Κατά μια παραπάνω από τραγική σύμπτωση ο Γκράμσι ξεκίνησε να ψυχορραγεί την ώρα που τα ναζιστικά αεροπλάνα άρχισαν να βομβαρδίζουν την Γκερνίκα. Την επόμενη μέρα όντως ο εγκέφαλος του Γκράμσι σταμάτησε να λειτουργεί, θυμίζοντας το ανατριχιαστικό σχετικό αίτημα του εισαγγελέα στη δίκη του: «Πρέπει να κάνουμε αυτόν τον εγκέφαλο να σταματήσει να λειτουργεί». Όμως η σκέψη του Γκράμσι δεν σταμάτησε να λειτουργεί, να είναι ενεργή, δραστική και επιδραστική, και την ίδια στιγμή να παραμένει σε σημαντικές πλευρές της άγνωστη.
Είναι αλήθεια ότι η επικαιρότητα της σκέψης του Αντόνιο Γκράμσι ανακοινώθηκε πολλές φορές τα τελευταία εβδομήντα χρόνια, ήδη από τις πρώτες μεταπολεμικές εκδόσεις των κειμένων του. Αυτήν επικαλέστηκε ο Τολιάττι όταν θέλησε να δικαιολογήσει τον μεταρρυθμισμό της δικής του πρότασης για έναν «εθνικό δρόμο για τον σοσιαλισμό». Αυτήν επικαλέστηκαν όλες οι παραλλαγές του ευρωκομμουνισμού για να υπερασπιστούν τη δική τους εκδοχή «δημοκρατικού δρόμου για τον σοσιαλισμό». Αυτήν επικαλούνται ακόμη και σήμερα όσοι προσπαθούν να παρουσιάσουν ως διέξοδο για την αριστερά μια ορισμένη εκδοχή «αριστερού λαϊκισμού». Την ίδια στιγμή διαπιστώνουμε το παράδοξο όλοι να επικαλούνται έννοιες, πιο σωστά λέξεις, του Γκράμσι, την ίδια ώρα που στην πραγματικότητα αυτός διαβάζεται στον ελάχιστο βαθμό.
Άρα το πρώτο πράγμα είναι όντως μια επιστροφή στο ίδιο το έργο του Γκράμσι, αυτή την εκπληκτική, αναγκαστικά ανολοκλήρωτη συνεισφορά στη ριζική επαναθεμελίωση μιας επαναστατικής πολιτικής στις συνθήκες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, που έγινε μέσα στις τραγικές συνθήκες της φυλάκισης αλλά και με την εντυπωσιακή αυτοκυριαρχία κάποιου που γνωρίζει ότι το γράψιμο είναι και ο τρόπος να αντιπαλέψει τις μοριακές αλλαγές που έφερνε τόσο η φυλάκιση όσο και οι επιπτώσεις της ήττας.
Γιατί αυτή η επιστροφή θα μας δείξει ορισμένα πράγματα. Όχι, ο Γκράμσι δεν είναι ο θεωρητικός της συναίνεσης σε αντιδιαστολή προς την κυριαρχία. Δεν είναι κάποιος που στοχάστηκε τον ειρηνικό δρόμο. Δεν είναι κάποιος που ασχολήθηκε γενικά με τον πολιτισμό ή το εποικοδόμημα και όχι με την οικονομία. Δεν είναι ούτε κάποια παραλλαγή του Λένιν ούτε το ακριβώς αντίθετο.
Τι είναι επομένως ο Γκράμσι; Ένας κομμουνιστής ηγέτης, που είδε την τεράστια δυναμική της κόκκινης διετίας στο Τορίνο αλλά και την άνοδο του φασισμού ως μαζικού κινήματος, συμμετείχε στα όργανα της Κομμουνιστικής Διεθνούς, πρόλαβε τη Μόσχα των συζητήσεων για το Ενιαίο Μέτωπο και των αναζητήσεων της προλετκούλτ καθώς και την αγωνία του Λένιν για μια «πολιτιστική επανάσταση», είδε εκεί την εκτεταμένη προεπαναστατική και μετεπαναστατική χρήση της έννοιας της ηγεμονίας και επέστρεψε για να αναλάβει την ηγεσία του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος για να βρεθεί φυλακισμένος και αποφασισμένος να κάνει ένα έργο für ewig όπως έγραψε το Μάρτιο του 1927 στην Τάνια Ζουχτ (Gramsci 2011, τόμ. 1: 83).
