπήσει μια εκδοχή του «αντιμνημονιακού μετώπου» με σαφή όμως αυτή τη φορά τοποθέτηση κατά του ευρωσυστήματος, αλλά διαπίστωσε ότι οι όροι είχαν αλλάξει και στην πραγματικότητα δεν υπήρχε ένα «ορφανό ΟΧΙ» που μαζικά θα διάλεγε τον πολιτικό του εκπρόσωπο. Ο κόσμος του ΟΧΙ (ξανα)ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ ή απλώς απείχε.
Η βασική κληρονομιά που άφησε το «αντιμνημονιακό μέτωπο» ήταν η πεποίθηση ότι ριζοσπαστική πολιτική σημαίνει κεντρική πολιτική παρουσία, έτσι ώστε κοινωνικές δυναμικές αποδεσμευμένες και «πολιτικά ορφανές» να βρουν εκπροσώπηση. Όντως στην κορύφωση της πολιτικής κρίσης το 2012 αυτό ίσχυσε εν μέρει, εξηγώντας και την εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως, πέντε χρονιά μετά η συνθήκη αυτή δεν υπάρχει. Όχι γιατί τα λαϊκά στρώματα συναινούν στην επιδείνωση της θέσης τους. Αλλά γιατί προσαρμόζονται στην κανονικότητα του αγώνα για επιβίωση και στη διαρκή αίσθηση ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, επιλέγοντας να κινητοποιηθούν ή να ενεργοποιηθούν εκεί όπου θεωρούν ότι κάτι μπορεί να αλλάξει. Και προσανατολιζόμενα στις πολιτικές ή εκλογικές επιλογές τους με βάση τον υπαρκτό ορίζοντα που τους προτείνεται. Τα βαθύτερα ρήγματα στους όρους άρθρωσης της ηγεμονίας δεν κλείνουν, ιδίως όταν οι κυρίαρχες τάξεις προτείνουν ένα μέλλον απλής επιβίωσης στηριγμένης στη μετανάστευση, στην παραγωγική συρρίκνωση και στην απώλεια δημιουργικών δυνάμεων. Όμως, η διάχυτη αίσθηση ότι «δεν γίνεται κι αλλιώς», η απουσία ενός εναλλακτικού αφηγήματος όχι μόνο ως λόγου αλλά ως υπαρκτής κοινωνικής και ιστορικής δυναμικής, επιτρέπει αυτά τα ρήγματα να μην γίνονται ενεργά.
Να το πούμε απλά: η εποχή της ταλάντευσης, ακόμη και του ίδιου του πολιτικού σκηνικού, ως προς τα μνημόνια πέρασε. Εφαρμόζεται το τέταρτο μνημόνιο, το περίγραμμα μιας «λύσης» για το χρέος που θα συνεπάγεται διηνεκή επιτροπεία έχει διαφανεί, το ίδιο και μια διαρκής συνθήκη λιτότητα. Σε αυτό στρατεύονται τα αστικά στρώματα και το πολιτικό σκηνικό προσανατολίζεται σε μια ένα νέο διπολισμό εντός αυτού του πλαισίου, ανάμεσα σε μια πιο «προοδευτική» και μια πιο «νεοφιλελεύθερη» εκδοχή του. Τσίπρας και Μητσοτάκης ήδη προσαρμόστηκαν άψογα σε αυτόν τον ρόλο. Θα μας αναγγείλουν το «τέλος των μνημονίων» και θα διαγκωνιστούν εκλογικά για το ποιος θα διαχειριστεί τη νέα, ακραία νεοφιλεύθερη, (μετα)μνημονιακή «κανονικότητα».
Εάν θέλουμε να μιλήσουμε ξανά για αριστερή πολιτική, δεν μπορούμε να διεκδικήσουμε απλώς τον χαρακτήρα του «αντιμνημονίου». Όχι γιατί δεν χρειάζεται λυσσαλέος αγώνας ενάντια σε αυτές τις πολιτικές, αλλά γιατί στην πραγματικότητα δεν είναι αυτό το ερώτημα. Το ερώτημα δεν είναι το «έξω από τα μνημόνια» που θα τελειώσουν υποτίθεται, έστω και εάν παραταθούν στο διηνεκές. Το ερώτημα είναι εάν οι υποτελείς τάξεις, οι ανησυχίες, οι ανάγκες και η συλλογική τους αγωνία και δημιουργικότητα θα θέσουν αυτές το ερώτημα, θα διαμορφώσουν ξανά τους όρους για ένα ιστορικό σταυροδρόμι. Και το νέο ιστορικό σταυροδρόμι δεν θα αφορά απλώς τα «μνημόνια» αλλά τον πυρήνα της αστικής πολιτικής και στρατηγικής, θα διεκδικεί άλλον δρόμο, σε ρήξη με τον ευρωπαϊκό και το «αναπτυξιακό μοντέλο» που απαξιώνει πολλαπλά τη συλλογική εργασιακή δύναμη, διώχνει δημιουργικές δυνάμεις, μετατρέπει τη χώρα σε πεδίο βολής επενδυτών και καταστρέφει το περιβάλλον.
