«Δεν υπάρχει βασιλική οδός για την επιστήμη, και μπορούν να φτάσουν στις φωτεινές κορυφές της μόνον όσοι δεν υπολογίζουν τον κόπο να περάσουν από τα δύσβατα μονοπάτια της»
Καρλ Μαρξ
Το ζήτημα της υπεράσπισης της Σοβιετικής Ένωσης κατά τον 20ό αιώνα διαπλέχτηκε στενά με την πολιτική συγκυρία. Απoτέλεσε πρόταγμα των κομμουνιστών κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου˙ ενσωματώθηκε στην αντιφασιστική πάλη κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο˙ διατηρήθηκε μεταπολεμικώς –με πολλές επιμέρους διαφοροποιήσεις– κατά την εμφάνιση των νέων πολιτικών και κοινωνικών κινημάτων στις χώρες της Δύσης και αποτέλεσε κοινό τόπο για την πλειονότητα της Αριστεράς κατά την αποτίμηση της πτώσης των καθεστώτων.Σε πολιτικό επίπεδο το κομμουνιστικό κίνημα παραδοσιακά ανέδειξε το δίπολο μεταξύ των σοβιετικών χωρών και του δυτικού καπιταλισμού ως αντιπαραβολή δυο θεμελιωδώς διαφορετικών προτάσεων κοινωνικής οργάνωσης παρά την ποικιλία και το βάθος των διαφωνιών που κάθε ρεύμα, κόμμα ή οργάνωση εξέφρασε διαχρονικά.
Σε επίπεδο θεωρητικής ανάλυσης, οι μαρξιστές ακολούθησαν μια αρκετά διαφοροποιημένη πορεία. Παρά την αντιμετώπιση της Σοβιετικής Ένωσης ως συστήματος «ανταγωνιστικού προς το καπιταλιστικό», η μαρξιστική θεωρία έχει σήμερα να επιδείξει ένα εύρος κριτικών αναλύσεων και προσεγγίσεων, που διαχρονικά κάθε άλλο παρά εξιδανικεύουν το σοβιετικό φαινόμενο. Αφήνοντας στην άκρη τις ακραιφνώς φιλοσοβιετικές προσεγγίσεις που επιχειρούν να υπερασπιστούν τον σοσιαλιστικό χαρακτήρα και τις πολιτικές επιλογές του καθεστώτος διαχρονικά, οι ερμηνευτικές θεωρίες που διατυπώθηκαν έχουν ως αφετηρία την 4η Διεθνή και χωρίζονται σε τρεις γενικές κατηγορίες: Στην ερμηνεία της ΕΣΣΔ ωςεκφυλισμένου εργατικού κράτους, που πιστώνεται στον ορθόδοξο τροτσκισμό και βασίστηκε στις αναλύσεις του ίδιου του Τρότσκι, στην ερμηνεία της ΕΣΣΔ ως νέου (sui generis) τρόπου παραγωγής, η οποία εκφράστηκε αρχικά μέσα από μερίδες της 4ης Διεθνούς κατά τη διαφωνία τους με την ερμηνεία του Τρότσκι, και στη θεωρία του κρατικού καπιταλισμού, η οποία διατυπώθηκε τόσο από μερίδες της 4ης Διεθνούς όσο και από θεωρητικές επεξεργασίες που δεν ανήκουν στο τροτσκιστικό ρεύμα, όπως εκείνης του Charles Bettelheim τη δεκαετία του ’70.
Η παραπάνω κατηγοριοποίηση τριχοτομεί τις θεωρίες για την ΕΣΣΔ με γνώμονα το τελικό τους πόρισμα. Η τριχοτόμηση αυτή, αν και σε εμπειρικό επίπεδο είναι έγκυρη, αποτελείεμπόδιο για τη βαθύτερη κατανόηση ενός θεωρητικού και μεθοδολογικού νήματος που συνδέει τις περισσότερες θεωρήσεις για τη φύση της ΕΣΣΔ, μιας υπόγειας σχέσης κοινών θεωρητικών εργαλείων, μιας ενιαίας μεθοδολογίας η οποία υφέρπει, και που με έμμεσο, σχεδόν κρυπτικό τρόπο, περιορίζει την ερμηνευτική δύναμη όσων προσπάθησαν να αναμετρηθούν με τη λυδία λίθο της μαρξιστικής θεωρίας: την ερμηνεία της ΕΣΣΔ.
