Μετά και την υπογραφή του 3ου μνημονίου, η ήττα για τον ελληνικό λαό είναι δεδομένη.
Όχι μόνο γιατι εχουμε να κάνουμε με μια ευθύγραμμη συνέχιση, εμβάθυνση και εμπέδωση της μνημονιακής, νεοφιλελεύθερης επέλασης στη χώρα μας, αλλά κυρίως γιατί διαψεύσθηκε, με το χειρότερο τρόπο, η προσδοκία του για απεμπλοκή από τα μνημόνια. Μια προσδοκία που μετά από μια πενταετία αγώνων, βρήκε την πολιτική της έκφραση στον ΣΥΡΙΖΑ. Η ελπίδα ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα αντιστεκόταν στη λαίλαπα και θα κατάφερνε να δώσει πίσω ό,τι είχε χαθεί μέσα στη δίνη των μνημονίων ή τουλάχιστον θα έβαζε ένα φρένο, προδόθηκε με το χειρότερο τρόπο. Για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία η αριστερά γίνεται κομμάτι του προβλήματος. Μέχρι σήμερα μπορεί να ήταν ηττημένη, πιο πίσω από τις ανάγκες του κόσμου, συμβιβασμένη με την πραγματικότητα, δειλή, αλλά ποτέ κομμάτι του προβλήματος, ποτέ εκούσια ή ακούσια δεν μπορούσε να παρουσιαστεί ως εχθρός του λαού. Η μεγαλύτερη ήττα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, είναι ακιβώς αυτή. Πρόδοσε την προσδοκία και τους αγώνες ενός λαού, ενώ ταυτόχρονα δημιούργησε για πρώτη φορά μια αρνητική αναπαράσταση για την αριστερά πριμοδοτώντας και επανενεργοποιώντας τα ρεύματα πολιτικού κυνισμού και ωχαδελφισμού που έχουμε δει να αναπτύσσονται στην ελληνική κοινωνία εδώ και δεκαετίες. Αλλά…
Η αριστερά που γνωρίζουμε στο σύνολό της μέχρι σήμερα, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, είναι αριστερά που γαλουχήθηκε με κύριο συστατικό της σκέψης της τη διαχείριση της ήττας του κομμουνιστικού κινήματος και την προσπάθεια δόμησης ενός λόγου με κύριο μέλημα την αυταπόδειξη μέσα από αυτόν ιδεολογικής και ηθικής καθαρότητας. Είτε αυτό μεταφραζόταν στη «μοναστηριακή» λογική του ΚΚΕ, είτε στην ευρωπαϊκή (λόγω ιδεολογικών αγκυλώσεων και ηττοπάθειας) πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, είτε στην αδυναμία της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. να ξεφύγει από λογικές «αντικαπιταλιστικής ορθοδοξίας».
Μέσα από αυτή, την δεύτερη ήττα για την αριστερά, πρέπει να αλλάξει η «πρώτη ύλη» της σκέψης μας. Όσο το δυνατό πιο γρήγορα πρέπει να αρχίσουν να αποκρυσταλλώνονται οι εμπειρίες και η πείρα που έχουμε μαζέψει τα τελευταία χρονια μέσα από την πρωτόγνωρη κινητοποίηση τουλαϊκού παραγοντα αλλά και των πολιτικών υποκειμένων γύρω από αυτόν. Αυτή τη φορά στόχος δεν πρέπει να είναι η διαχείρηση της ήττας ή η διατήρηση μιας στάσης αναμονής μέχρι ο λαός να καταλάβει την αναγκαιότητα του προγράμματός μας. Πρέπει να βγούμε επιθετικά. Η ανάγκη μιας πειστικής, ρεαλιστικής και υπερβατικής από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος αφήγησης που να δίνει διέξοδο στη λαϊκή δυσαρέσκεια και προοπτική στον τόπο πρέπει να είναι η βάση της συζήτησης. Δεν πρέπει να μας αρκεί πλέον μια αντιπολιτευόμενη αριστερά,ούτε μια αριστερά της διαχέιρισης και του «μικρότερου κακού» αλλά μια αριστερά που στόχο θα έχει να πάρει τα πράγματα στα χέρια της και θα ζητήσει από το λαό να την εμπιστευτεί για ευρύτερους κοινωνικους πειραματισμούς.
