Επισκοπώντας όλα τα μεγάλα κινηματικά συμβάντα την τελευταία δεκαετία, από την εξέγερση των αποκλεισμένων στο Παρίσι στον ελληνικό Δεκέμβρη, και από την Αραβική Άνοιξη ώς τις διαδηλώσεις για τη δολοφονημένη φοιτήτρια στην Τουρκία, ένα είναι το νήμα που φαίνεται να τις συνδέει, πέρα από την αντίσταση σε κάθε μορφής καταπίεση: η αναζήτηση μιας νέας ποιότητας δημοκρατίας.
Η δημοκρατία, ως κοινωνικό αίτημα και με διάφορες μορφές, απασχόλησε εξαρχής το κομμουνιστικό κίνημα· σήμερα παραμένει φυσικά βασικό επίδικο όσων θέλουν να εργάζονται με σκοπό να γράψουν τις επόμενες σελίδες στην ιστορία. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει κάποια έτοιμη συνταγή για μια μεταβατική κατάσταση και για την απαραίτητη δημοκρατική λειτουργία αυτής, κυρίως γιατί η θεωρία γύρω από το κράτος και τους θεσμούς θα είναι πάντα –όπως δείχνουν όλα μέχρι τώρα– μια θεωρία σε διαρκή διαδικασία ολοκλήρωσης. Επίσης γιατί η «νέα δημοκρατία», η «εργατική δημοκρατία», ή όπως αλλιώς έχει αποτυπωθεί στο κομμουνιστικό κίνημα, αποτελεί μια επίσης ανολοκλήρωτη και κυρίως πολυεπίπεδη έννοια.
Μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η μαρξιστική παράδοση δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μετάβαση. Όχι γιατί έβλεπε την επαναστατική διαδικασία σαν «στιγμή» (αυτή η εικόνα επικράτησε αρκετά αργότερα, με τη βοήθεια όσων ερμήνευσαν με τέτοιον τρόπο τον ιστορικό υλισμό) αλλά κυρίως γιατί υπό αστική οπτική, που τότε –στην καλύτερη περίπτωση– ήταν η βασιλευομένη δημοκρατία αγγλικού τύπου, η αντιπρόταση συνίστατο στην αντικατάσταση του αστικού συγκεντρωτισμού με έναν νέο συγκεντρωτισμό, ριζωμένο όμως στη δημοκρατική συμμετοχή του προλεταριάτου. Αυτή η αντιπρόταση εκφράστηκε διαχρονικά από το περίφημο παράδειγμα της Κομμούνας του Παρισιού.
Η λενινιστική αντίληψη για τη ριζοσπαστική δημοκρατία, που είναι ό,τι πιο ολοκληρωμένο και εφαρμοσμένο υπήρξε μέχρι πρόσφατα, έβλεπε σαν λύση στο δημοκρατικό ζήτημα έναν ορισμένο τύπο αντιπροσώπευσης. Τα όργανα του λαού (σοβιέτ εργατών, αγροτών, βουλευτών, στρατιωτών κ.λπ.) ήταν εκείνα που όριζαν τους αντιπρόσωπους του λαού με αιρετότητα και ανακλητότητα κάθε στιγμή. Μάλιστα, κορύφωση της λενινιστικής δημοκρατίας, θεωρητικά, ήταν η κατάργηση των προνομίων που σχετίζονταν με τα δημόσια καθήκοντα, η σε τελική ανάλυση αντικατάσταση του αστικού κοινοβουλευτισμού από τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς του λαού, και ταυτόχρονα η αναίρεση της σύμφυσης νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας. Ωστόσο, το λενινιστικό όραμα κράτησε λίγο κυρίως επειδή συγκρούστηκε με μια πραγματικότητα: δίνοντας το προνόμιο της δημοκρατικής συμμετοχής σε όλον τον λαό, από εκεί που ο ίδιος επιβίωνε εντός ενός σφιχτού τσαρικού καθεστώτος, τα αντιπροσωπευτικά όργανά του έπαιρναν πλέον πάρα πολλές μορφές και δομές, με αποτέλεσμα να χρειάζεται να αποφασιστεί ποια από αυτά θα ήταν τα «επίσημα». Τούτη η εξέλιξη οδήγησε τα σοβιέτ περισσότερο να συμπληρώσουν παρά να αντικαταστήσουν την κρατική διοίκηση που ασκούσαν οι μπολσεβίκοι.
