Τους τελευταίους μήνες η αντιμετώπιση των κινημάτων και των ριζοσπαστικών ιδεών είναι μια από τις κύριες επιδιώξεις του κράτους. Και αυτό δεν είναι τυχαίο, καθώς η δυναμική του Δεκέμβρη και γενικότερα οι εξελίξεις της συγκυρίας αφήνουν πάντα ανοιχτό το ενδεχόμενο νέων κοινωνικών εκρήξεων. Γι’ αυτό το λόγο το νομικό οπλοστάσιο του κράτους ενισχύεται (νομοσχέδιο για την κουκούλα και την περιύβριση αρχής), ενώ η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου έχει αναχθεί σε ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά ζητήματα της περιόδου.
Κεντρικό ρόλο σε αυτούς τους σχεδιασμούς παίζει η αξιοποίηση του στοιχείου του φόβου. Δεν επιδιώκεται μόνο ο εκφοβισμός/ τρομοκράτηση του κινήματος, αλλά και της ίδιας της κοινωνίας, ώστε να αφυπνιστούν τα συντηρητικά αντανακλαστικά της. Σε αυτή την κατεύθυνση χρησιμοποιείται οτιδήποτε μπορεί να γεννήσει φόβο: από τα παγιδευμένα με προπάνιο αυτοκίνητα του «Επαναστατικού Αγώνα» μέχρι τις δολοφονίες ηλικιωμένων από εγκληματίες.
Η νόμιμη κρατική βία
Στη επιχείρηση εκφοβισμού του κινήματος το κράτος επιστρατεύει όλο το παραδοσιακό οπλοστάσιο του. Όσοι βγαίνουν στο δρόμο αντιμετωπίζονται ιδιαίτερα σκληρά. Παρά την κυβερνητική φιλολογία για αμυντική στάση της αστυνομίας, η καταστολή του Δεκέμβρη αποτέλεσε τομή για τα ελληνικά χρονικά. Δεν είναι μόνο το ότι ο βομβαρδισμός με δακρυγόνα είναι πλέον καθημερινότητα σχεδόν σε κάθε δια-δήλωση ή ότι οι πυροβολισμοί στον αέρα θεωρήθηκαν κάτι σχεδόν φυσιολογικό από τους επιτελείς της ΕΛΑΣ. Για πρώτη φορά είχαμε δεκάδες προφυλακίσεις διαδηλωτών, ενώ στα δικαστήρια χρησιμοποιήθηκε και όλο το νομικό οπλοστάσιο του κράτους (η υπόθεση της παραπομπής με τον τρομονόμο στη Λάρισα). Αυτό όμως που αποκτά ιδιαίτερη σημασία είναι η δυναμική επανεμφάνιση του παρακράτους.
Το φασισταριό στους δρόμους
Ήδη από το Δεκέμβρη το φασισταριό, άρχισε να χρησιμοποιείται ως η ανεπίσημη, μη ελεγχόμενη και πιο ακραία δύναμη του συστήματος. Πάντα με την ανοχή των αστυνομικών δυνάμεων και πολλές φορές δίπλα τους, φασιστικές συμμορίες κυνήγαγαν διαδηλωτές όλο το Δεκέμβρη. Είναι γνωστό το τι συνέβη σε μια σειρά από επαρχιακές πόλεις εκείνο το διάστημα (Πάτρα, Λάρισα και όχι μόνο). Φυσικά, η συνεργασία των φασιστικών ομάδων με την αστυνομία δεν είναι κάτι καινούργιο. Αποδεικνύει ότι αυτές είναι πάντα έτοιμες να λειτουργήσουν ως επικουρική δύναμη κρούσης του κράτους. Και μάλιστα μια δύναμη εξαιρετικά επικίνδυνη, καθώς βρίσκεται έξω από το ισχύον νομικό πλαίσιο δράσης της επίσημης κρατικής βίας, παρόλο που η πραγματικότητα αποδεικνύει ότι κινείται πάντα συμπληρωματικά σε αυ-τή.
