ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ


Henri Lefebvre

Η εισβολή του Μάη


ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ


«Ανεξέλεγκτα στοιχεία». Σημειώσεις για μια (μυθ)ιστορία


 

Γράφω αυτές τις σκέψεις γιατί καμία βιβλιοκριτική απ’ όσες έχουν δημοσιευτεί μέχρι σήμερα δεν με βρίσκει σύμφωνη στην ουσία της. Κυρίως όμως γράφω αυτές τις σκέψεις γιατί τα Ανεξέλεγκτα στοιχεία είναι ένα υπέροχο βιβλίο.

Από εκείνα που με ωθούν να κάνω το ίδιο λάθος ξανά, το λάθος που ήδη από την εφηβεία μου είχα πάρει απόφαση να κόψω μαχαίρι: να ψάχνω ποιος είναι επιτέλους αυτός ο τύπος που έγραψε ένα τόσο ωραίο βιβλίο, ποια είναι η ζωή του, τι έχει πει, τι έχει κάνει, πώς μοιάζει τέλος πάντων. Πρόκειται όμως για λάθος σχεδόν αυτοκαταστροφικό. Ποτέ μα ποτέ ο καλλιτέχνης δεν ανταποκρίνεται στις φαντασιακές προσδοκίες σου, στην εικόνα που είχες πλάσει για εκείνον τον μποέμ τύπο, που τριγυρνάει αμέριμνος ρεμβάζοντας, που διαβάζει, γράφει, στηλιτεύει την κοινωνική αδικία, είναι σάρκα από τη σάρκα του ριζοσπαστικού κινήματος. Όχι· το πρόσωπό του δεν πλησιάζει ούτε κατά διάνοια την όψη που φαντάστηκες, τα μισά απ’ όσα λέει και κάνει κατά κανόνα είναι αιτία απογοήτευσης: ούτε «τύπος», ούτε μποέμ, ούτε κήρυκας του νέου ριζοσπαστισμού – φευ.

Κι ωστόσο, τα Ανεξέλεγκτα στοιχεία αφηγούνται την καθημερινότητα δύο νέων παιδιών που ενηλικιώθηκαν και πολιτικοποιήθηκαν τη δεκαετία του ’60. Μια καθημερινότητα που εξυφαίνεται μαζί και μέσα στο συμβάν του Μάη του ’68. Πλάι της, ιχνογραφείται ο βηματισμός του κινήματος στη Γαλλία και την Ιταλία, ο χάρτης των ένοπλων επαναστατικών οργανώσεων, οι μαζικοί κοινωνικοί και ιδεολογικοί μετασχηματισμοί, η άνοδος και η πτώση μιας γενιάς που τόλμησε να τρέξει για να αφήσει τον παλιό κόσμο πίσω της.

Όμως, μιας και ξεκίνησα την ιστορία μου από το τέλος, ας συνεχίσω να προχωράω από πίσω προς τα εμπρός. Ο Στεφάν Οσμόν λοιπόν, πένα του μυθιστορήματος και φωνή του αφηγητή-πρωταγωνιστή του, είναι όλα όσα απεύχεσαι να γίνεις: πρώην μέλος εξωκοινοβουλευτικής οργάνωσης της επαναστατικής αριστεράς στη Γαλλία του Μάη, αργότερα στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών, νυν μετανιωμένος για τις «ακρότητες» του κινήματος, θιασώτης της ρεαλιστικής αλλαγής. Σκληρή κριτική; Φταίει η ορμή που μου γέννησε το ίδιο το βιβλίο.

