Δημοσιεύτηκε στο Βαθύ Κόκκινο στις 27 Μαίου 2012
Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου
Παρά την αναγνώριση της αδυναμίας των φασιστικών οργανώσεων να αναπτυχθούν τόσο ώστε να απειλήσουν το εργατικό κίνημα και τους δημοκρατικούς θεσμούς, η επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936 μοιάζει να διαψεύδει την άποψη ότι στη μεσοπολεμική Ελλάδα δεν υπήρξε φασισμός. Είναι αλήθεια ότι η δικτατορία που επέβαλαν ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ και ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς είχε πολλά από τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός φασιστικού καθεστώτος.
Σε αντίθεση με άλλα καθεστώτα έκτακτης ανάγκης που εμφανίζονταν σαν λίγο-πολύ προσωρινά και μεταβατικά προς μια μορφή «υγιούς δημοκρατίας» (όπως την αντιλαμβάνονται οι εκάστοτε δικτάτορες), η 4η Αυγούστου διακήρυττε ανοιχτά τον αντιδημοκρατικό της προσανατολισμό, θέτοντας ως στόχο ένα νέο κράτος, ολοκληρωτικό και αντικοινοβουλευτικό. Ως εγγυητής της οικοδόμησής του προβαλλόταν ο ηγέτης, ο Αρχηγός, ο Μεταξάς. Από την άποψη αυτή, το καθεστώς αντέγραφε πλήρως τα πρότυπα του ιταλικού φασισμού και του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού.
Στο πλαίσιο αυτού του νέου κράτους, κάθε πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική δραστηριότητα θα έπρεπε να υποτάσσεται σ’ αυτό, να ελέγχεται απ’ αυτό και να κατευθύνεται απ’ αυτό. Έχουμε και εδώ αντιγραφή του ιταλικού και του γερμανικού προτύπου.
Ως υπέρτατος στόχος του νέου κράτους τέθηκε η δημιουργία ενός Γ΄ Ελληνικού Πολιτισμού, ισάξιου του αρχαιοελληνικού και του βυζαντινού, με τον συνδυασμό των βασικών ιδεολογικών χαρακτηριστικών και των δυο. Η 4η Αυγούστου αναφερόταν στον ελληνο-χριστιανικό πολιτισμό, ως βάση της ιδεολογίας του νέου κράτους, για τη συνέχιση της τρισχιλιετούς προσφοράς του ελληνικού έθνους προς την ανθρωπότητα. Στο σημείο αυτό η συγγένεια με το ιταλικό και το γερμανικό πρότυπο ελέγχεται. Η αναφορά στον χριστιανισμό αποτελεί βασικό στοιχείο φασιστικών κινημάτων, όπως η ισπανική Φάλαγγα, κανένα όμως δεν διακηρύσσει ως στόχο έναν πολιτισμό με οικουμενική απεύθυνση. Η απόκλιση είναι σαφής και γίνεται ακόμα πιο μεγάλη, καθώς το καθεστώς της 4ης Αυγούστου είναι ξένο, όχι μόνο προς την εθνικοσοσιαλιστική φυλετική (ρατσιστική) ιδεολογία, αλλά και με την ιμπεριαλιστική ιδεολογία τόσο του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού όσο και του ιταλικού φασισμού.
Το καθεστώς έχει επίγνωση της απέχθειας του ελληνικού λαού έναντι των επεκτατικών πολεμικών εξορμήσεων, ενώ οι σχέσεις που διατηρεί τόσο με την Ιταλία όσο και με τη Μεγάλη Βρετανία το υποχρεώνουν να υποβαθμίζει ακόμα και ζητήματα που συγκινούσαν τον ελληνικό λαό, όπως αυτά της Δωδεκανήσου, της Κύπρου ή και της Βόρειας Ηπείρου. Η 4η Αυγούστου δεν ήγειρε αξιώσεις εδαφικής επέκτασης, συνεχίζοντας την πολιτική των κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων, που εναπόθεταν τις όποιες νεφελώδεις ελπίδες εθνικής ολοκλήρωσης στην καλή διάθεση των Ιταλών και Βρετανών κατακτητών, σε ενδεχομένως κατάλληλες μελλοντικές διεθνείς συγκυρίες.
Ούτε και η πολιτική απέναντι στις εθνικές μειονότητες στο εσωτερικό της χώρας διέφερε απ’ αυτή των κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων. Ο αντισημιτισμός δεν αποτέλεσε σε καμιά περίπτωση στοιχείο της ιδεολογικής ρητορικής και της πολιτικής πρακτικής του καθεστώτος. Απεναντίας, η διάλυση των φασιστικών οργανώσεων επέτρεψε στους Εβραίους, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια (αν πάρουμε υπόψη την ανοιχτή εχθρότητα του βενιζελισμού προς τις εβραϊκές κοινότητες και κυρίως προς τη μαζικότερη απ’ αυτές, την παραδοσιακά αντιβενιζελική κοινότητα της Θεσσαλονίκης), να ζουν χωρίς τον φόβο τρομοκρατικών επιθέσεων και χωρίς την πρότερη άνιση μεταχείριση από τον κρατικό μηχανισμό. Αντίστοιχη ήταν η πολιτική και προς τη μειονότητα της Θράκης, σε μια περίοδο που οι σχέσεις με την Τουρκία παρέμειναν άψογες.
Η πολιτική του καθεστώτος έναντι της σλαβομακεδονικής και της εξαιρετικά συρρικνωμένης, μετά την ανταλλαγή πληθυσμών του 1925, βουλγαρικής μειονότητας, δεν αποτελούσε παρά συνέχεια της πολιτικής των προηγούμενων κυβερνήσεων. Η προσπάθεια βίαιου εξελληνισμού των σλαβόφωνων πληθυσμών της Μακεδονίας εντάθηκε στα χρόνια της δικτατορίας, αλλά δεν ήταν αποκλειστικά δική της πολιτική.
Στην περίπτωση της δίωξης του κομμουνιστικού κινήματος, η 4η Αυγούστου γενίκευσε πρακτικές που ήδη είχαν εισάγει οι κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις, με πρώτη και καλύτερη την κυβέρνηση του Βενιζέλου στα 1928-32, έργο της οποίας ήταν η ψήφιση του Ιδιώνυμου, η ίδρυση της Ειδικής Ασφάλειας, η θεσμοθέτηση της εκτόπισης στα ξερονήσια του Αιγαίου και ο εξαναγκασμός σε υπογραφή δηλώσεων αποκήρυξης του κομμουνισμού. Φυσικά, η δικτατορία προχώρησε στην απαγόρευση της λειτουργίας του ΚΚΕ, όπως και όλων των πολιτικών κομμάτων, και η καταστολή της παράνομης κομμουνιστικής δραστηριότητας προσέλαβε πολύ πιο βίαιο χαρακτήρα, με τις μαζικές δηλώσεις αποκήρυξης, τα γενικευμένα βασανιστήρια κ.λπ. Πρακτικές που δεν έχουν απουσιάσει και από άλλα καθεστώτα έκτακτης ανάγκης που δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν φασιστικά, αλλά και από καθεστώτα κοινοβουλευτικά, όπως συνέβη και στην ίδια μας τη χώρα, μερικά χρόνια αργότερα, κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου.
