Στις αρχές Σεπτεμβρίου, εν μέσω αναβρασμού στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, λίγες μέρες πριν από την έναρξη της μεγάλης απεργίας των εκπαιδευτικών, η κυβέρνηση προχώρησε στην ψήφιση του νόμου για την αναδιάρθρωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Μπορεί έκτοτε η εκπαιδευτική κοινότητα και ο Τύπος να αναφέρονται στο «Νέο Λύκειο», παρόλο που ο όρος δεν υπάρχει πουθενά, προφανώς λόγω κεκτημένης ταχύτητας από την εποχή των βαρύγδουπων εξαγγελιών της Διαμαντοπούλου, στην πραγματικότητα όμως η μεταρρύθμιση έρχεται από πολύ παλιά.
Αν κάποιος κοιτάξει λίγο πρόχειρα το νομοθέτημα, θα εντυπωσιαστεί από το γεγονός ότι οι αλλαγές που γίνονται στο λύκειο αφορούν δύο πράγματα: την κατανομή των ωρών των μαθημάτων και τον τρόπο εξέτασης και αξιολόγησης των μαθητών. Τα νέα αναλυτικά προγράμματα –το τι διδάσκεται δηλαδή– παραπέμπονται στο μέλλον, πράγμα που είναι ενδεικτικό προθέσεων. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι έχουμε να κάνουμε απλώς με μια αλλαγή του τρόπου εισαγωγής των μαθητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά με συνολικότερη προσπάθεια να μειωθούν τόσο οι προσδοκίες των παιδιών των λαϊκών στρωμάτων όσο και να δημιουργηθούν οι όροι διαμόρφωσης του εργαζομένου που θα ταιριάζει στην Ελλάδα της κρίσης.
Κεντρικός στόχος είναι η τροποποίηση της κατανομής των μαθητών στη γενική και την τεχνική εκπαίδευση. Εδώ μπορεί το ωρολόγιο πρόγραμμα να προκαλεί δέος με την τρομακτική ενίσχυση, κυρίως στη Γ΄ λυκείου, των τριών παραδοσιακών κολοσσών της εκπαίδευσης (Αρχαία, Μαθηματικά, Φυσική), και με την επαναφορά κατά κάποιο τρόπο του συστήματος των δεσμών, το κλειδί όμως βρίσκεται στη συνολική αλλαγή του εξεταστικού συστήματος. Το πνεύμα των πανελλαδικών εξετάσεων διαπερνά πλέον ολόκληρο το λύκειο, καθώς αλλάζει ο τρόπος διεξαγωγής και των προαγωγικών ενδοσχολικών εξετάσεων. Από εδώ και εμπρός τα θέματα δεν θα τα επιλέγουν μόνο οι καθηγητές που διδάσκουν το μάθημα στο σχολείο, αλλά το 50% αυτών θα προέρχεται από τράπεζα θεμάτων διαβαθμισμένης δυσκολίας έπειτα από κλήρωση. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο διδάσκων χάνει τη δυνατότητα να προσδιορίσει ο ίδιος την ύλη των εξετάσεων (αυτό το καθήκον είναι δουλειά του Εθνικού Οργανισμού Εξετάσεων) και άρα το πώς θα διδάξει την ύλη μιας τάξης μέσα σε μια χρονιά.
Όσο κι αν φαίνεται τεχνικού τύπου, η αλλαγή έχει τεράστια σημασία. Η πρώτη και άμεση συνέπεια θα είναι ότι δεν θα μπορεί να λάβει υπόψη του ο καθηγητής τις ιδιαιτερότητες του τμήματος στο οποίο διδάσκει˙ αντίθετα, θα πρέπει να προλάβει να βγάλει ολόκληρη την ύλη και… όποιος αντέξει. Ο χρόνος που δίνεται για την κάλυψη κενών ή η δυνατότητα κάποια τμήματα της ύλης να διδαχθούν πιο αργά ή και να μην απασχολήσουν ένα σχολικό τμήμα αν κρίνεται ότι είναι πάνω από το επίπεδό του δεν υπάρχουν πια. Από εκεί και πέρα, το γεγονός ότι το 50% των θεμάτων είναι από πανελλαδική τράπεζα θεμάτων δίνει πανελλαδικό χαρακτήρα στις εξετάσεις. Αν, δε, τα θέματα επιλέγονται σ’ ένα ανώτερο από τη σχολική μονάδα επίπεδο –σε επίπεδο περιφέρειας, πράγμα που φαίνεται να είναι η τελική επιδίωξη της μεταρρύθμισης– μιλάμε για πραγματικές πανελλαδικές εξετάσεις από την Α΄ λυκείου και στα ΓΕΛ και στα ΕΠΑΛ. Ακόμα κι αν σε πρώτο στάδιο η κλήρωση γίνεται στο σχολείο, είναι σαφές ότι πρόκειται για πιο σκληρό σύστημα.
