Απόφαση του Πανελλαδικού Σώματος της ΑΡΑΝ Σάββατο 29/08/2015
1. Η παραίτηση της κυβέρνησης Τσίπρα και η διαδικασία για την προκήρυξη εκλογών ολοκληρώνει μια κρίσιμη περίοδο που σφραγίστηκε από το εκρηκτικό ΟΧΙ, την ταπεινωτική συμμόρφωση στο Τρίτο Μνημόνιο, την ανοιχτή ρήξη στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Ανοίγει ταυτόχρονα μια νέα φάση στην πολιτική και κοινωνική κρίση, στο μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ σε μνημονιακό και τελικά σοσιαλφιλελεύθερο κόμμα, αλλά και στην προσπάθεια να διαμορφωθεί το αναγκαίο κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο γύρω από το μεταβατικό πρόγραμμα και τη σύγκρουση με τον «ευρωπαϊκό δρόμο». Είναι στιγμή με μεγάλη πολιτική σημασία στην οποία η ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική Αριστερά καλείται να πάρει θέση και να πάρει αποφάσεις, αναμετρώμενη με την ευθύνη απέναντι στην αγωνία των λαϊκών στρωμάτων για μια έξοδο από το φαύλο κύκλο της λιτότητας, της ανεργίας και της κατάλυσης της λαϊκής κυριαρχίας, αλλά και με τις δυνατότητες που υπάρχουν μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική να βρεθεί σε πολύ καλύτερο σημείο αφετηρίας.
2. Η τοποθέτησή μας απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις πρέπει να λάβει υπόψη της και παραμέτρους όπως οι έντονες αναταράξεις στην παγκόσμια οικονομία. Οι εξελίξεις στην Κίνα, με την υποχώρηση των ρυθμών ανάπτυξης και το μεγάλο πρόβλημα της απορρόφησης του εργατικού δυναμικού και την αντανάκλαση όλων αυτών στα χρηματιστήρια με τη μεγάλη υποχώρηση, φανερώνουν ότι εξακολουθούν να διαπερνούν την παγκόσμια οικονομία κρισιακές τάσεις, ακριβώς γιατί δεν έχει μπορέσει να εμπεδωθεί ούτε ένα νέο κοινωνικό και τεχνολογικό υπόδειγμα που να ξεπερνά μακροπρόθεσμα την ενεργοποίηση πτωτικών τάσεων στο ποσοστό κέρδους, ούτε μια νέα ισορροπία ανάμεσα στην σφαίρα της παραγωγής και τη χρηματοπιστωτική σφαίρα, ούτε μια ισορροπία μέσα στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Την ίδια στιγμή οι εξελίξεις στην ΕΕ συνεχίζουν να αναδεικνύουν την βαθιά κρίση της ευρωπαϊκής οικοδόμησης. Αυτό δεν αφορά μόνο το ανοιχτό πρόβλημα της κρίσης χρέους που αγγίζει και σχηματισμούς του πυρήνα ή τις ανισότητες που γεννά διαρκώς το ευρώ ως ενιαίο νόμισμα. Αφορά και τις συγκρούσεις που γεννά η γερμανική εμμονή να εμπεδωθεί η λογική της απώλειας κυριαρχίας στην οικονομική πολιτική, μέσα από όλες τις προτάσεις για «αυτόματους» μηχανισμούς επιβολής μέτρων λιτότητας, προτάσεις που αντικειμενικά θίγουν και τα περιθώρια άσκησης πολιτικής και των χωρών του ευρωπαϊκού κέντρου όπως της Γαλλίας και της Ιταλίας, την ίδια στιγμή που η Γερμανία αρνείται πεισματικά να παραχωρήσει μορφές αυξημένης πολιτικής ενοποίησης και συναπόφασης και μεγαλύτερης κλίμακας οικονομικές παρεμβάσεις που θα αποσοβούσαν και πλευρές της κρίσης της ευρωζώνης. Την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι η κρίση της ευρωζώνης, καθώς πέραν συγκυριακών και πρόσκαιρων μορφών ενίσχυσης της σχετικής θέσης της δεν μπορεί αντέξει άλλη μια μείζονα παγκόσμια οικονομική κρίση, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη απονομιμοποίηση του «ευρωπαϊκού ονείρου» και την ανάδυση ποικίλων και αντιφατικών μορφών «ευρωσκεπτικισμού», σημαίνουν ότι κάθε άλλο παρά σταθεροποιείται η οικονομική και πολιτική κατάσταση στην ΕΕ. Η αστάθεια στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα τονίζεται και από τις εξελίξεις στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, την αστάθεια που φέρνει η ενίσχυση του «Ισλαμικού Κράτους», τις μετακινούμενες συμμαχίες και ισορροπίες, την αντανάκλαση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.
3. Την ίδια στιγμή στο εσωτερικό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού οξύνεται και βαθαίνει η κοινωνική και πολιτική κρίση. Το Τρίτο Μνημόνιο συνεπάγεται ακόμη μεγαλύτερη λιτότητα, ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας, κατάλυση και των όποιων εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων είχαν απομείνει συμπεριλαμβανομένης και της εισαγωγής ανοιχτά αντισυνδικαλιστικών νόμων. Την ίδια στιγμή ο βαθμός επιτήρησης της ελληνικής οικονομίας και όλων των κυβερνητικών αποφάσεων γίνεται ακόμη πιο έντονος, επιβάλλοντας ακόμη μεγαλύτερη απώλεια εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Ταυτόχρονα, το Τρίτο Μνημόνιο δεν συνεπάγεται μόνο μεγαλύτερη επίθεση στις δυνάμεις της εργασίας αλλά και σε άλλα στρώματα. Εδώ δεν έχουμε μόνο την επίθεση στους αυτοαπασχολούμενους και τους μικρομεσαίους μέσα από τα νέα φορολογικά μέτρα αλλά και την επίθεση στην αγροτιά (αύξηση τιμής πετρελαίου, φορολόγηση κ.