Κοινός τόπος όλων αυτών των θεωριών, πλην της εξαίρεσης του Bettelheim, ο οποίος συνειδητά διαφοροποιείται από αυτό το θεωρητικό σχήμα, εντοπίζεται στη θεωρία των σταδίων η οποία προτάσσει ως καθοριστική τάση στην ιστορία το νόμο της απαρέγκλιτης διαδοχής τρόπων παραγωγής, από τον πρώιμο κομμουνιστικό στον δουλοκτητικό, τον φεουδαρχικό, τον καπιταλιστικό και τέλος τον κομμουνιστικό. Αυτή η θεωρητική παραδοχή του ιστορικά διαμορφωμένου μαρξισμού του Μεσοπολέμου, όπως αυτός εμφανίζεται είτε στη σταλινική ρητορεία της 3ης Διεθνούς είτε στην αριστερή αντιπολίτευση της 4ης Διεθνούς και που περιγράφεται ως σοβιετικός μαρξισμός, βασίζεται σε μια οικονομίστικη οπτική και ανάγνωση του έργου του ίδιου του Μαρξ και υποβιβάζει την ιστορία σε αποτέλεσμα της εξέλιξης των παραγωγικών δυνάμεων και της παραγωγικότητας της εργασίας, σε αναπαράσταση ενός μοντέλου διαδοχής τρόπων παραγωγής καθορισμένου από πριν. Σειρά μελετητών του σοβιετικού φαινομένου υποτιμούν την εσωτερική δυναμική του και προσπαθούν να ερμηνεύσουν τις διάφορες μορφές στο εσωτερικό του σοβιετικού συστήματος ως αποτέλεσμα εξέλιξης και συνέχειας του κλασικού καπιταλισμού, τείνοντας στηνπεριγραφή του σύμφωνα με εξωγενείς προσδιορισμούς αντί μιας διερεύνησης των εσωτερικών παραγόντων που τον διαμόρφωσαν, δηλαδή μιας ανάλυσης της ταξικής πάλης στην ΕΣΣΔ.
Η θεωρία του εκφυλισμένου εργατικού κράτους
Η θεώρηση της ΕΣΣΔ ως εκφυλισμένου εργατικού κράτους διατυπώθηκε από τον Τρότσκι στο έργο τουΗ προδομένη επανάσταση το 1936. Το κύρος της ερμηνείας που διατύπωσε ο Τρότσκι για την ΕΣΣΔ δεν προκύπτει μόνο από το γεγονός ότι υπήρξε ο μόνος μεγάλος επαναστάτης μπολσεβίκος που έφτασε σ’ ένα επίπεδο ρήξης με το καθεστώς στο οποίο ο ίδιος αφιέρωσε τη ζωή του, αλλά και από το επίπεδο συνοχής της θεώρησής του και τη διαχρονικότητά της.
Σύμφωνα με τον Τρότσκι, η ΕΣΣΔ αποτελεί μια κοινωνία μεταβατική από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό. Δεν είναι σοσιαλιστική˙ μια σοσιαλιστική - πρώιμη κομμουνιστική κοινωνία θα προϋπέθετε ένα επίπεδο ανάπτυξης παραγωγικών δυνάμεων τουλάχιστον ίσο με αυτό του πιο αναπτυγμένου σύγχρονου καπιταλιστικού κράτους. Οι αλλαγές που επιφέρει η Οκτωβριανή Επανάσταση στη νομική κυριότητα, η εθνικοποίηση των παραγωγικών μέσων και των μεταφορών, καθώς και το μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου «καθορίζουν σαφώς τη φύση της Σοβιετικής Ένωσης ως ενός προλεταριακού κράτους».[1] Λόγω της υστέρησης της παραγωγικότητας εργασίας, η παραγωγή βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα και άρα προκύπτει μια ανισότητα στο επίπεδο της διανομής του προϊόντος, ανισότητα η οποία προκαλεί εισοδηματικές διαφοροποιήσεις και ευνοεί την ύπαρξη μιας παρασιτικής γραφειοκρατίας. Ο σοσιαλισμός, λοιπόν, έπεται του καπιταλισμού ως η φυσική του συνέχεια από πλευράς ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Η μετάβαση μπορεί να ολοκληρωθεί αν επιτευχθεί μια ανώτερη παραγωγικότητα της οικονομικής βάσης (η οποία όμως είναι «σοσιαλιστική» από πλευράς σχέσεων ιδιοκτησίας), και το ρωσικό προλεταριάτο καλείται να επιφέρει πλήγμα στη γραφειοκρατία, να την ανατρέψει, «να εισαγάγει στην οικονομία μια σειρά από πολύ σημαντικές μεταρρυθμίσεις, αλλά όχι μια νέα κοινωνική επανάσταση».[2]
Η αντίληψη αυτή παρέμεινε εν πολλοίς σταθερή στο ορθόδοξο τροτσκιστικό κίνημα, γεγονός που γίνεται αντιληπτό αν κανείς αντιπαραβάλει στο έργο του Τρότσκι το βιβλίο του Ernest Mandel Εξουσία και χρήμα (1994), στο οποίο ο Βέλγος μαρξιστής βασίζεται στην ίδια ανάλυση, αυτή τη φορά για να αποτιμήσει την πορεία και τελική πτώση των Ανατολικών καθεστώτων.
