Τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν τον Μάη του ’68 και τάραξαν την καθημερινότητα των Γάλλων καταγράφονται συνήθως στην κυρίαρχη ιστοριογραφία σαν μια παρένθεση, μια αναλαμπή μέσα στην κατά τα άλλα ομαλά συνεχιζόμενη ευρωπαϊκή μεταπολεμική ιστορία. Και πράγματι, μπορεί να αιφνιδίασε τις αστικές τάξεις των δυτικών αναπτυγμένων χωρών, που προσδοκούσαν και σχεδίαζαν μια καπιταλιστική ανάκαμψη βασισμένη στην κοινωνική ομαλότητα, μπορεί να αιφνιδίασε και την παραδοσιακή αριστερά, που έχοντας χάσει από καιρό το επαναστατικό μονοπάτι της Οκτωβριανής Επανάστασης βρέθηκε αμήχανη μέσα στη δίνη των γεγονότων. Δεν αιφνιδίασε όμως τους πάντες…
Η κατάσταση στη Γαλλία
Η συντριβή του γαλλικού στρατού το 1954, που σήμανε την οριστική απώλεια της αποικίας της Ινδοκίνας (και στη συνέχεια αυτής του Λάος και της Καμπότζης), αποτέλεσε καίριο πλήγμα στο γόητρο της γαλλικής αυτοκρατορίας και την ιδεολογία του σοβινισμού, βασικού συνεκτικού κρίκου του συντηρητικού κομματιού της γαλλικής κοινωνίας. Η οκτάχρονη Αλγερινή Επανάσταση, που φτάνει στην τελική νίκη το 1962, δίνει τη χαριστική βολή, ενώ παράλληλα δρομολογεί εξελίξεις στο εσωτερικό της γαλλικής αριστεράς. Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΓΚΚ), ενώ στην αρχή αποκηρύσσει την επανάσταση ως εθνικιστική, τελικά υιοθετεί το άχρωμο σύνθημα «Ειρήνη στην Αλγερία». Την ίδια στιγμή η επαναστατική αριστερά, που δεν εκφράζεται από κάποιον ενιαίο πολιτικό φορέα, αλλά κυρίως μέσω της αμφισβήτησης και απαξίωσης της πολιτικής του ΓΚΚ, διακηρύσσει ανοιχτά: «Νίκη στην Αλγερινή Επανάσταση».
Το τέλος της αποικιοκρατίας, εκτός από τις ιδεολογικές του επιπτώσεις, δημιουργεί ένα σκηνικό αντιθέσεων εντός της ντόπιας αστικής τάξης και σηματοδοτεί την ανάγκη μιας σειράς αναδιατάξεων στο μπλοκ εξουσίας. Από τη μία η παραδοσιακή γαλλική αστική τάξη κι από την άλλη οι πρώην άποικοι (μερίδα ισχυρή τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά) που διεκδικούν μια θέση στο νέο σκηνικό, είτε επαναπατριζόμενοι είτε παραμένοντας στις νέες χώρες που επί το πλείστον καθίστανται οικονομικά εξαρτημένες από τις πρώην μητροπόλεις.
Τα γεγονότα
Το έτος 1968 βρίσκει τη γαλλική κοινωνία σε αναστάτωση. Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση που προωθεί η κυβέρνηση ευνουχίζει το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Η αύξηση της φορολογίας σε συνδυασμό με την άρνηση μισθολογικών αυξήσεων στους εργάτες των εθνικοποιημένων βιομηχανιών (που αποτελούν πολύ ευρύ κλάδο) υποβαθμίζει το επίπεδο διαβίωσης μεγάλων λαϊκών στρωμάτων. Η ανεργία έχει φτάσει στο ζενίθ των τελευταίων χρόνων, με 500.000 περίπου ανέργους, στην πλειονότητά τους νέους και σε μεγάλο ποσοστό ειδικευμένους.
Ήδη από τον Ιανουάριο ξεκινούν διαμαρτυρίες φοιτητών ενάντια στο φακέλωμα των πολιτικά ενεργών. Με αφορμή την αποβολή ενός μαθητή στο λύκειο Κοντορσέ του Παρισιού δημιουργείται μια επιτροπή υπεράσπισης των μαθητών λυκείου, η CAL (Επιτροπές Δράσης Λυκείων). Στα μέσα του Μάρτη, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη σύλληψη φοιτητών-μελών της Εθνικής Επιτροπής για το Βιετνάμ (CNV), εκατό περίπου φοιτητές καταλαμβάνουν το κτιριακό μπλοκ της διοίκησης του πανεπιστημίου της Ναντέρ. Στην κατάληψη συγκλίνει και μια παράλληλη κινητοποίηση ενάντια στις σεξιστικές διακρίσεις και τους σχετικούς πειθαρχικούς κανόνες που ισχύουν στο πανεπιστήμιο (ο κανονισμός λειτουργίας των φοιτητικών εστιών απαγορεύει την είσοδο των αγοριών στους κοιτώνες των κοριτσιών κ.ά.). Η κοινή επιτροπή που συγκροτείται υιοθετεί το όνομα «Κίνημα 22 Μάρτη» και μια στοιχειώδη πολιτική πλατφόρμα: «αυτοδιαχείριση σε όλα τα επίπεδα, αγώνας ενάντια σε κάθε είδους ιεραρχία».