λπ.), μια κοινωνική κατηγορία που μέχρι τώρα δεν είχε βρεθεί στο στόχαστρο. Την ίδια στιγμή η οικονομία επιστρέφει σε συνθήκη μεγάλης ύφεσης και αυτό θα συνεπάγεται και ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της ανεργίας και ενεργοποίηση του φαύλου κύκλου της ύφεσης, της λιτότητας και της ανεργίας. Αυτό σε συνδυασμό με την νέα επίθεση στις συντάξεις και τις σημαντικές περικοπές διαμορφώνει τη συνθήκη όπου ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας θα βρεθεί σε πραγματικά οριακή συνθήκη ως προς τους όρους διαβίωσής του, σε μια συγκυρία που οι δημόσιες υποδομές αντιμετωπίζουν όλα τα προβλήματα των περικοπών. Και βέβαια πέραν των μέτρων που έχουν ήδη ανακοινωθεί είναι σαφές ότι ο μηχανισμός του Τρίτου Μνημονίου με τις συνεχείς αξιολογήσεις θα σημαίνει και συνεχή απαίτηση για ακόμη περισσότερα μέτρα. Όλα αυτά διαμορφώνουν στην πραγματικότητα ένα εκρηκτικό κοινωνικό υπόβαθρο και οξύνουν την πολιτική κρίση. Σε αυτό πρέπει να προσθέσουμε την αυξανόμενη κοινωνική πόλωση που αποτυπώθηκε με εκρηκτικό τρόπο και στο δημοψήφισμα. Είναι σαφές ότι ευρύτερα τμήματα των λαϊκών τάξεων και της νεολαίας, ιδίως τα περισσότερο εργατικά και πληβειακά σήμερα πολώνονται σε μια κατεύθυνση σύγκρουσης, δεν μπορούν να χωρέσουν στο πλαίσιο των μνημονιακών κομμάτων και είναι διατεθειμένα να αναζητήσουν δρόμους αντιπαράθεσης. Αυτό μπορεί να αντανακλαστεί και στις εκλογές αλλά και να τροφοδοτήσει μεγάλους κοινωνικούς αγώνες. Αυτό σημαίνει ότι η όποια κυβέρνηση αναδειχτεί για να εφαρμόσει αυτό το μνημόνιο είτε είναι κυβέρνηση Τσίπρα και κάποιας συμμαχικής δύναμης (ΑΝΕΛ, Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ) είτε κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» σύντομα θα συγκρουστεί με ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια, θα αποξενωθεί από πλατιά κοινωνικά στρώματα, θα φθαρεί και θα απαξιωθεί ακριβώς όπως έγινε και με τις προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις. Αυτή η πολιτική κρίση θα έχει την αντανάκλασή της και στα εκλογικά αποτελέσματα, παρότι είναι νωρίς για εκτιμήσεις. Φαίνεται όμως ότι ήδη υπάρχει μια φθορά του ΣΥΡΙΖΑ που επιτείνεται και από την αιμορραγία στελεχών και την απογοήτευση, ότι πιέζονται οι ΑΝΕΛ, ότι η ΝΔ δεν έχει κατορθώσει να ανασυγκροτηθεί, ότι ο χώρος της σοσιαλδημοκρατίας σε όλες τις παραλλαγές του δεν έχει ξεπεράσει την κρίση του, ότι η ΧΑ θα διεκδικήσει να ανέβει αλλά ακόμη δεν έχει δείξει δυναμική, ότι το ΚΚΕ θα προσπαθήσει να πάρει μέρος της δυσαρέσκειας, ότι θα ενισχυθούν τάσεις αποχής και άκυρου-λευκού ή ψήφου σε κόμματα που καλύπτουν την ανάγκη «σαρκασμού» της εκλογικής διαδικασίας. Ωστόσο, η κρίσιμη παράμετρος και η ανεξάρτητη μεταβλητή είναι το εάν και σε ποια κλίμακα θα υπάρξει πραγματικά εκείνη η πολιτική και εκλογική συνεργασία που θα αντιστοιχεί στο δυνάμει μέτωπο του ΟΧΙ, μια που όσο πιο μαζική και αποτελεσματική απεύθυνση θα έχει ένα τέτοιο σχήμα, τόσο θα κόβει από το ΣΥΡΙΖΑ, θα ανακόπτει την αύξηση της αποχής και του «άκυρου-λευκού, κ.λπ.», θα πιέζει το ΚΚΕ, θα υψώνει ανάχωμα στην προσπάθεια της ΧΑ να εμφανιστεί ως «πατριωτική» και «αντιμνημονιακή» ψήφος.
4. Ο συνδυασμός ανάμεσα στις τάσεις της παγκόσμιας οικονομίας και τις εντάσεις στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, στην κρίση της ευρωζώνης, τις επιπτώσεις του Τρίτου Μνημονίου και την όξυνση της πολιτικής κρίσης, συνεπάγεται ότι απέχουμε από μια σταθεροποίηση του συσχετισμού δύναμης στο εσωτερικό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Αντίθετα, θα έχουμε νέες φάσεις όξυνσης του κοινωνικού και πολιτικού ανταγωνισμού και νέες δυνατότητες να τεθεί το στοίχημα της ανατροπής του μνημονιακού μονοδρόμου, της ρήξης με την ΕΕ, του ανοίγματος δρόμων μετασχηματισμού. Με αυτή την έννοια θα ήταν λάθος να πούμε ότι η ταπεινωτική συμμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ οδηγεί στην σταθεροποίηση του ταξικού συσχετισμού δύναμης και άρα για όσους αναφέρονται στην επικαιρότητα μιας επαναστατικής στρατηγική το μόνο που απομένει είναι απλώς η κατοχύρωση μιας θέσης αριστερού άκρου. Αντίθετα, παραμένουμε μέσα σε μια συγκυρία όπου μπορούν να τεθούν όροι αναμέτρησης με το ερώτημα της εξουσίας και της ηγεμονίας και επομένως το ερώτημα των πολιτικών μορφών που θα μπορούν να λειτουργήσουν ως η ραχοκοκαλιά ενός δυνάμει ιστορικού μπλοκ παραμένει ανοιχτό και πρέπει να καθοδηγεί τις πολιτικές μας πρωτοβουλίες. Αυτό σημαίνει ότι η πρόκληση μέσα στο τοπίο της Αριστεράς δεν είναι απλώς η κατοχύρωση και οριοθέτηση του πολιτικού χώρου μιας δύναμης αριστερής κινηματικής αντιπολίτευσης, αλλά η διαμόρφωση των πολιτικών, οργανωτικών και προγραμματικών όρων για μια Αριστερά που θα μπορεί, με συνείδηση των ορίων του ευρωπαϊσμού και του κυβερνητισμού και με αφετηρία πλευρές μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής, να αναμετρηθεί με ακριβώς το ερώτημα της εξουσίας από μια γραμμή και αφήγηση ρήξης, σύγκρουσης, σύγχρονης εκδοχής δυαδικής εξουσίας και σε τελική ανάλυση σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Η πρόκληση επομένως είναι να εκπροσωπηθεί ξανά πολιτικά και να γίνει δύναμη ρήξης και μετασχηματισμού η δυναμική του ΟΧΙ. Στην πραγματικότητα το ΟΧΙ υπενθύμισε με τον πιο εκρηκτικό τρόπο ότι το ρήγμα στις σχέσεις εκπροσώπησης παραμένει ανοιχτό, ότι υπάρχει ένα παράθυρο πραγματικής ιστορικής ευκαιρίας για μια άλλη πορεία του τόπου, ότι υπάρχουν όροι για την εκκίνηση μιας ιστορικά πρωτότυπης διαδικασίας συγκρούσεων, μετασχηματισμών και πειραματισμών με σοσιαλιστικό ορίζοντα. Όμως, αυτό απαιτεί και εκείνη την μετωπική πολιτική μορφή που θα προσπαθήσει να εκπροσωπήσει το ΟΧΙ μέχρι τέλους, το ΟΧΙ της ρήξης, το ΟΧΙ της εξόδου από την ευρωζώνη, το ΟΧΙ συνολικά στον «ευρωπαϊκό δρόμο».