Ποια είναι τα θέματα που τον απασχολούν και γιατί παραμένει επίκαιρος;
Αναμετρήθηκε μέσα από την έννοια της ηγεμονίας με όλη τη συνθετότητα του τρόπου με τον οποίο αρθρώνεται η εξουσία και αναπαράγεται η ταξική κυριαρχία στους αναπτυγμένους καπιταλιστικούς σχηματισμούς. Πήρε μια έννοια από τη συζήτηση της ρωσικής αριστεράς, προεπαναστατική αλλά και μετεπαναστατική, την ηγεμονία, και τη διεύρυνε από την απλή αναφορά στην οικοδόμηση συμμαχιών σε ένα πρωτότυπο σχήμα για την άσκηση εξουσίας στην αστική εποχή. Η ηγεμονία στον Γκράμσι δεν είναι απλώς η «συναίνεση» απέναντι στον εξαναγκασμό. Δεν είναι η ιδεολογία σε αντιδιαστολή με την καταστολή. Δεν είναι η πολιτιστική πρωτοκαθεδρία σε αντιδιαστολή με την πολιτική κυριαρχία. Δεν αφορά την κοινωνία των πολιτών σε αντιδιαστολή προς το κράτος. Η ηγεμονία για τον Γκράμσι είναι η προσπάθειά του να προσεγγίσει τις μορφές εξουσίας και κυριαρχίας στον ώριμο καπιταλισμό και σε αυτή τη βάση να στοχαστεί την επαναστατική στρατηγική, τη στρατηγική της προλεταριακής ηγεμονίας. Γι’ αυτό και συνδέεται με την κομβική έννοια του ολοκληρωμένου κράτους (stato integrale) (Thomas 2009), που περιλαμβάνει τόσο τον κρατικό μηχανισμό και την πολιτική κοινωνία όσο και την κοινωνία των πολιτών και παραπέμπει στο πλήρες ξεδίπλωμα των πρακτικών της ηγεμονίας.
Το κράτος είναι το σύνολο των πρακτικών και θεωρητικών δραστηριοτήτων χάρη στις οποίες η τάξη που διευθύνει όχι μόνο δικαιώνει και διατηρεί την κυριαρχία της αλλά πετυχαίνει να αποσπά την ενεργητική συναίνεση των κυβερνώμενων· είναι προφανές ότι όλα τα θεμελιώδη ζητήματα της κοινωνιολογίας δεν είναι τίποτε άλλο παρά ζητήματα πολιτικής επιστήμης (Gramsci 1975: 1.765 [Q15, §10]).
Για τον Γκράμσι, η ηγεμονία δεν είναι ποτέ μόνο πολιτική, αλλά πρέπει να στηρίζεται και σε μια στρατηγική για την οικονομία: «στην αποφασιστική λειτουργία που ασκεί η ηγετική ομάδα στον αποφασιστικό πυρήνα της οικονομικής δραστηριότητας» (Gramsci 1975: 1.591 [Q13, §18]).
Παράλληλα, οι έννοιες που αναφέρονται στην οπτική του «ολοκληρωμένου κράτους» είναι δυναμικές, συμπυκνώνουν την ανάδυση και εξέλιξη της αστικής εξουσίας, το πέρασμα από την αρχική εμφάνιση της νεωτερικής «κοινωνίας των πολιτών», με όλες τις οικονομικές αλλά και πολιτικές και ιδεολογικές μορφές (ταυτόχρονα την εμφάνιση των καπιταλιστικών οικονομικών μορφών, της αγοράς αλλά και μιας σύγχρονης «σφαίρας της δημοσιότητας», εκείνο που η κλασική πολιτική φιλοσοφία όρισε ως «κοινωνία των πολιτών»), στη θεσμοθέτηση και ενσωμάτωσή τους σε μια νέα, αναδυόμενη αστική πολιτική και κρατική μορφή, ως σύγχρονων πολιτικών θεσμών (ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους κατά τον Αλτουσέρ) –αυτό που ο Γκράμσι ορίζει ως πολιτική κοινωνία – και άρα ως τμήμα μιας διευρυμένης κρατικής λειτουργίας που συνδυάζει αναπαραγωγή και κυριαρχία. Αυτό σημαίνει ότι και η ηγεμονία ως αποτέλεσμα δεν προκύπτει απλώς από τη λειτουργία των κρατικών μηχανισμών. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Γκράμσι είναι σε θέση να αντιληφθεί την ιδιαίτερη διαλεκτική κοινωνικού και πολιτικού μέσα στην αστική κοινωνία και τις επιπτώσεις της για τη θεωρητική προσέγγιση, ιδίως εάν δούμε το κράτος ως ένα σύνολο πρακτικών και δραστηριοτήτων. Είναι σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με έναν ορισμό του κράτους που είναι πληθυντικός και σχεσιακός, που υπερβαίνει ακόμα και τα όρια μιας έννοιας κρατικού μηχανισμού, φέρνοντάς μας πολύ κοντά στην αντίληψη του Πουλαντζά για το κράτος ως συμπύκνωση ενός ταξικού συσχετισμού δύναμης (Πουλαντζάς 1984).
