1. Η πιο μεγάλη αντίφαση της εποχής μας αφορά το ότι ενώ είναι σαφές πως ζούμε μια περίοδο βαθιάς κρίσης του νεοφιλελευθερισμού αλλά και μιας ορισμένης εκδοχής της καπιταλιστικής διεθνοποίησης, σχηματικά σε αυτό που συνηθίσαμε –εσφαλμένα ίσως από άποψη θεωρητικής αυστηρότητας– να ονομάζουμε «παγκοσμιοποίηση», ότι ενώ οξύνεται η κρίση σε σημαντικές πλευρές της ηγεμονίας του κεφαλαίου καθώς ρήγματα και πεδία συγκρούσεων αναπτύσσονται και ευρύτατα κοινωνικά κομμάτια ανακαλύπτουν την αξία της λαϊκής κυριαρχίας, της κρατικής παρέμβασης, των εθνικών νομισμάτων, δεν είναι οι δυνάμεις της αριστεράς, οι δυνάμεις που έχουν αναφορά στη χειραφέτηση, τη δημοκρατία και τον διεθνισμό, που βρίσκονται ενισχυμένες αλλά οι δυνάμεις της δεξιάς, συχνά και της ακροδεξιάς, που σπεύδουν να δώσουν τη δική τους αντιδραστική, ξενόφοβη, αυταρχική και νεοσυντηρητική απάντηση στην κρίση του «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού». Η αντίφαση αυτή συμπυκνώνει τη στρατηγική αποτυχία των περισσότερων σημερινών εκδοχών αριστεράς αλλά και τις επιπτώσεις από την υποχώρηση ή την απουσία του ιδιαίτερου ίχνους που φέρει το κομμουνιστικό κίνημα. Οποιαδήποτε συζήτηση για την ανασύνθεση του κομμουνιστικού κινήματος οφείλει να ξεκινά από τη διαπίστωση αυτού του ελλείμματος, όμως ταυτόχρονα δεν μπορεί να οριστεί με όρους απλής ανασυγκρότησης και συνέπειας αλλά χρειάζεται όρους επαναστατικής ανανέωσης και ως προς τη θεωρία και ως προς τη στρατηγική και ως προς την πρακτική της πολιτικής, όρους ασέβειας απέναντι σε «γραφές» και παραδόσεις και προφανώς αυτοκριτικής αναμέτρησης με την τραγική εκμεταλλευτική και καταπιεστική μετάλλαξη των πρώτων εγχειρημάτων «σοσιαλιστικής οικοδόμησης».
2. Η ψευδαίσθηση που μπορεί να δίνει η εύκολη οχύρωση με όρους καταγγελίας όλων των άλλων ως ρεφορμιστών, η στροφή στον βερμπαλισμό, που περισσότερο παρακάμπτει τα πραγματικά ερωτήματα για μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική, η αλαζονική βεβαιότητα για το πώς «όντως γίνεται μια επανάσταση», που συνήθως κατατίθεται για να δικαιολογηθεί η διαρκής εκτίμηση ότι «δεν ωρίμασαν οι συνθήκες», το βόλεμα στη μικρή κλίμακα και τον σεχταρισμό το μόνο που κάνουν είναι να οδηγούν κομμουνιστικές τάσεις να μη βλέπουν πραγματικές επαναστατικές δυνατότητες και να τις καθιστούν περισσότερο μέρος του προβλήματος.
