Το 3ο μνημόνιο προβλέπει όσα θα έκαναν τον πιο ακραίο νεοφιλελεύθερο να ντρέπεται. Πλειστηριασμούς σπιτιών, μειώσεις σε όλες τις συντάξεις και σταδιακή κατάργηση της κοινωνικής ασφάλισης, ιδιωτικοποιήσεις κάθε στρατηγικού τομέα της χώρας όπως λιμάνια, αεροδρόμια, ενέργεια, κατεδάφιση δημόσιας παιδείας και δημόσιας υγείας, επιτήρηση με λογική προτεκτοράτου απευθείας από την ΕΚΤ και τις ισχυρές χώρες της Ε.Ε.
Κι όμως το μνημόνιο αυτό το υπέγραψε και το εφαρμόζει μια κυβέρνηση με πλειοψηφική δύναμη τη λεγόμενη ριζοσπαστική Αριστερά στην Ελλάδα και μάλιστα μετά από μια μεγάλη περίοδο αγώνων, έναν πραγματικό παρατεταμένο λαϊκό ξεσηκωμό (πλατείες, παρελάσεις, γενικές απεργίες και κυρίως η βδομάδα του δημοψηφίσματος).
Το 3ο μνημόνιο το έφερε μια Αριστερά που – παρά το πνεύμα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου που τιμάμε 42 χρόνια μετά– υποτίμησε τον ιμπεριαλισμό ή για να είμαστε πιο σαφείς υιοθέτησε μια φιλοϊμπεριαλιστική πολιτική. Για δεκαετίες προπαγάνδιζε ότι η ΕΟΚ και Ε.Ε. αργότερα είναι το κοινό μας σπίτι, ότι η ευρωενωσιακή διαδικασία είναι μια αντικειμενική και θετική διαδικασία, ότι είναι περίπου ο σύγχρονος διεθνισμός. Ψήφισε το Μάαστριχτ και την είσοδο στην ΟΝΕ. Ήταν αμήχανη στις ιμπεριαλιστικές σταυροφορίες των ΗΠΑ και των συμμάχων τους σε πρώην Γιουγκοσλαβία και Μ. Ανατολή, και ας βλέπουμε σήμερα, μετά τα γεγονότα στη Γαλλία την ανάγκη ενός μάχιμου αντιιμπεριαλισμού. Αυτή η Αριστερά την τελευταία πενταετία δε μπορούσε να διανοηθεί τη ρήξη και θεωρούσε πιο ρεαλιστικό «να πείσει» τους δανειστές για το πως θα σώσει την ευρωπαϊκή ιδέα την οποία «κακομεταχειρίζονταν η αυτοκαταστροφική Μέρκελ»... Αυτή η Αριστερά ήταν από πριν προετοιμασμένη να υποταχθεί στον ιμπεριαλισμό γιατί πολύ απλά δεν τον έβλεπε ως τέτοιο.
Το 3ο μνημόνιο το έφερε μια Αριστερά που είχε διαπαιδαγωγηθεί για 40 χρόνια μέσα στα όρια του κράτους, στον μεταπολιτευτικό «σταδιακό εκδημοκρατισμό», στο πολιτικό κοινοβουλευτικό παιχνίδι στα όρια του συστήματος. Ο κυβερνητισμός ως έκφραση της γραμμής «ας γίνουμε κυβέρνηση και βλέπουμε» είναι μια όψη αυτής της διαπαιδαγώγησης. Η συστημική λογική μιας ορισμένης ταξικής συνεργασίας με την αστική τάξη είναι ένα διαφορετικό σύμπτωμα. Η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αν δεν περιείχε τους Δραγασάκηδες, τους Καμμένους, τους Κοτζιάδες κ.ά. θα αντιμετωπιζόταν με πόλεμο από την αστική τάξη. Και τέτοιο πόλεμο με το σύστημα δεν ήθελε να κάνει αυτή η αριστερά. Πιστή στις ιδεολοψίες της και στα ποικίλα βολέματα προσπάθησε να καθησυχάσει το θηρίο. Μέχρι που το θηρίο κατέπνιξε ό,τι αριστερό είχε αυτή.
Το 3ο μνημόνιο το έφερε μια Αριστερά που είχε πολλά χρόνια αποκοπεί από τις βασικές ταξικές της αναφορές και από τους δεσμούς της με τον κόσμο. Όχι εκλογικά-πράγμα που έκανε με διάρκεια το ΠΑΣΟΚ στη μεταπολίτευση – αλλά ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά. Μία Αριστερά που συμμετείχε ή και πρωταγωνιστούσε στα ποικίλα κοινωνικά κινήματα αλλά δεν ήθελε ή αδυνατούσε να αποκτήσει σχέσεις με την εργατική τάξη – με όλες τις αλλαγές και αναδιαρθώσεις που έχει υποστεί αυτή. Σχέσεις ιδεολογικές, πολιτικές, οργανωτικές - και όχι μόνο συνδικαλιστικές - με την «παραδοσιακή» εργατική τάξη αλλά και σχέσεις με τη γκρίζα ζώνη της ευέλικτης εργασίας που αφορά πρώτα και κύρια τη νεολαία. Ήταν επιπλέον μια Αριστερά που είχε μάθει να «κάνει πολιτική», μέσα από τα ΜΜΕ, τα πάνελ, το κεντρικό πολιτικό παιχνίδι. Μέσα από τη λογική της ανάθεσης. Που είχε εγκαταλείψει τη βασική δουλειά που αλλάζει τον συσχετισμό. Την μόνιμη πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική δουλειά μέσα στον κόσμο, στους χώρους δουλειάς και σπουδών, στις γειτονιές.