5. Σε αυτό το φόντο αποκτά νέα διάσταση η στρατηγική του Ενιαίου Μετώπου. Αυτή ορίζει την ανάγκη για μετωπική σύμπραξη, όχι με όρους γεωμετρίας αλλά πολιτικού περιεχομένου που ορίζεται γύρω από τις βασικές μέσα στη συγκυρία διαιρετικές γραμμές. Στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό αυτή η διαιρετική γραμμή είναι το ναι ή όχι στον ευρωπαϊκό δρόμο και όχι ο αφηρημένος «αντικαπιταλισμός». Γύρω από αυτή τη διαιρετική γραμμή όπως και γύρω από την υπεράσπιση της δυνατότητας του ίδιου του λαϊκού παράγοντα να είναι αυτός που καθορίζει τις εξελίξεις, υπάρχει πραγματική βάση για μετωπική πολιτική. Όλα αυτά ορίζουν μια ευθύνη την οποία δεν μπορούμε και δεν πρέπει να αποφύγουμε. Πληρώσαμε ακριβό κόστος για ταλαντεύσεις, σεχταρισμούς και αναχωρητισμούς και χάσαμε ιστορικές ευκαιρίες. Τώρα, όμως, έχουμε μια δυνατότητα ακόμη: η αντικαπιταλιστική και αντιιμπεριαλιστική Αριστερά μπορεί να είναι πρωτοπόρα στην υπόθεση της Αριστεράς του άλλου δρόμου και να δικαιώσει έτσι τις προσδοκίες των αγωνιστών που κοιτάζουν προς αυτήν όχι για να δουν συντηρητισμό και εύκολο βερμπαλισμό αλλά μια πραγματική δύναμη επαναστατικής ανανέωσης του τοπίου της Αριστεράς σε μια περίοδο που ένα ολόκληρο «υπόδειγμα» Αριστεράς καταρρέει τραγικά και νέες μετωπικές δυνατότητες ανοίγονται. Να το πούμε διαφορετικά είναι μια περίοδος που πρέπει να στοχαστούμε το τοπίο της Αριστεράς με διαφορετικό τρόπο. Για πάρα πολλά χρόνια αντιμετωπίζαμε το τοπίο της Αριστεράς με όρους «γεωμετρίας». Υπήρχαν δύο πόλοι της ρεφορμιστικής Αριστεράς, ο Συνασπισμός και αργότερα ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ, και έπρεπε να ενωθεί η αντικαπιταλιστική Αριστερά, η «αριστερά της αριστεράς», για να υπάρχει ένας αναγκαίος τρίτος πόλος της Αριστεράς που να υπερασπίζεται τον αντικαπιταλιστικό δρόμο, τη ρήξη με τον ιμπεριαλισμό, την αντισυνδιαχειριστική και μαχητική κινηματική δράση, την επαναστατική προοπτική. Στη δεκαετία του 1990 και του 2000 αυτό ήταν αναγκαίο, καθώς ο ταξικός συσχετισμός ήταν σχετικά σταθεροποιημένος και αυτό που χρειαζόταν ήταν η κατοχύρωση ότι εξακολουθεί να υπάρχει επαναστατικό ρεύμα με κοινωνική και κινηματική γείωση και αναφορά. Όμως, σε συνθήκες ηγεμονικής κρίσης οι προτεραιότητες αλλάζουν. Αυτό που προέχει είναι η συγκρότηση του μετώπου που θα μπορεί πραγματικά να διεκδικήσει την εξουσία και την ηγεμονία στη βάση ενός μεταβατικού προγράμματος που συμπυκνώνει τη ρήξη με τον ευρωπαϊκό δρόμο και την ηγεμονική στρατηγική του ελληνικού κεφαλαίου. Γι’ αυτό και δεν αρκεί πλέον η λογική του μετώπου της ιστορικής επαναστατικής Αριστεράς, γιατί δεν αντιστοιχεί στις προκλήσεις της περιόδου. Χρειάζεται η επαναστατική Αριστερά να είναι πρωτοπόρα στην συγκρότηση του αναγκαίο ενιαίου μετώπου που να εκπροσωπεί το μεταβατικό πρόγραμμα και τον άλλο δρόμο. Προφανώς και αυτό το μέτωπο θα είναι αντιφατικό και στο εσωτερικό του θα γίνεται μάχη για την ηγεμονία αλλά αυτό είναι η αναγκαία προϋπόθεση για να μπορέσει να συγκροτήσει όρους ενός νέου ιστορικού μπλοκ.
6. Στην πλήρη του μορφή το μέτωπο αυτό δεν πρέπει να το δούμε απλώς ως μια διαδικασία άθροισης διαφορετικών ρευμάτων ή συγκόλλησης, αλλά μετασχηματισμού. Ακόμη και εάν σε μια πρώτη φάση πρέπει να κυριαρχήσει η λογική της συνάντησης με μόνο όρο τη συμφωνία στο πρόγραμμα, στην πραγματικότητα δεν μπορεί το νέο μέτωπο να είναι η απλή προέκταση της φυσιογνωμίας και της πρακτικής των συστατικών του στοιχείων. Το ΟΧΙ δεν μπορεί να εκπροσωπηθεί από μια λογική «συνεπούς ΣΥΡΙΖΑ», κατά αναλογία με τον τρόπο που η ΔΗΜΑΡ κάποτε διεκδίκησε τη δεξιά κληρονομιά του Συνασπισμού, δηλ. από μια αποχώρηση στελεχών που θα προσπαθήσουν να διεκδικήσουν την «συνεπή» έκφραση του χώρου του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην προδοσία της ηγεσίας. Δεν μπορεί να είναι απλώς η Αριστερή Πλατφόρμα μετασχηματισμένη σε κόμμα. Δεν μπορεί να είναι το άθροισμα της Αριστερής Πλατφόρμας και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ. Δεν μπορεί να είναι απλώς το δυνάμει κόμμα της δραχμής. Πρέπει να είναι όλα αυτά και μαζί κάτι το ριζικά νέο, μια τομή σε σχέση με το παρελθόν. Αυτό αφορά και τη φυσιογνωμία, και το λόγο και τη διαδικασία συγκρότησης.
7. Κομβικό σημείο εδώ είναι να μπορεί αυτό το μέτωπο να εκπροσωπεί κρίσιμες γενιές και κοινωνικές κατηγορίες. Να το πούμε πολύ απλά: δεν μπορεί να είναι ένα μέτωπο που θα έχει σαν ραχοκοκαλιά τις πολιτικές γενιές της μεταπολίτευσης και τις κοινωνικές εκπροσωπήσεις των οργανωμένων τμημάτων του εργατικού κινήματος. Πρέπει να μπορεί να εκπροσωπήσει και τα μεγάλα τμήματα της κοινωνίας που στήριξαν αποφασιστικά το ΟΧΙ, που διαλέγουν δρόμους ρήξης και στην πραγματικότητα, ακόμη και εάν ψήφισαν αποφασιστικά ΣΥΡΙΖΑ είναι πολιτικά ακάλυπτα, δεν αναγνωρίζονται με τρόπο οργανικό στο ένα ή το άλλο πολιτικό σχέδιο. Αυτό περιλαμβάνει πρώτα από όλα τη μεγάλη πλειοψηφία της νεολαίας που σήμερα βρίσκεται στο στόχαστρο, αντιμετωπίζεται σαν αναλώσιμο υλικό και αντιμετωπίζει ένα τοπίο ανεργίας, επισφάλειας και εργοδοτικής τρομοκρατίας για το οποίο λίγα πράγματα κάνει το οργανωμένο εργατικό κίνημα. Ας αναλογιστούμε όλες και όλοι τι σημαίνει σήμερα να είναι κανείς νέα και νέος εργαζόμενος έως τα 35, ποια συνθήκη αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει, την ίδια στιγμή που είναι μια γενιά όχι μεγάλων δεξιοτήτων αλλά και σημαντικής παρακαταθήκης συλλογικών πρακτικών: από τα κινήματα κατά της παγκοσμιοποίησης, στις μεγάλες μάχες του φοιτητικού κινήματος, στη συγκλονιστική έκρηξη του Δεκέμβρη του 2008, στο κίνημα των Πλατειών, στις πρωτοβουλίες αλληλεγγύης. Δεν μπορεί και δεν πρέπει αυτή η γενιά να αντιμετωπίζει συνθήκη πολιτικού αποκλεισμού ακόμη και στην ίδια τη ριζοσπαστική Αριστερά. Αφορά ακόμη τα λαϊκά τα προλεταριακά στρώματα, που έδωσαν ξεχωριστή μάχη για το ΟΧΙ και το σφράγισαν με το δική τους αποφασιστικότητα, και με τα οποία η Αριστερά, πέραν της σχέσης του ψηφοφόρου δεν έχει πραγματική πρόσβαση, ιδίως εάν αναλογιστούμε το συγκεκριμένο πρότυπο «πολιτικοποίησης» που κυριαρχεί, με έντονη τη βαρύτητα μιας φοιτητικής πολιτικοποίησης. Όμως, αυτή η πρόκληση αφορά και το ποιες συλλογικές πρακτικές συμπυκνώνει και εκπροσωπεί ένα τέτοιο μέτωπο, ποιες είναι οι πραγματικές πολιτικές και κοινωνικές γειώσεις. Αυτές δεν μπορούν να περιοριστούν απλώς στο δυναμικό που έχει εμπειρία από τη λειτουργία της Αριστεράς ως κομματικού μηχανισμού στη μία ή την άλλη παραλλαγή, ή στο δυναμικό που έρχεται από το οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα. Πρέπει να αγκαλιάσει όλο το φάσμα των πειραματισμών με μορφές συλλογικής δράσης που ξεδιπλώθηκαν το προηγούμενο διάστημα: λαϊκές συνελεύσεις και επιτροπές, τοπικά σχήματα και κινήματα, εργατικές λέσχες, δομές αλληλεγγύης, αυτοδιαχειριζόμενοι χώροι και στέκια, εναλλακτικά δίκτυα ανταλλαγής, συνεταιριστικά εγχειρήματα, πολιτιστικές πρωτοβουλίες, ιστοσελίδες, πειράματα στο χώρο της παραγωγής θεωρίας. Οφείλει αυτό το μέτωπο να έχει εξαρχής εκείνα τα φυσιογνωμικά χνάρια και εκείνες τις μορφές συγκρότησης που να μπορούν να το κάνουν δυνητικά να εκπροσωπήσει το σύνολο όλων αυτών των γενεών, των κοινωνικών κατηγοριών και των πολιτικών εκπροσωπήσεων. Οφείλει στο λόγο, στα μέσα επικοινωνίας, στις διαδικασίες, στη δημοκρατία του, να κάνει σαφές ότι δεν απευθύνεται απλώς σε μπαρουτοκαπνισμένους βετεράνους των πολύωρων κομματικών διαδικασιών, αλλά σε ένα πολύ ευρύτερο φάσμα ανθρώπων, πρακτικών αναγνωρίσεων.