3. Οι πραγματικές επαναστατικές δυνατότητες της εποχής μας δεν βρίσκονται ούτε στην υποτιθέμενα αναπόφευκτη κατάρρευση του καπιταλισμού ούτε στην υπερανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Οι πραγματικές δυνατότητες προκύπτουν, μέσα σε σύνθετες, πρωτότυπες και επικαθορθισμένες διαδικασίες, από τον συνδυασμό ανάμεσα στα στοιχεία κρίσης ηγεμονίας του «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού», την οργή απέναντι στη διαρκή κατάλυση της λαϊκής κυριαρχίας και το γεγονός ότι η σύγχρονη εργασιακή δύναμη μπορεί να είναι κατακερματισμένη και επισφαλής αλλά ταυτόχρονα είναι και ιδιαίτερα καταρτισμένη και με δεξιότητες που της επιτρέπουν πιο εύκολα να συντονιστεί, να διεκδικήσει, να συγκροτηθεί σε συλλογικό υποκείμενο αντίστασης και ανατροπής. Όπως και ταυτόχρονα είναι σαφές ότι ήδη βλέπουμε και τις τάσεις της «προληπτικής αντεπανάστασης» είτε στην ακόμα μεγαλύτερη αυταρχικοποίηση και αντιδημοκρατική θωράκιση, είτε στην επέκταση του ρατσιστικού δηλητήριου που διαιρεί τις υποτελείς τάξεις, είτε στην επανοικειοποίηση από την ακροδεξιά λόγων και αναφορών που ανήκαν στο πεδίο της αριστεράς.
4. Για σχηματισμούς όπως η Ελλάδα, η ρήξη με τον ιμπεριαλισμό, στην ειδική μορφή που αυτός παίρνει με την πρόσδεση στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, γίνεται αναγκαία αφετηρία οποιασδήποτε διεξόδου. Το «ελληνικό πρόβλημα» προκύπτει ακριβώς στη συνάρθρωση της ιμπεριαλιστικής πίεσης μέσω χρέους, ευρώ και Ε.Ε. με τις ταξικές επιλογές του ελληνικού κεφαλαίου και άρα την εσωτερική υποτίμηση. Επομένως, στον ορίζοντα της ρήξης αντιιμπεριαλιστικός και αντικαπιταλιστικός προσανατολισμός συναντιούνται. Όμως σε πείσμα μιας ορισμένης λογικής «σταδίων», που ακόμη επιβιώνει στην αριστερά, η ρήξη με το ευρώ και την Ε.Ε. δεν μπορεί να γίνει πρωτίστως από τη σκοπιά της «ανάπτυξης» αλλά από τη σκοπιά της όξυνσης του ταξικού ανταγωνισμού. Χωρίς μεταβατικό πρόγραμμα με σαφή εξαρχής τον σοσιαλιστικό προσανατολισμό και χωρίς ξεδίπλωμα εξαρχής μιας πρωτότυπης εκδοχής δυαδικής εξουσίας (που να συνδυάζει την «αριστερή κυβέρνηση» με τις αυτόνομες μορφές οργάνωσης του λαού) μια τόσο μεγάλη τομή είτε θα ηττηθεί είτε απλώς δεν θα ξεκινήσει καν. Περιθώρια για «προοδευτική διακυβέρνηση» χωρίς ρήξεις σήμερα δεν υπάρχουν.
5. Ότι σήμερα αποκτά κεντρική σημασία η εθνική ανεξαρτησία και ότι πρέπει ως πολιτική διαδικασία και μορφή να στηρίζουμε το έθνος-κράτος απέναντι στη συνθήκη μειωμένης κυριαρχίας που μεθοδεύεται δεν θα πρέπει να μας κάνει να δούμε τη σύγκρουση με όρους «αγώνα του έθνους». Υποκείμενο πρέπει να είναι η ενότητα των υποτελών τάξεων υπό την ηγεμονία της εργατικής τάξης, πέραν «εθνικών προελεύσεων», με κριτήριο την κοινή πάλη και το κοινό όραμα. Περισσότερο παρά ποτέ χρειαζόμαστε μια «μεταεθνική» και αποαποικιακή και αντιρατσιστική αντίληψη του λαού ως υποκειμένου της κυριαρχίας και του κοινωνικού μετασχηματισμού, ακριβώς για να απαντήσουμε στον τρόπο που επανέρχεται από την ακροδεξιά η φαντασιακή επένδυση στην υποτιθέμενη «κοινότητα του έθνους». Και αυτό δείχνει γιατί σήμερα είναι στρατηγική σε όλη την Ευρώπη η πάλη κατά της ισλαμοφοβίας και του ρατσισμού. Και η οικοδόμηση μιας τέτοιας εκδοχής σύγχρονης λαϊκής ενότητας σημαίνει ότι δεν μπορούμε να παραβλέπουμε ζητήματα όπως είναι οι έμφυλες ταυτότητες ή η πάλη κατά του σεξισμού, όχι μόνο γιατί οι ταξικές στρατηγικές συγκροτούνται και σε συνάρθρωση με αυτά τα πεδία αλλά και γιατί είναι απαραίτητη η πάλη σε τέτοια ζητήματα για να μπορούμε να συγκροτούμε πάνω σε άλλες βάσεις και την ενότητα των υποτελών τάξεων. Στην πραγματικότητα, είναι ακριβώς η συνάρθρωση ανάμεσα σε μια τέτοια ενότητα μέσα στον αγώνα των υποτελών τάξεων, σε ένα πρόγραμμα βαθιού μετασχηματισμού και σε πολιτικές μορφές μιας διαφορετικής δημοκρατίας των «από κάτω» που μπορούμε να δούμε τη δυνατότητα ενός σύγχρονου ιστορικού μπλοκ.