Όμως η δράση των ομάδων αυτών δε σταμάτησε με το τέλος των διαδηλώσεων του Δεκέμβρη. Το τελευταίο διάστημα, οι φασιστικές συμμορίες εκμεταλλευόμενες το κλίμα φόβου που γίνεται προσπάθεια να επιβληθεί στη κοινωνία, έχουν το ελεύθερο να στρατολογούν μέλη από τη νεολαία και να επιτίθενται σε μετανάστες, δίνοντας την εντύπωση ενός ετοιμοπόλεμου μηχανισμού. Και φυσικά, η δράση τους δεν προκαλεί στα ΜΜΕ καθόλου τον αποτροπιασμό που προκάλεσε το σπάσιμο των βιτρίνων του Κολωνακίου. Άλλωστε οι ομάδες αυτές βρίσκονται πάντα στο πλευρό του νόμου και της τάξης, ενώ τα θύματά τους στο περιθώριο της κοινωνίας. Σε ένα τέτοιο κλίμα η μείωση της ποινής του Περίανδρου στο εφετείο, μπορεί να θεωρηθεί και ένα ακόμα μήνυμα ανοχής -στήριξης- σε όσους σε κρίσιμες στιγμές πρόθυμα αναλαμβάνουν να κάνουν όσα η φανερή κρατική βία δεν μπορεί.
Η παρακρατική τρομοκρατία είναι εδώ
Η κορυφαία, όμως, πράξη παρακρατικής τρομοκρατίας σημειώθηκε μετά το τέλος της νεολαιίστικης έκρηξης, όταν άγνωστος έριξε χειροβομβίδα στα γραφεία του δικτύου για τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα. Η επίθεση είχε δολοφονικό χαρακτήρα και μόνο από τύχη δεν υπήρξαν θύματα. Τους δράστες της επίθεσης μάλλον δε θα τους μάθουμε ποτέ, παρόλα αυτά δεν είναι δύσκολο να τους αναζητήσει κανείς στο χώρο του παρακράτους. Και αυτό γιατί η επίθεση είχε συγκεκριμένη πολιτική στόχευση και η ενδεχόμενη επιτυχία της θα είχε σοβαρά πολιτικά αποτελέσματα.
Καταρχάς, επρόκειτο για ξεκάθαρα τρομοκρατική-κατασταλτική ενέργεια η οποία επιδίωκε να εισάγει το στοιχείο του φόβου στον κόσμο του κινήματος και όχι μόνο, με μια μορφή ανώτερη σε σχέση με το παρελθόν. Άλλωστε η επίθεση στρεφόταν ενάντια σε ένα χώρο που έχει σχέσεις όχι μόνο με «εκτός των τειχών» πολιτικό δυναμικό, αλλά συμμετέχει πλέον και στο ΣΥΡΙΖΑ, πράγμα που σημαίνει ότι ήταν μια ενέργεια που είχε ως στόχο την αποστολή μηνύματος όχι μόνο στην «εκτός των τειχών» αριστερά ή τους αναρχικούς, αλλά σε ευρύτερα κομμάτια.