Στην εποχή μας, εποχή μεταβατική, στην επαύριον όχι απλώς μιας οικονομικής κρίσης, αλλά μιας κρίσης ηγεμονίας, κρίσης δηλαδή ενός συνόλου τρόπων άσκησης της πολιτικής, όλα αυτά αποκτούν εξαιρετική επικαιρότητα. Αποδεικνύουν ταυτόχρονα γιατί στον βαθμό που η αριστερά αντιμετώπισε τέτοια ερωτήματα με πρωτοφανή ελαφρότητα και απρονοησία, επόμενο ήταν να μην μπορεί και να λειτουργήσει ως δύναμη ανατροπής και μετασχηματισμού, αλλά αντίθετα να ηττάται στην αναμέτρηση με τη συνθετότητα και την υλικότητα των κρατικών μηχανισμών και δη στην ιδιαίτερη συνάρθρωση εθνικού και διεθνικού, που σήμερα εγγράφουν.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο αποκτούν ξεχωριστή επικαιρότητα και οι αναλύσεις του για τον καισαρισμό και τον βοναπαρτισμό, δηλαδή όλα εκείνα τα φαινόμενα όπου μέσα σε συνθήκη βαθιάς «οργανικής» πολιτικής κρίσης, μιας καταστροφικής ισορροπίας δυνάμεων, που παίρνει και τη μορφή απομάκρυνσης κοινωνικών τάξεων από τα παραδοσιακά τους κόμματα, οδηγούν σε πολιτικές λύσεις οι οποίες, παρότι ξεκινούν εξωτερικά προς τη δοσμένη διάταξη πραγμάτων, εντούτοις καταλήγουν μόνο αυτές να μπορούν να εξασφαλίσουν την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Παρόλο που η κλασική μορφή του καισαρισμού περιλαμβάνει και μια χαρισματική προσωπικότητα, ο Γκράμσι σπεύδει να αναφέρει και το ενδεχόμενο ενός καισαρισμού χωρίς καίσαρα: «Μπορούμε να έχουμε μια καισαριστική λύση ακόμη και χωρίς καίσαρα, χωρίς κάποια “ηρωική” και αντιπροσωπευτική προσωπικότητα. Το κοινοβουλευτικό σύστημα έχει το ίδιο προσφέρει έναν μηχανισμό για τέτοιες λύσεις και συμβιβασμούς» (Gramsci 1977: 1.619-1.620 [Q13, §27]). Αυτό μπορούμε να το δούμε και σήμερα στον ιδιότυπο «καισαρισμό» και «βοναπαρτισμό» του κεφαλαίου, με τις διάφορες κυβερνήσεις τραπεζιτών και «τεχνοκρατών», και τα μεταμοντέρνα πραξικοπήματα τύπου και Παπαδήμου αλλά και συνολικά τη λογική του «γραφειοκρατικού καισαρισμού» της Ε.Ε. και των μνημονίων (Keucheyan και Durand 2015).
Για τον Γκράμσι, στην εποχή που η αστική ηγεμονία παίρνει τη μορφή της παθητικής επανάστασης, δηλαδή όχι πλέον μιας «επαναστατικής» προσπάθειας να εμπνεύσει με ένα όραμα αλλά μιας «μοριακής» σειράς μετατοπίσεων και μετασχηματισμών, που τμήμα τους ήταν και η προσπάθεια να αποδιαρθρωθούν οι συλλογικές αναπαραστάσεις και πρακτικές των λαϊκών τάξεων και να ενσωματωθούν στην κυρίαρχη στρατηγική (σε όλο το φάσμα των πρακτικών από την οργάνωση της παραγωγής, τη μαζική κατανάλωση, τη μαζική κουλτούρα, αλλά και μέσα από τον αναπτυγμένο κοινοβουλευτισμό και το ξεδίπλωμα των «μηχανισμών της ηγεμονίας»), η επαναστατική στρατηγική αναγκαστικά θα πάρει τη μορφή του πολέμου θέσεων, δηλαδή μιας προσπάθειας να οικοδομηθούν οι θεσμοί και οι πρακτικές μιας αντίπαλης ηγεμονίας και όχι απλώς η διεκδίκηση της κρατικής εξουσίας.
Ενώ ο Γκράμσι επεξεργάζεται αρχικά την έννοια της παθητικής επανάστασης για να περιγράψει την ακολουθία που οδηγεί στην Ιταλική Ενοποίηση, η οποία είχε πολύ περισσότερο τον χαρακτήρα μιας αλυσίδας συμβιβασμών και ισορροπιών παρά μιας επαναστατικής τομής, σύντομα τη γενικεύει για να μπορέσει να προσεγγίσει τις ιδιαίτερες μορφές που παίρνει η αστική κυριαρχία στην περίοδο του αναπτυγμένου ιμπεριαλισμού. Δεν είναι τυχαίο έτσι ότι σπεύδει εξαρχής να συνδέσει τον αμερικανισμό και τον φορντισμό ακριβώς με την έννοια της παθητικής επανάστασης.
Έτσι, ο πόλεμος θέσεων εντάσσεται σε έναν ευρύτερο αναστοχασμό της επαναστατικής στρατηγικής. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Γκράμσι σε διάφορα ζητήματα διαφοροποιείται από τις στρατηγικές αμηχανίες τόσο της Γ΄ Διεθνούς όσο και των «αριστερών αντιπολιτεύσεων». Γι’ αυτό και συνδέει την αντίληψη της Λούξεμπουργκ για τη γενική απεργία, το σχήμα του Τρότσκι και τον πόλεμο κινήσεων, σε μια ακολουθία που θεωρεί ότι τελευταία εφαρμογή είχε στη Ρωσική Επανάσταση. Με αυτή την έννοια, ο στοχασμός του είναι όντως κοντά στην προβληματική του ενιαίου μετώπου, με τον τρόπο που το στοχάστηκε και ο Λένιν. Σε αυτό το πλαίσιο έρχεται να ορίσει την πρόκληση για το «δυτικό» κομμουνιστικό κίνημα:
Ο Ιλίτς δεν είχε τον χρόνο να επεξεργαστεί περισσότερο αυτή τη θέση, αν και πρέπει να έχουμε στον νου μας ότι θα μπορούσε να το είχε επεξεργαστεί περισσότερο μόνο θεωρητικά, ενώ το θεμελιώδες καθήκον ήταν εθνικό, δηλαδή απαιτούσε μια αναγνώριση του πεδίου και την ταύτιση των στοιχείων των χαρακωμάτων και του φρουρίου που εκπροσωπούνται από τα στοιχεία της κοινωνίας των πολιτών κ.λπ. Στη Ρωσία το κράτος ήταν τα πάντα, η κοινωνία των πολιτών ήταν πρωτόλεια και ζελατινώδης. Στη Δύση υπήρχε η κανονική σχέση ανάμεσα στο κράτος και την κοινωνία των πολιτών και όταν ταράχτηκε το κράτος, μια ρωμαλέα δομή της κοινωνίας των πολιτών αμέσως εμφανίστηκε. Το κράτος ήταν απλώς η εξωτερική τάφρος πίσω από την οποία βρισκόταν ένα πανίσχυρο σύστημα οχυρών και οχυρωματικών έργων, λιγότερα ή περισσότερα ανάλογα με το κράτος, αλλά ακριβώς αυτό έκανε αναγκαία την ακριβή αναγνώριση κάθε μεμονωμένης χώρας (Gramsci 1975: 866 [Q 7, §16]).