Σε αυτό το τοπίο, η επίκληση του «αντιμνημονιακού μετώπου», έστω και με την προσθήκη του αναγκαίου στόχου του εθνικού νομίσματος, δεν μπορεί να αποτελέσει διέξοδο. Όχι γιατί δεν χρειάζεται μετωπική συμπόρευση και ενωτική πρακτική. Αλλά γιατί η πολιτική δυναμική που προϋποτίθεται ως άρρητη προϋπόθεση, δηλαδή μια δυναμική αποδεσμευμένων πολιτικά, ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων δεν υπάρχει με αυτούς τους όρους.
Ακόμη χειρότερα, η υπόθεση ότι σήμερα αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια νέα απόπειρα εκπροσώπησης του «αντιμνημονιακού μετώπου», μπορεί να οδηγήσει στην επανάληψη πρακτικών, αυτή τη φορά όχι ως τραγωδία αλλά ως φάρσα. Η αντίληψη που λέει ότι πρέπει να συσπειρώσουμε και τις δυνάμεις που δεν αναφέρονται στην αριστερά αλλά έχουν ειλικρινή πατριωτική στάση έναντι των μνημονίων αυτή τη φορά δεν θα μας φέρει κοντά τον λαϊκό κόσμο που αποδεσμεύτηκε από την επιρροή του δικομματισμού. Θα μας φέρει έναν ιδιότυπο συρφετό από περσόνες, παράγοντες και ηγέτες χωρίς κοινωνικές εκπροσωπήσεις. Την ώρα που το επίδικο είναι η ανασύνθεση ενός πειστικού και επεξεργασμένου πολιτικού λόγου, θα μας οδηγήσει να συνομιλούμε με ένα μείγμα γενικόλογης καταγγελίας, «δικαστικών» εμμονών, μεγαλοστομίας στα όρια της υπερβολής, εθνικισμού, μαζί με την εσωτερίκευση της αντίληψης ότι η πολιτική είναι η εναλλαγή «ψόφος - like» στα κοινωνικά δίκτυα. Η ψευδαίσθηση ότι όλοι αυτοί μπορεί να έχουν απήχηση (που στην πραγματικότητα δεν έχουν...) θα μας κάνει να παραβλέψουμε ότι άλλα κομμάτια της κοινωνίας μπορεί και να τα απωθήσει.
Άραγε σημαίνει η άρνηση της λογικής του αντιμνημονιακού μετώπου ότι η λύση είναι αυτό που θα περιγράφαμε ως «αντικαπιταλιστική αναδίπλωση», όπως σημαντικό μέρος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ προτείνει; Η απάντηση είναι και εδώ όχι. Η τακτική της πλειοψηφίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν βλέπει ότι σήμερα το διακύβευμα δεν είναι η διατήρηση της αυτοτέλειας της επαναστατικής αριστεράς έναντι στην επέλαση του ρεφορμισμού, αλλά το εάν θα συνεχίσει να υπάρχει αριστερά, με στοιχειώδη ριζοσπαστισμό και μαζική αναφορά, ώστε να μπορέσουμε να ανασυνθέσουμε και να ανασυγκροτήσουμε τη δυνατότητα μιας πολιτικής της ανατροπής μπροστά σε νέους κύκλους όξυνσης του ταξικού ανταγωνισμού.