8. Είναι σαφές ότι τα παραπάνω σημεία αφορούν μια μεσοπρόθεσμη προσπάθεια που δεν μπορεί προφανώς και υλοποιηθεί μέσα στο βραχύ χρόνο των εκλογών. Όμως, μπορεί ακόμη και μέσα στην πίεση των εκλογών να υπάρξει εκείνη η μετωπική πολιτική και εκλογική συνεργασία που θα μπορέσει να αποτελέσει το πρώτο βήμα στην κατεύθυνση αυτού του μετώπου, η κρίσιμη αφετηρία και η κρίσιμη συνάντηση με ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Αυτή είναι η πρόκληση που αντιμετωπίζουμε σήμερα.
9. Η ανεξαρτητοποίηση της Αριστερής Πλατφόρμας και η συγκρότηση της «Λαϊκής Ενότητας» αποτελεί μια αποφασιστική καμπή στην όλη εξέλιξη. Υπάρχει πλέον ένα κομμάτι που όχι μόνο καταψηφίζει αλλά και ανοιχτά έρχεται σε ρήξη με το ΣΥΡΙΖΑ επιλέγοντας να πάρει θέση και απέναντι στα μνημόνια αλλά και σε σχέση με το ευρώ. Ότι ο λόγος ή το ύφος μπορεί να θυμίζει «συνεπή ΣΥΡΙΖΑ» (πράγμα εν πολλοίς αναμενόμενο σε διασπάσεις) και πλευρές του αριστερού ρεφορμισμού άλλων εποχών, δεν αναιρεί ότι αυτό το κομμάτι είχε το θάρρος να φύγει από κόμμα εξουσίας και κυβέρνησης και να πάρει θέση απέναντι σε κρίσιμα ερωτήματα, συμβάλλοντας στη δυνατότητα της αναδιάταξης του τοπίου της Αριστεράς. Ταυτόχρονα, η δυνατότητα αυτή αντικειμενικά ανοίγει και το δρόμο για την μετωπική συνεργασία και τη διαμόρφωση του ΟΧΙ μέχρι τέλους. Άλλωστε, γι’ αυτό το λόγο και εκτιμούμε ότι δεν πρέπει να περιοριστεί η όλη διεργασία αποκλειστικά και μόνο σε μια συνεργασία της Αριστερής Πλατφόρμας με άλλες τάσεις. Όπως έχουμε πει πολλές φορές το νέο μετωπική εγχείρημα δεν μπορεί να είναι ένας «συνεπής ΣΥΡΙΖΑ» ούτε μια «μεγάλη ΑΝΤΑΡΣΥΑ», αλλά μια τομή στη φυσιογνωμία και την πολιτική πρακτική. Σε αυτό το πλαίσιο, προσπαθούμε να εμπλακούν σε αυτές τις διεργασίες και άλλα κομμάτια εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ που να κουβαλάνε μια περισσότερο μάχιμη φυσιογνωμία, την εμπειρία από τα κινήματα, την αναζήτηση της νέας γενιάς, την προσπάθεια για μια λειτουργία που να επικοινωνεί με τις σύγχρονες μορφές δημοκρατίας του αγώνα. Γι’ αυτό και έχουμε τονίσει ότι σε αυτή τη διεργασίας όντως χωράνε όλες οι παραλλαγές του αριστερού και κινηματικού ΟΧΙ.
10. Η αντικαπιταλιστική Αριστερά και ειδικά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη που τους αναλογεί. Μπορούν και πρέπει να συνεισφέρουν σε αυτή την μετωπική προσπάθεια, με την επεξεργασία του μεταβατικού προγράμματος, με την έμφαση στο μαζικό κίνημα, με την προσπάθεια σύνδεσης ανάμεσα στα άμεσα αιτήματα και μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική. Αυτό θα είναι όχι μόνο η δικαίωση μιας ολόκληρης πορείας αλλά και πραγματική συνεισφορά σε ένα ανώτερο επίπεδο πολιτικής παρέμβασης και απεύθυνσης στις λαϊκές τάξεις. Αλλά αυτό απαιτεί ενιαιομετωπική λογική και επίγνωση ότι σήμερα ένα μέτωπο, γύρω από το μεταβατικό πρόγραμμα, με σαφή ρήξη με τον ευρωπαϊκό δρόμο, είναι για τις επαναστατικές δυνάμεις ένα πεδίο στο οποίο μπορούν να παλέψουν για να ηγεμονεύσει η αναγκαία αντικαπιταλιστική και αντιιμπεριαλιστική γραμμή, είναι ένα όχημα για την αλλαγή του συσχετισμού στην Αριστερά και το κίνημα, είναι καθοριστικό βήμα για την αναμέτρηση, μέσα σε μια περίοδο βαθιάς πολιτικής κρίσης, με το ερώτημα της εξουσίας, της ηγεμονίας και του κοινωνικού μετασχηματισμού. Αντίθετα, η επιλογή σήμερα μιας τακτικής αναχωρητισμού, το βόλεμα στη λογική του μικρόκοσμου και της μικρής κλίμακας, η ταλάντευση μπροστά σε πραγματικές δυνατότητες μετωπικής πολιτικής, θα σημαίνει ότι η αντικαπιταλιστική Αριστερά παραμένει μέρος του προβλήματος και δεν αναλαμβάνει την ευθύνη που της αναλογεί.
11. Και εδώ πρέπει να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Από την επαύριον του δημοψηφίσματος, την αναδίπλωση Τσίπρα και το άνοιγμα του ρήγματος μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ φάνηκαν οι δυνατότητες για μια τέτοια μετωπική συνεργασία. Ως Αριστερή Ανασύνθεση έγκαιρα, ανοιχτά και δημόσια θέσαμε προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ την ανάγκη να παρθούν πρωτοβουλίες και να υπάρξει κάλεσμα για μέτωπο των δυνάμεων και των αγωνιστών του ΟΧΙ μέχρι τέλος με βάση το αναγκαίο μεταβατικό πρόγραμμα. Στην ίδια κατεύθυνση και το δημόσιο κάλεσμα της ΑΡΑΝ, της ΑΡΑΣ, της Παρέμβασης και του Συλλόγου «Γ. Κορδάτος». Επιμείναμε ότι ήταν ανάγκη συγκροτημένα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να μπει σε αυτή τη συζήτηση και να πάρει πρωτοβουλίες. Αντ’ αυτού, όμως, αντιμετωπίσαμε είτε τοποθετήσεις περί του «όποιος φεύγει ας έρθει στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ» είτε περί της ανάγκης πρώτα να συγκροτηθεί ο «πόλος των αντικαπιταλιστικών και αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων» και μετά βλέπουμε. Όλα αυτά σήμαιναν ότι χάθηκε χρόνος για πολιτικές πρωτοβουλίες. Παρ’ όλα αυτά εκτιμούμε ότι πρέπει και τώρα με αίσθημα ευθύνης η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να ανταποκριθεί στην πρόκληση, να μπει σε αυτή τη μετωπική διεργασία, διατηρώντας την αυτοτέλειά της, και να συμβάλλει σε μια μεγάλη μάχη. Η ενότητά της σε μια τέτοια κατεύθυνση όντως θα είναι προωθητική και θα της επιτρέψει να χρωματίσει και να σφραγίσει με τη δική της μαχητική λογική τη μετωπική συνεργασία. Η συμμετοχή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε μια τέτοια προσπάθεια θα σημάνει ότι φέρνει όχι απλώς τα 3000 μέλη της στην εκλογική μάχη, αλλά και τις μεγάλες αγωνιστικές εμπειρίες της, και την ειδική σχέση της με το κίνημα της νεολαίας, και τον τρόπο που ανέδειξε κρίσιμες πλευρές του αναγκαίου προγράμματος και με αυτή την έννοια θα μπορέσει να χρωματίσει τις εξελίξεις. Όμως, είναι σαφές ότι είναι ώρα επιλογών. Εμείς δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε για άλλη μια φορά το δρόμο του συντηρητισμού, του βολέματος, του «business as usual», των χαμένων ευκαιριών.