Το σημείο αυτό διατηρεί ξεχωριστή επικαιρότητα. Η αντίθεση πόλεμου κινήσεων και πολέμου θέσεων δεν είναι η αντίθεση ανάμεσα σε μια επαναστατική εξεγερσιακή τακτική και μια ρεφορμιστική «ευρωκομμουνιστική» πρακτική, αλλά αφορά τις αναγκαστικές παραλλαγές της επαναστατικής στρατηγικής, ανάλογα με τον βαθμό ανάπτυξης και βαθέματος της αστικής ηγεμονίας, έστω και στην αποδιαρθρωτική εκδοχή της «παθητικής επανάστασης». Αυτό που δείχνει ο πόλεμος θέσεων είναι οι πραγματικές δυσκολίες μιας επαναστατικής στρατηγικής σε χώρες που έχουν αναπτυγμένους θεσμούς, οικονομικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς, η ζωή των ανθρώπων καθορίζεται καθημερινά και μοριακά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τη δραστικότητα τέτοιων μηχανισμών σε σχέση με την πρώιμη φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης (όταν η καπιταλιστική «αποικιοποίηση του βιόκοσμου» δεν είχε προχωρήσει, για να δανειστούμε τη μεταφορά του Χάμπερμας).
Κατά συνέπεια, η οικοδόμηση της εργατικής ηγεμονίας δεν μπορεί παρά να είναι μια επίμονη διαδικασία γείωσης στην κοινωνία, οικοδόμησης παράλληλων θεσμών, επίμονης τροποποίησης του «κοινού νου». Ο Γκράμσι υπογραμμίζει την αντιφατικότητα του «κοινού νου» αλλά και το πώς οφείλει να αποτελέσει πεδίο παρέμβασης και μετασχηματισμού.
Κάθε κοινωνικό στρώμα έχει τον δικό του «κοινό νου» και τη δική του «ορθοφροσύνη», που είναι τελικά η πιο διαδεδομένη αντίληψη της ζωής και του ανθρώπου. Κάθε φιλοσοφικό στρώμα αφήνει ένα ίζημα «κοινού νου»: είναι η απόδειξη της ιστορικής αποτελεσματικότητάς του. Ο «κοινός νους» δεν είναι κάτι άκαμπτο και ακίνητο αλλά μετασχηματίζεται διαρκώς, εμπλουτίζεται με επιστημονικές έννοιες και φιλοσοφικές γνώμες που εισάγονται στα ήθη. Ο «κοινός νους» είναι το φολκλόρ της φιλοσοφίας και βρίσκεται πάντοτε μεταξύ του πραγματικού φολκλόρ (δηλαδή με την τρέχουσα σημασία του) και τη φιλοσοφία, την επιστήμη, την οικονομία των επιστημόνων (Gramsci 1975: 2.271 [Q24, §4]).
Αυτό στις μέρες αποκτά ξεχωριστή επικαιρότητα. Ας δούμε λίγο την ακολουθία της ήττας της αριστεράς στην πορεία πριν και μετά τη συνθηκολόγηση του 2015. Υπάρχουν οι τομές σε επίπεδο «πόλεμου κινήσεων» και εκεί μπορεί να υπήρξαν πρωτοβουλίες. Ωστόσο, μετά τον Ιανουάριο του 2015 και την αναμέτρηση με τα πραγματικά ερωτήματα της εξουσίας, τι είχαμε; Παλινωδίες, διαρκείς υποχωρήσεις και στο τέλος μια άτακτη συνθηκολόγηση η οποία οδήγησε στη σημερινή κατάσταση όπου ο ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά διαχειρίζεται την εφαρμογή των πιο ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών μέσα σε μια συνθήκη ήττας. Το πρόβλημα της αριστεράς ήταν επομένως και στον πόλεμο θέσεων, στους πραγματικούς όρους της ηγεμονίας, στο κατά πόσο μετασχημάτισε την αγανάκτηση σε έναν διαφορετικό κοινό νου και στο κατά πόσο είχε τις οργανωτικές μορφές, τις πολιτικές πρακτικές και τις προγραμματικές επεξεργασίες που θα διαμόρφωναν ένα νέο δυνάμει ιστορικό μπλοκ. Έτσι, και με ευθύνη της αριστεράς μπορεί στην Ελλάδα να είχαμε οργανική κρίση αλλά η δυνατότητα ενός νέου ιστορικού μπλοκ δεν αναδύθηκε.