Ποια αριστερά όμως μπορεί να το κανει αυτό; Η απάντηση βρίσκεται στο ότι κανένα από τα κόμματα και τα μέτωπα της μεταπολίτευσης δεν μπορούν πια να φέρουν εις πέρας αυτή την αποστολή. Η ηττα της «αριστεράς της ηττας», σε κάθε της απόχρωση, είναι πλέον γεγονός. Η εμφάνιση του λαού στο πρόσφατο δημοψήφισμα και η συντριπτική του νίκη δεν αφήνουν περιθώρια για μικροηγεμονισμούς και ιδεολογικά μαξιμαλιστικές τοποθετήσεις. Για πρώτη φορά η ελληνική Αριστερά βρίσκεται σε μια συνεχή, έντονη και ειλικρινή διαβούλευση με σκοπό να μπορέσουν οι δυνάμεις του «ΌΧΙ μεχρι τέλους» να μην αποτελέσουν απλά μια φωτογραφία μιας δυνατότητας που έμεινε αναξιοποίητη.
Μέσα στη νέα διαιρετική τομή που φαίνεται να διαμορφώνεται με σαφή τρόπο μέτα και το δημοψήφισμα, η αριστερά πρέπει να κατοχυρώσει νέες θέσεις μάχης για το λαϊκό κίνημα. Το αντιμνημόνιο καταρέει και η πραγματικότητα ορθώνεται μπροστά μας: Ρήξη ή όχι με το Ευρώ και τους υπερεθνικούς μηχανισμούς που ασκούν πολιτική για εμάς χωρίς εμάς; Το ζήτημα του νομίσματος δεν είναι και δεν πρέπει να αποτελεί φετίχ αλλά ανάγνωση μιας πραγματικότητας που το καθιστά αυτή τη στιγμή υλική συμπύκνωση των πολιτικών που εφαρμόζονται στη χώρα μας εδώ και μία δεκαετία με αποκορύφωμα την περίοδο των μνημονίων. Το ζήτημα της ανάκτησης της εθνικής μας κυριαρχίας , της δημοκρατίας, και της προοπτικής για τους ανθρώπους του μόχθου, με κάθε κόστος ,είναι στην πραγματικότητα οι δικές μας κόκκινες γραμμές. Είναι η ώρα που το σύνολο των δυνάμεων της αριστεράς πρέπει να υπερβεί τον εαυτό του, αν ενδιαφέρεται οι κινηματικές παρακαταθήκες και η εμφάνιση και παρέμβαση του λαού στην πολιτική ζωή του τόπου (όπως συμβάινει συστηματικά εδώ και μια πενταετία) να μην πάνε χαμένες. Ο πολιτικός φορέας – πρωτοπορία του λαϊκού και εργατικού κινήματος που βρισκόταν σε διάχυτη μορφή και σε διάφορους σχηματισμούς της Αριστεράς, όπως μπορεί να περιγραφόταν από όλους ένα προηγούμενο διάστημα, αυτή τη στιγμή ίσως για πρώτη φορά συναντιέται μέσα από τις επιτροπές του «όχι μέχρι τέλους», αλλά και τις ευρύτερες διεργασίες σε όλα τα μορφώματα της αριστεράς. Τώρα είναι η στιγμή της υπέρβασης, τώρα πρέπει να είναι η στιγμή του μετασχηματισμού από την αριστερά της αντίστασης και της ήττας στην αριστερά της εξουσίας για το λαό, της ρήξης και τελικά της νίκης. Βέβαια, κανένα μέτωπο δεν μπορεί να έχει μέλλον και κυρίως να προσφέρει στην υπόθεση της επιβίωσης του λαού και του κοινωνικού μετασχηματισμού αν δεν έχει σαφείς στόχους και εργαλεία. Μέσα στις λίγες μέρες που απομένουν για τις εκλογές η αριστερά που βρέθηκε με το λαό στις πλατείες, στις απεργίες και στο μεγαλειώδες « ΌΧΙ» του Ιουλίου πρέπει αυτή τη φορά να μην δειλιάσει. Ήρθε η ωρα των υπερβάσεων, το τρένο της ιστορίας δεν θα περιμένει ούτε εμάς, ούτε την αναβλητικότητά μας. Ας τολμήσουμε, λοιπόν, όλοι αυτή τη φορά να ξεπεράσουμε τον εαυτό μας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