Είπα πως διαφωνώ με την ουσία όσων έχουν γραφτεί μέχρι τώρα γύρω από το μυθιστόρημα. Και η διαφωνία μου είναι κυρίως μεθοδολογική. Οι περισσότερες κριτικές είναι σαν να διαβάζουν σήμερα ένα κομμάτι του χτες, σαν να ασκούν εκ των υστέρων κριτική, λες και όσα συνέβησαν στο βιβλίο είναι ένα στιγμιότυπο του παρελθόντος που μένει εκεί παγωμένο κι ερχόμαστε σήμερα εμείς να το διαβάσουμε με την ωριμότητα του παρόντος. Αυτή η σκοπιά όμως εδραιώνει μια προσέγγιση που, όταν σταματά να αναδεικνύει την αφηγηματική δεινότητα του μυθιστορήματος, αρχίζει να μιλά, άμεσα ή έμμεσα, για τα δομικά αδιέξοδα του κινήματος και της αριστεράς και για τα οράματα που αποδείχτηκαν φρούδα· για τα χαμένα παιδιά και για τις μεγάλες προσδοκίες· για ιδανικά που μας πρόδωσαν και για ματαιώσεις· για υπερπολιτικοποίηση και εντέλει για αποπολιτικοποίηση· για τον εγωκεντρισμό των κακομαθημένων παιδιών που οι γονείς τους, έχοντας ζήσει τη φρίκη του πολέμου αλλά και την αισιοδοξία της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης, τους παρείχαν απλόχερα ό,τι ζήτησαν αλλά εκείνα αποδείχτηκαν πως έκαναν πολύ κακό για το τίποτα. Γι’ αυτή την προσέγγιση, ο Μάης του ’68, σε τελική ανάλυση, δεν ήταν κάτι περισσότερο από μια αποκοτιά της νιότης: όμορφη αλλά ασόβαρη, γοητευτική αλλά για εφήβους – σε κάθε περίπτωση, πολλαπλά επικίνδυνη για τον πραγματικό κόσμο.

Γυρνώντας τις σελίδες του βιβλίου είναι σαν να ακούς την καρδιά του πρωταγωνιστή· να χτυπά δυνατά λίγο πριν από τη σύγκρουση με την αστυνομία, κατά τη διάρκεια της συζήτησης με τους συντρόφους και τις συντρόφισσές του, λίγο πριν από τη σωστή ή τη λάθος απόφαση, κάθε λεπτό μιας καθημερινότητας χωρίς εφησυχασμό και ηρεμία, μιας καθημερινότητας όπου συνεχώς κάτι εκτυλίσσεται, κάτι εξυφαίνεται, κάτι γίνεται. Σε έναν τόπο που η πολιτική σύγκρουση δεν είναι κάποια θεωρητική αναφορά, κάποιο σημείο σε ένα στρατηγικό σχέδιο, είναι εκεί, παρούσα στα οδοφράγματα, τις συνελεύσεις, στην αναζήτηση του προλεταριακού έρωτα, στην καθημερινότητα ενός παρατεταμένου ιδεολογικού πολέμου, μιας διαρκούς πολιτικής και οργανωτικής αντιπαράθεσης.

Και όντως, από μια τέτοια σκοπιά, μπορείς διαβάζοντας να σταθείς πίσω από τα οδοφράγματα, να μυρίσεις δακρυγόνα, να κρυφτείς στα σκοτεινά δωμάτια ημιπαράνομων οργανώσεων, όμως δεν θα ’σαι τίποτα περισσότερο από ηθοποιός σε ταινία εποχής. Από μια τέτοια σκοπιά, ξέρεις πως όλα γύρω σου είναι σκηνικά, πίσω από τα οποία υπάρχει η πραγματικότητα. Γιατί μια τέτοια σκοπιά, με τη βεβαιότητα του παρόντος, μπορεί να θεωρεί δεδομένο πως «κάτω από την άσφαλτο υπάρχει παραλία» μόνο στο κινηματογραφικό στούντιο που στήνει ο συγγραφέας, καθώς –ας μη γελιόμαστε– κάτω από την άσφαλτο υπάρχει απλώς τσιμέντο.

