Πριν από λίγες μέρες με πήρε η Ειρήνη[1] τηλέφωνο ρωτώντας με αν μπορώ να μιλήσω εγώ ή κάποιος/α άλλος/η από την ΑΡΑΝ στη συζήτηση που διοργανώνει το k-lab για το φοιτητικό κίνημα του Μάη-Ιούνη. Γιατί εγώ και γιατί γραπτά; Για το πρώτο, γιατί ο Σπύρος και η Δέσποινα που απευθύνθηκε πρώτα δεν μπόρεσαν τελικά (ο Σπύρος δίνει απαιτητικές εξετάσεις για να γίνει και «κανονικά» ιατρός πλέον και η Δέσποινα θα είναι Θεσσαλονίκη για μία ερευνητική δουλειά). Για το δεύτερο, κυρίως επειδή θα ήθελα να σεβαστώ τον χρόνο στην εκδήλωση και να μην πλατειάσω (αυτό ναι, ήταν από τα κουσούρια μας στο φοιτητικό κίνημα και στα ΕΑΑΚ πιο συγκεκριμένα). Ε, και λίγο γιατί scripta manent, verba volant. Και πάλι όμως γιατί εγώ και όχι κάποιος άλλος/η από τους πολλούς/ες συντρόφους και συντρόφισσες της ΑΡΑΝ πανελλαδικά που συμμετείχαν στο κίνημα εκείνο; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι το σημείο από όπου αναγκάζομαι να αρχίσω…
Και η απάντηση νιώθω ότι είναι ότι όλοι μας (και εγώ προσωπικά) συχνά δεν έχουμε τόσο μεγάλη διάθεση να επιστρέψουμε σε αυτή τη συζήτηση, τα ερωτήματα, οι αγωνίες και το άγχος μάς γυρνά περισσότερο σε άλλες στιγμές, καμπές, επιλογές, σωστά και λάθη. Όχι επειδή δεν συνειδητοποιούμε τι ήταν εκείνο το κίνημα για όσους/ες συμμετείχαν. Αλλά καταρχάς επειδή πάντα σε κάθε αποτίμηση και αναστοχασμό ως υποκείμενο ξαναγυρνάς στα χρονικά σημεία και τις επιλογές που θεωρείς ότι ήταν «τομή» για σένα, ότι έκανες κάτι διαφορετικό από αυτό που σε έσπρωχνε να κάνεις αυτό που «ήσουν» και άρα είναι σημείο αναφοράς και αλλαγής. Νομίζω ότι εκφράζω τους περισσότερους/ες από εμάς στην ΑΡΑΝ λέγοντας ότι αυτό που κάναμε το 2006-’07 δεν ήταν πολιτική «τομή» για εμάς, ήταν μία «λογική» συνέχεια του τρόπου σκέψης, των επιλογών και των κατευθύνσεών μας. Δεν το λέω αυτό αξιολογώντας το κάπως έναντι άλλων, σε καμία περίπτωση. Απεναντίας το λέω για να δείξω το γιατί για εμάς δεν είναι μάλλον το ίδιο κομβική η επιστροφή σε ερωτήματα που έθεσε η περίοδος εκείνη, ενώ αντιθέτως κατανοώ πλήρως το γιατί για άλλους συντρόφους και συντρόφισσες η επιστροφή σε αυτά φαντάζει κάπως σαν αφετηριακή στιγμή μετασχηματισμών που άρχισαν να γίνονται, ερωτημάτων που άρχιζαν να μπαίνουν αποτιμητικά όλο και εντονότερα στην πορεία των χρόνων, προβληματοποιήσεων που άρχισαν να τίθενται γόνιμα και ως συνήθως μπορεί να δημιούργησαν ή να δημιουργήσουν ένα «εμείς» αργότερα.[2]
Ένας πρόσθετος λόγος είναι ότι νιώθω/νιώθουμε μάλλον αμήχανα ένα χρόνο μετά τη μεγάλη εκδήλωση στους Αρχαιολόγους. Κι αυτό γιατί ήταν μεν ένα σημαντικό βήμα (αν και δειλό για λόγους που κάποτε συζητήσαμε λίγο κάποιοι/ες μεταξύ μας) που όμως σήμερα φαντάζει αρκετά μακρινό. Στη ζωή όταν είναι να γίνει κάτι, ένα γεγονός, μία συνάντηση, γίνεται. Αν δεν γίνει παράγονται άλλες δυναμικές και δεν ξαναγίνεται στο μέλλον τόσο εύκολα χωρίς νέα (ίσως και μεγαλύτερη πλέον) προσπάθεια, νέες πρακτικές και στόχο να γίνει.[3]