Η θεωρία του sui generis τρόπου παραγωγής
Η θεώρηση της σοβιετικής γραφειοκρατίας ως άρχουσας τάξης ενός νέου τρόπου παραγωγής που διαφέρει ουσιωδώς από τον καπιταλιστικό αναπτύσσεται κατά τον Μεσοπόλεμο, στις τάξεις της 4ης Διεθνούς. Σήμερα μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι οι θεωρίες αυτές είχαν μεγάλες αδυναμίες και εν πολλοίς κινούνταν στα όρια της μαρξιστικής θεωρίας. Εντούτοις συνέβαλαν στη νομιμοποίηση της κριτικής στη σταλινική ΕΣΣΔ κομίζοντας χρήσιμες παρατηρήσεις και εισάγοντας γόνιμες θεωρητικές παρατηρήσεις στον θεωρητικό διάλογο, παρότι η γενική τους μεθοδολογία δεν αμφισβητεί τον πυρήνα του λεγόμενου σοβιετικού μαρξισμού.
Οι θεωρίες αυτές διατυπώνονται με τρόπο κατακερματισμένο βιβλιογραφικά και αποσπασματικό θεωρητικά, καθώς συνίστανται σε επιμέρους παρατηρήσεις και ερμηνείες χωρίς να υπάρχει καταγεγραμμένη μια πλήρης παρουσίαση του σοβιετικού κοινωνικού σχηματισμού υπ’ αυτό το πρίσμα. Βασικά έργα θεωρούνται τα βιβλία The Bureaucratisation of the World (1939) του Bruno Rizzi και The managerial revolution (1941) του James Burnham, το οποίο γράφτηκε στo πλαίσιo της ρήξης του με τον μαρξισμό. Παρόμοιες παρεμβάσεις κάνει από την αρθρογραφία του και ο Max Shachtman την ίδια περίοδο. Μεταπολεμικώς, πρεσβευτές της ίδιας άποψης όπως οι Κορνήλιος Καστοριάδης, Jacek Kuroń και Karol Modzelewski, Josef Guttmann, Paul Sweezy, κινούνται σ’ ένα επίπεδο κατανόησης των αντιφάσεων του σοβιετικού συστήματος και λιγότερο σε μια ακραιφνή οικονομίστικη προσέγγιση.
Η θεωρία του γραφειοκρατικού (ή διευθυντικού) κολεκτιβισμού ερμηνεύει τη σοβιετική γραφειοκρατία ως ένα άρχον στρώμα, το οποίο θεμελιώνει χαρακτηριστικά κυρίαρχης τάξης είτε κατέχοντας το κράτος, το οποίο αναβαθμίζεται από διοικητική σε συλλογική παραγωγική δομή (Rizzi), είτε ως ο πραγματικός οργανωτής της σοβιετικής παραγωγής σε επίπεδο παραγωγικής δραστηριότητας μέσω της διεύθυνσης και του ελέγχου (Burnham). Η γραφειοκρατία δεν έχει ρόλο πολιτικού επιτρόπου στη σοβιετική κρατική μηχανή αλλά ασκεί μέσω αυτής άμεσο έλεγχο επί της παραγωγικής διαδικασίας, «όχι δυνάμει δικαιωμάτων ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα εργαλεία παραγωγής, αλλά διαμέσου του μονοπωλιακού ελέγχου τους πάνω σε μια κρατική εξουσία που έχει συγχωνευτεί με την οικονομία».[3]
Το πλαίσιο αυτών των αναλύσεων κινείται πάνω στην παραδοχή ότι ο Μεσοπόλεμος αποτελεί συγκυρία στην οποία ο αγοραίος καπιταλισμός καταρρέει διεθνώς, ολοκληρώνοντας τον ιστορικό του ρόλο. Μέσα από αυτόν αναδύεται όχι η σοσιαλιστική κοινωνία, όπως προέβλεπε ο Μαρξ, αλλά μια ανώτερη μορφή κοινωνίας, με τους δικούς της νόμους κίνησης και τη δική της ιστορική προοπτική. Η σοβιετική κοινωνία, όπως και οι ΗΠΑ της εποχής του New Deal, η φασιστική Ιταλία και η ναζιστική Γερμανία, θεωρούνται όψεις μιας νέας μορφής οικονομίας η οποία ιστορικά παρεμβάλλεται μεταξύ καπιταλισμού και κομμουνισμού,παραλλάσσοντας (αλλά επιβεβαιώνοντας επί της αρχής) το σχήμα διαδοχής τρόπων παραγωγήςπου η θεωρία των σταδίων επιβάλλει. Μια ενδιαφέρουσα πτυχή αυτών των θεωρήσεων είναι ο ισχυρισμός ότι η σοβιετική κοινωνία αποτελεί μόρφωμα ανώτερο του καπιταλισμού, καθώς μετασχηματίζεται σε μια υπέρτερη μορφή οικονομίας, πιο κοντά στη σοσιαλιστική από τη σκοπιά της θεωρίας των σταδίων.