Το ερώτημα των βασικών οριζουσών μιας «νέας δημοκρατίας» σήμερα
Μια βασική παράμετρος με την οποία οφείλει να αναμετρηθεί όποιος θέλει να στοχαστεί σχετικά με το ζήτημα της δημοκρατίας σε μεταβατική κατάσταση είναι η ένταση ανάμεσα στα δίπολα «αμεσότητα-αντιπροσώπευση» και «τοπικότητα-κεντρικότητα», που κατά τη γνώμη μας αποτελούν τους βασικούς άξονες γύρω από τους οποίους στήνεται η δημοκρατία στους σύγχρονους καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς.
Πράγματι, η αμεσοδημοκρατική λειτουργία έχει επιχειρηθεί να υλοποιηθεί κυρίως εντός του χώρου της αυτονομίας ή, ευρύτερα, εντός μιας ποπουλιστικής λογικής, γεγονός που έχει συμβάλει στην ταύτιση της αμεσοδημοκρατίας και της αντιπροσώπευσης με συγκεκριμένους χώρους και παραδόσεις εντός του κινήματος, δυσκολεύοντας την ώσμωση και τη διαλεκτική υπέρβασή τους σε ένα σχήμα συνθετικό και λειτουργικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα διαφορετικά σωματεία, σωματεία βάσης και σωματεία «παραδοσιακά», τα οποία δεν διαμορφώνουν μια συμπληρωματική-συνθετική λογική για το εργατικό κίνημα σήμερα, τουναντίον αλληλοαποκλείονται.
Συνεπώς, χρειαζόμαστε μια νέα διαλεκτική υπέρβαση, η οποία να βλέπει δομές άμεσης δημοκρατίας, όπως οι λαϊκές συνελεύσεις που ξεπήδησαν από το Κίνημα των Πλατειών. Οι εν λόγω δομές οφείλουν να συνεργάζονται με αντίστοιχες δομές εκπροσώπησης, και εδώ χρειάζεται να ανοίξει θαρρετά η συζήτηση για την ανασυγκρότηση των κινημάτων (εργατικό, λαϊκό, νεολαίας, δικαιωμάτων) και για την εκπροσώπησή τους σε ανώτερα επίπεδα. Οι απαντήσεις που δίνονται μέχρι στιγμής δεν επαρκούν, καθώς ανακυκλώνουν παρωχημένα σχήματα με τα οποία έχει συγκρουστεί η ίδια η πραγματικότητα, όπως η πρωτοκαθεδρία της στρατηγικής συμφωνίας έναντι των στόχων πάλης, η ανάγκη για «ανεξάρτητες δομές» που θα δημιουργηθούν εκ του μηδενός κ.ο.κ.
Η δεύτερη ορίζουσα της σύγχρονης αναζήτησης για τη δημοκρατία αποτυπώνεται στο ερώτημα «τοπικότητα-κεντρικότητα», δίπολο που συνήθως απαντά στη σχέση της τοπικής/κοινοτικής οργάνωσης με το κεντρικό κράτος. Βεβαίως, το κράτος, ως μηχανή αναπαραγωγής ταξικής κυριαρχίας, ρόλο έχει να διασπά τη συλλογική δράση και την αλληλεγγύη μεταξύ των καταπιεσμένων. Μολαταύτα, η ένταση ανάμεσα στις τοπικές δομές και το κεντρικό κράτος είναι ένα ερώτημα που έχει απαντηθεί με διάφορους τρόπους στα πειράματα της Λατινικής Αμερικής, για παράδειγμα. Η βενεζουελάνικη εμπειρία είναι διαφωτιστική: ο λαός απαίτησε να αποτελεί ενεργό τμήμα των διοικητικών διεργασιών σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής κοινωνίας – το κοινωνικό, το πολιτικό και το οικονομικό. Εκτός από τους συνεταιρισμούς (co-operatives), η συν-διοίκηση (co-management) στα εργοστάσια αλλά και τους δήμους θεωρήθηκε το μεγάλο βήμα στη διαδικασία του οικονομικού, πολιτικού και κοινωνικού εκδημοκρατισμού της χώρας.