Τέλος, ένας τρίτος λόγος (και ίσως ο πιο σημαντικός) είναι ότι πλέον τα ερωτήματα του σήμερα είναι πιο πιεστικά από ποτέ και η ταυτότητα της «γενιάς μας» αν δεν συγκροτηθεί κάπου, κάπως, κάποτε και κυρίως με σύγχρονους όρους τότε θα φθίνει καταλήγοντας απλά μία γλυκιά ανάμνηση. Πόσο να αναστοχαστεί κάποιος για τότε αν η ανάγκη (και η αδυναμία!) του σήμερα επενεργεί πιεστικά; Στους Αρχαιολόγους πέρσι και στην ΑΣΟΕΕ μεθαύριο θα λείπουν πολλοί και πολλές εκτός από το Σπύρο και τη Δέσποινα. Μπορεί να γίνει αλλιώς άραγε; Αλλιώς για την Αργυρώ (που μαζί με το Σπύρο από «εμάς» στα ΕΑΑΚ και το Δημήτρη και το Ζάχο από τους «άλλους» στα ΕΑΑΚ) έγινε «φωνή» του κινήματος στα ΜΜΕ; Αλλά τώρα έχει τρία παιδιά (με τον Τόνυ, κι αυτόν από τότε) και άνοιξε πρόσφατα ιατρείο; Αλλιώς για το Γιώργο που δουλεύει στη βιομηχανία, τρέχει με τις εκδόσεις και τη λέσχη Εκτός Γραμμής και ξεπληρώνει οικογενειακά χρέη; Αλλιώς για τη Δέσποινα που δουλεύει (αν δουλεύει) επισφαλώς; Αλλιώς για το Φώτη που μόλις τέλειωσε διδακτορικό, παντρεύτηκε και ζορίζεται να βρει δουλειά στη Θεσσαλονίκη; Αλλιώς για τον Κώστα που άλλαξε ζωή και πόλη και άνοιξε πρόσφατα γεωπονικό μαγαζί στην πρωτεύουσα του κάμπου, συζώντας με την Χριστίνα που ήταν στο Πολυτεχνείο Ξάνθης και σήμερα παλεύει εργασιακά στην οικογενειακή βιοτεχνία; Αλλιώς για το Χρήστο που κερδίσαμε κάπου τότε από την ΠΚΣ στο Ηράκλειο και πλέον τα βγάζουν ζορισμένα με τη Δέσποινα από την Τύρβη στα Χανιά τρέχοντας ακόμα όσο μπορούν με «τα πολιτικά»; Αλλιώς για τους Γιώργο και Θοδωρή από το Φυσικό Ηρακλείου που πλέον ο ένας είναι πρόεδρος σε μία ΕΛΜΕ στο Ρέθυμνο και ο άλλος κάνει ατελείωτες ώρες ιδιαίτερα και συντηρεί τα ζώα της οικογένειας κάπου στην επαρχία των Χανίων; Αλλιώς για το Νίκο, πάντα ενεργό και σε θέσεις ευθύνης αν και δεν φαινόταν, που ενώ είχε κάνει σοβαρά επαγγελματικά βήματα στην Πάτρα είχε ένα πολύ σοβαρό τροχαίο ατύχημα ανήμερα το δεκαπενταύγουστο; Αλλιώς για τον Αλέξανδρο και τη Ματίνα που τρέχουν στους Συνεταιριστές Ζωγράφου και μεγαλώνουν το μικρό Δημητράκη; Αλλιώς για το Δημήτρη και τη Βάσω, το Νίκο και την Ειρήνη που μεγαλώνουν πλέον παιδιά δουλεύοντας; Αλλιώς για τον Ανδρέα, το Μάριο, το Λευτέρη, και το Γιάννη, τη ραχοκοκκαλιά του σχήματος στην Ιατρική Αθήνας, σήμερα ενεργούς ιατρούς επαγγελματικά και συνδικαλιστικά παρά τις δυσκολίες της μετάβασης; Αλλιώς για τον Πάνο που κοντεύει να γίνει διδάκτωρ γεωλογίας αλλά βασικά βιοπορίζεται ήδη ως συγγραφέας παιδικών και μη βιβλίων; Ή για τον άλλο Πάνο που κάνει διδακτορικό στη μετεωρολογία και τώρα κάνει έρευνα κάπου στην Ελβετία; Αλλιώς για το Νίκο που ανακάλυψε μεγάλος τη «θεολογία της απελευθέρωσης» και σήμερα τρέχει με το Plaza; Αλλιώς για τον Πέτρο (ακόμα στα Γιάννενα από τότε!) που γυρνά μεταξύ δουλειών σε ιδιαίτερα και καφετέριες; Για τον Ηλία και τη Μερόπη που έχουν χαθεί και λίγο αλλά και κάπου εκεί γύρω είναι; Για το Δάνη που κατάφερε να έρθει λίγο πιο κοντά στην πατρίδα μετακομίζοντας για δουλειά από τα Εμιράτα στην Κύπρο και το Νίκο που ανέλπιστα για μένα επέστρεψε στα πάτρια εδάφη φέτος ενώ πίστευα ότι θα γυρίσει όλο τον κόσμο όταν έφυγε; Για τον Άλεξ που τότε είχε ράστα και σήμερα είναι τραπεζικός που κάνει τα πρώτα συνδικαλιστικά βήματα, το Χρήστο από την Πάντειο που πλέον γράφει στο alfavita, το Θανάση και το Διονύση που τότε ήταν στην ΑΡΑΣ και σήμερα ο ένας τρέχει με το λογιστικό γραφείο του πατέρα του και ο άλλος με το radical IT, το Σπύρο, την Αναστασία και το Μήτσο που ήταν στην Ξάνθη και πάει λέγοντας.[4] Και φυσικά και για αυτούς που χώρισαν οι δρόμοι μας πολιτικά. Τον Αλέξανδρο, το Μιχάλη και άλλους/ες που έμειναν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ όταν εμείς φύγαμε. Τον Κώστα από τον Αντίλογο που βολοδέρνει μεταξύ Ρουμανίας και Εμιράτων, το Θοδωρή και το Μάνο που πλέον πήγαν από την άλλη πλευρά του ποταμού….