Πέρα από αυτό όμως, η ενέργεια αυτή είχε και σαφώς προβοκατόρικο χαρακτήρα. Καθώς σημειώθηκε σε μια περίοδο κατά τη οποία είχαν ήδη κάνει την εμφάνιση τους ένοπλες οργανώσεις που δρούσαν στο όνομα των συμφερόντων του κινήματος, είναι εύκολο να σκεφτούμε το ότι η επίθεση αυτή δεν θα πετύχαινε τίποτα άλλο από το να κλιμακώσει την ήδη υπάρχουσα ένταση. Φυσικά δεν λέμε, όπως γράφτηκε, ότι θα ξεσπούσαν γεγονότα ανάλογα με αυτά του Δεκέμβρη ή κάτι παρόμοιο, όμως εύκολα μπορεί να σκεφτεί κάποιος ότι η επιτυχία της θα νομιμοποιούσε σε ένα μεγαλύτερο ακροατήριο τη δράση των ένοπλων ομάδων η οποία μέχρι τότε γινόταν αντιληπτή από τον κόσμο του κινήματος ως προβοκατόρικη. Εάν αυτές αποφάσιζαν να απαντήσουν -πάλι επειδή θεωρούν τον εαυτό τους αυτόκλητο σωτήρα του κινήματος- εύκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό σε τι θα οδηγούσε αυτό. Το μήνυμα που θα περνούσε με μεγαλύτερη ευκολία στην κοινωνία είναι ότι έχουμε μπει σε μια περίοδο κατά την οποία «ακραίες» ομάδες επιδιώκουν η μία την εξόντωση της άλλης. Κάτι τέτοιο δη-μιουργεί κλίμα φόβου και οδηγεί σε συντηρητικοποίηση. Έτσι, όχι μόνο θα μπορού-σαν να περάσουν πιο εύκολα τα όποια κατασταλτικά μέτρα, αλλά θα υπήρχε και πολύ λιγότερη ανοχή σε δυναμικές κινητοποιήσεις, καθώς και αυτές θα παρουσιάζονταν ότι εντάσσονται στο ίδιο κλίμα αναταραχής.
Πιστολάδες και μπουρλοτιέρηδες
Όλη αυτή την περίοδο αξιοποιείται ιδιαίτερα η δράση τόσο ένοπλων ομάδων, όσο και ομάδων του αναρχικού χώρου που αναπτύσσουν καθαρά απολίτικη –χουλιγκάνικη δράση.
Ένοπλες οργανώσεις οι οποίες πιστεύουν ότι μπορούν να δράσουν στο όνομα του κινήματος και ως πληρεξούσιοί του έχουν ξαναεμφανιστεί στην Ελλάδα. Τα καινούργια στοιχεία είναι δύο: το πρώτο είναι ότι το πολιτικό τους επίπεδο είναι χαμηλότατο, (για την ακρίβεια οργανώσεις όπως η «Επαναστατική Σέχτα» -και μόνο το όνομα τα λέει όλα- είναι εντελώς απολίτικες). Το μόνο συνεκτικό τους στοιχείο είναι η βία και ο «ένοπλος αγώνας». Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει και το ότι οι προκηρύξεις τους είναι ή παραληρηματικές ή συρραφή διαφορετικών μεταξύ τους αντιλήψεων. Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι η δράση τους έχει αποκτήσει έναν αμιγώς προβοκατόρικο χαρακτήρα. Μιλώντας για τον προβοκατόρικο χαρακτήρα των πράξεων τους δεν εννο-ούμε απαραίτητα ότι οι οργανώσεις αυτές είναι στημένες από προβοκάτορες. Κάτι τέτοιο, δε θα μπορούσαμε να το αποδείξουμε και ούτε είναι το κεντρικό ζήτημα στην περίπτωση μας. Άλλωστε, για να κρίνεις τα πολιτικά αποτελέσματα τέτοιου τύπου πράξεων δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζεις τις προθέσεις και την προέλευση των αυ-τουργών.
Αν όμως είναι λάθος να ψάχνει κάποιος παντού προβοκάτορες, είναι όχι μόνο λάθος, αλλά και αστείο να αποκλείει και την ύπαρξη τους. Και αυτό γιατί τα παραδείγματα από το παρελθόν δεν είναι και λίγα. Αντίθετα, προβοκάτορες ή πράκτορες κτλ. χρησιμοποιούνταν πάντα από την εξουσία σε βάρος του λαϊκού κινήματος. Ακραίο παράδειγμα είναι ότι στα 1912 είχε διεισδύσει ένας χαφιές στην Κ.Ε. των μπολσεβίκων!