Η θεωρία του κρατικού καπιταλισμού
Ήδη πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση, η έννοια του κρατικού καπιταλισμού χρησιμοποιείται για να ερμηνευτούν οι σημαντικές μεταβολές στον παγκόσμιο καπιταλισμό οι οποίες οδηγούν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο κρατικός καπιταλισμός περιγράφεται από τον Bukharin ως τάση του να οργανωθεί παγκοσμίως σε τραστ και να αναβαθμίσει τον ανταγωνισμό σε διεθνές επίπεδο. Πρόκειται για το τελικό στάδιο του καπιταλισμού προτού τελικά καταρρεύσει και δώσει τη θέση του στον σοσιαλισμό.
Η θεώρηση της ΕΣΣΔ ως κρατικοκαπιταλιστικού σχηματισμού είναι παρούσα ως μέρος της πάλης για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη χώρα κατά τη δεκαετία του ’20 και την εφαρμογή της Νέας Οικονομικής Πολιτικής. Ο ίδιος ο Λένιν προτάσσει την ανάγκη υιοθέτησης ενός μοντέλου κρατικού καπιταλισμού για τη ρωσική οικονομία το οποίο να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της ταξικής πάλης στη συγκυρία και να εγκολπώνει τόσο τις αντιθέσεις μεταξύ πόλης - υπαίθρου όσο και τις αντιθέσεις εντός της ρωσικής υπαίθρου σε μια ενιαία στρατηγική προς τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Παρόμοια ανάλυση χρησιμοποιούν οι κριτικοί του εγχειρήματος της ΝΕΠ, στη βάση της άποψης ότι η νομιμοποίηση καπιταλιστικών σχέσεων πλάι στην ύπαρξη ενός μεγάλου κράτους-ρυθμιστή είναι μια φυσική συνέχεια του καπιταλισμού και όχι ένα σχέδιο σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Από τις αρχές του ’30 ο πρώην μπολσεβίκος Gavril Miasnikov επισημαίνει τη μεταστροφή του σοβιετικού εγχειρήματος προς ένα είδος κρατικού καπιταλισμού, ανώτερο από τον αγοραίο καπιταλισμό, προοδευτικού όμως χαρακτήρα, καθώς αποτελεί σημαντικό βήμα προς την τελική (σοσιαλιστική) λύση. Στο ίδιο πλαίσιο κινούνται συγγραφείς όπως ο Helmut Wagner, στο κείμενό του Theses on Bolshevism και ο Friedrich Pollock, ο οποίος μελετά την άνοδο του κρατικού σχεδιασμού στην ΕΣΣΔ και τα στοιχεία που την καθιστούν ανώτερο και πιο σωστά ρυθμιζόμενο σύστημα.