Και κάπως έτσι ο κλήρος πέφτει τελικά σε κάποιους/ες (ενίοτε και «συνήθεις υπόπτους») γιατί και κάποιοι/ες πρέπει να το κάνουν όσο και αν οι απογοητεύσεις, τα ζόρια και ο προβληματισμός μας αγγίζει όλους/ες. Επαναστατική επιμονή ή χριστιανικού τύπου εγκαρτέρηση και «επαναστατικός» πρακτικισμός ή κάτι και από τα δύο; Θα σας γελάσω και δεν ξέρω ούτε αν κάποιο άδηλο μέλλον θα απαντήσει και ποτέ οριστικά το ερώτημα. Πάμε λοιπόν...
Σκέφτομαι συχνά ότι χρειάζεται μία βασική διαπίστωση για το ποιοι ξαναγυρνάμε συνεχώς σε αυτή την κουβέντα. Το 2006-’07 δεν είναι εδώ και καιρό ένα σημείο, μία αναφορά που ξαναγυρνά το «κοινωνικό» υποκείμενο, η «γενιά μας» σα σύνολο. Αυτή μπορεί να ξαναγυρνά λίγο στο Δεκέμβρη, περισσότερο ίσως στις πλατείες, πολύ στα γεγονότα των τελευταίων χρόνων και ειδικά στο δημοψήφισμα του 2015. Με απλά λόγια, δεν άντεξε στο χρόνο (θα μπορούσε κιόλας;) ως «στιγμή» που καθόρισε μία «γενιά». Για άλλες γενιές κάτι τέτοιο ήταν γεγονότα άλλου βάθους και ίχνους όπως το Πολυτεχνείο και φυσικά παλιότερα ο Εμφύλιος και η «ανολοκλήρωτη επανάσταση που χάθηκε». Κινηματικές στιγμές μικρότερου βάθους αφήνουν ίχνη που γίνονται όλο και πιο ασυνείδητα στην πορεία του χρόνου στο κοινωνικό σώμα. Αφήνουν όμως μνήμες και δεσμούς στις «πρωτοπορίες» τους. Νομίζω ότι ο χρόνος δείχνει ότι αυτό ισχύει τελικά και για το ’06-’07. Είναι κάτι λιγότερο γενικά από αυτό που νομίζαμε, αν το νομίσαμε ποτέ, είναι κάτι περισσότερο για εμάς ως «πρωτοπορίες» από ό,τι στους υπόλοιπους/ες της γενιάς μας. Και για να είμαι σαφής και να μην παρεξηγηθώ, ως πρωτοπορία δεν εννοώ όσους ήμαστε τα «στελέχη» του τότε, πρωτοπορία ήμαστε όλοι όσοι/ες της γενιάς αυτής βρεθήκαμε στους Αρχαιολόγους πέρσι και άλλοι τόσοι/ες που δεν μπόρεσαν να έρθουν.
Στο πλαίσιο αυτό, νομίζω ότι βασικά υπάρχουν τρεις λόγοι να ξαναγυρνάμε εκεί. Ο πρώτος είναι το έντονο βίωμα, η αίσθηση ενός χρόνου όπου όλα φάνταζαν δυνατά. Ένα βίωμα πρωτόγνωρης συλλογικότητας, ενός ποταμιού κοινής έκφρασης που ξεχείλισε από την Κρήτη μέχρι τον Έβρο και από τη Μυτιλήνη μέχρι την Κέρκυρα. Μίας συλλογικότητας την οποία μέχρι τότε είχα βιώσει λίγο στο τέλος του κινήματος κατά της μεταρρύθμισης Αρσένη και έζησα εξωτερικά σε «πολιτικά» ταξίδια στη Θεσσαλονίκη το 2001 στη διάρκεια του κινήματος κατά της «ανωτατοποίησης»[5] των ΤΕΙ. Ένα βίωμα αλληλεγγύης, ποιος δεν θυμάται την πορεία στις 8 Ιούνη και την πρωτοφανή για τότε καταστολή; Θυμάμαι να τοποθετούμαι («εξωτερικά» πάλι και ύστερα από συντροφική προτροπή συντρόφου της νΚΑ Χανίων για να δώσω κλίμα…) σε συντονιστικό συλλόγων Κρήτης στο Γκίνη το πρωί εκείνης της μέρας. Προσπαθώντας, χωρίς να τρομοκρατήσω, να προϊδεάσω τον κόσμο ότι εκείνη η μέρα θα είναι πολύ «έντονη» και θέλει προσοχή ενώ αντιθέτως κάποιοι σύντροφοι τροτσκιστές άνοιγαν επίμονα μία συζήτηση ότι δεν πρέπει να κάνουμε «αλυσίδες» επειδή είναι «σταλινικό» απομεινάρι. Η ζωή ως συνήθως πάντα δείχνει και δεν νομίζω ότι τέτοιες συζητήσεις ξαναέγιναν από τότε… Θυμάμαι σαν χθες να έχουν κλείσει τα μάτια μου από τα δακρυγόνα και να κατεβαίνω τρέχοντας την Πανεπιστημίου υποβασταζόμενος από τον τότε γραμματέα νεολαίας του ΣΥΝ («Χρίστο, τώρα τρέχουμε!»). Σήμερα, αυτός είναι κυβερνητικός εκπρόσωπος κι εγώ υπάλληλος σε εκδοτικό οίκο, ο καθείς εφ' ω ετάχθη. Αλλά τότε ήταν αλλιώς.