Σε τελική ανάλυση το 3ο μνημόνιο το έφερε μια Αριστερά – εδώ και δεκαετίες - αποκομμουνιστικοποιημένη. Κοινή μας θέση είναι ότι σε μια διαδικασία ανασύνταξης του λαϊκού και αριστερού κινήματος αλλά και γιατί όχι στην προετοιμασία του πολιτικού και κοινωνικού υποκειμένου για τις εξελίξεις ή και ρήξεις που μπορεί να μην αργήσουν, η συγκροτημένη παρέμβαση μιας συσπειρωμένης κομμουνιστικής αριστεράς μπορεί να παίξει καταλυτικό ρόλο.
Γιατί πολλοί αντιλαμβάνονται ότι για να διαχειριστεί τον αγώνα ενάντια σε μνημόνια, χρέος και ΕΕ αυτή η Αριστερά της ήττας και της συνθηκολόγησης της αφέθηκε ο χώρος από τις δυνάμεις που θεωρητικά αναφέρονται στη ρήξη και τον ανυποχώρητο αγώνα, βασικά οι δυνάμεις που αναφέρονται στην κομμουνιστική αναφορά.
Γιατί πολλοί αντιλαμβάνονται – και μετά το δημοψήφισμα πιο καθαρά – ότι οι ρήξεις που τίθενται δεν αφορούν ένα νόμισμα απλά αλλά το θεσμοθετημένο νεοφιλελεύθερισμό της ευρωζώνης, τον ιμπεριαλισμό και τις στρατηγικές του κεφαλαίου, ντόπιου και ξένου. Ρήξεις με έναν καλά οργανωμένο αντίπαλο ενώ το δικό μας στρατόπεδο είναι ανοργάνωτο και με ευχολόγια αντί σχεδίου. Χρειαζόμαστε το ευρύτερο δυνατό μέτωπο για την ανατροπή των μνημονίων και τη ρήξη με χρέος, ευρώ, ΕΕ και μια φιλολαϊκή διέξοδο από την κρίση αλλά χρειαζόμαστε και μια κομμουνιστική-αντισυστημική αριστερά που με μια ξεκάθαρη στρατηγική θα συνδέεται με τις μάζες και ειδικά με τις εργαζόμενες μάζες, θα έχει ξεκάθαρη αντίληψη για τη φύση του ιμπεριαλισμού, των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και του κράτους, θα είναι μετωπική προς τις υπόλοιπες δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς και του μαχόμενου κινήματος.
Στην εξέγερση του Πολυτεχνείου πριν 42 χρόνια τα ποικίλα ρεύματα της κομμουνιστικής, επαναστατικής, αντισυστημικής αριστεράς έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για το βάθος και τις συνέπειες αυτής της εξέγερσης. Για μας ο μεγάλος αναχρονισμός σήμερα παραμένει η έλλειψη μιας κομμουνιστικής αριστεράς που θα προβάλλει αντίπαλη και διαφορετική δύναμη σε όλα τα επίπεδα, που δε θα αναμένει κάποιον σοσιαλισμό σε ένα απροσδιόριστο μέλλον αλλά θα συνδέει τον αγώνα αυτό με τα σημερινά αδιέξοδα που δημιουργεί το ίδιο το σύστημα.
Παρόλα αυτά οι αγώνες αυτοί δε δικαιώθηκαν ως το τέλος, οι στόχοι τους έμειναν σε μεγάλο βαθμό ανεκπλήρωτοι, παρόλα αυτά, σήμερα το τέλος αυτής της μεταπολίτευσης φαίνεται πολύ πιο πραγματικό από κάθε άλλη φορά. Το κοινωνικό συμβόλαιο όχι απλά αμφισβητήθηκε αλλά διαρρήχθηκε βίαια. Τα πολιτικά κόμματα που κυριάρχησαν μεταπολιτευτικά είτε κλείνουν τον κύκλο τους, είτε αναζητούν εναγωνίως μεταμορφώσεις. Η ελληνική κοινωνία έχει βιώσει τη μεγαλύτερη μεταπολεμική οπισθοδρόμηση με μια τεράστια επιχείρηση φτωχοποίησης. Η οικονομία είναι δεμένη χειροπόδαρα από τους ευρωπαϊκούς καταναγκασμούς και βουλιάζει αργά αλλά σταθερά στην ασφυξία, χωρίς κανέναν απολύτως ορατό μοχλό ανάκαμψης.
Τα προηγούμενα χρόνια φάνηκε ότι μέσα στην κοινωνία υπάρχουν πραγματικές διαθέσεις σύγκρουσης, αμφισβήτησης και ανατροπής. Αυτό έκανε το λαϊκό ξεσηκωμό σε κρίσιμες στιγμές να γίνεται καταλύτης εξελίξεων. Σήμερα, καλούμαστε να μην αφήσουμε να χαθεί η δυνατότητα να μπορέσει ο λαός να σφραγίσει ο ίδιος το δικό του μέλλον, να αποτρέψει τη μνημονιακή καταστροφή, να ανοίξει νέους δρόμους ελπίδας.
Και έτσι να ξαναπιάσουμε το νήμα μιας εξέγερσης που παραμένει αδικαίωτη!
ΔΙΑΒΑΣΤΕ