Τα όσα συνέβησαν στη Ναντέρ δεν αποτέλεσαν τυχαία το έναυσμα για τη φοβερή συνέχεια. Τη στιγμή που ξεσπούν τα συγκεκριμένα γεγονότα, βρίσκεται σε εξέλιξη ένα τεράστιο σχέδιο εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης με τεχνοκρατική κατεύθυνση, το οποίο μετατρέπει ουσιαστικά το γαλλικό πανεπιστήμιο σε μια «φάμπρικα» παραγωγής μεσαίων και κατώτερων στελεχών. Έτσι μαζί με κάθε αξιοπρεπή εργασιακή προοπτική, στερεί από τον φοιτητή την αίγλη που κάποτε είχε η ιδιότητά του σε μια χώρα με πανεπιστημιακή παράδοση και μια κοινωνία που παραδοσιακά έδινε ιδιαίτερο βάρος στη μόρφωση. Το πανεπιστήμιο της Ναντέρ είναι το τυπικό δείγμα αυτού του «νέου» πανεπιστημίου: ένα τεράστιο σύγχρονο campus, αμερικάνικου τύπου, στην περιφέρεια του Παρισιού, αποκομμένο από την πόλη και χτισμένο δίπλα σε μια από τις μεγαλύτερες παραγκουπόλεις όλης της Γαλλίας.
Η αναστάτωση στη Ναντέρ πυροδοτεί σειρά συζητήσεων που αμφισβητούν τον ρόλο του πανεπιστημίου. Το «Κίνημα 22 Μάρτη» καταγγέλλει την UNEF (Εθνική Φοιτητική Ένωση Γαλλίας, που τελεί υπό την επιρροή του ΓΚΚ) για ξεπερασμένη γραφειοκρατία και υποστηρίζει ότι το φοιτητικό κίνημα πρέπει να υιοθετήσει πιο άμεσες διεκδικήσεις και πιο σθεναρή κοινωνική κριτική. Για να αποφύγει την όξυνση, ιδίως μετά τις συμπλοκές που σημειώνονται μεταξύ αριστερών και δεξιών φοιτητών, ο κοσμήτορας αποφασίζει να κλείσει τη σχολή επ’ αόριστον. Οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας που οργανώνονται για το κλείσιμο της Ναντέρ καταλήγουν σε άγριες συμπλοκές με τις δυνάμεις καταστολής, ενώ υψώνονται τα πρώτα οδοφράγματα. Συγκρούσεις με την αστυνομία γίνονται στις 3 και τις 6 Μάη. Η δυναμική συμμετοχή νεαρών εργατών στις κινητοποιήσεις προκαλεί μεγάλο εκνευρισμό και ανησυχία στο ΓΚΚ. Σε ανακοίνωσή του το όργανο της Κομμουνιστικής Νεολαίας δηλώνει: «Αυτοί οι ψευτοεπαναστάτες ενεργούν αντικειμενικά σαν σύμμαχοι της εξουσίας του Ντε Γκωλ. Ενεργούν ως υποστηρικτές της πολιτικής του, που είναι επιζήμια για τη μάζα των φοιτητών, και ιδιαιτέρως όσων προέρχονται από φτωχές οικογένειες».
Στις 10 Μάη η διαδήλωση 30.000 φοιτητών και μαθητών με αίτημα την αποχώρηση της αστυνομίας από τη Σορβόννη δέχεται την πρωτοφανούς βιαιότητας επίθεση της αστυνομίας. Είναι η μεγάλη νύχτα των οδοφραγμάτων. Τη θηριωδία των κατασταλτικών μηχανισμών καλύπτει ζωντανά η ORTF (κρατική ραδιοτηλεόραση), κατόπιν πίεσης που ασκεί το τεχνικό προσωπικό διαμαρτυρόμενο ότι μέχρι τότε αποσιωπά εντέχνως τα γεγονότα. Η δημοσιότητα φέρνει σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση. Ο πρωθυπουργός Ζωρζ Πομπιντού ανακοινώνει ότι η Σορβόννη θα επαναλειτουργήσει, ενώ ο υπουργός Αλαίν Περφίτ υποβάλλει την παραίτησή του, η οποία όμως δεν γίνεται δεκτή.