Βίωμα πολιτικοποίησης πάνω από όλα. Όχι «πολιτικοποίησης» με βάση τον εγκεφαλικό-ιδεαλιστικό ιδεότυπο που πολύ συχνά έχουμε γι’ αυτή. Αλλά στη βάση συγκεκριμένων αιχμών και αιτημάτων, στη βάση πρακτικών (ποιος δεν θυμάται την απίστευτη πρωτοτυπία συνθημάτων στη Θεσσαλονίκη με κατάληξη «μπάτσοι-γουρούνια-δολοφόνοι»;), στη βάση στόχων και κινητοποιήσεων. Που όταν πετυχαίνουν ανοίγουν ευρύτερους δρόμους στρατεύοντας κόσμο στην αριστερά και κυρίως αφήνοντας ευρύτερο χνάρι στη συνείδησή όλων όσων συμμετέχουν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ π.χ. ότι μέσα σε αυτό το κλίμα 4-5 συμφοιτήτριες απλά μέλη του μπλοκ αγώνα στους Μηχανολόγους (στους Μηχανολόγους, διάολε, του 75% ανδρών!) ήρθαν τσαντισμένες με μία σεξιστική αφίσα για πάρτυ της ΔΑΠ, σηκώθηκαν μόνες τους και έκαναν ερώτηση ξεφτιλίζοντας το ΔΑΠίτη στη συνέλευση. Και ως εκ θαύματος το αμφιθέατρο χειροκρότησε. Σχεδόν δάκρυσα βλέποντάς το να γίνεται, μία περίοδο που οριακά ήσουν εξωτικό φρούτο αν μίλαγες για σεξισμό στα ΕΑΑΚ (ακόμα και μέσα στις οργανώσεις τους!). Εμείς απλά τις στηρίξαμε, τι πιο ουσιαστικό από το να το κάνουν οι ίδιες αυτό που έκαναν; Βίωμα έμπρακτης αποτύπωσης του τι σημαίνει ενότητα, συμμαχίες και ηγεμονία. Θυμάμαι ότι στο πρώτο μεγάλο πανελλαδικό συντονιστικό γενικών συνελεύσεων στις 25 Μάη του 2006 που κατέληξε στο κοινό «αντιαναδιαρθρωτικό» πλαίσιο, τους συντρόφους και τις συντρόφισσες από το Δίκτυο, τα Αριστερά Σχήματα, τις Αγωνιστικές Κινήσεις κ.λπ. να στηρίζουν θετικά το πλαίσιο που προτείναμε (οριακά βρήκε μεγαλύτερη στήριξη εκεί από ό,τι μέσα στα ΕΑΑΚ πριν βγει, αλλά με σάλιο και υπομονή –μεταμεσονύκτια υποθέτω ως συνήθως!– το βγάλαμε συνθετικά). Και μετά να το παίρνουν ανένταχτοι φοιτητές και φοιτήτριες σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και να το κατεβάζουν ως πρόταση απόφασης όπως ήταν. Και να συσπειρώνει πρωτοφανή μπλοκ αγώνα στις συνελεύσεις, να αποδιαρθρώνει ΔΑΠ και ΠΑΣΠ όταν και ψηφοφόροι τους το ψήφιζαν. Και η ΠΑΣΠ να σέρνεται τελικά και να στηρίζει τα πλαίσιά μας ακριβώς γι’ αυτό. Και η ΚΝΕ να μας κράζει ότι γίναμε «πασόκοι». Και να βάζει πορεία το απόγευμα ενώ εμείς πρωί όπου έγινε κοσμοσυρροή. Και ήρθε το πρωί και ο Παναγιώτης, εξαιρετικός και παραγκωνισμένος Κνίτης της σχολής μας που διαφωνούσε με τη γραμμή. Και στην επόμενη συνέλευση η ΚΝΕ μπήκε στα κοινά πλαίσια και ο Παναγιώτης διαχειριζόταν τη συνέλευση εκ μέρους της ΚΝΕ μαζί με τον κεντρικό συνδικαλιστή τους. Και τον επόμενο Γενάρη στο δεύτερο ξέσπασμα του κινήματος «ήρθε το Κόμμα, Τουλιάτε τώρα» όπως μου είπε με έμφαση 2-3 φορές στο αυτί ένας πολιτικός μηχανικός Κνίτης την ώρα που σπρωχνόμασταν σε μία πορεία (γιατί όταν «έρχεται το Κόμμα» αν μη τι άλλο κάνει αισθητή την παρουσία του!). Και όταν 1-2 χρόνια αργότερα «έφυγε» οριστικά το Κόμμα δεν έφυγαν όλοι μαζί του, κάποιοι έμειναν πίσω (μεταξύ των οποίων και ο πολιτικός μηχανικός, πώς τα φέρνει η ζωή...).