12. Δεν έχουμε αυταπάτες ότι το υπό διαμόρφωση νέο μέτωπο θα είναι αντιφατικό. Ότι θα είναι ένα πεδίο διαπάλης και σύγκρουσης για το εάν θα ηγεμονεύει μια λογική κινηματική, ριζοσπαστική, ουσιαστικά αντικαπιταλιστική ή όχι. Ότι η προσπάθεια ρήξης με τη γραφειοκρατική λογική ή την κληρονομιά του κυβερνητισμού θα συνεχιστεί. Όμως, η προγραμματική αφετηρία, το άνοιγμα στην πρωτοβουλία των ίδιων των αγωνιστών, η προσπάθεια για συγκρότηση του μετώπου δημοκρατικά, κινηματικά και από τα κάτω, τα μαθήματα από την εμπειρία, θετική και αρνητική, τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ διαμορφώνουν πεδίο για να δοθούν αυτές οι μάχες. Οι στιγμές είναι ιστορικές και καλούμαστε να πάρουμε αποφάσεις και να κάνουμε επιλογές όχι με το κριτήριο του τι μας βολεύει, του τι έχουμε συνηθίσει να κάνουμε, του πώς ξέραμε ότι ήταν η πολιτική παρέμβαση, αλλά με βάση την ευθύνη απέναντι σε μια κοινωνία που εξακολουθεί να αναζητά μια ριζοσπαστική διέξοδο, όπως έδειξε και το εκρηκτικό ΟΧΙ της 5 Ιούλη.
13. Σε ό,τι αφορά τα βήματα που έχουν γίνει μέχρι τώρα καταρχάς εκτιμούμε ότι από τη μεριά της Λαϊκής Ενότητας έχει κατατεθεί ένα πλαίσιο και ύστερα από τις συζητήσεις και τις παρεμβάσεις που έγιναν και από τη δική μας μεριά το οποίο περιλαμβάνει τις βασικές πλευρές του μεταβατικού πλαισίου:
- Αναφέρεται στην ανάγκη για μια «μετωπική συσπείρωση πολιτικών οργανώσεων, κινήσεων και ανένταχτων πολιτών, που φιλοδοξεί να εκφράσει, να εμπνεύσει και να ενισχύσει ένα πραγματικό λαϊκό κίνημα, με πρωτοβουλίες αυτοοργάνωσης. Για ένα «κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο [όπου] δεν χωρούν λογικές μονολιθικότητας και αποκλειστικής αλήθειας. Έχουν θέση διάφορες κοινωνικές ευαισθησίες, πολιτικές παραδόσεις και ιδεολογικές προτιμήσεις. Είναι αναγκαία συνθήκη η δημοκρατική λειτουργία με κέντρο τους ίδιους τους αγωνιστές, τις διεκδικήσεις και τις αναζητήσεις τους». Αναφέρεται στην «κοινή αναζήτηση, μέσα από διαφορετικούς δρόμους, μιας νέας κοινωνίας, απελευθερωμένης από τα δεσμά της εκμετάλλευσης και κάθε είδους καταπίεσης, μιας κοινωνίας αλληλεγγύης, δικαιοσύνης και ελευθερίας, στο δρόμο για το σοσιαλισμό του 21ου αιώνα.»
- Το πολιτικό πλαίσιο ρητά περιλαμβάνει:
- κατάργηση των κοινωνικά και οικονομικά καταστροφικών Μνημονίων και των αποικιακών, δανειακών συμβάσεων υποθήκευσης του μέλλοντός μας, που τα συνοδεύουν.
-Η διακοπή πληρωμών του χρέους- τη μη βιωσιμότητα του οποίου αναγνωρίζει, από τη δική του σκοπιά, ακόμη και το ΔΝΤ- με στόχο τη συνολική διαγραφή του χρέους ή τουλάχιστον του μεγαλύτερου μέρους του. [...]
-Ο άμεσος τερματισμός της λιτότητας και η εφαρμογή μιας πολιτικής αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου προς όφελος των εργαζόμενων στρωμάτων και σε βάρος των ολιγαρχών. [...]
-Η εθνικοποίηση των τραπεζών και η λειτουργία τους υπό καθεστώς κοινωνικού ελέγχου, με απόλυτη εξασφάλιση της λαϊκής αποταμίευσης. [...]
-Ριζοσπαστική αλλαγή της εργασιακής νομοθεσίας με επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων, δραστικό περιορισμό της εργοδοτικής αυθαιρεσίας, αυστηρότατα όρια και αντικίνητρα στις απολύσεις, ενεργοποίηση και ενίσχυση των επιθεωρήσεων εργασίας.
-Δημιουργία ενός μόνιμου, κοινωνικά δίκαιου και αναδιανεμητικού φορολογικού συστήματος, ώστε να πληρώσουν επιτέλους τα βάρη της κρίσης όχι τα συνήθη υποζύγια, αλλά οι έχοντες και κατέχοντες. [...]
-Τερματισμός των αρπακτικών ιδιωτικοποιήσεων επιχειρήσεων, δικτύων και υποδομών (ΔΕΗ, φυσικό αέριο, λιμάνια, αεροδρόμια, ακίνητα δημοσίου κ.α.). Εθνικοποίηση, ανασυγκρότηση και λειτουργία υπό καθεστώς εργατικού- κοινωνικού ελέγχου όλων των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων, δικτύων και υποδομών, [...].
-Παραγωγική, οικονομική ανασυγκρότηση με μετατόπιση του άξονα από την κατανάλωση στην παραγωγή (κυρίως τη βιομηχανική και αγροτική παραγωγή προϊόντων υψηλής ποιότητας), από τη συμπίεση του εργατικού κόστους στη μεγέθυνση της προστιθέμενης αξίας, εν τέλει από μια ανάπτυξη που εξυπηρετεί τους σφετεριστές της εργασίας και της φύσης σε μια ανάπτυξη που έχει στο κέντρο της τους παραγωγούς του κοινωνικού πλούτου και θα στηρίζεται στη δική τους γνώση, εμπειρία, μεράκι και δημιουργικότητα. [..]
-Βασική προϋπόθεση για μια τέτοια στροφή αποτελεί η γενναία ενίσχυση της δημόσιας, δωρεάν παιδείας και της έρευνας. Ουσιώδης συνιστώσα της οικονομικής ανασυγκρότησης θα είναι η ενίσχυση του «τρίτου» (πλάι στον κρατικό και τον ιδιωτικό) τομέα, της κοινωνικής οικονομίας (συνεταιρισμοί, αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις που έχουν εγκαταλειφθεί από τους ιδιοκτήτες τους, δομές αλληλεγγύης κλπ) από το δημόσιο τραπεζικό σύστημα και τον κρατικό μηχανισμό.
-Πολιτική αλληλεγγύης και ανθρωπιάς απέναντι στους πολιτικούς και οικονομικούς μετανάστες. Θα πολεμήσουμε ενεργά κάθε ξενοφοβική και ρατσιστική αντιμετώπιση- με ακραία την περίπτωση της φασιστικής Χρυσής Αυγής- [...]
[...]