Όμως υπάρχει και ένα παράδειγμα από μια εποχή όχι μακρινή σε εμάς και για πρακτικές που μοιάζουν με αυτές που βλέπουμε τώρα. Είναι η περίπτωση του Ντάνου Κρυστάλλη, πρώην γραμματέα της μεταπολιτευτικής ΕΔΑ, ο οποίος, όταν συνελήφθη από την αστυνομία κατά την προετοιμασία βομβιστικών επιθέσεων αποδείχτηκε ότι ήταν πράκτορας της ΚΥΠ! Βέβαια η υπόθεση κουκουλώθηκε γρήγορα, όμως απέδειξε ότι η προβοκάτσια ποτέ δεν έφυγε από το οπλοστάσιο του κράτους. Και φυσικά, όπως και στην περίπτωση του Κρυστάλλη για την οργάνωση μίας προβοκάτσιας δεν χρειάζονται δεκάδες πράκτορες. Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει και με λιγότερα άτομα που έχουν σχέσεις με τους μηχανισμούς, αλλά μπορούν να αξιοποιήσουν καταστάσεις για τη δημιουργία γεγονότων τέτοιου τύπου.
Πέρα όμως από την ύπαρξη ή όχι πρακτόρων, ο καθαρά προβοκατόρικος χαρακτήρας των συγκεκριμένων πράξεων προκύπτει τόσο από τα πολιτικά αποτελέσματα τους, όσο και από τη λογική που κρύβεται από πίσω τους. Θα ήταν κοινοτοπία να πούμε ότι οι πυροβολισμοί μέσα από το άσυλο ενισχύουν αυτούς που θέλουν την κατάργησή του, ή ότι οι πυροβολισμοί μέσα στα Εξάρχεια, επιτρέπουν στην αστυνομία να γεμίσει την περιοχή και να εξαπολύσει ένα τρομοκρατικό πογκρόμ ενάντια στους νεολαίους που συχνάζουν στην περιοχή.
Το σημαντικότερο είναι ότι οι συγκεκριμένες πράξεις δείχνουν να επιδιώκουν την ένταση της καταστολής και αυτό γιατί οι εμπνευστές τους φαίνεται να πιστεύουν ότι, αν οξυνθεί ακόμα περισσότερο η κατάσταση, κάποιοι από αυτούς που τώρα έχουν επιλέξει «νόμιμες» μορφές δράσης θα πιεστούν τόσο, ώστε να αναγκαστούν να αντιδράσουν πιο δυναμικά. Όμως, στοιχειώδης γνώση της κοινωνικής πραγματικότητας θα οδηγούσε αβίαστα στο συμπέρασμα ότι τέτοιες πράξεις δε θα γεμίσουν την Αθήνα με αντάρτες πόλεων, αλλά θα τρομοκρατήσουν την κοινωνία, όχι με την έννοια ότι μπορεί ο «μέσος πολίτης» να φοβάται ότι θα κινδυνεύσει, αλλά με την έννοια ότι βλέπει να εξελίσσεται μπροστά του μια αναποτελεσματική σύγκρουση που δεν μπορεί να ακολουθήσει. Το παράδειγμα της Ιταλίας δεν είναι, ούτε χρονικά, ούτε κοινωνικά, και τόσο μακριά.
