Η υπόθεση του Τάσου Θεοφίλου και η υπόθεση της Ηριάννας Β.Λ. έρχονται να συμπληρώσουν μια εικόνα βγαλμένη από τους εφιάλτες του Φραντς Κάφκα. Δύο άνθρωποι, χωρίς καμία απτή απόδειξη που να τους ενοχοποιεί, με μόνο κοινό στοιχείο σχέσεις ή και επαφές με ανθρώπους που κατηγορούνται ότι ανήκουν στη Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς, αντιμετωπίζουν την εκδικητική μανία της ελληνικής δικαιοσύνης.
Ο Τάσος Θεοφίλου καταδικάστηκε πρωτόδικα το 2014 για απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία και για ληστεία, σε υποκατάστημα της Alpha Bank στην Πάρο, ενώ παράλληλα κατηγορούνταν για συγκρότηση και ένταξη στη Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς, καθώς και για κατοχή πολεμικού υλικού και εκρηκτικών. Αλλά αυτές οι κατηγορίες κατέρρευσαν πρωτόδικα, για να εμφανιστούν εκ νέου στη δεύτερη δίκη έπειτα από έφεση της εισαγγελικής αρχής. Σε όλο αυτό το σύμπλεγμα κατηγοριών, η μόνη «απόδειξη» στην οποία στηρίζεται η ενοχή του Τάσου Θεοφίλου είναι ένα δείγμα DNA που βρέθηκε σε κάποιο καπέλο.
Η περίπτωση της Ηριάννας είναι ακόμα πιο τρομακτική, καθώς ο μηχανισμός αγωγής εναντίον της περιλαμβάνει μια εντελώς κατασκευασμένη «ένδειξη» από δείγμα DNA, το οποίο δεν μπορεί να αποτελέσει στοιχείο αποδεκτό νομικά. Επιπρόσθετα, τμήμα της λογικής της καταδικαστικής της απόφασης είναι η σχέση που είχε με έναν άνθρωπο, ο οποίος έχει αθωωθεί αμετάκλητα από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων για τη σχέση του με τη ΣΠΦ. Στη σοκαριστική αυτή λογική, της ποινικοποίησης μιας κοινωνικής σχέσης, ήρθε η «ευλογοφανής» ερώτηση από τη δικαστική έδρα: «Γιατί δεν χωρίζατε;».
Αν αποπειραθούμε να συγκρίνουμε τον τρόπο με τον οποίο η δικαιοσύνη μεταχειρίζεται ανθρώπους που τους εντάσσει στο φάσμα της πολιτικής δράσης και άλλων προσώπων καταδικασθέντων για βαρύτατα κακουργήματα, θα διαπιστώσουμε δύο εμμονές: Η επιλεκτική επιείκεια, ειδικά σε εγκλήματα όπως οι βιασμοί, που υπερτονίζουν τον χαρακτήρα της πατριαρχίας και η εκδικητική στάση απέναντι σε νέους ανθρώπους και τις σχέσεις τους, οι οποίες ξεπερνούν οτιδήποτε δεν ομοιάζει «αποστειρωμένο» με την παραδοσιακή μικροαστική λογική του «μη μπλέξεις με κακές παρέες». Ειδικά για την περίπτωση της Ηριάννας Β.Λ. εφαρμόζεται χωρίς ντροπή η άρση μιας μεγάλης κατάκτησης του σύγχρονου κράτους δικαίου, που συνοψίζεται στην αρχή: «εν αμφιβολία ο κατηγορούμενος κηρύσσεται αθώος».
Οι παραπάνω υποθέσεις έρχονται να αναδείξουν σημαντικά στοιχεία για τον σύγχρονο δικαστικό μηχανισμό στην Ελλάδα στην εποχή του μνημονίου. Το δικαστικό σώμα είναι μια δομή –ένας ιδεολογικός μηχανισμός– που σε προηγούμενη συγκυρία του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, η οποία χοντρικά μπορούμε να πούμε ότι ξεκινά από τη σύλληψη της 17Ν και επιταχύνεται με τους Ολυμπιακούς Αγώνες το 2004, μπαίνει σε μια φάση κατά την οποία μετασχηματίζεται σε μια ιδεολογική δομή με αποκλειστική σχέση με το κράτος. Σταματά δηλαδή να υπάρχει η όποια, έστω και «κατ’ όνομα», ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος και σιγά σιγά ενοποιείται σε μια δομή που «εξασφαλίζει την ηγεμονία».
Τι σημαίνει «εξασφαλίζει την ηγεμονία»; Σημαίνει ότι προάγει με έντονους όρους, διατηρεί και αναπαράγει βασικά κυρίαρχα ιδεολογήματα της νεοφιλελεύθερης εποχής που παγιώνονται με την είσοδο στη μνημονιακή εποχή: Ο εσωτερικός εχθρός, η «νέα τρομοκρατία», η καταστολή των λαϊκών αντιστάσεων, η παθητικοποίηση του δημόσιου χώρου και η εμπέδωση της έλλειψης εναλλακτικής. Μέσα σε αυτό το συνονθύλευμα ιδεών που ολοένα και αναδεικνύουν την κατάσταση εξαίρεσης ως νέα κανονικότητα, το ποινικό δίκαιο παίζει τον ρόλο του συνεκτικού ιστού.