το ζήτημα της εξόδου από την ευρωζώνη και της ρήξης με τις νεοφιλελεύθερες επιλογές της Ε.Ε., η οποία ακολουθεί όλο και πιο αντιδραστικούς και ολοκληρωτικούς δρόμους, τίθενται στην ημερήσια διάταξη, όχι με όρους ιδεολογικών εμμονών, αλλά με όρους στοιχειώδους πολιτικού ρεαλισμού. [...]
[...]Η έξοδος από την οικονομική «φυλακή» της Ευρωζώνης δεν σημαίνει λογικές εθνικής «αυτάρκειας» και πολιτικού απομονωτισμού, όπως καταλογίζουν οι αντίπαλοί μας. Αντίθετα, εγκαινιάζοντας έναν άλλο δρόμο ριζοσπαστικών αλλαγών, ο ελληνικός λαός μπορεί να γίνει φάρος ελπίδας για τους άλλους λαούς της Ευρώπης και του κόσμου, εξασφαλίζοντας πολύτιμες συμπάθειες, στηρίγματα και συμμαχίες.
[...]Τασσόμαστε κατά των νεοψυχροπολεμικών, ιμπεριαλιστικών επιλογών και των στρατιωτικών τυχοδιωκτισμών του ΝΑΤΟ. Τασσόμαστε υπέρ της εξόδου της Ελλάδας από αυτόν τον συνασπισμό, μια πολεμική μηχανή που διαλύει κράτη, καταδυναστεύει λαούς και αποσταθεροποιεί το ευρύτερο γεωπολιτικό τόξο της περιοχής μας, από την ανατολική Ουκρανία μέχρι τη Μέση Ανατολή. Αγωνιζόμαστε για την απομάκρυνση των αμερικανικών βάσεων, τη μη συμμετοχή της Ελλάδας σε κανένα ιμπεριαλιστικό οργανισμό, τον τερματισμό της στρατιωτικής συνεργασίας με το κράτος- τρομοκράτη της περιοχής, το Ισραήλ και την αναγνώριση του κράτους της Παλαιστίνης.
[...]. Η έξοδος από την ευρωζώνη και η εφαρμογή ενός ριζοσπαστικού, εναλλακτικού προγράμματος με πρωταγωνιστή τον οργανωμένο λαό συνεπάγεται ένα δρόμο σύγκρουσης με τις επιλογές της ΕΕ και τα αντιδημοκρατικά, υπερεθνικά όργανά της. Γιατί ήδη από τη συνθήκη του Μάαστριχτ, η διαδικασία συγκρότησης της ΕΕ εξυπηρετεί το νεοφιλελεύθερο σχέδιο, ενισχύει ιμπεριαλιστικές βλέψεις των ηγετικών δυνάμεων και υπονομεύει τη λαϊκή κυριαρχία. Απέναντι στη επίθεση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και των πολιτικών του εκπροσώπων, ο λαός πρέπει να είναι έτοιμος να επιμείνει στο δρόμο που έχει χαράξει μέχρι το τέλος. Το ζήτημα της αποχώρησης της Ελλάδας από την Ε.Ε. μπορεί να τεθεί εκ των πραγμάτων στην ημερήσια διάταξη. Σ’ αυτή την περίπτωση, την απόφαση πρέπει να την πάρει ο ίδιος ο λαός, με δημοψήφισμα, όπως άλλωστε έγινε και γίνεται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
[...]Επιπλέον, θα ξεκινήσουμε μία ευρύτατη κοινωνική διαβούλευση για μία εκ βάθρων αναθεώρηση του συντάγματος και του όλου πολιτικού συστήματος από μια νέα, Συντακτική Εθνοσυνέλευση, που θα προκύψει από επόμενες εκλογές. Κεντρικός στόχος αυτής της αναθεώρησης θα είναι η καθιέρωση μιας νέας, πολύ περισσότερο προχωρημένης Δημοκρατίας, που θα συνδυάζει την αντιπροσωπευτική με την άμεση [...]
Για εμάς η διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά εντάσσεται στο συνολικότερο στόχο της διεκδίκησης της πολιτικής εξουσίας από μια ευρύτερη λαϊκή συμμαχία. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα άμεσης διεξόδου στο σήμερα που μπορεί να επιβληθεί από μια κυβέρνηση η οποία θα στηρίζεται στη δύναμη του οργανωμένου λαού και των δικών του διακριτών θεσμών, στο εργατικό κίνημα, το κίνημα της νεολαίας, τα τοπικά και περιβαλλοντικά κινήματα, τα κινήματα αλληλεγγύης, τις μορφές λαϊκής αυτοοργάνωσης. Η εφαρμογή ενός τέτοιου προγράμματος μπορεί να αλλάξει τους κοινωνικούς συσχετισμούς και να διαμορφώσει τους όρους για τη χάραξη ενός άλλου δρόμου για την ελληνική κοινωνία, σε σοσιαλιστική κατεύθυνση.
14. Είναι αλήθεια ότι η μεθοδολογία που καταγράφηκε μέχρι τώρα έχει και προβλήματα, που αποτυπώθηκαν κύρια στην επιλογή του Αριστερού Ρεύματος να κινείται με μια λογική ότι είναι ο βασικός φορέας και όλοι οι άλλοι είναι απλώς συνεργαζόμενοι, κάτι που απέχει από μια μετωπική λογική. Αυτό αποτυπώθηκε σε επιλογές όπως η αναγγελία του ονόματος, η κατάθεση της ιδρυτικής διακήρυξης στον Άρειο Πάγο, η μη συγκρότηση έστω κάποιας συντονιστικής διαδικασίας με όσους αφορά αυτή η διαδικασία, η μη συζήτηση με άλλες ριζοσπαστικές τάσεις και ρεύματα μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό είναι αναμφίβολα προβληματικό και διακυβεύει την εμβέλεια του εγχειρήματος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ρήξη και ανεξαρτητοποίηση είναι μια σημαντική και θετική εξέλιξη που ανοίγει δρόμους για μια άλλη κατάσταση στην Αριστερά και στα κοινωνικά κινήματα. Όμως, πρέπει να γίνει σαφές ότι το αναγκαίο Μέτωπο του ΟΧΙ, το πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο, όλων εκείνων που πιστεύουν ότι μπορεί να υπάρξει ένας άλλος δρόμος δεν μπορεί να περιοριστεί απλώς στην Αριστερή Πλατφόρμα, χωρίς αυτό να μειώνει τη πολιτική συνεισφορά των στελεχών της και τη συνέπεια σε μια αριστερή τοποθέτηση. Όπως επίσης είναι σαφές ότι η εύλογη διεκδίκηση μέρους της κληρονομιάς και της ιστορίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να οδηγεί σε μια πολιτική ταυτότητα «συνεπούς ΣΥΡΙΖΑ» που ούτε ικανοποιεί το αυτονόητο αίτημα του κόσμου της Αριστεράς για αυτοκριτική για όλα αυτά που μας έφεραν εδώ ούτε και καλύπτει την ανάγκη μιας μαχητικής και σύγχρονα λαϊκής Αριστεράς, που να κάνει πραγματική τομή με τον ευρωπαϊσμό, τον κυβερνητισμό, τη γραφειοκρατική αντίληψη της πολιτικής. Οι δυνάμεις, οι αγωνιστές, οι εμπειρίες, οι αναζητήσεις που μπορούν να συναντηθούν σε μια τέτοια ελπιδοφόρα προσπάθεια είναι πολύ περισσότερες και περισσότεροι. Όταν υπάρχει ανοιχτή και ζωντανή συζήτηση μέσα στην αντικαπιταλιστική Αριστερά, όταν από το χώρο του ΣΥΡΙΖΑ βγαίνουν τοποθετήσεις με εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και αυτοκριτική τοποθέτηση (κείμενο που συνυπέγραψαν 87 αγωνιστές, τις ανακοινώσεις της Ν. ΣΥΡΙΖΑ, πλήθος ατομικών κειμένων προβληματισμού), όταν υπάρχουν στάσεις πολιτικής συνέπειας όπως της Ζωής Κωνσταντοπούλου που δεν μπορεί κανείς να προσπεράσει, όταν και ρεύματα προερχόμενα από το ΚΚΕ δείχνουν ενδιαφέρον να συζητήσουν, είναι σαφές ότι το εύρος δυνάμεων που μπορούν και πρέπει να συναντηθούν, να συζητήσουν, να συμπορευτούν είναι πολύ μεγαλύτερο. Μόνο που αυτό απαιτεί και μια διαφορετική κουλτούρα μετωπικής συγκρότησης. Δεν μπορούμε να πάμε μπροστά με τη λογική συγκροτήθηκε ο φορέας και όλοι οι άλλοι απλώς συμμετέχουν ως συνεργαζόμενοι. Δεν χωρούν δυσπιστίες, αντιπάθειες, αποκλεισμοί. Δεν μπορούμε να πάμε μακριά με επάλληλους κύκλους πολιτικής εμπιστοσύνης. Δεν μπορεί να υπάρξει μετωπική συνεργασία χωρίς το αυτονόητο που είναι ανοιχτές, συντροφικές διαδικασίες και στη βάση και στην «κορυφή», συμμετοχή όλων όσων μπορούν να είναι κομμάτι αυτής της προσπάθειας, εξασφάλιση ότι το νέο εγχείρημα στην παρουσία, στο λόγο, στη φυσιογνωμία, στην εκπροσώπησή του προς τα έξω εκφράζει το σύνολο - ακόμη και εάν αυτό σημαίνει και αναπόφευκτη «πολυφωνία» - των ρευμάτων που συμμετέχουν.