Αυτό μας φέρνει και σε μια άλλη χαρακτηριστική επιμονή του Γκράμσι, εκείνη που αφορά τον αναγκαστικά εθνικό χαρακτήρα τον οποίο πρέπει να πάρει μια σύγχρονη επαναστατική διαδικασία, χαρακτήρας που προκύπτει από μια σειρά από παράγοντες: πρώτον, από την ανάγκη η εργατική τάξη (παρά τον διεθνισμό της) να ηγηθεί στρωμάτων που έχουν εθνικό ή ακόμα και τοπικιστικό χαρακτήρα· δεύτερον, γιατί η πορεία προς μια παγκόσμια σοσιαλιστική κοινότητα θα είναι άνιση και θα χρειαστούν διάφορες μορφές περιφερειακών συνεργασιών· τρίτον, γιατί μέχρις ότου οι δυνάμεις της εργασίας κατισχύσουν πλήρως, πρέπει να σεβαστούν παραμέτρους ιστορικής αναγκαιότητας.
Είναι μέσα στην έννοια της ηγεμονίας που συνδέονται οι απαιτήσεις εθνικού χαρακτήρα και καταλαβαίνουμε ότι ορισμένες τάσεις δεν μιλούν γι’ αυτή την έννοια, αναφέρονται σ’ εκείνη επιφανειακά. Μια τάξη με χαρακτήρα διεθνή, στο μέτρο που καθοδηγεί άλλα κοινωνικά στρώματα με αυστηρά εθνικό χαρακτήρα (τους διανοούμενους) ή συχνά λιγότερο και από εθνικά, επικεντρωμένα στην ιδιαιτερότητα μιας περιοχής ή μιας κοινότητας (οι χωρικοί), πρέπει να «εθνικοποιηθεί» με μια έννοια, και αυτή η έννοια πρέπει με τη σειρά της να γίνει κατανοητή με τρόπο αρκετά ευρύ γιατί, πριν διαμορφωθούν οι όροι μιας οικονομίας σύμφωνα με ένα παγκόσμιο σχέδιο, πρέπει να διέλθουμε μέσα από πολλαπλές φάσεις όπου μπορούμε να δούμε ποικίλους περιφερειακούς συνδυασμούς (ομάδων εθνών). Από την άλλη, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι η ιστορική εξέλιξη ακολουθεί αναγκαστικούς νόμους όσο η πρωτοβουλία δεν έχει περάσει στην πλευρά των δυνάμεων που αποβλέπουν στη σχεδιοποιημένη οικοδόμηση ενός ειρηνικού και αλληλέγγυου καταμερισμού εργασίας (Gramsci 1975: 1,729 [Q14, §68].
Είναι σαφές ότι όλα αυτά έχουν επιπτώσεις στο πώς ορίζεται η επαναστατική στρατηγική. Εάν η αστική τάξη κατάφερε να οργανώσει την άνοδό της στην κυριαρχία και την ηγεμονία της μέσα από τον τρόπο που οργανώνει την κοινωνία των πολιτών και διαμορφώνει τη σύγχρονη πολιτική κοινωνία και τελικά στο κράτος, έπεται ότι για την εργατική τάξη και την οργάνωση της δικής της ηγεμονίας δεν αρκεί απλώς η «πολιτικοστρατιωτική» προετοιμασία για την εξέγερση και την επίθεση στην «καρδιά του κράτους». Απαιτείται η οργάνωση όλων των θεσμών της εργατικής (αντι)ηγεμονίας: η ανάδυση μιας εναλλακτικής αφήγησης για το προς τα πού πρέπει να κινηθεί μια χώρα, συμπεριλαμβανομένου ενός ανταγωνιστικού προς τον καπιταλισμό παραγωγικού προτύπου, η επεξεργασία μιας πολιτικής συμμαχιών που να εξασφαλίζει ότι ευρύτερα κοινωνικά στρώματα αναγνωρίζουν την επίλυση των δικών τους προβλημάτων στη στρατηγική και την ηγεσία της εργατικής τάξης, η επεξεργασία και ανάδυση ενός εθνικού-λαϊκού πολιτισμού (που περιλαμβάνει και την επανοικειοποίηση της εθνικής κουλτούρας ιδίως στον βαθμό που αυτή αντανακλά τις πολιτισμικές πρακτικές των υποτελών τάξεων), το ξεδίπλωμα μορφών οργάνωσης, συγκρότησης και αναπαραγωγής αυτής της στρατηγικής, οι θεσμοί της εργατικής ηγεμονίας, και φυσικά ο ρόλος του κόμματος ως ακριβώς του «σύγχρονου ηγεμόνα». Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να δούμε και τις αναφορές του Γκράμσι ότι μια τάξη δύναται να είναι ηγεμονική στην κοινωνία των πολιτών πριν γίνει και κυρίαρχη: όχι με μια ρεφορμιστική αντίληψη της αργής κατάκτησης μιας εθνικής «πολιτιστικής ηγεμονίας», αλλά ως πλευρά μιας σύγχρονης αντίληψης της «δυαδικής εξουσίας», ως ανάδυσης δηλαδή των νέων κοινωνικών και πολιτικών μορφών μέσα από την κλιμάκωση των κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων.