Προφανώς και σήμερα περισσότερο παρά ποτέ έχουμε ανάγκη από ένα νέο κριτικό αναστοχασμό της επαναστατικής στρατηγικής και ένα νέο κομμουνιστικό κίνημα, αναγκαία συνθήκη για μια διαλεκτική της ηγεμονίας στην πάλη για ένα νέο ιστορικό μπλοκ. Αλλά η διαλεκτική της ηγεμονίας προϋποθέτει ότι υπάρχουν πεδία και πρακτικές όπου αυτή ξεδιπλώνεται, εγχειρήματα που δοκιμάζουν γραμμές στην πράξη, χώροι όπου να μπορούν να συσπειρώνονται αγωνιστές και να ανοικοδομούνται οι διαρρηγμένες σχέσεις με τις μάζες. Ο σεχταρισμός, η εύκολη πολεμική και η στοχοποίηση, η άρνηση ενωτικών εγχειρημάτων υπονομεύουν αυτή τη δυνατότητα. Η άρνηση συνεργασίας στο συνέδριο της ΑΔΕΔΥ, στο συνέδριο του ΕΚΑ, στην ΟΛΜΕ, σχημάτων και αγωνιστών με κοινές αντισυνδιαχειριστικές και αντικαπιταλιστικές θέσεις σε ποιον βαθμό βοήθησε την «κομμουνιστική επαναθεμελίωση» ή έστω την οικοδόμηση αντιστάσεων στο κίνημα; Η άρνηση του πολιτικού διαλόγου για το μέτωπο, την ίδια ώρα που οι προϋποθέσεις υπάρχουν (αντικυβερνητικός προσανατολισμός, θέση για αποδέσμευση από την Ε.Ε., μεταβατικό πρόγραμμα σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, αντιρατσισμός και αντιφασισμός), ποια «διαλεκτική της ανασύνθεσης» εξυπηρετεί; Η εικόνα ενός τοπίου πολεμικής που θυμίζει φοιτητικά πηγαδάκια της δεκαετίας του 1970, όταν η κοντινότερη πολιτική τάση ήταν και η πιο εχθρική, με ποιον τρόπο εξυπηρετεί την απάντηση στην αγωνία ενός κόσμου να δει τη ριζοσπαστική αριστερά να παράγει επιτέλους νέο λόγο και επεξεργασμένο πρόγραμμα και όχι χιλιοειπωμένα bullets με την «ορθή γραμμή»; Και τελικά η λογική ότι πρώτα πρέπει να «κοντύνει» πολιτικά ο συνομιλητής πριν ξεκινήσει ο διάλογος από ποια παράδοση «ενιαίου μετώπου» έρχεται;
Σήμερα υπάρχει ένα υπαρκτό πολιτικό δυναμικό, ένα μέρος του οργανωμένο στη ΛΑΕ, στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και σε συσπειρώσεις όπως η Δικτύωση, ένα μέρος του ανένταχτο και απογοητευμένο, με κοινό παρονομαστή την αναζήτηση μιας ριζοσπαστικής εναλλακτικής διεξόδου σε ρήξη με τον ευρωπαϊκό δρόμο και τις δυνάμεις του κεφαλαίου. Υπάρχουν επίσης κοινωνικά στρώματα, καθημαγμένα αλλά και κουρασμένα, με αγωνία για το μέλλον αλλά και δυσπιστία σε όσους τους τάζουν ελπίδα. Η συνάντηση του πολιτικού δυναμικού με αυτά τα στρώματα, αυτές τις κοινωνικές δυναμικές, μέσα από νέα σχήματα, συλλογικότητες και αγώνες θα είναι η αφετηρία για να τεθεί όντως ξανά το ερώτημα για ένα νέο «ιστορικό σταυροδρόμι» στην ελληνική κοινωνία.
Μόνο που για να γίνει αυτή η συνάντηση χρειάζεται εκείνο το κρίσιμο πολιτικό δυναμικό της αριστεράς να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Να τολμήσει να υπερβεί τα δικά του όρια και τις δικές του αδυναμίες. Να ξεπεράσει ακόμη και την επανάπαυση στα «ισχυρά σημεία» του (π.χ. τη συνδικαλιστική γείωση για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, την πολιτική αναγνωρισιμότητα για τα στελέχη της ΛΑΕ). Και να αναμετρηθεί με την πρόκληση όχι απλώς του αναγκαίου διαλόγου για το μέτωπο, αλλά πάνω από όλα της ανασύνθεσης μιας νέας αριστεράς για το ιστορικό τοπίο που τώρα διαμορφώνεται. Όχι την αριστερά που θα τα είχε «κάνει καλύτερα» το 2012 ή το 2015 αλλά την αριστερά που θα χαράξει δρόμους ανατροπής σήμερα και αύριο. Με ενωτικά αριστερά ριζοσπαστικά σχήματα σε όλα τα κοινωνικά μέτωπα. Με κοινές πρωτοβουλίες για να υπάρξουν ξανά κινήματα, αντιστάσεις, συνδικάτα. Με ανοιχτό και δημόσιο πολιτικό και θεωρητικό διάλογο. Με βήματα για το μέτωπο όχι ως εκλογικό μηχανισμό, αλλά ως διεργασία για τον κοινό χώρο όπου θα συναντηθούν ευρύτερες αναζητήσεις, αγωνίες και διεκδικήσεις.
Γιατί όποιοι κι αν είναι οι συσχετισμοί σε ένα τοπίο ήττας της αριστεράς και του κινήματος, αφορούν μόνο όσες και όσους πιστεύουν ότι η ήττα είναι τελικά η φυσιολογική συνθήκη για την αριστερά.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