Ήταν η 4η Αυγούστου φασιστικό καθεστώς; Υποστηρίζω πως όχι. Παρά τις όποιες ομοιότητες με τα τυπικά φασιστικά καθεστώτα, παρά τις προθέσεις του ίδιου του Μεταξά, που ήδη πριν την ανάληψη της πρωθυπουργίας είχε κάνει γνωστές τις ολοκληρωτικές του απόψεις, η δικτατορία απείχε πολύ από το να έχει εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα την προσδιόριζαν ως φασιστική.
Δεν είναι μόνο η απουσία επεκτατικών τάσεων, ούτε μόνο ο περιορισμός της εθνικιστικής ρητορικής στην επίκληση της οικουμενικής εκπολιτιστικής αποστολής του ελληνικού έθνους, σε πλήρη διάσταση με τις φυλετικές θεωρίες και τις ιμπεριαλιστικές αξιώσεις των προτύπων στα οποία αναφερόταν το καθεστώς. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι ο Θρόνος, ως παράλληλος ισχυρός πυλώνας του καθεστώτος, υπονόμευε την μονοκρατορία του Αρχηγού Μεταξά, περιορίζοντας τη δύναμή του και ελέγχοντας τις πολιτικές του αποφάσεις. Το πιο σημαντικό είναι και πάλι η απουσία κινήματος πάνω στο οποίο θα μπορούσε να στηριχτεί το καθεστώς.
Στην Ελλάδα της 4ης Αυγούστου δεν υπήρξε κάτι ανάλογο του ιταλικού Φασιστικού ή του γερμανικού Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Ούτε καν κάτι ανάλογο της ισπανικής Φάλαγγας ή των ουγγρικών Σταυρωτών Βελών και της ρουμανικής Σιδηράς Φρουράς. Η απαγόρευση λειτουργίας πολιτικών κομμάτων συμπαρέσυρε στη διάλυση τόσο τις φασιστικές οργανώσεις όσο και το ίδιο το Κόμμα των Ελευθεροφρόνων του Μεταξά. Η εξουσία στην Ελλάδα, στα 1936-41, δεν ασκούνταν από ένα φασιστικό κόμμα, αλλά από τον δικτάτορα, τον βασιλιά και τα κορυφαία στελέχη του κυβερνητικού και κρατικού μηχανισμού.
Η προσπάθεια του Μεταξά να αναπληρώσει το κενό με τη συγκρότηση της Εθνικής Οργάνωσης Νέων (ΕΟΝ) αποτελεί μια αναμφισβήτητη απόδειξη ότι το καθεστώς δεν είχε τη δυνατότητα στήριξης σε μαζικό λαϊκό αντιδραστικό κίνημα. Η ΕΟΝ παρέμεινε άμαζη, μέχρις ότου η ένταξη έγινε υποχρεωτική για τους μαθητές και τους φοιτητές.
Η δικτατορία αναμφίβολα είχε οπαδούς. Επρόκειτο για την πλειονότητα των αντιβενιζελικών, των βασιλοφρόνων, που πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να θεωρηθούν κάτι περισσότερο από συντηρητικοί μικρονοικοκυραίοι, που συμπαθούσαν τη δικτατορία γιατί «έφερε την ησυχία και την τάξη στον τόπο», πόσο μάλλον που επικεφαλής της ήταν ο βασιλιάς κι ένας δικός τους άνθρωπος, ο Μεταξάς. Δεν αμφιβάλλουμε ότι ανάλογη στάση θα κρατούσε μεγάλο μέρος των οπαδών του βενιζελισμού έναντι μιας δικτατορίας της δικής τους παράταξης, αν είχε πετύχει κάποιο από τα κινήματα των «δημοκρατικών» στρατιωτικών, είτε το 1933 είτε το ’35.
Η αναζήτηση διεξόδου στη βαθιά πολιτική κρίση των χρόνων 1933-36, με την επιβολή δικτατορίας, απασχολούσε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς πολιτικούς, αλλά δεν άφηνε αδιάφορο και μεγάλο μέρος του σκληρού πυρήνα των οπαδών και των δυο αστικών παρατάξεων. Προφανώς, οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν φασίστες. Ήταν απλώς φανατικοί βενιζελικοί και εξίσου φανατικοί αντιβενιζελικοί. Εχθρός τους δεν ήταν τόσο το εργατικό κίνημα, ακόμα κι αν πολλούς απ’ αυτούς τους ανησυχούσε η ανάπτυξη των εργατικών αγώνων και της επιρροής του ΚΚΕ, όσο η άλλη αστική παράταξη.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι κατά την αποκορύφωση του εργατικού κινήματος της περιόδου, τον Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη, οι βενιζελικοί, που μόλις ένα χρόνο πριν είχαν ταχθεί υπέρ του αποτυχημένου στρατιωτικού κινήματος της παράταξής τους, βρέθηκαν να αγωνίζονται στους δρόμους από κοινού με τους κομμουνιστές, οι οποίοι, αν είχε πετύχει το βενιζελικό κίνημα, θα είχαν την ίδια τύχη με αυτήν που τους επιφύλαξε τελικά η δικτατορία των αντιβενιζελικών.
Εξαιρετικά ενδιαφέροντες είναι οι στίχοι που έγραψε, λίγο πριν τη δικτατορία, ο Μάρκος Βαμβακάρης, που αντανακλούν την απογοήτευση του φτωχού λαϊκού κόσμου από το μεσοπολεμικό κοινοβουλευτικό καθεστώς:
Θέλω να γίνω ισχυρός ωσάν τον Μουσολίνι
ωσάν τον Χίτλερ ζόρικος, π’ ούτε ψιλή δεν δίνει.
Και συνεχίζει, με φανερή ζήλεια:
Σαν τον Κεμάλ που έκανε μεγάλη την Τουρκία
και κάνουν κόζι οι Έλληνες και έχουν απορία.
Αντιδραστικός, ίσως και φασίστας ο γνωστός και ως βασιλόφρων ρεμπέτης; Οι τελευταίοι στίχοι μάς κάνουν να αμφιβάλουμε:
Κι εσύ βρε Στάλιν αρχηγέ, του κόσμου το καμάρι
όλοι οι εργάτες σ’ αγαπούν, γιατί είσαι παλικάρι.