Μια κοινωνική ομάδα μπορεί και μάλιστα πρέπει να είναι «ηγετική» [dirigente] πριν να κατακτήσει την εξουσία διακυβέρνησης (αυτή είναι μία από τις κύριες συνθήκες για την ίδια την κατάκτηση της εξουσίας). Στη συνέχεια, όταν ασκεί την εξουσία, ακόμα κι αν την έχει γερά στα χέρια της, γίνεται κυρίαρχη αλλά πρέπει να συνεχίσει την ίδια στιγμή να είναι «ηγετική» (Gramsci 1975: 2.010-2.011 [Q19, § 24]).
Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να δούμε και την κεντρικότητα της έννοιας του ιστορικού μπλοκ. Δεν πρόκειται για κάποια περιγραφική αλλά για μια στρατηγική έννοια. Δεν αναφέρεται σε κάποια κοινωνική συμμαχία αλλά στο τι σημαίνει διαμόρφωση όρων ηγεμονίας. Η πλήρης δύναμη της σύλληψης του Γκράμσι για το ιστορικό μπλοκ, όχι απλώς ως μια αναφορά στη σχέση ανάμεσα σε βάση και εποικοδόμημα αλλά –και κύρια– στις διαδικασίες, πρακτικές και συνθήκες (με την έννοια της οικονομίας, της πολιτικής, της ιδεολογίας και της μαζικής πολιτικής διανοητικότητας) που ανοίγουν τον δρόμο για μια νέα ηγεμονία και κατά συνέπεια τον κοινωνικό μετασχηματισμό, έρχεται σε αποσπάσματα όπως το ακόλουθο:
Εάν οι σχέσεις ανάμεσα στους διανοούμενους και τον λαό-έθνος, ανάμεσα στους ηγέτες και όσους αυτοί καθοδηγούν, ανάμεσα στους κυβερνώντες και τους κυβερνώμενους παρέχεται από μια οργανική συνοχή στην οποία το συναίσθημα-πάθος γίνεται κατανόηση και μετά γνώση (όχι μηχανικά αλλά με έναν τρόπο ζωντανό), τότε και μόνο τότε έχουμε μια σχέση αντιπροσώπευσης κι έτσι επέρχεται μια ανταλλαγή στοιχείων ανάμεσα σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους, ηγέτες και καθοδηγούμενους, πραγματοποιείται μια κοινή ζωή, που μόνο αυτή είναι κοινωνική δύναμη, δημιουργείται ένα «ιστορικό μπλοκ» (Gramsci 1977: 1.505-1.506 [Q11, §67]).
Ας αναρωτηθούμε εάν σήμερα η υπαρκτή αριστερή πολιτική στην Ελλάδα κατορθώνει να έχει μια τέτοια οργανική σύνδεση με υπαρκτές δυναμικές των υποτελών τάξεων, τις οποίες ταυτόχρονα μετασχηματίζει. Στην πραγματικότητα, η αποτυχία να διαμορφωθεί ένα ιστορικό μπλοκ στην Ελλάδα της κρίσης και της λαϊκής εξέγερσης συμπυκνώνει τη στρατηγική αποτυχία της αριστεράς, την αδυναμία της να μετατρέψει τη συγκλονιστική συνάντηση διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων στις κινητοποιήσεις και τις πλατείες, την πρωτοφανή διάθεση να ακούσουν νέα πράγματα και να συζητήσουν τον άλλον δρόμο, την αποδιάρθρωση των συστημικών κομμάτων και την αναζήτηση μιας νέας συλλογικότητας σε ένα νέο ιστορικό μπλοκ, μια πραγματική συνθήκη μετασχηματισμού της νεοελληνικής κοινωνίας.
Όμως αυτό μας πηγαίνει και σε ένα άλλο πραγματικό έλλειμμα της ελληνικής αριστεράς. Το γεγονός ότι αυτή μπορεί να συζητά αλλά σε πολύ μικρό βαθμό σκέφτεται. Αντίθετα, ο Γκράμσι έχει ξεχωριστή σημασία ακριβώς γιατί είναι ο κατεξοχήν στοχαστής της διανοητικότητας στην πολιτική. Γι’ αυτό και λέει ότι «κάθε σχέση “ηγεμονίας” είναι αναγκαστικά μια σχέση παιδαγωγική» (Gramsci 1975: 1.331 [Q10, §44]).
Η προσπάθεια για μια νέα προλεταριακή ηγεμονία απαιτεί την ανάδυση νέων μετασχηματισμένων μορφών διανοητικότητας, έναν μετασχηματισμένο «κοινό νου» και πάνω απ’ όλα για νέα στρώματα διανοουμένων.
Δεν υπάρχει καμία ανθρώπινη δραστηριότητα από την οποία να μπορεί να απουσιάζει κάθε μορφή διανοητικής συμμετοχής [. . .] Το πρόβλημα της δημιουργίας ενός νέου στρώματος διανοουμένων συνίσταται στην κριτική επεξεργασία της διανοητικής δραστηριότητας που υπάρχει στον καθένα μας (Gramsci 1975: 1.550-1.551 [Q12, §3]).