Το ποινικό δίκαιο είναι το μεγαλύτερο μέσο κοινωνικού ελέγχου καθώς αυτό που το χαρακτηρίζει είναι ακριβώς η νομιμότητά του, δηλαδή το γεγονός ότι αντλεί την εξουσία του από έναν και μόνο νομιμοποιητικό μηχανισμό. Ο χαρακτήρας του ποινικού δικαίου, σε περιπτώσεις κατάστασης εξαίρεσης, αναδεικνύει ξεγυμνωμένη από περιττά καλύμματα, την πολιτική φύση της απόδοσης δικαιοσύνης. Η νομιμοποιημένη εξουσία που δίνει απλόχερα το κράτος στους διορισμένους γι’ αυτόν τον σκοπό υπαλλήλους του οδηγεί στην ερμηνεία και την επιβολή των κανόνων δικαίου και τελικά το σημαντικό κάθε φορά είναι ότι το δίκαιο καθίσταται δεσμευτικό για όλα τα πρόσωπα. Για όλα; Επειδή θέλουμε να ακριβολογούμε, καλό θα είναι να υπενθυμίσουμε ότι «η δικαιοσύνη είναι σαν τα φίδια: δαγκώνει μόνο τους ξυπόλητους» και ως μεροληπτική διαδικασία από γεννησιμιού της, οφείλουμε να τη βλέπουμε πάντα σαν πτυχή του πολιτικού συστήματος, σαν ένα από τα αποτελέσματα της διαδικασίας διατύπωσης και διαχείρισης της δημόσιας πολιτικής κάθε κράτους.
Επίσης στην τωρινή συνθήκη που ζούμε, του πολυεστιακού ταξικού πολέμου, υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον από τις κυρίαρχες τάξεις να επανοριστούν ορισμένες πράξεις ως πολιτικά εγκλήματα και ορισμένες κοινωνικές ομάδες ως πολιτικοί εγκληματίες και δυνάμει πολιτικοί κρατούμενοι. Στην απολογία του, ο Τάσος Θεοφίλου αναγνωρίζει αυτή την πτυχή και την ονοματίζει ξεκάθαρα: «Διέπραξα όμως το αδίκημα που περικλείει όλα τα αδικήματα. Είμαι αναρχικός. Στον ταξικό πόλεμο πήρα θέση με τους αποκλεισμένους και τους αδικημένους, με τους κυνηγημένους και με τους κολασμένους, με τους φτωχούς, με τους αδύνατους και τους καταπιεσμένους». Οι αναρχικοί είναι ο βασικός χώρος από τον οποίο αντλείται όλη αυτή η δεξαμενή δυνάμει πολιτικών κρατουμένων.
Ο σκοπός αυτής της κίνησης από τη μεριά του κράτους είναι διπλός. Από τη μία θέλει να απλώσει πάνω από την πολιτική κοινωνία το πέπλο της διαφθοράς και της ασυδοσίας της εξουσίας. Θέλει να δείχνει και να είναι μια σκληρή επιλογή σε μια διεργασία που ολοένα και τείνει να οδηγείται στην ολοκλήρωση, στη δημιουργία ενός ατσάλινου κλουβιού για όλους και όλες μας. Λανθάνουσα όψη αυτής της κίνησης είναι και η απεικόνιση της δικαιοσύνης ως θεσμού ο οποίος αρχικά είναι ανεξάρτητος αλλά πέφτει θύμα «πολιτικής παρέμβασης». Αυτή την κενολογία την καταλαβαίνει και ένα παιδί. Η δικαιοσύνη του καπιταλιστικού κράτους έκτακτης ανάγκης είναι δικαιοσύνη από τις κυρίαρχες τάξεις και προς τις κυριαρχούμενες.
Ο δεύτερος σκοπός αυτής της κίνησης, όπως λέει σε κάποιο σημείο ο Γκράμσι στο «Για τον Μακιαβέλλι», είναι να γιατρευτούν και να ξεπεραστούν οι αντιφάσεις της δομής που βρίσκεται σε κρίση, όμως αυτές οι αντιφάσεις καλύπτονται ή ξεπερνιούνται όλο και πιο δύσκολα. Πιο συγκεκριμένα: «οι αδιάκοπες και επίμονες προσπάθειες [. . .] διαμορφώνουν το έδαφος του περιστασιακού, πάνω στο οποίο οργανώνονται οι ανταγωνιστικές δυνάμεις που τείνουν να αποδείξουν [. . .] ότι υπάρχουν ήδη οι αναγκαίοι και επαρκείς όροι έτσι που ορισμένα καθήκοντα να μπορούν και επομένως να πρέπει να λυθούν ιστορικά (πρέπει, διότι κάθε λιποψυχία στο ιστορικό καθήκον αυξάνει την αναγκαία αταξία και προετοιμάζει μεγαλύτερες καταστροφές)».
Έτσι λοιπόν, για να θυμηθούμε και την περίφημη φράση που χρησιμοποιεί ο Μαρξ «de te fabula narratur» (για σένα μιλάει ο μύθος): Είμαστε μπροστά στο ιστορικό καθήκον να μιλήσουμε και να αγωνιστούμε για την ελευθερία του Τάσου και της Ηριάννας. Ο χρόνος είναι λίγος αλλά τίποτα δεν έχει τελειώσει. Η δίκη του Τάσου Θεοφίλου σε δεύτερο βαθμό συνεχίζεται και βαδίζει προς το τέλος της, όταν θα αγορεύσουν οι συνήγοροι υπεράσπισης και μετά αναμένεται η απόφαση του δικαστηρίου. Οφείλουμε να είμαστε παρούσες και παρόντες, αναπτύσσοντας το αυτονόητο κίνημα αλληλεγγύης και ευαισθητοποίησης στις δημοκρατικές ελευθερίας, ενάντια στην αδικία του κράτους πάνω στα δικά μας σώματα. Γιατί όπως αναρωτιέται και η αφίσα για την Ηριάννα «εσύ θα χώριζες αν το ’θέλαν μπάτσοι και δικαστές;».
Το εικαστικό είναι του George Micalef.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