Βίωμα πανεκπαιδευτικού μετώπου, με τους φοιτητές μπροστά και μία μερίδα μελών ΔΕΠ να δίνουν μάχη με διορατικότητα κόντρα στο κοινωνικό τους «είναι», παλεύοντας για όλη την κοινωνία και τη νεολαία της και όχι απλά για τη «συντεχνία». Γιατί αυτό έγινε και γι’ αυτό λίγο μετά οι δυνάμεις του κομματικού «βαθιού» Συνασπισμού στην ΠΟΣΔΕΠ έφαγαν νύχτα το Λάζαρο τον Απέκη και το Γιάννη το Μαΐστρο. Τους οποίους θα τιμώ και θα μνημονεύω πάντα γι’ αυτό κάθε φορά που ανοίγει κουβέντα για το 2006-’07. Ενάντια σε θεούς και δαίμονες της πασοκοδεξιοδιαπλοκής στα ΔΕΠ, ενάντια και στο «βαθύ» Συνασπισμό της Συσπείρωσης Πανεπιστημιακών. Ενάντια και στο Κόμμα που «δενν είχε ακόμα έρθει» και στο περιθώριο μίας Διοικούσας Επιτροπής της ΠΟΣΔΕΠ, όπου μας κάλεσε να μιλήσουμε για να δώσουμε κλίμα ο Λάζαρος, μας έπιασε με πρωτοφανώς καλή διάθεση ο τότε εκπρόσωπός του Κόμματος εκεί για να μας νουθετήσει να μην μπλέκουμε με τους «συνασπισμένους» («εσείς τουλάχιστον είστε αριστεροί αντιευρωπαϊστές, τι θέλετε με τους προγραμματάκηδες των ερευνητικών του ΣΥΝ»; Είχε και κάποια δίκια βέβαια, αλλά στην πολιτική μετράει η κύρια όψη και παρέμβαση, όχι η δευτερεύουσα... Δεν άντεξα να μην του απαντήσω «ναι, αλλά και το Κόμμα που είναι;»). Από τότε έγιναν πολλά, σήμερα ο Λάζαρος ακόμα με τη ρήξη είναι και «αντιευρωπαϊστής», ενώ εκείνος ο Παναγιώτης της ΠΟΣΔΕΠ αν και νομίζω ότι είναι ακόμα στο ΚΚΕ αναζητά κριτικά πλέον «νέες σπορές».
Τέλος, βίωμα πάνω από όλα νίκης. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πρωινό τηλέφωνο που με ξύπνησε μία από τις μέρες που κοιμήθηκα για «ανασυγκρότηση» σπίτι και όχι στην κατάληψη. Τηλεφωνούσε ο Αλέξανδρος από Πάτρα (αυτός που τώρα τρέχει στο ΣΥΝΖΩ και μεγαλώνει το Δημητράκη με τη Ματίνα). Πήρε για να μου πει απλά: «Κοιμάσαι; Σήκω και άνοιξε τηλεόραση!». Το έκανα και είδα το Βενιζέλο να ανακοινώνει την αλλαγή στάσης του ΠΑΣΟΚ για το άρθρο 16 στη Βουλή. Πριν συνειδητοποιήσω τι άκουσα μου είπε απλά: «ΜΑΛΑΚΑ, ΚΕΡΔΙΣΑΜΕ!». Και έτσι ήταν. Και αυτό κατάλαβε η κοινωνία και το φοιτητικό σώμα όση μάχη και αν έδωσε το Κόμμα να πείσει ότι αυτά είναι αυταπάτες (και λίγοι –ευτυχώς– δικοί μας των ΕΑΑΚ να τσιμπάνε, γιατί το άγχος μη μας τη βγει «αριστερά» το ΚΚΕ πάντα ελλοχεύει και ενίοτε σε καιρούς ήττας –καλή ώρα σα σήμερα– ξαναπαίρνει και κεφάλι...).