Με την ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας, στις 28 Οκτωβρίου 1940, κλονίζονται και καταρρέουν τα όποια αποτελέσματα των προσπαθειών του καθεστώτος να διαμορφώσει ιδεολογικό κλίμα συμπάθειας προς τον φασισμό. Ένας λαός με οδυνηρές εμπειρίες από τις πολεμικές περιπέτειες που είχαν λήξει μόλις πριν δεκαοχτώ χρόνια και ως εκ τούτου βαθιά φιλειρηνικός, εκδηλώνει μια εντυπωσιακή αποφασιστικότητα για την υπεράσπιση της εθνικής του ανεξαρτησίας, που εκφράζεται και ως αντιφασιστική ιδεολογική τοποθέτηση. Η απόκρουση της επίθεσης της φασιστικής Ιταλίας στα βουνά της Πίνδου και οι αυθόρμητες λαϊκές πατριωτικές διαδηλώσεις, στις οποίες κυριαρχεί η διάθεση γελοιοποίησης του φασισμού, συμβάλλουν καθοριστικά στη διαμόρφωση των ιδεολογικών όρων για την ανάπτυξη του παλλαϊκού κινήματος Εθνικής Αντίστασης του ΕΑΜ, στα αμέσως επόμενα χρόνια.
Ο ελληνικός φασισμός στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου
Η κατάκτηση της Ελλάδας από τα στρατεύματα του Άξονα, τον Απρίλιο του 1941, διαμορφώνει νέο πλαίσιο για την προπαγάνδιση των φασιστικών ιδεών και την προσπάθεια διάχυσή τους σε μαζική κλίμακα. Στην κατεύθυνση αυτή κινείται ο προπαγανδιστικός μηχανισμός των δυνάμεων κατοχής, είτε απευθείας είτε μέσω των πρόθυμων συνεργατών τους, των δωσιλογικών κυβερνήσεων και του αστικού τύπου, που τίθεται στην υπηρεσία των κατακτητών. Παράλληλα, δεν απουσιάζουν και οι οργανώσεις με διακηρυγμένο ναζιστικό προσανατολισμό, όπως το ανασυσταθέν Εθνικοσοσιαλιστικόν Κόμμα Ελλάδος, η Εθνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωσις (ΕΣΠΟ), η Οργάνωσις Εθνικών Δυνάμεων Ελλάδος (ΟΕΔΕ), η Εθνικοσοσιαλιστική Φρουρά Ελλάδος, η Οργάνωσις Πρωτοπόρων Νέας Ευρώπης (ΟΠΝΕ), η Ένωσις Φίλων Χίτλερ, η Εθνική Κοινωνική Επανάστασις κ.ά.
Και αυτή τη φορά, η απόπειρα συγκρότησης μαζικού φασιστικού κινήματος αποτυγχάνει. Οι οργανώσεις που απροκάλυπτα αυτοαναγνωρίζονται ως φασιστικές παραμένουν άμαζες και περιθωριακές, με την ΕΣΠΟ να διαλύεται αμέσως μετά τον θάνατο του ιδρυτή και ηγέτη της Σπύρου Στεροδήμου, με την ανατίναξη των γραφείων της από την αντιστασιακή οργάνωση ΠΕΑΝ, τον Σεπτέμβριο 1942.
Αυτονόητος προβάλλει ο αντίλογος: Μα, στην περίοδο της Κατοχής ήταν τόσοι πολλοί αυτοί που συνεργάστηκαν με τις δυνάμεις κατοχής, ενώ για δεκάδες χιλιάδες απ’ αυτούς η συνεργασία προσέλαβε και τη μορφή της ένοπλης αντιπαράθεσης με το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Μεγάλο μέρος των αντι-εαμικών ένοπλων οργανώσεων, και πάνω απ’ όλα τα περιβόητα Τάγματα Ασφαλείας, δεν συνιστούν μαζικό φασιστικό κίνημα;
Και σ’ αυτή την περίπτωση υποστηρίζω πως όχι. Ανάμεσα στον κόσμο του δωσιλογισμού προφανώς υπήρχαν και φασίστες, που δεν έκρυβαν την ιδεολογική τους ταυτότητα. Η περίπτωση, π.χ., του εθνικοσοσιαλιστή συνταγματάρχη Γεωργίου Πούλου, επικεφαλής του Εθνικού Ελληνικού Στρατού (ΕΕΣ) στη Μακεδονία, ήταν χαρακτηριστική, όπως και πολλές άλλες περιπτώσεις ένοπλων συνεργατών του κατακτητή. Δεν ήταν αυτές, όμως, που κυριαρχούσαν.
Η συνεργασία, ακόμα και με τη μορφή της κοινής ή συμπληρωματικής με τις δυνάμεις κατοχής ένοπλης δραστηριότητας, δεν αποτελεί από μόνη της επαρκές στοιχείο. Ο κόσμος του δωσιλογισμού ήταν αναμφίβολα βαθιά αντικομμουνιστικός, βαθιά συντηρητικός και αντιδραστικός, αλλά στη μεγάλη του πλειονότητα δεν είχε ενστερνιστεί τη φασιστική ιδεολογία, πόσο μάλλον την εθνικοσοσιαλιστική εκδοχή της. Μια αναφορά στην ιστορία της συγκρότησης των περιβόητων Ταγμάτων Ασφαλείας μπορεί να είναι διαφωτιστική.
Αυτοί που πρώτοι έθεσαν ζήτημα ίδρυσης ένοπλων σωμάτων, εξοπλισμένων από τους Γερμανούς, ήταν επιφανή στελέχη του προπολεμικού βενιζελικού χώρου, όπως οι Θεόδωρος Πάγκαλος, Στυλιανός Γονατάς κ.ά. Πρόθεσή τους ήταν από τη μια η αντιμετώπιση της δραστηριότητας του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, και από την άλλη η αποτροπή ενδεχόμενης επανόδου του βασιλιά μετά την Απελευθέρωση. Η πρότασή τους, κατατεθειμένη ήδη από τα τέλη του 1942, γίνεται δεκτή από την δωσιλογική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη και από τη Διοίκηση των γερμανικών δυνάμεων κατοχής την άνοιξη του επόμενου χρόνου, όταν πλέον η ανάπτυξη του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ έχει πάρει απειλητικές διαστάσεις, ενώ η ήττα των ναζί στο Στάλινγκραντ δεν επιτρέπει την απόσπαση πρόσθετων γερμανικών δυνάμεων για την αντιμετώπιση των Ελλήνων ανταρτών. Την ανάγκη εξοπλισμού προδοτικών σωμάτων επιτείνει, λίγο αργότερα, η συνθηκολόγηση της Ιταλίας και η διάλυση του ιταλικού στρατού κατοχής.