15. Σε αυτό το πλαίσιο έχουμε κάνει μια μεγάλη προσπάθεια, σε συντονισμό και με άλλα κομμάτια και από την Αριστερή Πλατφόρμα αλλά και άλλα κομμάτια από τον ευρύτερο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και συντονισμένα ως οι 3 οργανώσεις να βάλουμε το θέμα των βασικών όρων στοιχειώδους δημοκρατικής μετωπικής λειτουργίας και διεύρυνσης
- απεύθυνση σε όλα τα κομμάτια (ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΜΑΡΣ, κομμάτια του ΣΥΡΙΖΑ που διαφοροποιούνται όπως τμήματα των «53», η Ν. ΣΥΡΙΖΑ, προσωπικότητες όπως η Ζωή Κωνσταντοπούλου κ.λπ.)
- λειτουργία συντονιστικής επιτροπής, επιτροπής ψηφοδελτίων και επιτροπής τύπου / επικοινωνίας με όρους συμμετοχής όλων των ρευμάτων
- συγκρότηση των τοπικών επιτροπών με όρους μαζικής συμμετοχής, αυτοοργάνωσης και ανοιχτού καλέσματος και όχι με αυτοαναγόρευση
- κατοχύρωση της δημόσιας παρουσίας των διαφορετικών ρευμάτων αλλά και κρίσιμων κατηγοριών που υποεκπροσωπούνται όπως η νεολαία
- από τώρα αποσαφήνιση των σχέσεων ανάμεσα στη δυνάμει κοινοβουλευτική ομάδα και την πολιτική συνεργασία και συνολικά πλευρών μιας πορείας συγκρότησης μετώπου
- όροι διαμόρφωσης του δυνάμει «μηχανισμού» της συνεργασίας.
15. Τα προβλήματα αυτά δεν δικαιολογούν από την άλλη, όμως, την απροθυμία άλλων τάσεων μέσα στην αντικαπιταλιστική Αριστερά να αναμετρηθούν με την πρόκληση μιας σύγχρονης μετωπικής πολιτικής. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει μια πραγματική πολιτική ευκαιρία να προχωρήσει στην εκλογική και πολιτική συνεργασία με τη Λαϊκή Ενότητα και άλλες τάσεις, με βάση το κοινό πλαίσιο, αλλά διατηρώντας ταυτόχρονα την αυτοτέλειά της και κάνοντας καμπάνια με το δικό της πλαίσιο. Είναι σαφές ότι εάν ο χώρος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ μπει στη μετωπική συνεργασία με τέτοιους όρους, μπορεί να έχει καθοριστική συμβολή στον τόνο, στη φυσιογνωμία, στην απεύθυνση, στην εκπροσώπηση, να έρθει σε επαφή και επικοινωνία με ένα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα αλλά και πολιτικά ρεύματα, να συμβάλει σε μια συνολικότερη αλλαγή των συσχετισμών στο κίνημα και την Αριστερά. Αυτή είναι η πολιτική μας πρόταση προς την ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και αυτή θέλουμε να παλέψουμε και θεωρούμε ότι είναι η μόνη που μπορεί να κάνει το χώρο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να αποφύγει ένα ιστορικό λάθος. Με αυτή την κατεύθυνση θα πάμε και στο ΠΣΟ της Κυριακής 30/08 αλλά και σε όποιες τοπικές πρόκειται να συνεδριάσουν τις επόμενες μέρες. Στο ίδιο πλαίσιο θα προτείνουμε και η ΜΑΡΣ να πάρει απόφαση συμμετοχής στη μετωπική πολιτική και εκλογική συνεργασία και εκτίμησή μας είναι αυτό είναι εφικτό, με βάση τις κατατεθειμένες θέσεις των κομματιών που συμμετέχουμε μέσα στη ΜΑΡΣ
16. Ωστόσο, είναι σαφές ότι εάν η πλειοψηφία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ επιμείνει σε μια λογική αυτόνομης καθόδου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή «μετώπου των συνεπών δυνάμεων», τότε εμείς δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε αυτή τη γραμμή και αυτή την κατεύθυνση. Θα πάμε σε εκλογική συνεργασία με την Λαϊκή Ενότητα και όποια άλλα κομμάτια θα συμμετέχουν σε μια μετωπική προσπάθεια, σε συντονισμό με την ΑΡΑΣ και την Παρέμβαση. Σε αυτή την περίπτωση, θα ανακοινώσουμε ότι δεν συμμετέχουμε πλέον στις διαδικασίες και τα όργανα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μια που η τελευταία θα έχει επιμείνει σε ένα λανθασμένο δρόμο. Η απόφαση αυτή, που για κανέναν μας δεν είναι εύκολη, δεν σηματοδοτεί ούτε την εγκατάλειψη του επαναστατικού δρόμου, ούτε την απεμπόληση της αντικαπιταλιστικής και αντιιμπεριαλιστικής μας τοποθέτησης. Σηματοδοτεί τη ρήξη με έναν πολιτικό συντηρητισμό και την απροθυμία αναμέτρησης με πολιτικές ευθύνες. Είναι η αναγκαία συνθήκη για να μπορέσουν να διαμορφωθούν όντως όροι για μια συνάντηση των ρευμάτων που θέλουν μια σύγχρονη αντικαπιταλιστική Αριστερά. Ανοίγει ένα δρόμο δύσκολο, σε βασικές πλευρές του αχαρτογράφητο, αλλά και αναγκαίο.