Εμπειρίες ζωής σε μία περίοδο που η ζωή μας έγινε και λίγο πανηγύρι όπως γίνεται πάντα μέσα σε μαζικά κινηματικά ξεσπάσματα. Γιατί σε τι άλλο εκτός από ένα τέτοιο πανηγύρι θα μπορούσα να βρεθώ με μία κιθάρα, τον Ψηλό στα τύμπανα και το Βασιλάκη στο μπάσο (πλέον επαγγελματία στο όργανο) να τζαμάρουμε μάλλον άθλια το «Νοσταλγό του rock ’n’ roll» του Γιοκαρίνη σε ένα καλοκαιρινό αυτοσχέδιο υπαίθριο πάρτι στις Γενικές Έδρες του ΕΜΠ; Σε τι άλλο θα μπορούσε να πεταχτεί σαν εκστασιασμένος από την άθλια διασκευή μας, να παίρνει αυθόρμητα το μικρόφωνο και να τραγουδά με πάθος ο Θάνος από τον ΑΧΜΜΕΤ (με τα μέλη του οποίου οριακά λέγαμε καλημέρα – και πριν και μετά την άθλια διασκευή αλλά σίγουρα όχι λόγω αυτής). «If I can’t dance to it, it’s not my revolution» όπως έλεγε η Έμμα Γκόλντμαν. 'Η για να το πω αλλιώς, παραφράζοντας το δικό μας Λουκιανό, που έφυγε προχθές, είτε το καταλαβαίναμε είτε όχι δεν νοσταλγήσαμε, δεν βγάλαμε μία εποχή, ούτε προσπαθήσαμε να συντηρήσουμε πράγματα που χάθηκαν. Είπαμε τη γνώμη μας, πάνω σε όσα, χρόνια τώρα μας λέγανε.[6]
Αυτό είναι και το ζητούμενο σήμερα. Στους καιρούς της αδυναμίας που, όπως θυμίζει ο Μπρεχτ που δείχνει να τα έχει πει σχεδόν όλα (κάτι σαν το Λένιν περίπου...), δεν λείπουν οι πολλές γραμμές αλλά η μία γραμμή. Και επειδή όντως ποτέ δεν θα έχουν λεχθεί οριστικά όλα, το πρόβλημα και ο δεύτερος λόγος που μας ωθεί να ξαναγυρνάμε στο παρελθόν του ’06-’07 (και γενικά στο παρελθόν) είναι ότι αδυνατούμε, δεν έχουμε και ψάχνουμε τι να πούμε σήμερα. Όπως το έγραψε σε ωραίους στίχους κάποτε ο Γιώργος Φρέρης: «Στα περασμένα γύρισε και ψάξε για μια ρίζα. Τα θεία είναι ανήμπορα το αύριο να διακρίνουν».
Απέναντι σε αυτό το πρόβλημα υπάρχουν δύο ειδών αντιμετωπίσεις, ή σωστότερα ιεραρχήσεις γιατί στη διαλεκτική της ζωής όλοι τις έχουμε και τις δύο από λίγο, το κρίσιμο είναι ποια κυριαρχεί τελικά. Μία συντηρητική αντιμετώπιση που επιμένει πεισματικά ότι αυτό που λείπει είναι κάτι που έχει λεχθεί ήδη κάπου και κάποτε στο ένδοξο παρελθόν, και δυστυχώς δεν εισακούεται πλέον από όλους στην αριστερά και το λαό για να δοξαστεί και το παρόν μας. Και τελικά είναι μία άγονη πρακτική ανεξαρτήτως αν αυτός που το είπε ήταν ο Λένιν, ο Τρότσκι, ο Μάο, ο Στάλιν, ο Μπακούνιν, ο Γκράμσι, ο Φουκώ ή ο Αλτουσέρ. Ή, για να κατέβουμε από το επίπεδο των «ειδώλων» που συχνά δημιουργούμε στο πιο «γήινο» επίπεδο των «ναών» που φτιάξαμε γι’ αυτά, είναι άγονη πρακτική είτε το είπε το 1ο συνέδριο του ΝΑΡ ή το 3ο της ΑΡΑΝ, το «συσπειρωσιακό μοντέλο» που όλο πέθανε και όλο νεκρανασταίνεται, το μαρξιστικό-λενινιστικό ΚΚΕ που χάσαμε και πρέπει να ξαναβρεθεί ανασυγκροτούμενο, είτε ακόμα και οι εναπομείναντες 53 που «το παλεύουν» και οι αποσπασμένοι που το κάνουν γιατί «δουλειά είναι μόνο βρε» είτε έμειναν είτε έφυγαν από το ΣΥΡΙΖΑ (όπως θυμίζει πάντα άλλωστε και ο μεγάλος θυμόσοφος Τζίμης Πανούσης: «τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία, αλλά καλό είναι να υπάρχουν»...).
Και υπάρχει και μία αναγκαία εν δυνάμει προοδευτική αντιμετώπιση που αρχίζει από τη βασική παραδοχή ότι μετά από μία συντριπτική «Αποκάλυψη» και την εμφανή αδυναμία κάθε «Μεσσία» που είχαμε να εκπληρώσει τον εκ του Πατρός (Μαρξ;) ή της Ιστορίας εκπορευόμενο υποτίθεται ρόλο του, οι «ναοί» και οι «θρησκείες» μας θέλουν γκρέμισμα κρατώντας μόνο ό,τι αξίζει με συνεχή διαδικασία δοκιμής-λάθους για να φανεί και από τη ζωή τι αξίζει τελικά. Όπως επίσης έγραψε ο Φρέρης πάλι: «Τις μολυβένιες ώρες γεύομαι τη νάρκη των αιώνων, τη ξέφρενη αχρηστεία των χαραγμένων συνταγών διαπιστώνω». Ούτε γρήγορα συνειδητοποιείται αυτό, ούτε πλήρως, και πολύ περισσότερο οι πρακτικές που το υλοποιούν θα παλεύουν για χρόνο να κατακτήσουν το χώρο τους και να παράξουν τα αποτελέσματά τους. Όμως νομίζω/ουμε ότι κοινωνικά χρήσιμος ήταν πάντα τελικά και θα είναι και τώρα όποιος ξεκινά από αυτή την αφετηρία και αναζητά νέα περιεχόμενα και νέες πρακτικές για την πολιτική και τη θεωρία, ακριβώς επειδή αντιμετωπίζει μία νέα πραγματικότητα στα ερωτήματα της οποίας οι παλιές στρατηγικές αδυνατούν να απαντήσουν επαρκώς.