Ανεξαρτήτως των αρχικών προθέσεων των εισηγητών της πρότασης, τα Τάγματα συγκροτούνται με αποκλειστικό στόχο την αντι-εαμική δράση. Στον βαθμό που στην Ελλάδα διαμορφώνονται πλέον όροι εμφυλίου πολέμου, απέναντι στο ΕΑΜ αντιπαρατίθεται σύσσωμες οι αστικές πολιτικές δυνάμεις και η αντίθεση μεταξύ των βενιζελικών αντιβασιλικών και των αντιβενιζελικών βασιλικών υποχωρεί, μπροστά στην κύρια αντίθεση μεταξύ εαμικού και αντι-εαμικού στρατοπέδου.
Στο αντι-εαμικό στρατόπεδο ηγεμονεύουν οι πιο συντηρητικές φιλοβασιλικές τάσεις, όχι όμως οι απροκάλυπτα φασιστικές. Η επάνοδος του βασιλιά μετά την Απελευθέρωση θεωρείται εγγύηση για τη σταθερότητα του κοινωνικού καθεστώτος, κάτι που ενδιαφέρει πρωτίστως και τη Μεγάλη Βρετανία. Στην κατεύθυνση αυτή μετατοπίζονται ακόμα και οργανώσεις, όπως ο Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος (ΕΔΕΣ) και το μεγαλύτερο μέρος της Εθνικής Και Κοινωνικής Απελευθέρωσης (ΕΚΚΑ), που είχαν ιδρυθεί με διακηρυγμένους αντιβασιλικούς στόχους, ακόμα και με αναφορές στον σοσιαλισμό. Στον ένα ή τον άλλο βαθμό, η αντιμετώπιση του ΕΛΑΣ υποχρεώνει το σύνολο σχεδόν των αντι-εαμικών οργανώσεων σε απροκάλυπτη ή πιο διακριτική συνεργασία με τους κατακτητές.
Όσο πλησιάζει η ώρα της Απελευθέρωσης, ο αντι-εαμικός συνασπισμός, περιλαμβάνοντας βενιζελικούς, βασιλικούς και φασίστες, ηγεμονεύεται όλο και περισσότερο από τους βασιλικούς, σε βάρος των δυο άλλων συνιστωσών του.
Οι βενιζελικοί έχουν χάσει το μεγαλύτερο μέρος των προπολεμικών οπαδών τους, μεταξύ των οποίων και τους πρόσφυγες, οι οποίοι είτε έχουν προσχωρήσει στο εαμικό στρατόπεδο (κυρίως οι προλεταριοποιημένοι πρόσφυγες των αστικών συνοικισμών) είτε έχουν περάσει στη βασιλική Δεξιά (κυρίως οι τουρκόφωνοι, στην πλειονότητά τους, πρόσφυγες της μακεδονικής υπαίθρου).
Ενώ οι φασιστικές οργανώσεις παραμένουν άμαζες, στις γραμμές τόσο των βασιλικών οργανώσεων (όπως η αθηναϊκή «Χ» του Γεωργίου Γρίβα) όσο και των Ταγμάτων Ασφαλείας και των δυνάμεων που τα υποκαθιστούν στη Βόρεια Ελλάδα (με κυριότερη την Πανελλήνια Απελευθερωτική Οργάνωση–ΠΑΟ) υπάρχουν φασίστες και αναπτύσσονται φιλοφασιστικές τάσεις, δεν αρκούν όμως αυτές για να μιλήσουμε για κίνημα φασιστικό.
Η μεγάλη πλειονότητα όσων συμμετέχουν σ’ αυτές τις οργανώσεις και σ’ αυτά τα ένοπλα σώματα έχει κάποια κοινά ιδεολογικά χαρακτηριστικά, τα οποία την τοποθετούν στον χώρο της άκρας Δεξιάς, χωρίς εντούτοις να την προσδιορίζουν ως φασιστική.
Κατά πρώτο, απουσιάζουν ιδεολογικές τοποθετήσεις που να εμπνέονται από τον φασισμό. Ο ιδεολογικός λόγος είναι αντικομμουνιστικός, εθνικιστικός, συντηρητικός, όχι όμως σαφώς και πάντα αντικοινοβουλευτικός και πολύ σπάνια ρατσιστικός. Με εξαίρεση τις περιθωριακές φασιστικές οργανώσεις και τον ΕΕΣ στη Μακεδονία, ελάχιστες είναι οι αναφορές συνεργασίας με τους Γερμανούς σε αντιεβραϊκές δραστηριότητες.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η κοινωνική σύνθεση αυτών των οργανώσεων και των δωσιλογικών ένοπλων σωμάτων. Επικεφαλής τους βρίσκονται συνήθως αξιωματικοί του στρατού. Η πλειονότητα των μελών τους στις πόλεις αποτελείται από κατεστραμμένους μικροϊδιοκτήτες και σε σημαντικό ποσοστό από κόσμο του κοινωνικού περιθωρίου. Δεν απουσιάζουν και οι εργάτες, αν και αντιπροσωπεύουν μικρό ποσοστό, ως συνέπεια της μαζικής ένταξης της εργατικής τάξης στο εαμικό στρατόπεδο. Αν και δεν αναφέρονται περιπτώσεις συμμετοχής αστών ή έστω μεσοαστών, είναι γνωστό πως η αστική και μεσοαστική τάξη ήταν, σχεδόν στο σύνολό της, αλληλέγγυα με τις οργανώσεις αυτές.
Η ένταξη στις αντι-εαμικές οργανώσεις και η συνεργασία με τον κατακτητή, για το μεγάλο μέρος των μελών τους, δεν ήταν συνέπεια πολιτικής ιδεολογίας, αλλά μέσο για την εξασφάλιση πόρων επιβίωσης, πέραν των περιορισμένων δυνατοτήτων που προσέφερε το εαμικό δίκτυο κοινωνικής αλληλεγγύης.
Στην ύπαιθρο είναι αγρότες αυτοί που πυκνώνουν τις γραμμές αυτών των οργανώσεων και σωμάτων. Μεμονωμένοι σε κάποιες περιπτώσεις, από χωριά στα οποία κυριαρχεί το ΕΑΜ, αλλά και χωριά ολόκληρα ή και ομάδες όμορων χωριών σε κάποιες άλλες, κυρίως στη Νότια Πελοπόννησο και στη Μακεδονία. Την ένταξή τους στο αντικομμουνιστικό-αντιεαμικό στρατόπεδο καθορίζουν μια σειρά παράγοντες.