Είτε λοιπόν μιλάμε για προβοκάτορες, είτε απλά για όντα περιορισμένης πολιτικής νοημοσύνης το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: ένταση της καταστολής, συντηρητικοποίηση της κοινωνίας, φόβος ακόμα και για τις δυναμικές διεκδικήσεις. Τι καλύτερο, άραγε, για το κράτος;
Ένα τέτοιο κλίμα το συμπληρώνει και η δράση των απολίτικων αναρχικών ομάδων. Η λατρεία της βίας, η περιφρόνηση της μαζικής δράσης και επιλογή ενός ιδιότυπου, δήθεν εξεγερτικού, ακτιβισμού είναι τα κύρια χαρακτηριστικά τους. Ταυτόχρονα αυτές οι ομάδες συνέχονται και από άλλα στοιχεία δείγματα πολιτικού εκφυλισμού (π.χ. αποθέωση φυσιογνωμιών του εγκληματικού κεφαλαίου), εκφυλισμού που εξηγεί πως κάποιες από αυτές δεν είναι τίποτα άλλο από ομάδες τραμπούκων που δέρνουν. Μια σειρά από πράξεις, όπως το κάψιμο ενός συρμού του ΗΣΑΠ, οι κάθε λογής ε-μπρησμοί κτλ. φαίνεται ότι δεν έχουν κανένα άλλο πολιτικό σκεπτικό πέρα από την διατήρηση της έντασης. Στο μυαλό των εμπνευστών των συγκεκριμένων ενεργειών, αυτό ίσως να ισοδυναμεί με συνέχεια της εξέγερσης, στην πράξη όμως έχει ένα μόνο αποτέλεσμα: μεγαλύτερη καταστολή, εκφοβισμό της κοινωνίας.
Η θεωρία του «συνεχούς»
Όλα όσα αναφέραμε παραπάνω, το κράτος τα αντιλαμβάνεται ως ευκαιρία και προσπαθεί να τα αξιοποιήσει στο έπακρο. Επιδιώκει όχι μόνο να ενισχύσει το κατασταλτικό του οπλοστάσιο (τόσο νομικό, όσο και «επιχειρησιακό»), αλλά και να ποινικοποιήσει ή να οδηγήσει έστω στα όρια της παρανομίας ολόκληρους πολιτικούς χώρους, καθώς και κάθε πρακτική δυναμικής διεκδίκησης. Αν μέχρι και πριν λίγα χρό-νια υπήρχε μια σαφής διάκριση στη μέση συνείδηση ανάμεσα στο μαζικό κίνημα και τις ένοπλες οργανώσεις, σήμερα γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστεί ότι υπάρχει ένα συνεχές που ξεκινάει από αυτές, συνεχίζει στα τμήματα εκείνα των αναρχικών που επιλέγουν πρακτικές τυφλής βίας και τέλος αγγίζει πολιτικούς χώρους, ακόμα και το μαζικό κίνημα, όταν επιλέγει δυναμικές μορφές. Μερικές φορές δίνεται η εντύπωση ότι ακόμα και ένα φοιτητικό πάρτυ στο τέλος του οποίου θα γίνουν επεισόδια, ή μια κατάληψη δημόσιου κτηρίου αποτελούν τόπους στρατολόγησης πιστολάδων!
Απέναντι σε αυτούς τους σχεδιασμούς η στάση του κινήματος αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Δηλώσεις νομιμοφροσύνης δε θα δώσουμε σε κανέναν. Ούτε θα καταδικάσουμε τη βία, ούτε θα αποκηρύξουμε μορφές πάλης, ούτε θα δεχτούμε τη δαιμονοποίηση πολιτικών χώρων. Ταυτόχρονα θα παλέψουμε για την προάσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών και ενάντια στην ένταση της κρατικής καταστολής.
Από εκεί και πέρα όμως, δεν ανεχόμαστε το προβοκάρισμα του κινήματος και της δυναμικής του από οργανώσεις που ακόμα και αν έχουν «καλές προθέσεις», αδιαφορώντας για τον κόσμο του και τις επιλογές του, επιδιώκουν να επιβάλλουν ένα πολιτικό σχέδιο που αυτός απορρίπτει. Είμαστε ξεκάθαροι, αυτή τη στιγμή δεν έχουμε να κάνουμε με «συντρόφους που κάνουν λάθους», αλλά με άτομα που εξυπηρετούν μονάχα τα συμφέροντα των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους και των οποίων η πρακτική είναι ξένη σε σχέση με οποιονδήποτε (είτε είναι αριστερός, είτε αναρχι-κός), θέλει να είναι κομμάτι του κινήματος. Γι’ αυτό το λόγο και η πολιτική απομόνωσή τους είναι υποχρέωση μας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