Σε αυτό το παράδειγμα αποτυπώνεται εναργώς η καθοριστική σημασία που διατηρεί η κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας στην προσπάθεια εκκίνησης μιας άλλης δημοκρατικής πορείας. Χαρακτηριστικά, τα πρώτα πειράματα για την από κοινού διαχείριση των εργοστασίων ήταν οικονομικά ασύμφορα για το κράτος. Παρ’ όλα αυτά το κράτος τα στήριξε. Από την άλλη, η ενδυνάμωση των τοπικών δομών κόντρα στις διοικητικές ανεπάρκειες του κράτους (έλλειψη μέριμνας στον καθορισμό των κριτηρίων για τα κρατικά δάνεια, απουσία –μέχρι και σήμερα– συνταγματικής ή νομικής κατροχύρωσης των εργατικών αιτημάτων απέναντι στην κεντρική κυβέρνηση) έδειξε ότι η δημοκρατία μπορεί και πρέπει να βαθαίνει εκεί που γεννιέται και όχι εκεί που εκπροσωπείται κεντρικά πολιτικά. Εδώ επίσης είναι χρήσιμη και η εμπειρία των κοινοτικών συμβουλίων, που δομήθηκαν σε επίπεδο γειτονιών ώστε να διευκολύνουν τη διανομή κρατικών πόρων και να παρακάμπτουν την προηγούμενη γραφειοκρατική δομή.
Μια αντίστοιχη εμπειρία για τη μεταβατική «νέα δημοκρατία» μάς φέρνει η Ροζάβα, περιφέρεια της Συρίας στην οποία υπάγεται το Κομπάνι. Η περιοχή διοικείται από το λεγόμενο Κοινωνικό Συμβόλαιο, το οποίο διαφέρει ουσιωδώς από τα νεοφιλελεύθερα Συντάγματα των δυτικών αστικών δημοκρατιών. Στη θέση τού «Οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα» συναντάμε το «Οι λαοί είναι η πηγή των αρχών και της εξουσίας που ασκείται μέσω των θεσμικών οργάνων και των αιρετών συμβουλίων, χωρίς να αντιβαίνουν το κοινωνικό συμβόλαιο της δημοκρατικής αυτοδιαχείρισης» και το «Η πηγή και η βάση της νομιμότητας των λαϊκών συμβουλίων και των διοικητικών οργάνων στην κοινωνία βασίζεται στη δημοκρατική αρχή και δεν λαμβάνεται υπόψη για κάθε άτομο ή μοναδική ομάδα στη θέση του». Βλέπουμε δηλαδή ότι η βάση της διοίκησης, που είναι το αιρετό συμβούλιο, είναι εκείνο που διαφοροποιεί αισθητά τη δημοκρατικότητα-συλλογικότητα αλλά και τη διασφάλιση του ατομικού δικαιώματος, και όχι το αντίστροφο· δηλαδή τα ατομικά δικαιώματα δεν εξασφαλίζονται ως τέτοια, με τη συνεκτική ισχύ του «έθνους» να είναι κάτι αόρατο: εδώ η κοινότητα προηγείται και εντός αυτής εξειδικεύονται τα ατομικά δικαιώματα.