Αυτή η αλλαγή, βέβαια, δεν θεωρείται αρκετή κι έρχεται να «κουμπώσει» με την αλλαγή στους όρους προαγωγής των μαθητών. Μέχρι σήμερα οι μαθητές προάγονταν αν είχαν γενικό βαθμό ίσο ή μεγαλύτερο του 9,5, χωρίς καμιά άλλη προϋπόθεση (π.χ. να έχουν 9,5 σε κάθε μάθημα ξεχωριστά). Πλέον προϋπόθεση είναι η επίτευξη γενικού βαθμού 10, με δεύτερη προϋπόθεση ότι στη Γλώσσα και τα Μαθηματικά έχουν μ.ο. 10, και στα άλλα μαθήματα 8 (η δεύτερη προϋπόθεση ισχύει για τα ΓΕΛ). Αν κάποιος μαθητής έχει γενικό βαθμό 10, αλλά δεν πιάνει τη βάση στη Γλώσσα για παράδειγμα, ξαναδίνει το μάθημα τον Σεπτέμβριο. Αν όμως δεν έχει γενικό βαθμό 10, επαναλαμβάνει την τάξη χωρίς άλλη ευκαιρία! Πρόκειται μάλλον για το πιο σκληρό εξεταστικό σύστημα που έχει γνωρίσει το ελληνικό σχολείο από τη Μεταπολίτευση.
Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι είναι θεμιτό οι μαθητές να έχουν ένα μίνιμουμ γνώσεων, «τη βάση», σε κάποια βασικά μαθήματα. Αλλά το ζήτημα δεν είναι εκεί. Οι αλλαγές αυτές γίνονται σε μια κοινωνία που σαρώνεται από την κρίση, με ένα σχολείο του οποίου η δυνατότητα να παράγει εκπαιδευτικό έργο και να στηρίζει τους πιο αδύνατους μαθητές όλο και μειώνεται, καθώς καταργούνται οι όποιες υποστηρικτικές δομές υπήρχαν, ενώ επιδεινώνονται ραγδαία οι συνθήκες διδασκαλίας και μέσα στο κανονικό πρόγραμμα – με κλειδί τη διαρκή αύξηση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα. Αν παράλληλα λάβει κάποιος υπόψη όχι μόνο την υψηλή δυσκολία της ύλης στο ελληνικό σχολείο αλλά και τον ίδιο τον προσανατολισμό της εκπαίδευσης, η οποία είναι «κατασκευασμένη» για να είναι πιο οικεία (και πιο εύκολη) για τα παιδιά των πόλεων και των μορφωμένων (μεσαίων και ανώτερων) αστικών στρωμάτων, θα καταλάβει ότι μιλάμε για μια σκληρή ταξική μεταρρύθμιση η οποία δυνάμει μπορεί να δημιουργήσει στρατιές απορριπτόμενων μαθητών.
Συνέπεια όλων αυτών δεν είναι μόνο η ενίσχυση των φροντιστηρίων ήδη από την Α΄ λυκείου, γεγονός βέβαια που δεν πρέπει να παραβλέπει κανείς: Η ενίσχυση μερίδων του κεφαλαίου είναι χαρακτηριστικό όλων των παρεμβάσεων στην εκπαίδευση. Κορυφαίο παράδειγμα, με τις πρόσφατες διαθεσιμότητες, είναι η κατάργηση των εύρωστων τομέων των ΕΠΑΛ, οι οποίοι αποτελούν φιλέτο για τα ιδιωτικά ΙΕΚ. Κεντρικότερος στόχος είναι η στροφή προς την τεχνική εκπαίδευση ενός μεγάλου κομματιού της νεολαίας και από εκεί, μέσα από τα διάφορα δίκτυα, στη μαθητεία και την κατάρτιση. Αυτό δεν αποτελεί απλώς μια διαφορετική επιλογή, αλλά επιφέρει βαθύτερες ιδεολογικές συνέπειες που θα διαμορφώσουν και την πολιτική συμπεριφορά μιας ολόκληρης γενιάς, ως προς το πώς αντιμετωπίζει την οργάνωση και την κατάσταση της κοινωνίας και πώς επιδιώκει να τη μετασχηματίσει. Δεκάδες χιλιάδες νέοι θα πιστέψουν πως δεν μπορούν να τα καταφέρουν και πως κάποια πράγματα είναι πάνω από τις δυνάμεις τους. Θα αποδεχτούν εύκολα τις μειωμένες ή τις μηδαμινές προσδοκίες που μπορεί να έχει κάποιος στη μνημονιακή Ελλάδα και θα βγουν στην αγορά εργασίας με σκυμμένο το κεφάλι. Είναι θέμα προς διερεύνηση το αν η κίνηση του κράτους στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση θα συμπληρωθεί από σημαντική μείωση του αριθμού των εισακτέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ώστε να ολοκληρωθεί η επιχείρηση δημιουργίας μιας γενιάς μειωμένων προσδοκιών˙ κάτι που δεν φαίνεται καθόλου απίθανο.