Για ποιον άλλο λόγο άραγε (πέραν των σταλινικών εκκαθαρίσεων που όντως υπήρξαν, αλλά δεν αρκούν ως βασική απάντηση) ηττήθηκε ιστορικά το τροτσκιστικό ρεύμα και δεν ξανασήκωσε σοβαρά κεφάλι μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ειδικότερα στην Ελλάδα μετά την ΕΑΜική εμπειρία; Για ποιον λόγο ηττήθηκε ομοίως το ιστορικό μ-λ ρεύμα στη μεταπολεμική καπιταλιστική Δύση της κεϋνσιανής αναδιανομής και ειδικά στην Ελλάδα μετά το ’81 και την άνοδο του ΠΑΣΟΚ; Για ποιον λόγο ηττήθηκε το ρεύμα των φιλοσοβιετικών ΚΚ μετά το ’90-’91 και πρακτικά διαλύθηκε με ελάχιστες εξαιρέσεις (μία εκ των οποίων είναι και η εγχώρια); Και μήπως είμαστε ήδη σε μία τέτοια παρόμοια κατάσταση σήμερα όπου οι κυρίαρχες στρατηγικές της υπαρκτής αριστεράς έχουν ήδη χρεοκοπήσεικαι δεν το ξέρουν ακόμα; Και μήπως είμαστε και εμείς μέσα σε αυτές ακόμα ό,τι και αν λέμε, σκεφτόμαστε, διακηρύσσουμε; Η παραδοχή ότι σε σημαντικό βαθμό ό,τι έχει λεχθεί ήδη δεν είναι επαρκές και χρειάζεται ριζική ανασύνθεση λόγων, περιεχομένων, πρακτικών, οχημάτων είναι το «σημείο μηδέν» για να αρχίσει κανείς σήμερα. Και γι’ αυτό είναι ενδιαφέρουσες και εν δυνάμει γόνιμες όλες οι αναζητήσεις που ξεκινάνε από αυτή από πολύ διαφορετικές αφετηρίες. Από τον κόσμο μέσα και πέριξ του ΚΚΕ που προβληματίζεται, από όλο το γαλαξία αποχωρήσεων από το ΣΥΡΙΖΑ, από τις τάσεις που δεν βολεύονται στα σημερινά μετωπικά εγχειρήματα, από κομμάτι του αναρχικού χώρου που ωριμάζει και κάνει σοβαρές τομές (π.χ. τον κύκλο του περιοδικού Molot κ.ά.) μέχρι και τον οικοδεσπότη της εκδήλωσης, το k-lab.
Αφού το πούμε αυτό, αμέσως μετά πρέπει να παραδεχθούμε όμως ότι κανένας αναστοχασμός δεν παράγει αποτελέσματα στη φορμόλη. Και αυτό αφορά όλων των ειδών τους «αναστοχασμούς» τελικά. Είτε τους νέους ριζικά κριτικούς αναστοχασμούς χωρίς όμως πρακτικές απολήξεις είτε την επιστροφή σε ένα ασφαλές καταφύγιο «κόμματος» ή «κομμουνιστικού φορέα» την ίδια στιγμή που το κοινωνικό υποκείμενο που θέλει να εκφράσει ηττάται συντριπτικά. Αυτό το τελευταίο το κατανοώ εν μέρει μόνο για συντρόφους και συντρόφισσες μεγαλύτερης ηλικίας που απλά νιώθουν πλέον ότι έζησαν ό,τι ήταν να ζήσουν και αναζητούν ένα αξιοπρεπές απάγκιο για όσο χρόνο τους απομένει. Για όλους και όλες εμάς όμως θα είναι καταστροφικό. Η ζωή προχωρά όταν το πένθος μίας απώλειας τελειώνει. Και καλό είναι να τελειώνει σχετικά γρήγορα γιατί αλλιώς σε κρατά καθηλωμένο στο χαμένο αντικείμενο του πόθου που πενθείς. Η παραδοχή της ανεπάρκειας των υπαρκτών στρατηγικών, πρακτικών, θεωρήσεων και οχημάτων είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή προϋπόθεση για να προχωρήσει κανείς. Προχωράς και μαθαίνεις το άγνωστο κυρίως προχωρώντας τολμηρά όλο και πιο βαθιά στην άβυσσό του. Ποτέ δεν θα είσαι «έτοιμος» πριν από αυτό όσο και να προετοιμάζεσαι αναστοχαζόμενος. Μάλλον μόνο οι ασκητές καλόγεροι το πιστεύουν αυτό και ειλικρινά χαίρομαι γι’ αυτούς που δεν μπορούν πια να νιώσουν τη ματαίωση της πίστης τους στο κενό που ακολουθεί τον ερχομό του μοιραίου. Επειδή όμως εμείς είμαστε καταδικασμένοι να προχωρήσουμε εν ζωή είμαστε καταδικασμένοι να το κάνουμε εν κινήσει (μήπως είναι και ταυτολογία αυτό τελικά;).