Από τα αυθόρμητα όργανα εκπροσώπησης στην επιβολή του νέου συσχετισμού δύναμης
Σήμερα, στην προσπάθειά μας να στοχαστούμε γύρω από την επαναστατική τομή, αλλά και να εργαστούμε γι’ αυτήν, ένα σημαντικό ζήτημα που οφείλει να μας απασχολεί είναι ο τρόπος με τον οποίο θα υπάρξει το αναγκαίο «συμβάν», εκείνο που θα σημάνει την εκκίνηση μιας επαναστατικής διαδικασίας μακράς πνοής στην Ελλάδα. Κατά τη γνώμη μας, το «συμβάν» αυτό μάλλον αποτυπώνεται στη στιγμή κατά την οποία διάφορα όργανα αντιπροσώπευσης του λαού, που θα έχουν προκύψει είτε αυθόρμητα είτε συνειδητά, θα αποκτήσουν νομική υπόσταση και θα εκφράσουν στην πολιτική κοινωνία έναν νέο συσχετισμό δύναμης, παρά στη στιγμή της ρήξης με την Ε.Ε – όπως μέχρι τώρα εννοείται κυρίως στο πλαίσιο της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Η διαδικασία επαναστατικού μετασχηματισμού της πολιτικής κοινωνίας και της δημόσιας σφαίρας καθιστά αναγκαίο για τις μάζες να αποκτήσουν τη δυνατότητα να εκπροσωπούν τους εαυτούς τους, όπως βλέπουμε να συμβαίνει ήδη στη Βενεζουέλα ή στη Ροζάβα. Τούτη η εξέλιξη δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται σαν μια «βελτίωση» της αστικής δημοκρατίας, ειδικά στον βαθμό που αναγνωρίζεται ότι η δημοκρατία των μνημονίων και των νεοφιλελεύθερων επιλογών είναι ένα σιδερόφρακτο πλέγμα «θεσμών έκτακτης ανάγκης». Το πέρασμα σε μια νέα κατάσταση σημαίνει ότι ο οργανωμένος λαός θα επιβάλλει τις ανάγκες και τα δικαιώματά του σε μια διαρκή διαδικασία ρήξεων και δημοκρατικών μετασχηματισμών με εμφανές ταξικό πρόσημο.
Μια τέτοια διαδικασία μπορεί να συμπυκνωθεί σήμερα στο αίτημα για Συντακτική Συνέλευση. Όπως σημείωνε ο Γκράμσι, η Συντακτική Συνέλευση λειτουργεί ως η συμφωνία που δίνει δομή και διαρκή πειθαρχία στο ετερόκλητο «ιστορικό μπλοκ», του οποίου ηγείται η εργατική τάξη, και αποτελεί «ένα καταπληκτικό σχολείο πολιτικής και διοικητικής εμπειρίας» για τον λαό. Παράλληλα, η συντακτική διαδικασία καλείται να αντιστρέψει, με άμεσες αλλαγές, τον τρόπο με τον οποίο δομείται σήμερα οποιαδήποτε αντίστοιχη πρόταση «βελτίωσης» του υπάρχοντος Συντάγματος.
Σήμερα πρέπει να ανοίξει η συζήτηση για πραγματική κατοχύρωση της ανεξαρτησίας του κράτους από ιμπεριαλιστικούς και υπερεθνικούς οργανισμούς και για την πρωτοκαθεδρία των αντιπροσώπων του λαού έναντι οποιονδήποτε άλλων δομών. Ταυτόχρονα, αυτό σημαίνει τη συνταγματική κατοχύρωση της απλής και ανόθευτης αναλογικής σε όλες τις διαδικασίες εκπροσώπησης αλλά και την αναλογική ισότητα στην προβολή όλων των πολιτικών θέσεων, και την έμπρακτη υπέρβαση της ψευδούς ιεράρχησης που προβάλλει ο σημερινός συσχετισμός δύναμης. Ουσιαστικά μιλάμε για ένα νέο Σύνταγμα, που θα βάζει μπροστά την αιρετότητα και την ανακλητότητα των εκπροσώπων του λαού, τη δημιουργία αποφασιστικών δομών που θα λειτουργούν αμεσοδημοκρατικά σε περισσότερα του ενός επίπεδα, και θα διαχωρίζει φυσικά και τοπολογικά τις εξουσίες (νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική), αναιρώντας τη σύμφυσή τους, που βιώνουμε σήμερα εντός του αστικού συνασπισμού εξουσίας.