Ωστόσο, οι όροι προαγωγής και αποφοίτησης δυσκολεύουν και για τα ίδια τα ΕΠΑΛ, πράγμα που σημαίνει ότι μεγάλο τμήμα των μαθητών κατευθύνεται έξω και από αυτά, στις ΣΕΚ, όπου μπορούν να εγγράφονται απόφοιτοι της υποχρεωτικής εκπαίδευσης (αξιοσημείωτο ότι στις ΕΠΑΣ που υπήρχαν μέχρι τώρα εγγράφονταν απόφοιτοι της Α΄ λυκείου) ή ακόμα και στο πουθενά. Δύο είναι τα κλειδιά των αλλαγών στην επαγγελματική εκπαίδευση. Το πρώτο ότι τα επαγγελματικά δικαιώματα που δίνουν οι δομές της τεχνικής εκπαίδευσης χωρίζονται σε πτυχία επιπέδου 3 και επιπέδου 4. Πτυχία επιπέδου 4 θα πάρουν μόνο οι απόφοιτοι της τάξης μαθητείας των ΕΠΑΛ και δίπλωμα επιπέδου 4 οι απόφοιτοι των ΙΕΚ, όπου στο πρόγραμμά τους περιλαμβάνεται και μαθητεία. Σ’ αυτό το πλαίσιο έχει μεγάλο ενδιαφέρον το ότι δημιουργείται ένας γαλαξίας δομών κατάρτισης, πολλές από τις οποίες βρίσκονται έξω από τον έλεγχο του Υπουργείου Παιδείας. Η μόνιμη πλέον προσπάθεια του ελληνικού καπιταλισμού για τη «διά βίου μάθηση» επιχειρείται να πάρει σάρκα και οστά γι’ ακόμη μία φορά, με την ίδρυση Διευθύνσεων Διά Βίου Μάθησης (στις οποίες υπάγονται ΣΕΚ, ΙΕΚ, ΚΔΒΜ), και οι οποίες θα επιδιωχτεί σαφώς να παίξουν ρόλο στον τομέα της επανακατάρτισης ενηλίκων, δημιουργώντας παράλληλα και τη σχετική αγορά κατάρτισης.
Το δεύτερο κεντρικό στοιχείο είναι η γενίκευση της μαθητείας. Η μαθητεία καθίσταται υποχρεωτική ουσιαστικά για όλους, όχι μόνο γιατί για να έχεις πτυχία επιπέδου 4 πρέπει να φοιτήσεις στην τάξη μαθητείας, αλλά και επειδή η μαθητεία που οργανώνεται μαζί με τον ΟΑΕΔ σε χώρους εργασίας συνοδεύεται από κίνητρα πρόσληψης του μαθητευόμενου μετά το πέρας της μαθητείας. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο θεσμός πρώτα απ’ όλα θα λειτουργεί ως σχολείο διαμόρφωσης πειθήνιων εργαζομένων. Τι καλύτερο από το να μαθαίνει ο εργαζόμενος αμέσως μόλις μπαίνει στο χώρο της εργασίας ότι, αν είναι πειθήνιος και λειτουργεί ως «παραγιός», θα μείνει στη δουλειά; Από την άλλη, ο θεσμός της μαθητείας θα λειτουργήσει ως μοχλός παραπέρα μείωσης των μισθών της νέας γενιάς εργαζομένων. Και αυτό γιατί θα είναι μεν έμμισθη, αλλά με αποζημιώσεις πολύ χαμηλές που θα διαμορφώνουν ένα ακόμη πιο χαμηλό κατώφλι στην εργασία. Είναι δεδομένο ότι η μαθητεία θα είναι πραγματική –ανειδίκευτη έστω– εργασία η οποία θα αμείβεται πολύ πιο κάτω και από τον βασικό μισθό. Μάλιστα, στα προγράμματα μαθητείας που ανακοίνωσε πρόσφατα το υπουργείο οι μαθητευόμενοι θα αμείβονται με 300 ευρώ (χρήματα όχι των επιχειρήσεων, αλλά του κράτους) και οι εργοδότες θα απαλλάσσονται ταυτόχρονα από τις εργοδοτικές εισφορές (θυμίζει κάτι αυτό;).
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι το νέο σχολείο έρχεται μαζί και από το παρελθόν και από το μέλλον. Όχι μόνο από το κοντινό παρελθόν των διάφορων συστημάτων εξετάσεων, αλλά και από το κάπως ξεχασμένο παρελθόν του απλήρωτου πιτσιρικά που μαθαίνει τη δουλειά στο συνεργείο. Έρχεται όμως και από το μέλλον της Ελλάδας της κρίσης με τους πενιχρούς μισθούς και τους πειθαρχημένους και χωρίς προσδοκίες και απαιτήσεις εργαζομένους. Γι’ αυτό και η μη εφαρμογή του αποτελεί κεντρική μάχη για το λαϊκό κίνημα και τη νεολαία. Γιατί ακριβώς αποτελεί το συμπλήρωμα στην εκπαίδευση όσων έχουν συμβεί στην εργασία και την κοινωνία. Και αυτή τη μάχη πρέπει όχι μόνο να τη δώσουμε, αλλά μπορούμε και να την κερδίσουμε!
ΔΙΑΒΑΣΤΕ