Η πρόθεση να συνεχίσει το χωριό ειρηνικά τη ζωή του, μέχρι να περάσει η θύελλα της κατοχής, δεν ήταν και ο πιο αμελητέος λόγος της αντίθεσης προς την εθνικο-απελευθερωτική δραστηριότητα του ΕΑΜ, που τελικά κατέληξε σε εμπλοκή στην εμφύλια διαμάχη. Στις περιπτώσεις αυτές, δεν είχαμε ένα δυναμικό αντεπαναστατικό κίνημα που επιδίωκε την επιβολή ενός αντιδραστικού ριζοσπαστικού καθεστώτος, αλλά μια αντίδραση απέναντι στον κίνδυνο διατάραξης της ήρεμης ζωής ενός κόσμου που ήθελε να τη συνεχίσει, ακόμα και σε συνθήκες υποδούλωσης του τόπου από ξένους κατακτητές.
Η στάση αυτή ίσως να μην είναι άσχετη με τη μακραίωνη παράδοση υποταγής στην οθωμανική κυριαρχία από τους τουρκόφωνους πληθυσμούς του Πόντου και της Μικράς Ασίας, και τη σύνδεση της ένοπλης αντίστασης (στα 1916-22) με την ήττα και τον εξανδραποδισμό. Ούτε, ίσως, και με την ιστορική παράδοση περιοχών όπως η Μάνη, που συνδεόταν με την αποδοχή της κυριαρχίας του κατακτητή, που θα τον κρατούσε μακριά από αυτή την άγονη -και οικονομικά και στρατιωτικά αδιάφορη- γωνιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο προσδιορισμός του δωσιλογισμού ως βαθιά συντηρητικού και αντικομμουνιστικού, όχι όμως και φασιστικού, επιβεβαιώνεται και μετά την Απελευθέρωση. Η αναβάπτιση των ένοπλων συνεργατών του κατακτητή στην «εθνική κολυμπήθρα», με τη χρησιμοποίησή τους κατά τα Δεκεμβριανά ενάντια στον ΕΛΑΣ, συνοδεύεται και από τη μαζική ένταξή τους στην υπό ανασυγκρότηση βασιλική παράταξη, με κύριο εκφραστή το Λαϊκό Κόμμα. Με το κόμμα αυτό συνδέεται μεγάλο μέρος των ένοπλων τρομοκρατικών συμμοριών της μεταβαρκιζιανής περιόδου, ενώ ένα άλλο μέρος αποτελείται από οπαδούς μικρότερων κομμάτων με σαφέστερη την ακροδεξιά πολιτικο-ιδεολογική τοποθέτηση, όπως το Κόμμα Εθνικοφρόνων του τεταρταυγουστιανού Θεόδωρου Τουρκοβασίλη και το Εθνικόν Κόμμα Χιτών του Κωνσταντίνου Ευσταθόπουλου. Ούτε κι αυτά τα κόμματα (που στις εκλογές του 1946 πήραν 2,94% και 0,17% αντιστοίχως) διακηρύσσουν απροκάλυπτα φασιστικές ιδεολογικές αρχές, όσο κι αν λειτουργούν και ως καταφύγιο δηλωμένων οπαδών του φασισμού. Κάτι που συμβαίνει, άλλωστε, και με το ίδιο το Λαϊκό Κόμμα, αλλά και με το βενιζελικής προέλευσης Κόμμα Εθνικών Φιλελευθέρων του Στ. Γονατά κ.λπ.
Από τα χρόνια της Κατοχής μέχρι και τη λήξη του Εμφυλίου, η ελληνική άκρα Δεξιά έδρασε εθνοπροδοτικά, λειτούργησε ως τρομοκρατική και εγκληματική παράταξη, αποτέλεσε χώρο καλλιέργειας φασιστικών ιδεών και πολιτικής έκφρασης φασιστών, δεν ήταν όμως φασιστική. Δεν συγκροτούσε αντεπαναστατικό μαζικό λαϊκό κίνημα, που να αποβλέπει στην εγκαθίδρυση ολοκληρωτικού καθεστώτος. Όπως και προπολεμικά, έτσι και κατά τη δεκαετία του 1940, ο φασισμός δεν μπόρεσε και πάλι να συγκροτηθεί σε μαζικό κίνημα στην Ελλάδα. Θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε δυο βασικούς λόγους αυτής της αδυναμίας του.
Ο πρώτος σχετίζεται με τη συγκρότηση του ΕΑΜ ως ευρύτατου συνασπισμού λαϊκών δυνάμεων, που αναγνώριζαν την κοινότητα των συμφερόντων τους στον αγώνα για την επιβίωση και την Εθνική Απελευθέρωση, και στην προοπτική της Λαοκρατίας. Το ΚΚΕ, ως ηγετική δύναμη του ΕΑΜ, μπόρεσε να κερδίσει όχι μόνο την εργατική τάξη, αλλά και μεγάλα τμήματα των μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων, δίνοντας προτεραιότητα στην αντιμετώπιση του κύριου προβλήματος που απασχολούσε το σύνολο του ελληνικού λαού από τον πρώτο κιόλας χρόνο της Κατοχής: την πείνα και τον θάνατο από πείνα.
Η Μάχη της Επιβίωσης για την αντιμετώπιση της πείνας αποτέλεσε τη βάση για τη συγκρότηση του συνασπισμού των λαϊκών δυνάμεων. Μέσα από τις συλλογικές μορφές οργάνωσης και διεκδίκησης, εργάτες, αγρότες και μικροϊδιοκτήτες των πόλεων συνειδητοποίησαν την κοινότητα των συμφερόντων τους. Αφαιρέθηκε, έτσι, το έδαφος κάτω από τα πόδια όσων θα είχαν συμφέρον από την απομόνωση της εργατικής τάξης από τους κοινωνικούς της συμμάχους. Πρώτα και κύρια από τους φασίστες. Επιπλέον, η οργάνωση της κοινωνικής αλληλεγγύης περιόρισε σε μεγάλο βαθμό τη στροφή προς τη συνεργασία με τους κατακτητές κι ακόμα περισσότερο την αποδοχή της φασιστικής ιδεολογίας από τα τμήματα εκείνα του πληθυσμού που εξαθλιώνονταν. Η κοινωνική αλληλεγγύη απέτρεψε την κοινωνική περιθωριοποίηση, που θα αποτελούσε επίσης μια ισχυρή βάση για το ρίζωμα του φασισμού. Στις περιπτώσεις που απέτυχε, μέρος των περιθωριοποιημένων βρέθηκε πράγματι στις γραμμές των ακροδεξιών αντι-εαμικών οργανώσεων.