Με δεδομένο αυτό, έφτασα αισίως στον τρίτο λόγο που νομίζω ότι μας ωθεί να ξαναγυρνάμε στο παρελθόν του ’06-’07. Τον ανέφερα ήδη στην αρχή, το ’06-’07 είναι μάλλον μία μορφή γενετήσιου συγκροτητικού μύθου (με την έννοια της αφήγησης και όχι της πλάνης) για ένα προσωρινό «εμείς» που προέκυψε και ένα ενδεχόμενο «εμείς» που μπορεί να προκύψει από τον μετασχηματισμό του προηγούμενου. Αλλά όπως κάθε γενετήσιος καταστατικός μύθος δεν αρκεί από μόνος του για την αναπαραγωγή του στο διηνεκές. Χρειάζεται αυτό το «εμείς» να ενσαρκώνεται και να μετασχηματίζεται συνεχώς σε υλικές συναντήσεις, μορφές και πρακτικές. Ήττες ξαναϋπήρξαν και μετά από αυτές κάποιοι/ες έμειναν προσκολλημένοι στο παρελθόν και σταδιακά έφθιναν, κάποιοι/ες εξαφανίστηκαν σχεδόν αμέσως και κάποιοι/ες άρχισαν σχεδόν από την αρχή για να ξαναπαράξουν κάτι δημιουργικό μετά από πολύ χρόνο και κόπο. Για να ξεπεράσουν τις παλιές ήττες και να προχωρήσουν αν όχι σε νίκες τουλάχιστον σε νέες ήττες και νέες συντριβές, όπως τραγούδαγαν οι Τρύπες πολύ ταιριαστά.
Για να μη ζήσουν και πεθάνουν απλώς «κανονικά», λοιπόν, τα παιδιά του άλλου τραγουδιού των Τρυπών που επέλεξε το k-lab για τίτλο της εκδήλωσης πρέπει να ξανασηκωθούμε και να προχωρήσουμε πάλι μαζί, να συναντιόμαστε συνεχώς σε πρακτικές, να δημιουργούμε συνεχώς τόπους συναντήσεων όταν τα πράγματα δείχνουν ότι λείπουν τέτοιοι όλο και περισσότερο. Όσο δύσκολο και αν είναι, όσες τομές και ρήξεις κι αν απαιτεί με τις δυνάμεις αδράνειας και τις «κομματικές» δεσμεύσεις που έχουμε όλοι και όλες μας, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο. Ομολογώ ότι είμαι μάλλον απαισιόδοξος για το κοντινό μέλλον, είναι μάλλον που μας έχει πιάσει εκείνη η αρχαία κινέζικη κατάρα να ζήσουμε μία ζωή σε ενδιαφέροντες καιρούς. Όπως, όμως, τραγούδησε, και μάλιστα στην ακμή της αρρώστιας που τον νίκησε, ο μεγαλύτερος performer όλων των εποχών κατά την ταπεινή γνώμη μου, the show must go on...
πηγή: k-lab
[1] Οι περισσότεροι αυτής της γενιάς που συμμετέχουν σε αυτή τη συζήτηση γνωριζόμαστε, οπότε τα επίθετα δενν έχουν και πολλή σημασία. Τα ουσιαστικά έχουν…
[2] «Το πρόβλημα όμως είναι ακριβώς να αποφασίσουμε αν είναι πράγματι πρέπον να τοποθετήσει κανείς τον εαυτό του μέσα σε ένα “εμείς”, προκειμένου να επιβεβαιώσει τις αρχές που αναγνωρίζει και τις αξίες που δέχεται ή, αντίθετα, αν πρέπει να καταστήσει δυνατό το μελλοντικό σχηματισμό ενός “εμείς” επεξεργαζόμενος το ερώτημα. Εγώ νομίζω ότι το “εμείς” δενν πρέπει να προηγείται του ερωτήματος, μπορεί μόνο να είναι το αποτέλεσμα –το κατ’ ανάγκη προσωρινό αποτέλεσμα– του ερωτήματος όπως τίθεται με τους καινούριους όρους με τους οποίους το διατυπώνει κανείς»: Μ. Φουκώ, Εξουσία, γνώση και ηθική, εκδόσεις Ύψιλον, σελ. 135.
[3] Ή με τα λόγια του αγαπημένου μου ποιήματος του Μπρεχτ: Το κομμένο σκοινί / μπορείς να το ξαναδέσεις / θα κρατήσει πάλι, ωστόσο / θα ’ναι κομμένo. / Ίσως πάλι να ανταμώσουμε / μα εκεί που μ’ άφησες / δενν πρόκειται ποτέ / να με ξαναβρείς.
[4] Ας με συγχωρήσουν τόσοι και τόσες που δενν αναφέρω. Κατά τα άλλα τα ονόματα δενν είναι τυχαία, έχουν φυσικά σχέση με πραγματικά πρόσωπα και περιστατικά της ταινίας της ζωής μας.
[5] Κι αυτό γιατί σε αντίθεση με παντού αλλού νομίζω ότι το 2001 στη Θεσσαλονίκη υπήρξε μεγάλο ξέσπασμα, δέκα χρόνια μετά από εκείνο του ’90-’91 και ενώ το ’98-’99 δενν είχε ξεσπάσει τόσο έντονα στη συμπρωτεύουσα. Μπορεί να είμαι και λάθος βέβαια…
[6] Από το σημείωμα που έγραψε στο εσώφυλλο των εξαιρετικών Μικροαστικών του. Βγήκαν και αυτά ένα μήνα πριν το Πολυτεχνείο... Τυχαίο;
ΔΙΑΒΑΣΤΕ