17. Σε αυτό το φόντο αποκτά τεράστια σημασία η όλη μας στρατηγική για τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου κομμουνιστικού ρεύματος που να μπορεί να αναμετρηθεί με τις προκλήσεις μιας Αριστεράς που να μπορεί να αναμετρηθεί με το ερώτημα της εξουσίας και της ηγεμονίας. Περισσότερο παρά ποτέ οι εξελίξεις δείχνουν πόσο αναγκαίες είναι μέσα στο σημερινό τοπίο της Αριστεράς οι βασικές αφετηρίες μιας κομμουνιστικής στρατηγικής: Εργατική αναφορά, γραμμή μαζών, αναζήτηση επαναστατικής στρατηγικής αναμέτρηση με το ερώτημα της εξουσίας και πάλη για την ηγεμονία και το ιστορικό μπλοκ, αντιιμπεριαλισμός και πάλη για την εθνική ανεξαρτησία ως ταξικό διακύβευμα, σύνδεση ανάμεσα σε τακτική και στρατηγική, επικοινωνία με όλο των φάσμα των σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων, πειραματισμός με σύγχρονες μορφές λαϊκής αυτοοργάνωσης, σοσιαλιστικός ορίζοντας. Οι δυνάμεις και οι αγωνιστές που αναφέρονται σε αυτή την πρόκληση καλούνται να πάρουν την ευθύνη και να συσπειρώθούν, με τόλμη, αυτοκριτική και επίγνωση της μεταβατικότητάς τους, αλλά και διάθεση να διαμορφώσουν όχι απλώς οργανώσεις αλλά τα εργαστήρια μιας νέας πολιτικοποίησης. Ως ΑΡΑΝ την επιλογή μας την έχουμε πάρει. Τα δικά μας όρια τα έχουμε αντιληφθεί και θέλουμε να συναντηθούμε με άλλα ρεύματα και συλλογικότητες με τις οποίες μοιραζόμαστε την ίδια αγωνία για την επαναστατική ανανέωση της κομμουνιστικής προοπτικής. Και τα ερωτήματα και τους προβληματισμούς που θέτουμε, πάνω στη φυσιογνωμία, την ανάγκη για μια οργάνωση πραγματικά δημοκρατική και συντροφική, που να μπορεί να αντιπαλεύει τις άτυπες ιεραρχίες, τον εσωτερικό καταμερισμό «διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας», το σεξισμό στο εσωτερικό της, που να είναι εργαστήρι πολιτικοποίησης, δεν τα βάζουμε ως όρους για να αποκλείσουμε τον οποιονδήποτε αλλά πρώτα και κύρια σαν δική μας αυτοκριτική, σαν δική μας ανάγκη για μια πραγματική «πολιτιστική επανάσταση» ως προς την πολιτική κουλτούρα, τη φυσιογνωμία, τη στράτευση. Γι’ αυτό και πρέπει τολμηρά να προχωρήσουμε τώρα. Μαζί με τη διαδικασία διαμόρφωσης του μετώπου, γιατί αυτή είναι και η καλύτερη συνθήκη για να προχωρήσουμε και στη συγκρότηση μιας νέας κομμουνιστικής οργάνωσης.
18. Άλλωστε, ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπιστεί το μεγάλο φάσμα αντιφάσεων που θα έχει το αναγκαίο ενιαίο μέτωπο της εποχής μας, είναι ακριβώς η ύπαρξη, με πολιτική και οργανωτική αυτοτέλεια ενός κομμουνιστικού ρεύματος που να μπορεί να εκπροσωπήσει ακριβώς την επαναστατική τάση μέσα στην όλη διεργασία. Αυτό σήμερα περνά μέσα από τα ακόλουθα βήματα
- την επιτάχυνση των διαδικασιών για τη συγκρότηση της νέας κομμουνιστικής οργάνωσης μέσα από το προχώρημα του πολιτικού συντονισμού με την Παρέμβαση, την ΑΡΑΣ, το Σύλλογο «Γ. Κορδάτος», άλλους αγωνιστές. Αυτό απαιτεί να μπει μπροστά μετά τις εκλογές μια διαδικασία που στην πραγματικότητα να είναι ιδρυτική για την νέα οργάνωση, τη διαμόρφωση κοινού πολιτικού και ιδεολογικού πλαισίου καθώς και αντίληψης για τη φυσιογνωμία. Απαιτεί ακόμη τη συζήτηση και τη στήριξη από ένα φάσμα αγωνιστών από την αντικαπιταλιστική Αριστερά που έχουν ήδη τοποθετηθεί θετικά για το όλο εγχείρημα.
- την προσπάθεια να συναντηθούμε και με κομμάτια που σήμερα απελευθερώνονται από την κρίση και αποδιάρθρωση του ΣΥΡΙΖΑ. Εδώ έχει πολύ μεγάλη σημασία η προσπάθεια αναζήτησης σχέσεων με κομμάτια κύρια από το χώρο της νεολαίας που μας ενώνουν και κοινές κινηματικές εμπειρίες αλλά και αναζήτηση μιας γραμμής ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής.
- την επιδίωξη μέσα στη μετωπική διεργασία να υπάρξει ένα ευρύτερο ριζοσπαστικό και αντικαπιταλιστικό ρεύμα που θα μπορεί να είναι το αναγκαίο αντίβαρο απέναντι στα ρεφορμιστικά αντανακλαστικά που θα αναπτύσσονται μέσα στην όλη διεργασία.
- Σε αυτό το πλαίσιο και για την αποτίμηση της όλης πορείας και της νέας φάσης αποφασίζουμε να προχωρήσουμε στην πραγματοποίηση της Συνδιάσκεψης της ΑΡΑΝ το Νοέμβριο.
19. Παράλληλα πρέπει να δούμε πώς οι πολιτικές διεργασίες θα αντανακλούνται και σε νέες δυναμικές μέσα στα κοινωνικά κινήματα
- στο κίνημα της νεολαίας με την αναγκαία συνάντηση ανάμεσα στα ΕΑΑΚ και τις δυνάμεις που απελευθερώνονται από την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, με την αναβάθμιση κοινών δράσεων και πρωτοβουλιών με αυτά τα κομμάτια στο μαθητικό κίνημα, σε νεολαϊστικές πρωτοβουλίες αλληλεγγύης και πολιτισμού σε γειτονιές, στο χώρο της επισφάλειας και της ελαστικής εργασίας.
- στο ταξικό κίνημα μέσα από τη συνάντηση ανάμεσα στις δυνάμεις και τα σχήματα του ταξικού συνδικαλισμού και εκείνα τα τμήματα από τις συνδικαλιστικές εκπροσωπήσεις του ΣΥΡΙΖΑ που θα έρθουν σε σύγκρουση με τη διαχειριστική και γραφειοκρατική λογική
- στα τοπικά κινήματα με το σπάσιμο από τη λογική της «υπεύθυνης διαχείρισης», στα κινήματα δικαιωμάτων, στα κινήματα αλληλεγγύης.
20. Η μάχη των εκλογών θα είναι σύντομη αλλά και πολύ έντονη. Είναι ανάγκη να μπορέσει το μεταβατικό πρόγραμμα να προβληθεί ως η εφικτή εναλλακτική απέναντι στη λογική ότι υπάρχει μόνο το Μνημόνιο και διαλέγουμε διαχειριστή. Πρέπει να συναντηθούμε με το λαϊκό και ταξικό ΟΧΙ και να του πούμε ότι μπορεί να βρει διέξοδο. Χρειάζεται η νεολαία που σε συντριπτικό βαθμό ψήφισε ΟΧΙ, να μην καταλήξει στην αποχή. Απαιτείται άνοιγμα σε κομμάτια όπως είναι οι αγρότες που τώρα μπαίνουν στο στόχαστρο και αντιμετωπίζουν μεγάλη επίθεση. Πρέπει να μην αφεθεί περιθώριο στους φασίστες να σηκώσουν πολιτικό κεφάλι ως «αντιπολιτευτική» δύναμη. Η μάχη πρέπει να δοθεί με όρους που θα επιτρέπουν την αναγνώριση όλων των γενεών και των κοινωνικών κατηγοριών. Χρειάζεται χρήση όχι μόνο των παραδοσιακών μέσων αλλά και σύγχρονων πρακτικών και του διαδικτύου. Από τη μεριά μας ως ΑΡΑΝ χρειαζόμαστε τη μέγιστη δυνατή ενεργοποίηση και κεντρικά και τοπικά σε αυτή τη μεγάλη μάχη.
- παρουσία δικών μας συντρόφων στις επιτροπές και τα όργανα του νέου μετωπικού σχήματος
- συμμετοχή στην όλη παρουσία του εγχειρήματος
- συνεχής παραγωγή λόγου, ιδεών, παρεμβάσεων
- συνεχές επικοινωνιακό «αντάρτικο» μέσα στο διαδίκτυο
- πρωταγωνιστικός ρόλος σε τοπικές επιτροπές και πρωτοβουλίες
- ιδιαίτερη επικέντρωση σε κρίσιμες κατηγορίες όπως είναι η νεολαία.
Προχωράμε τολμηρά και αυτοκριτικά, ενωτικά και αποφασιστικά, μαχητικά και συντροφικά!
ΔΙΑΒΑΣΤΕ