6. Το θέμα του μετώπου είναι κομβικό. Οι κομμουνιστές δεν μπορούν παρά να είναι πρωτοπόροι στην οικοδόμηση του ενιαίου μετώπου της εποχής μας, να μπορούν να διαμορφώνουν τα πεδία συνάντησης των διαφορετικών κινημάτων, ρευμάτων, κοινωνικών κομματιών, αναζητήσεων, οραματισμών. Αλλά το μέτωπο δεν μπορεί να είναι ούτε κυρίως ούτε πρωτίστως εκλογικό. Ούτε «προγραμματικό» με τον τρόπο που τέθηκε κατά καιρούς ως άλλοθι για να μην προχωρήσουν βήματα ενότητας· ούτε μπορούμε να το βλέπουμε με τους όρους πολιτικής μεταφυσικής που προκρίνει το μοναστήρι του Περισσού. Το μέτωπο δεν μπορεί παρά να είναι αναγκαστικά και εκνευριστικά αντιφατικό, διαφορετικά δεν μπορεί να παίξει τον ρόλο του πεδίου στο οποίο όντως θα αναδεχτεί η ηγεμονία της επαναστατικής γραμμής. Το μέτωπο μπορεί και πρέπει να φτιαχτεί τώρα γιατί οι όροι και οι προϋποθέσεις υπάρχουν, η πολιτική βούληση είναι το ζήτημα εάν υπάρχει. Και βέβαια, μέτωπο στρατηγικά δημοκρατικό για να είναι ένα πραγματικό εργαστήρι παραγωγής γραμμής και πολιτικοποίησης. Γιατί δεν μπορεί να υπάρξει καμιά αναγέννηση του κομμουνιστικού κινήματος εργαστηριακά και έξω από τη διαμόρφωση ακριβώς ενιαιομετωπικών μορφών παρέμβασης
7. Η συζήτηση αυτή πρέπει να προχωρήσει: Με άνοιγμα του θεωρητικού διαλόγου, με προσπάθεια για παραγωγή πρωτότυπης άποψης γνώσης και επεξεργασίας, με κοινές πρωτοβουλίες για το κίνημα και για το μέτωπο. Με προσπάθεια να μη μείνουμε για άλλη μια φορά απλώς σε ανοίγματα ανεκπλήρωτα και εκκινήσεις μετέωρες ή ανολοκλήρωτες. Με πραγματικά βήματα που να διαμορφώνουν άλλη κατάσταση και άλλο συσχετισμό. Παραφράζοντας τον Λένιν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι χτες ήταν ίσως πολύ αργά, γιατί μπορεί να φάνταζε αρκετά δύσκολο να απαλλαγούμε από τις σωρευμένες σκουριές της κρίσης, όμως αύριο θα είναι, με έναν τραγικό τρόπο, πολύ νωρίς, γιατί θα πληρώνουμε ξανά το τίμημα μιας ήττας.
* Το κείμενο αποτελεί ομιλία εκ μέρους της Αριστερής Ανασύνθεσης στην εκδήλωση που οργάνωσε το Kommon τη Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2017.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