Όμως αυτοί οι διανοούμενοι πρέπει να εκπροσωπούν μια τομή με την προηγούμενη εκδοχή διανόησης: «Εάν οι “νέοι” διανοούμενοι παρουσιάζονται όπως η άμεση συνέχεια της προηγούμενης ιντελιγκέντσιας, δεν είναι καθόλου “νέοι”, δηλαδή δεν συνδέονται με τη νέα κοινωνική ομάδα που αντιπροσωπεύει οργανικά τη νέα ιστορική κατάσταση» (Gramsci 1975: 1.407 [Q11, §16]). Για τον Γκράμσι, η ανάδυση ενός στρώματος διανοουμένων νέου τύπου γίνεται η καθοριστική ένδειξη της σχετικής ωριμότητας μιας ιστορικής περίστασης. Το αίτημα της διαμόρφωσης διανοουμένων νέου τύπου σχετίζεται με την πρακτική προσπάθεια για την ανάδυση νέων μορφών κοινωνικής οργάνωσης και παραγωγής, εντάσσεται στον αγώνα για την ηγεμονία και μια διαφορετική αντίληψη της πολιτικής και της ηγεσίας μέσα στην ταξική πάλη, μέσα από το αίτημα μιας νέας διανοητικότητας, ενός «νέου διανοουμενισμού».
Ο τρόπος ύπαρξης του διανοουμένου νέου τύπου δεν μπορεί να συγκροτείται από την ευφράδεια, αυτή την εξωτερική και προσωρινή κινητήρια δύναμη συναισθημάτων και παθών, αλλά πρέπει να αναμειγνύεται ενεργά στην πρακτική ζωή, σαν κατασκευαστής, οργανωτής, σαν κάποιος «που διαρκώς πείθει», γιατί δεν είναι απλώς ένας ρήτορας – όντας σε κάθε περίπτωση ανώτερος από το αφηρημένο μαθηματικό πνεύμα. Από την τεχνική-εργασία φτάνει στην τεχνική-επιστήμη και στην ιστορική ανθρωπιστική σύλληψη, χωρίς την οποία θα παρέμενε «ειδικός» και δεν θα γινόταν «ηγετικός» (dirigente) (ειδικός + πολιτικός). (Gramsci 1977: 1.551 [Q12, §3]).
Για τον Γκράμσι, η διαδικασία διαμόρφωσης των νέων διανοουμένων στο κίνημα της εργατικής τάξης είναι μια συλλογική και μαζική διαδικασία που στο τέλος αποσκοπεί να υπερβεί τη διάκριση διανοουμένων και μη διανοουμένων μέσα από μια αντίληψη μαζικής πολιτικής διανοητικότητας: «Ότι όλα τα μέλη ενός πολιτικού κόμματος πρέπει να θεωρούνται διανοούμενοι είναι μια θέση που εύκολα μπορεί να οδηγήσει σε κοροϊδία και καρικατούρες. Όμως εάν το σκεφτεί κανείς, τίποτα δεν μπορεί να είναι περισσότερο ακριβές» (Gramsci 1975: 1.523 [Q12, §1]). Το πολιτικό κόμμα είναι κατεξοχήν ένα κριτικό εργαστήριο των νέων μορφών διανοητικότητας. Αυτή η έννοια του κόμματος ως επεξεργαστή και πειραματιστή ορίζει μια ριζικά καινοτόμα σύλληψη της σχέσης ανάμεσα σε πολιτική οργάνωση και μαζική διανοητικότητα.
Πρέπει να υπογραμμίσουμε την ιδιαίτερη σημασία που έχουν τα πολιτικά κόμματα στον σύγχρονο κόσμο για την επεξεργασία και τη διάχυση των κοσμοαντιλήψεων, επειδή αυτό που κάνουν ουσιαστικά είναι να επεξεργάζονται την ηθική και την πολιτική που αναλογούν σε αυτές τις κοσμοαντιλήψεις και να λειτουργούν ως οι ιστορικοί «πειραματιστές» αυτών των αντιλήψεων. Τα κόμματα διαλέγουν ατομικά από την εργαζόμενη μάζα και η επιλογή γίνεται τόσο στο θεωρητικό όσο και στο πρακτικό επίπεδο. Η σχέση της θεωρίας και της πράξης γίνεται ακόμα πιο στενή όσο αυτή η κοσμοαντίληψη είναι πιο ζωτικά και ριζοσπαστικά καινοτόμα και αντίθετη στους παλιούς τρόπους σκέψης. Γι’ αυτόν τον λόγο μπορούμε να πούμε ότι τα κόμματα είναι οι επεξεργαστές των νέων ολοκληρωμένων και καθολικών διανοητικοτήτων και τα χωνευτήρια για την ενοποίηση της θεωρίας και της πράξης, εάν την κατανοήσουμε ως μια ιστορική διαδικασία». (Gramsci 1977: 1.385 [Q11, §12])
Η φιγούρα του δημοκρατικού φιλοσόφου παραπέμπει σε μια νέα μορφή διανοουμένων που έχουν επίγνωση των ορίων της υποκειμενικότητάς τους και συνειδητοποιούν την ανάγκη να συμμετέχουν σε συλλογικές πολιτικές πρακτικές και σε συλλογικές πρακτικές παραγωγής γνώσης.