Από το πλήθος αναλύσεων του ίδιου ύφους θα πρέπει να μνημονεύσουμε το έργο του Tony Cliff (η πρώτη απόπειρα ολοκληρωμένης διατύπωσης της θεωρίας του εκδόθηκε το 1948 υπό τον τίτλο Η φύση της σταλινικής Ρωσίας), το οποίο αποτελεί την πιο προωθημένη τροτσκιστική ερμηνεία περί κρατικού καπιταλισμού. Ο Cliff φτάνει σ’ ένα αξιόλογο βάθος ανάλυσης επί της ταξικής φύσης της ΕΣΣΔ, καθώς ψηλαφίζει μια θεωρία του ιδιαίτερου τρόπου ιδιοποίησης του υπερπροϊόντος στον σοβιετικό κρατικό καπιταλισμό, διατυπώνοντας μια μαρξιστική θεωρία της γραφειοκρατίας ως συλλογικού κεφαλαιοκράτη, ενώ οι επεξεργασίες του σχετικά με τη φύση του κεφαλαίου και τις μορφές που μπορεί να πάρει σε συνθήκες καπιταλισμού αποτελούν ένα στιγμιότυπο υπέρβασης των οικονομίστικων αγκυλώσεων του παραδοσιακού μαρξισμού. Εντούτοις, όλη η ανάλυσή του διαπερνάται από το παλιό οικονομίστικο θεωρητικό σχήμα, επιχειρώντας να περιγράψει εξελικτικά τον κρατικό καπιταλισμό εν γένει ως ένα υπαρκτό στάδιο ανάμεσα στον αγοραίο καπιταλισμό και τον κομμουνισμό. Το σχήμα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων διατηρεί εδώ την ισχύ του και τροποποιούνται τα επιμέρους συμπεράσματα που αφορούν το αν ένα καθεστώς κρατικού καπιταλισμού μπορεί στην πράξη να εμφανιστεί προοδευτικά ως «το ακραίο θεωρητικό όριο της καπιταλιστικής εξέλιξης»[4] ή ως αποτέλεσμα της οπισθοχώρησης, σε επίπεδο διαδοχής των τρόπων παραγωγής, μιας εργατικής επανάστασης. Οι θεωρητικές αυτές προκείμενες γεννούν μια σειρά από αντιφάσεις και αφορμές για κριτική από τους θεωρητικούς του αντιπάλους, καθώς η αναζήτηση της ακριβούς θέσης του σοβιετικού κρατικού καπιταλισμού στη διαδοχή των σταδίων τον ωθεί να δέχεται ότι το σύστημα αυτό, αν και καπιταλιστικό, χαρακτηρίζεται από τη μερική άρνηση βασικών όψεων της καπιταλιστικής οικονομίας όπως η μισθωτή εργασία, η εμπορευματοποίηση της εργατικής δύναμης και ο νόμος της αξίας.
Η ερμηνεία του Tony Cliff, ενώ διακηρυκτικά διερευνά τους ιδιαίτερους εσωτερικούς προσδιορισμούς του σοβιετικού κρατικού καπιταλισμού, ρέπει προς μια περιγραφική εξήγηση του σοβιετικού φαινομένου εντάσσοντάς το στη γενική συζήτηση περί κρατικού καπιταλισμού. Με τη γενίκευση αυτή ο Cliff εγκαταλείπει την ειδική ανάλυση του σοβιετικού κοινωνικού σχηματισμού, καθώς υποτιμά τη σημασία του ιστορικού γεγονότος ότι ο σοβιετικός κρατικός καπιταλισμός δεν αναδύεται μέσα από την υπέρβαση του αγοραίου καπιταλισμού αλλά από την εγκατάλειψη της Νέας Οικονομικής Πολιτικής.
Αντί επιλόγου
Στα πρώτα του βήματα αναμέτρησης με το θεωρητικό ερώτημα της ΕΣΣΔ, ο μαρξισμός της 4ης Διεθνούς βασίζεται στα θεωρητικά εργαλεία του σοβιετικού μαρξισμού, του ιστορικά διαμορφωμένου μαρξισμού της εποχής του Μεσοπολέμου. Στο επόμενο τεύχος του περιοδικού που θα φιλοξενήσει το δεύτερο μέρος του παρόντος άρθρου θα παρουσιάσουμε τη μεθοδολογία του Charles Bettelheim, ο οποίος στο ογκώδες έργο του Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔεγκαταλείπει την αυτοτελή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ως ερμηνευτικό εργαλείο για τη φύση των σοβιετικών σχηματισμών. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής απελευθερώνεται από το ρόλο του ως διάδοχη φάση της φεουδαρχίας ή / και προκείμενη του κομμουνισμού, και αναζητούνται οι εσωτερικοί προσδιορισμοί του, στην κατεύθυνση μιας νέας θεώρησης του σοβιετικού φαινομένου η οποία να ερμηνεύει την εξέλιξη της ΕΣΣΔ ως το αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων.
[1] Λέον Τρότσκι, Η προδομένη επανάσταση. Τι είναι και πού βαδίζει η Σοβιετική Ένωση(μτφρ.: Θεόδωρος Μισαηλίδης), εκδόσεις Διεθνές Βήμα, 2008, σελ. 342.
[2] Στο ίδιο, σ. 348.
[3] James Burnham, Η επανάσταση των διευθυντών (μτφρ.: Τάκης Κονδύλης), εκδόσεις Κάλβος, χ.χ., σ. 282.
[4] Tόνι Κλιφ, Κρατικός καπιταλισμός στη Ρωσία. Μια μαρξιστική ανάλυση των σταλινικών καθεστώτων, εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2005, σ. 145.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