Ο δεύτερος λόγος είναι η αφαίρεση από τον φασισμό της κύριας βάσης πάνω στην οποία στηρίζεται η ιδεολογικο-πολιτική του ρητορική. Η ανάληψη της πρωτοβουλίας στον αγώνα για την Εθνική Απελευθέρωση από το ΚΚΕ και ευρύτερα από την Αριστερά, η ταύτιση του φασισμού με την υποδούλωση της πατρίδας και τον ακρωτηριασμό της, με την εκχώρηση ελληνικών εδαφών στην Ιταλία και τη Βουλγαρία, ο στιγματισμός των Ελλήνων φασιστών ως εθνοπροδοτών, συνεργατών των κατακτητών, εξέφρασαν το λαϊκό πατριωτικό αίσθημα. Ακόμα και η μεγάλη πλειονότητα των ένοπλων που βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον ΕΛΑΣ και που συμμετείχαν κατόπιν στις εγκληματικές συμμορίες της μεταβαρκιζιανής περιόδου, αρνούνταν πεισματικά τον χαρακτηρισμό του «φασίστα», που ταυτιζόταν στη λαϊκή συνείδηση, ακόμα και στη συνείδηση του μεγάλου μέρους του κόσμου της συντηρητικής Δεξιάς, με την εθνοπροδοσία.
Αν η άρνηση του χαρακτηρισμού ήταν για ένα μέρος των δωσιλόγων και τρομοκρατών υποκριτική, για το μεγάλο μέρος τους ήταν ειλικρινής. Συνεργάστηκαν, τρομοκράτησαν, σκότωσαν και συνέχιζαν να τρομοκρατούν και να σκοτώνουν και μετά το 1944, όχι γιατί ήθελαν να κυριαρχήσει φασιστικό καθεστώς. Ένα καθεστώς με ανώτατο άρχοντα τον βασιλιά ήθελαν, ως εγγύηση της δυνατότητας να ελπίζει ο καθένας πως μπορεί να διατηρήσει την ατομική του ιδιοκτησία και να την αναπτύξει, ώστε να ανέλθει κοινωνικά. Ακόμα και με δραστηριότητες όπως η μαύρη αγορά, οι λεηλασίες κ.λπ. Κάτι που αποκλειόταν αν επικρατούσαν οι κομμουνιστές, για την εξουδετέρωση των οποίων κάθε μέσο ήταν θεμιτό, είτε με κοινοβουλευτικό είτε με δικτατορικό καθεστώς, που για να είναι ασφαλές πρέπει να είναι βασιλευόμενο.
Φασίστες και φασιστικές και παρακρατικές οργανώσεις στη μετεμφυλιακή περίοδο
Σε αντίθεση με όλες τις ευρωπαϊκές χώρες που είχαν κατακτηθεί από τις δυνάμεις του φασιστικού Άξονα κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην οποία ο δωσιλογισμός όχι μόνο δεν τιμωρήθηκε, αλλά αποτέλεσε στυλοβάτη του μεταπολεμικού καθεστώτος. Η αξιοποίηση των συνεργατών των κατακτητών από τις δυνάμεις του αστισμού, αμέσως μετά την Απελευθέρωση και μέχρι τη λήξη του Εμφυλίου, για την αντιμετώπιση του λαϊκού κινήματος και την εξουδετέρωση του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, συνεχίστηκε και όλα τα επόμενα χρόνια, μέχρι την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας του 1967-74. Από τον κόσμο του δωσιλογισμού, άλλωστε, προήλθε μεγάλο μέρος της ίδιας της μεταπολεμικής αστικής τάξης, με την ένταξη σ’ αυτήν όσων επιδόθηκαν σε σημαντικές κερδοφόρες δραστηριότητες στην περίοδο της Κατοχής, είτε ως μεγαλο-μαυραγορίτες είτε ως νόμιμοι επιχειρηματίες στην υπηρεσία των κατακτητών.
Ένα μεγαλύτερο μέρος του κόσμου του δωσιλογισμού εντάχθηκε στη μεταπολεμική μεσοαστική τάξη, ενώ ακόμα περισσότεροι ήταν αυτοί που πέρασαν στη μικροαστική τάξη, τόσο στην παραδοσιακή μικροϊδιοκτητική όσο και τη νέα, καταλαμβάνοντας θέσεις σε όλη την κλίμακα του κρατικού μηχανισμού και ιδιαίτερα στις ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας. Η συνεργασία με τον κατακτητή αποτελούσε εγγύηση νομιμοφροσύνης προς το μετεμφυλιακό καθεστώς, όπως και η ένταξη ή έστω η έκφραση συμπάθειας στο ΕΑΜ σήμαινε τοποθέτηση εχθρική προς το καθεστώς, ακόμα κι αν δεν συνοδευόταν από οποιαδήποτε αριστερή πολιτική δραστηριότητα κατά τα επόμενα χρόνια.
Ο αντικομμουνισμός και η εθνικοφροσύνη, που ως βάση της είχε τις ελληνο-χριστιανικές διακηρύξεις του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, αποτελούσε κοινή ιδεολογική έκφραση των αστικών πολιτικών δυνάμεων, του Κέντρου και της Δεξιάς, η οποία αποτελούσε και τον πιο σταθερό υπερασπιστή τους.
Η συγκρότηση της μεταπολεμικής Δεξιάς, ως παράταξης της συνεπούς και αδιάλλακτης αντικομμουνιστικής εθνικοφροσύνης, με το Λαϊκό Κόμμα του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη, τον Ελληνικό Συναγερμό του Αλέξανδρου Παπάγου, από το 1951, και την Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (ΕΡΕ) του Κωνσταντίνου Καραμανλή, από το 1956, επέτρεπε την πλήρη ιδεολογική και πολιτική έκφραση του χώρου της άκρας Δεξιάς στο πλαίσιο αυτών των κομματικών σχηματισμών. Άλλωστε, τα μεγάλα κυβερνητικά κόμματα της ελληνικής Δεξιάς τοποθετούνταν οπωσδήποτε δεξιότερα από τα κόμματα της συντηρητικής Δεξιάς άλλων ευρωπαϊκών χωρών εκείνης της περιόδου, όπως η ιταλική και η γερμανική Χριστιανική Δημοκρατία, ο γαλλικός γκολισμός κ.λπ.
Όπως είναι αυτονόητο, η άκρα Δεξιά στη μετεμφυλιακή Ελλάδα δεν είχε ανάγκη ιδιαίτερης κομματικής έκφρασης, στον βαθμό που αντιπροσωπευόταν από κόμματα στα οποία έδινε τον ιδεολογικο-πολιτικό τόνο, συμμετέχοντας και στην κυβερνητική εξουσία. Αυτός είναι ο λόγος της αποτυχίας κάθε απόπειρας συγκρότησης κόμματος με σαφή ακροδεξιό προσανατολισμό.