Τη Δευτέρα 13 Μάη τα CRS αποσύρονται από τη Σορβόννη, η οποία καταλαμβάνεται αμέσως από τους φοιτητές. Η Σορβόννη μετατρέπεται σε ένα πρωτόγνωρο πείραμα ελεύθερης συζήτησης και πολιτικής αναζήτησης για 34 μέρες, μια διαρκής γενική συνέλευση. Αντίστοιχη λειτουργία ανοιχτού αμφιθεάτρου θα έχει και το θέατρο Odeon. Το παράδειγμα αυτό ακολουθούν και οι φοιτητές των σχολών του Στρασβούργου, της Ρεν και της Νάντης. Στη γενική απεργία και το συλλαλητήριο της ίδιας μέρας μετέχουν χιλιάδες εργαζόμενοι σε Παρίσι, Νάντη, Μασσαλία και Τουλούζη. Την επομένη αρχίζουν οι καταλήψεις των εργοστασίων. Τον κύκλο των καταλήψεων ανοίγουν οι εργαζόμενοι της Sud Aviation στη Νάντη. Ακολουθούν οι 60.000 εργάτες της Renault, στα εργοστάσια της εταιρείας στη Φλαν, τη Λε Μαν και τη Μπουλόν-Μπιγιανκούρ. Κλείνουν τα λιμάνια της Μασσαλίας και της Χάβρης, τα ορυχεία της Αλσατίας και των Αρδεννών. Μέχρι την Πέμπτη 17 Μάη 50 μεγάλα εργοστάσια τελούν υπό κατάληψη και 200.000 εργαζόμενοι απεργούν. Η έκταση που λαμβάνουν οι απεργίες και οι κινητοποιήσεις φαίνεται να αιφνιδιάζει όχι μόνο την κυβέρνηση αλλά και τη συνδικαλιστική ηγεσία, που βλέπει να χάνει τον έλεγχο και την καθοδήγηση του κινήματος και προσπαθεί με κάθε τρόπο να εμποδίσει την επικοινωνία των φοιτητών με τους απεργούς εργάτες.
Μέχρι την Τετάρτη 23 Μάη 10 εκατ. Γάλλοι εργαζόμενοι (το 40% περίπου του ενεργού πληθυσμού) απεργούν. Είναι η μεγαλύτερη απεργία που γνώρισε ποτέ η μεταπολεμική Ευρώπη. Το Παρίσι νεκρώνει, καθώς τα αποθέματα καυσίμων εξαντλούνται. Το αεροδρόμιο του Ορλύ κλείνει λόγω της απεργίας των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας. Η απεργία των εργαζόμενων στην Κεντρική Τράπεζα της Γαλλίας προκαλεί κρίση ρευστότητας. Την ίδια στιγμή, στην εργατική πόλη Νάντη εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα μιας εναλλακτικής επαναστατικής κοινωνικής οργάνωσης: Τα συνδικάτα που ελέγχουν τον ανεφοδιασμό της πόλης επιβάλλουν μείωση τιμών στα τρόφιμα. Δάσκαλοι και φοιτητές οργανώνουν μια μορφή νηπιαγωγείων, ώστε να απασχολούνται τα παιδιά των απεργών όσο τα σχολεία παραμένουν κλειστά. Η Σχολή Καλών Τεχνών μετατρέπεται σε εργαστήρι μαζικής παραγωγής πολιτικών αφισών. Οι εξεγερμένες μάζες έχουν αφήσει πίσω τους τα οικονομικά αιτήματα με τα οποία είχαν ξεκινήσει τις διεκδικήσεις τους, περνώντας σε αιτήματα κοινωνικής αλλαγής και θέτοντας ανοιχτά το ζήτημα της εξουσίας. Η τελευταία βδομάδα του Μάη κυλά με καθημερινές διαδηλώσεις, συγκρούσεις με την αστυνομία και οδομαχίες στις οποίες καταγράφονται οι πρώτοι νεκροί. Οι εργάτες απορρίπτουν τις συμφωνίες που υπογράφουν τα συνδικάτα, ανάμεσα τους η CGT, που καθοδηγείται από ένα Κομμουνιστικό Κόμμα ανίκανο να συνειδητοποιήσει την επαναστατική δυναμική που έχει ξεδιπλωθεί.