Η δημοκρατία στο σπίτι μας
Είναι κοινώς παραδεκτό ότι τα υπάρχοντα δημοκρατικά σχήματα, σε όλους τους χώρους, έχουν αντιφάσεις και ελλείψεις. Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, αναγκαίο χαρακτηριστικό ενός μονολιθικού κόμματος νέου τύπου, σήμερα μοιάζει ξεπερασμένος, και κυρίως σε σύγκρουση με τη συγκρότηση πλατιών μετώπων στην κοινωνία και στην πολιτική. Από την άλλη, οι χωρίς δομή ομάδες έχουν κι αυτές δείξει τα όριά τους. Συνεπώς, το ερώτημα πρέπει να ξεκινά από τον καθρέφτη: από το εσωτερικό των επαναστατικών πολιτικών οργανώσεων και κομμάτων, από την υλοποίηση εκεί των δημοκρατικών διαδικασιών που οραματιζόμαστε στη μεταβατική κατάσταση.
Είναι, επομένως, αναγκαίο να εφεύρουμε τις ισορροπίες εκείνες που και θα αναδεικνύουν τις αντιθέσεις ως συστατικό στοιχείο των οργανώσεων αλλά και θα επιτρέπουν σε όλες τις εκπροσωπούμενες ομάδες να εκφράζονται με τρόπο δημιουργικό. Χαρακτηριστικό αντιπαράδειγμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι σήμερα η πλήρης αυτονόμηση της κυβερνητικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ από το κόμμα και τη βάση του, αλλά και οι ποικίλοι εκβιασμοί που ασκούνται με πρόσχημα το κυβερνητικό έργο.
Όσον αφορά τις πολιτικές εκπροσωπήσεις σε επίπεδο κινήματος, η εμπειρία των πολυτασικών αριστερών σχημάτων/συσπειρώσεων είναι αναγκαίο να προσεγγιστεί εκ νέου, να τοποθετηθεί σε στρατηγικό επίπεδο, και να βαθύνει. Δεν αρκεί σήμερα η επίκληση στην «καθαρή γραμμή» ή στην «αντικαπιταλιστικοποίηση» των σχημάτων: χρειαζόμαστε μια στιβαρή διαλεκτική ανάμεσα «στο πρόγραμμα των μαζών» και στην ίδια τη μαζικότητα των εγχειρημάτων.
Βεβαίως, η ύπαρξη του πολιτικού φορέα που θα προκρίνει και θα εργάζεται για την πολιτική μετάβαση αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την υλοποίηση της μετάβασης και της δημοκρατική μετατροπής. Υπ’ αυτό το πρίσμα, αν το «κόμμα νέου τύπου» ήταν η πραγμάτωση, στη συγκυρία της Ρωσικής Επανάστασης, των αναγκών του πολιτικού αγώνα, σήμερα οφείλουμε, με τη σειρά μας, να οραματιστούμε και να εργαστούμε για το αναγκαίο πολιτικό μόρφωμα της εποχής μας. Στο πλαίσιο της γνωστής λενινιστικής διαίρεσης «οργάνωση-μέτωπο-κίνημα», χρειάζεται να ξεφύγουμε από μια παραδοσιακή αντίληψη που θέλει την πρωτοπορία να συγκεντρώνεται κατ’ ανάγκην και στους τρεις κρίκους, διότι διαφορετικά δεν θα δύναται να νοείται ως πρωτοπορία. Επειδή, η δημοκρατία του μέλλοντος είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μορφή και τη δομή των οργανώσεων, των μετώπων και των κινημάτων που οικοδομούμε σήμερα, η πρωτοπορία οφείλει να είναι όχι το άθροισμα των πρωτοπόρων αλλά η εκ του αποτελέσματος συνθήκη που προκύπτει. Αυτό μεταφράζεται σε μια ανάγκη οικοδόμησης πλατιών κινημάτων, ικανών να συσπειρώνουν τις υποτελείς τάξεις –το περίφημο 99% του Occupy–, μέσα στα οποία θα λειτουργούν αριστερά ριζοσπαστικά μέτωπα· κάτι που φυσικά δεν αποτελεί υποχώρηση, αλλά το αναγκαίο βάθεμα και η αξιολόγηση της πρωτοπορίας με βάση την ίδια την πράξη της.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