Στις εκλογές του 1950 η Πολιτική Ανεξάρτητη Παράταξη, σύμπραξη του Κόμματος Εθνικής Αναγεννήσεως, του περιβόητου υφυπουργού Ασφαλείας του μεταξικής δικτατορίας Κωνσταντίνου Μανιαδάκη, με το Κόμμα Εθνικοφρόνων του Θεόδωρου Τουρκοβασίλη, πήρε μεν το 8,15% των ψήφων (0,84% πήρε το Εθνικόν Αγροτικόν Κόμμα Χιτών του Γεωργίου Γρίβα) αλλά πολύ σύντομα διαλύθηκε και η επιρροή της απορροφήθηκε από τον Ελληνικό Συναγερμό του Αλέξανδρου Παπάγου. Μια ακόμα απόπειρα εκλογικής καταγραφής έγινε από τον Μανιαδάκη το 1956, με το Κόμμα Αρχών Ιωάννου Μεταξά, που πήρε μόλις 0,11%. Μετά κι απ’ αυτή την αποτυχία του, ο Μανιαδάκης εντάχθηκε στην ΕΡΕ και εκλέχτηκε βουλευτής της μεγάλης δεξιάς παράταξης, στην οποία εντάσσονταν και άλλα πρωτοπαλίκαρα της μεταξικής δικτατορίας, προεξάρχοντος του υπουργού Εργασίας και επί Μεταξά και επί Καραμανλή, Αριστείδη Δημητράτου.
Συχνά γράφεται ότι στην άκρα Δεξιά εντασσόταν και το Κόμμα των Προοδευτικών του Σπύρου Μαρκεζίνη. Πρόκειται για λάθος, που σχετίζεται με την κατοπινή πολιτική πορεία του ηγέτη του. Το κόμμα αυτό εντασσόταν στον χώρο της συντηρητικής Δεξιάς, θεωρούμενο μετριοπαθές. Άλλωστε, στις εκλογές του 1958 συμμετείχε στον ενιαίο μετωπικό σχηματισμό Προοδευτική Αγροτική Δημοκρατική Ένωση (ΠΑΔΕ), με κεντρώα και κεντροαριστερά κόμματα, και το 1961 συνεργάστηκε με την Ένωση Κέντρου. Η νεολαία του, μάλιστα, αποτελούσε επί χρόνια προνομιακό σύμμαχο της Αριστεράς στο φοιτητικό κίνημα.
Με την άκρα Δεξιά να έχει βρει πλήρη ιδεολογικο-πολιτική έκφραση στα εκάστοτε μεγάλα κυβερνητικά κόμματα της Δεξιάς, ήταν ελάχιστα και τα περιθώρια ανάπτυξης αυτοτελών φασιστικών οργανώσεων. Όσο κι αν η φασιστική ιδεολογία (έχοντας ως φορείς συνήθως τα ίδια φυσικά πρόσωπα που διακρίθηκαν για την πλήρη, αν και σπάνια ανιδιοτελή, αφοσίωσή τους στον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό κατά την περίοδο της Κατοχής, και αργότερα τους γόνους τους) εκφράζεται μέσα από τις γραμμές των μεγάλων κομμάτων της Δεξιάς, δεν απουσιάζουν και απόπειρες αυτοτελούς συγκρότησης φασιστικών οργανώσεων. Και αυτές, όμως, διατηρούν σχέσεις με τον κύριο κορμό της Δεξιάς και φυσικά και με τον κρατικό μηχανισμό καταστολής, ενώ τα μέλη τους δρουν παράλληλα και σε οργανώσεις που αποφεύγουν την απροκάλυπτη προβολή της φασιστικής τους ταυτότητας.
Η φροντίδα αυτή σχετίζεται με την προσπάθεια της κυρίαρχης Δεξιάς να μη χρεωθεί την ταύτιση με τους φασίστες ή την κάλυψή τους, όσο κι αν στελέχη με σαφή φασιστική ιδεολογική τοποθέτηση και δράση όχι μόνο συμμετέχουν στο κόμμα, αλλά εκλέγονται και βουλευτές του. Πιο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Νίκου Φαρμάκη, βουλευτή της ΕΡΕ και συνάμα επικεφαλής της ναζιστικής Οργάνωσης Εθνικής Νεολαίας, που δρούσε με προκάλυμμα το παρακρατικό Σώμα Ελπιδοφόρων Νέων.
Οργανώσεις αυτού του είδους υπάρχουν ήδη από τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, αν και με περιορισμένη δράση. Ήδη από το 1948 έχει ιδρυθεί το Σώμα Ελλήνων Αλκίμων, απευθυνόμενο στη νεολαία, αλλά ουδέποτε κατόρθωσε να μαζικοποιηθεί μέχρι τη δικτατορία. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 δρουν φασιστικές οργανώσεις σε τοπικό επίπεδο, όπως η Εθνική Κοινωνική Δράσις με έδρα τον Βύρωνα, η Εθνική Κοινωνική Εξόρμησις στην Ελευσίνα κ.ά. Οι νέοι φασίστες της εποχής στελεχώνουν κυρίως την Εθνική Φάλαγγα, φοιτητική οργάνωση που συνδέεται με την ΕΡΕ, με επικεφαλής τον Άγγελο Μπρατάκο, βουλευτή και υφυπουργό αργότερα της Νέας Δημοκρατίας. Η Εθνική Φάλαγξ διαλύθηκε το 1959 και στη θέση της ιδρύθηκε η Εθνική Κοινωνική Οργάνωσις Φοιτητών, η περιβόητη ΕΚΟΦ, ως επίσημη φοιτητική οργάνωση της νεολαίας της ΕΡΕ.
Οι φασιστικές, φιλοφασιστικές και παρακρατικές οργανώσεις πληθαίνουν μετά το 1958, όταν η ανάδειξη της ΕΔΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση, με το 24,42% των ψήφων, πανικοβάλει την άρχουσα τάξη, τα κέντρα εξουσίας και τον αμερικανικό παράγοντα. Η δραστηριότητά τους εντείνεται κατά την περίοδο των εκλογών βίας και νοθείας του Οκτωβρίου 1961 και τα επόμενα χρόνια, για να αποκορυφωθεί με τη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη, τον Μάιο 1963.
Εκτός από την Εθνική Κοινωνική Δράση, την Εθνική Κοινωνική Εξόρμηση, την ΕΚΟΦ, την Οργάνωση Εθνικής Νεολαίας και το Σώμα Ελπιδοφόρων Νέων, εκείνη την περίοδο δρουν επίσης οι οργανώσεις Αντικομμουνιστική Σταυροφορία, Πανελλήνιος Εθνική Σταυροφορία, Εθνική Κοινωνική Αναγέννησις, Όμιλος Εθνικής Επαγρυπνήσεως, Ένωσις Εθνικοφρόνων Ελασιτών, Εθνική Κοινωνική Αλληλεγγύη, Κυανή Φάλαγξ, Εγγυηταί του Βασιλέως, Καρφίτσα (μέλη της οποίας ήταν οι δολοφόνοι του Λαμπράκη) κ.ά. Η επιμονή στον συνδυασμό των όρων «εθνικό» και «κοινωνικό» δεν είναι καθόλου άσχετη με τον εθνικοσοσιαλιστικό προσανατολισμό των περισσότερων απ’ αυτές τις οργανώσεις ή έστω αυτών που ανέλαβαν την πρωτοβουλία ίδρυσής τους.