Στο μεταξύ, ο Ντε Γκωλ ταξιδεύει στη Γερμανία, όπου συναντιέται μυστικά με τον στρατηγό Μασύ, διοικητή των γαλλικών στρατευμάτων που σταθμεύουν εκεί, προκειμένου να εξασφαλίσει την υποστήριξή του σε περίπτωση που χρειαστεί να καταφύγει σε πραξικόπημα. Στις 30 Μάη επιστρέφει και σε διάγγελμά του στη γαλλική τηλεόραση προκηρύσσει εκλογές, οι οποίες θα διενεργηθούν εντός 40 ημερών. Ενόψει του «κομμουνιστικού κινδύνου» που επικαλείται, δεσμεύεται να εξασφαλίσει την ελεύθερη εκλογική έκφραση των πολιτών, ανεμπόδιστα από τα «αναρχικά στοιχεία». Για τον λόγο αυτόν περικυκλώνει με στρατεύματα το Παρίσι. Το ΓΚΚ χαιρετίζει την προκήρυξη των εκλογών, που τη βλέπει σαν «μια ευκαιρία του λαού να εκφραστεί» και καλεί τους εργαζόμενους να «απομονώσουν τους εξτρεμιστές». Η CGT καλεί τους απεργούς να επιστρέψουν στις εργασίες τους. Τους εξασφαλίζει μάλιστα το ήμισυ της κανονικής αμοιβής για τις μέρες που είχαν απεργήσει. Οι καταλήψεις των εργοστασίων λύνονται η μια μετά την άλλη, συχνά με την επέμβαση της αστυνομίας. Στις 16 Ιούνη, όταν το κίνημα έχει πια ξεφτίσει, η αστυνομία εισβάλλει στη Σορβόννη βάζοντας τέλος στην κατάληψή της. Στις 23 και 30 Ιουνίου που διεξάγονται οι εκλογές, ο Ντε Γκωλ θριαμβεύει πέρα από κάθε πρόβλεψη, ενώ η αριστερά υφίσταται συντριπτική ήττα, χάνοντας σχεδόν τις μισές από τις έδρες που είχε στην προηγούμενη βουλή.
Ο απόηχος
Τι κι αν τα γεγονότα μοιάζουν να τελειώνουν τόσο αναπάντεχα όσο ξεκίνησαν, η σύντομη εξέγερση του Μάη αποτέλεσε βαθιά τομή στην ιστορία του κινήματος. Δεν ήταν μόνο το ρήγμα που άνοιξε, όπως κάθε επαναστατική κρίση, στην κυρίαρχη «πραγματικότητα», μέσα από την οποία φάνηκε η προοπτική μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης, ούτε η συντριπτική κριτική στα κυρίαρχα μοντέλα σοσιαλιστικής οικοδόμησης τα οποία είχαν εκφυλίσει τα κράτη που τα εφάρμοζαν σε κρατικοκαπιταλιστικά καθεστώτα. Διαμόρφωσε ένα πρότυπο νεολαιίστικης και λαϊκής εξέγερσης με τεράστια απήχηση, ενώ κατάφερε να ενοποιήσει σε ένα συγκεκριμένο χωροχρονικό σημείο αναφοράς και έκτοτε μνήμης όλα τα ριζοσπαστικά κινήματα της περιόδου. Αμφισβήτησε συνολικά τις δομές και τις πρακτικές του κινήματος, όπως είχαν παγιωθεί ώς τότε, φτάνοντας να αμφισβητήσει ακόμα και την ύπαρξή τους. Έδειξε ότι στην καρδιά της καπιταλιστικής Ευρώπης η επανάσταση όχι μόνο είναι εφικτή αλλά παίρνει τη μορφή της πλήρους αμφισβήτησης κάθε όψης της κοινωνικής πραγματικότητας. Η συνάντηση ριζοσπαστικοποιημένης νεολαίας, εργατικού κινήματος, μαχόμενης διανόησης, έστω και αντιφατικά, πραγματοποιήθηκε ανοίγοντας ένα ιστορικό ρήγμα που θα αργούσε να κλείσει. Το αίτημα μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής που να στηρίζεται στη ριζική κριτική όλων των σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης αναδεικνύει το όριο του ρεφορμισμού (συμπεριλαμβανομένου του κομμουνιστικού) και θέτει το αίτημα μιας άλλης επαναστατικής αριστεράς.
Προφανώς και ο Μάης είχε όρια, είτε αυτά αφορούσαν τα αντικειμενικά όρια ενός κινήματος σε μεγάλο βαθμό αυθόρμητου είτε την απουσία ενός επαναστατικού κέντρου ικανού να κατευθύνει την επαναστατική δυναμική προς το ερώτημα της εξουσίας. Αλλά αυτό δεν μειώνει τη σημασία μιας τεράστιας κοινωνικής και πολιτικής έκρηξης που θα αφήσει βαθιά ίχνη όχι μόνο στη γαλλική κοινωνία, αλλά και στο παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα.
* Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε αρχικά στο Εκτός Γραμμής τχ. 18 που κυκλοφόρησε τον Μάιο 2008, με αφιέρωμα στα 40 χρόνια από τον Μάη του ’68.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