Εχουμε την «ιστορική» πραγματοποίηση ενός νέου τύπου φιλοσόφου, τον οποίο μπορούμε να ονομάσουμε «δημοκρατικό φιλόσοφο», με την έννοια ότι δεν είναι μια προσωπικότητα που περιορίζεται στον εαυτό της ως ένα άτομο με τη βιολογική έννοια, αλλά λειτουργεί ως μια ενεργή κοινωνική σχέση τροποποίησης του πολιτιστικού περιβάλλοντος. (Gramsci 1977, 1.331-1.332 [Q10II, §44]).
Η έννοια του διανοουμένου ως ενεργής κοινωνικής σχέσης τροποποίησης του κοινωνικού περιβάλλοντος σηματοδοτεί την κρίσιμη πρωτοτυπία της σύλληψης του Γκράμσι για τη διανοητικότητα και τη σχέση της με μαζικές πολιτικές πρακτικές και διαδικασίες πολιτικής οργάνωσης.
Η αντίληψη αυτή της πολιτικής οργάνωσης είναι εξαιρετικά επίκαιρη σήμερα, μέσα σε μια συγκυρία όπου πλάι στην οικονομική και πολιτική κρίση έχουμε μαζική επιστροφή μορφών αριστερής πολιτικοποίησης και νέες μορφές αμφισβήτησης της εξουσίας του κεφαλαίου. Μας δείχνει γιατί είναι επιτακτικό να στοχαστούμε τις ριζοσπαστικές οργανώσεις, τα μαζικά αριστερά κόμματα και μέτωπα ως πρακτικές γνώσης, ως εργαστήρια μαζικής κριτικής διανοητικότητας, ως πειραματικές διαδικασίες για την άρθρωση μιας νέας ηγεμονίας. Το να σκεφτόμαστε το ζήτημα της οργάνωσης απλώς με όρους πρακτικών και επικοινωνιακών δεξιοτήτων στο πλαίσιο μιας αντίληψης της αριστερής πολιτικής ως κατεξοχήν εκλογικής μάχης δεν βοηθά. Τις επιπτώσεις αυτής της βαθιά αστικής αντίληψης της πολιτικής τις ζήσαμε και τις ζούμε ακόμη σε μια αριστερά που κάποια στιγμή έβγαλε περισσότερους πολιτευτές παρά αγωνιστές.
Αντίθετα, χρειάζεται να επιστρέψουμε στην αντίληψη του Γκράμσι (και του Λένιν) για το κόμμα ως μια δημοκρατική πολιτική και θεωρητική διαδικασία που παράγει γνώση της συγκυρίας, οργανικούς διανοούμενους νέου τύπου, νέες κοσμοαντιλήψεις, εναλλακτικές κοινωνικές αφηγήσεις, κοντολογίς ως μηχανισμό (αντι)ηγεμονίας. Άρα χρειαζόμαστε μορφές οργάνωσης που δεν διευκολύνουν μόνο τη δικτύωση και τον συντονισμό αλλά και φέρνουν κοντά διαφορετικές εμπειρίες, συνδυάζουν την κριτική θεωρία με τη γνώση που έρχεται από τα πεδία του αγώνα, παράγουν τόσο αναλύσεις της συγκυρίας όσο και μαζικές ιδεολογικές πρακτικές και νέες μορφές μετασχηματισμένου και ριζοσπαστικοποιημένου «κοινού νου».
Η ριζοσπαστική αριστερά στον τόπο μας δεν μπορεί να συνεχίσει ούτε με τον εγκλωβισμό σε ένα πένθος χωρίς έξοδο, ούτε με τη φαντασίωση ότι θα μπορούσε να κάνει ξανά τα ίδια λάθη, αλλά αυτή τη φορά καλύτερα. Η αναγκαία ανασύνθεση μιας νέας ριζοσπαστικής αριστεράς, στη συνθήκη των παγιωμένων μνημονίων, απαιτεί και την ουσιαστικά αυτοκριτική αλλά και τη θεωρητική αναζήτηση για πρωτότυπες απαντήσεις σε πρωτότυπα προβλήματα. Σε αυτό η επιστροφή στον Γκράμσι είναι παραπάνω από αναγκαία.
Παραπομπές
Gramsci, A. 1975, Quaderni del Carcere, επιμ. Valentino Gerratana, Τορίνο: Einaudi.
Gramsci, A. 2011, Letters from Prison, Νέα Υόρκη: Columbia University Press.
Keucheyan R. και C. Durand 2015, «Bureaucratic Caesarism: A Gramscian outlook on the crisis of Europe», Historical Materialism 23(2).
Πουλαντζάς, Ν. 1984, Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, Αθήνα: Θεμέλιο.
Thomas, P. 2009, The Gramscian Moment. Hegemony, Philosophy and Marxism, Λέιντεν: Brill (υπό έκδοση από τις εκδόσεις Εκτός Γραμμής).
[*] Ομιλία στην εκδήλωση «Ο Γκράμσι της εποχής μας» που διοργάνωσε η εφημερίδα Δρόμος της αριστεράς την Τετάρτη 7 Ιουνίου 2017. Στην εκδήλωση μίλησαν επίσης ο Λουκάς Αξελός, ο Δημήτρης Μπελαντής και ο Ρούντι Ρινάλντι.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