Η διάλυση των περισσότερων απ’ αυτές τις οργανώσεις ήταν ένα από τα πρώτα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου το 1964, ανταποκρινόμενη στο λαϊκό αίτημα για την αντιμετώπιση του παρακρατικού μηχανισμού και τον εκδημοκρατισμό της πολιτικής ζωής. Χαρακτηριστικό του ιδεολογικού κλίματος της εποχής είναι και το γεγονός ότι στη διάλυση αντιτάχθηκε η ΕΡΕ, ως αξιωματική αντιπολίτευση πλέον, αν και οι αντιδράσεις δεν ήταν και τόσο έντονες. Η αποκάλυψη των διασυνδέσεων των φασιστικών και παρακρατικών οργανώσεων με τον κομματικό της μηχανισμό και με τον κρατικό μηχανισμό στα χρόνια της κυριαρχίας της, την υποχρέωσαν να κρατήσει χαμηλούς τους τόνους. Δείγμα κι αυτό της επίγνωσης ότι η μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού λαού, συμπεριλαμβανόμενου και του μεγαλύτερου μέρους των συντηρητικών ψηφοφόρων της, δεν έτρεφε και τα καλύτερα των αισθημάτων προς τη φασιστική και φιλοφασιστική άκρα Δεξιά.
Η τελευταία προδικτατορική απόπειρα συγκρότησης φασιστικής οργάνωσης ήταν η ίδρυση του Κόμματος 4ης Αυγούστου το καλοκαίρι του 1965, από ομάδα φασιστών νεαρής ηλικίας, με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Πλεύρη. Η προσπάθεια διείσδυσης στη φοιτητική νεολαία με την ίδρυση της Φοιτητικής Εθνικής Πρωτοπορίας ελάχιστα απέδωσε. Με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 και αυτές οι οργανώσεις υποχρεώθηκαν να διαλυθούν.
Κάποιες πρόσθετες παρατηρήσεις σχετικά με τον ελληνικό φασισμό στην περίοδο 1950-67:
Με συγκεχυμένα τα όρια μεταξύ Δεξιάς και ακροδεξιάς, όπως και μεταξύ συντηρητικής ακροδεξιάς και φασισμού, ο τελευταίος δεν μπόρεσε και πάλι να αποκτήσει στην Ελλάδα μαζικό έρεισμα. Οι φασίστες υποχρεώνονταν να κρύβουν την ιδεολογική τους ταυτότητα, προκειμένου να δράσουν σε ευρύτερη κλίμακα απ’ αυτή που θα τους επέτρεπε η απροκάλυπτη διακήρυξή της.
Κύριος λόγος που υποχρέωνε σ’ αυτή την πρακτική ήταν φυσικά η ανάμνηση των πολύ πρόσφατων γεγονότων της φασιστικής κατοχής και η ταύτιση του φασισμού με την υποδούλωση της χώρας και την εθνοπροδοσία. Συνάμα, στους φασίστες δεν προσφερόταν ευνοϊκό έδαφος για τον προσεταιρισμό της όποιας κοινωνικής τάξης ή τμημάτων της που θα μπορούσαν να συγκροτήσουν μαζική βάση στήριξης.
Η κοινωνική σύνθεση των φασιστικών και παρακρατικών οργανώσεων παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Στις γραμμές τους εντάσσονται από τη μια νέοι, κυρίως φοιτητές, μεσοαστικής και μικροαστικής προέλευσης, και από την άλλη άτομα του κοινωνικού περιθωρίου, πολλά από τα οποία είχαν δοσοληψίες με τους μηχανισμούς δίωξης του ποινικού εγκλήματος. Η συμμετοχή σε κάποια φασιστική ή παρακρατική οργάνωση εξασφάλιζε την απαλλαγή από αστυνομικές και δικαστικές διώξεις, ενώ παράλληλα προσφέρονταν και δυνατότητες βιοπορισμού, με την παροχή αδειών για άσκηση επαγγελμάτων όπως οι μικρομεταφορές (με… τρίκυκλα), το πλανόδιο ή υπαίθριο μικρεμπόριο κ.λπ. ή ακόμα και με την ένταξη, μόνιμη ή περιστασιακή, στη στρατιά των χαφιέδων, συνεργατών της Ασφάλειας και της ΚΥΠ.
Ακόμα και εκείνα τα σημαντικά τμήματα της μικροαστικής τάξης που ευνοήθηκαν από τη μεταπολεμική οικονομική ανασυγκρότηση ταύτιζαν, στην πλειονότητά τους, την ευημερία ή την προσδοκία ευημερίας με το υπάρχον καθεστώς της ελεγχόμενης βασιλευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ενώ άλλα τμήματα της μικροαστικής τάξης της πόλης και της υπαίθρου, καθώς και η μεγάλη πλειονότητα των εργατών, παρέμεναν επηρεασμένα από τη λαϊκο-δημοκρατική ιδεολογία που διαμορφώθηκε στα χρόνια της εαμικής Αντίστασης και η οποία αναπαραγόταν εξαιτίας των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών της μετεμφυλιακής περιόδου. Επρόκειτο, εκτός των άλλων, και για μια ιδεολογία βαθιά αντιφασιστική και ταυτόχρονα πατριωτική.
Για τη μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού λαού εκείνων των χρόνων, η εθνικοφροσύνη της Δεξιάς δεν μπορούσε να αποκρύψει ούτε τη στενή σχέση της με τον κόσμο του δωσιλογισμού, στον οποίο άλλωστε εξακολουθούσε να παρέχει πολιτική στέγη, ούτε τη δουλοπρέπειά της απέναντι στους δυτικούς συμμάχους. Η μεγάλη εκλογική επιτυχία της ΕΔΑ το 1958 συνδέεται άμεσα και με την αντίθεση της Αριστεράς τόσο στους συμβιβασμούς που επιδίωκε η κυβέρνηση Καραμανλή στο Κυπριακό ζήτημα (καταλήγοντας, ένα χρόνο μετά, στην υπογραφή των συνθηκών της Ζυρίχης και του Λονδίνου) όσο και στην εγκατάσταση αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων σε ελληνικά εδάφη.
Προβάλλοντας την πρωτοπόρα συμβολή της στον πρόσφατο εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα κατά των φασιστών κατακτητών και υψώνοντας τη σημαία του λαϊκού αντιιμπεριαλιστικού πατριωτισμού, η Αριστερά υπονόμευε και ακύρωνε τον ιδεολογικό και πολιτικό λόγο της εθνικοφροσύνης της Δεξιάς και των ακραίων εκδοχών της.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