Μήπως όμως αυτός ο τρόπος προσέγγισης του βιβλίου υπαγορεύεται ώς έναν βαθμό και από τη σημερινή στάση ζωής ή τις πολιτικοκοινωνικές απόψεις του Στεφάν Οσμόν; Αν ερμηνεύσουμε την ιστορία που πλάθει και μέσω των βιογραφικών του στοιχείων μεταξύ άλλων, τότε δεν είμαστε και πολύ μακριά από αυτό που ενδεχομένως «να θέλει να πει ο συγγραφέας». Έτσι κι αλλιώς, τι διαφορετικό από μια αναπόληση ή, καλύτερα, μια ενστόχαστη, κριτική και αυτοκριτική αναπόληση μπορεί να είναι ένα βιβλίο με θέμα την ιστορία δύο παιδιών που έζησαν τα καλύτερά τους χρόνια μες στη φλόγα της εξέγερσης;

Από την πλευρά μου, νομίζω ότι η γοητεία του βιβλίου γεννιέται ακριβώς στο σημείο όπου ο αφηγητής επιλέγει να τοποθετήσει το τηλεσκόπιό του για να παρατηρήσει τον χώρο γύρω του και να τον περιγράψει, μια θέση εκ διαμέτρου αντίθετη από εκείνη των κριτικών. Γιατί το τηλεσκόπιο αυτό δεν αγναντεύει το παρελθόν· είναι πολύ περισσότερο ένας μεγεθυντικός φακός τού «εδώ και τώρα» μιας εποχής, μιας εποχής που δεν μας νοιάζει αν ανήκει στο παρελθόν, στο παρόν ή στο μέλλον. Έτσι, τα Ανεξέλεγκτα στοιχεία γίνονται κάτι άλλο από ένα βιβλίο γλυκερής αναπόλησης, αναμνήσεων και «ποίησης των καταραμένων», κάτι διαφορετικό από μια αναπαράσταση με την έννοια του αναδιπλασιασμού, της εκ των υστέρων σκέψης. Γίνεται ένα βιβλίο που αποδίδει απόλυτο σεβασμό στο «εδώ και τώρα», που καταργεί τα όρια του χρόνου καθιστώντας το συμβάν και την αναπαράστασή του σύγχρονα, που αναπνέει με το παρόν των ηρώων και των ηρωίδων του. Οικοδομεί έτσι ένα πεδίο ανοιχτό στην ερμηνεία – δεν γνωρίζεις το μετά, τις αποφάσεις σου τις παίρνεις ταυτόχρονα με τους πρωταγωνιστές της ιστορίας. Και είναι ακριβώς αυτό το χαρακτηριστικό του βιβλίου που αίρει οποιαδήποτε ταυτοτική σχέση με τον συγγραφέα του ως πραγματικό πρόσωπο και το καθιστά παιδί των αναγνωστριών και των αναγνωστών του και όχι του συγγραφέα.

Για όλα αυτά υπεύθυνος δεν είναι μόνο ο κινηματογραφικός ρυθμός της αφήγησης, η πένα του συγγραφέα που σαν κάμερα ακολουθεί κατά πόδας τις εξελίξεις ασθμαίνοντας. Ούτε το αστείρευτο χιούμορ του πρωταγωνιστή, όπλο στην προσπάθεια αυτοϋπονόμευσής του και στην προτροπή να μην παίρνουμε στα σοβαρά τον εαυτό μας ως μια εξίσου επαναστατική πρακτική. Δεν είναι ούτε η ειλικρίνεια στην προσέγγιση των ηρώων και των ηρωίδων: ο πρωταγωνιστής δεν είναι περισσότερο ήρωας από τον δευτεραγωνιστή, δεν είναι περισσότερο ψαγμένος, διαβασμένος, επαναστάτης – ίσως μόνο λίγο πιο αποφασισμένος· τελικά όμως είναι μάλλον ένα τυπικό δείγμα αγωνιζόμενου νέου της γενιάς του, με τα ίδια προβλήματα, τις ίδιες ανασφάλειες, τα ίδια λάθη, τις ίδιες προσδοκίες· ακόμα και η αδυναμία του να σηκώσει το όπλο την κρίσιμη στιγμή δεν παρουσιάζεται ως ηθικό πλεονέκτημα ενός ανθρώπου «άλλης πάστας», αλλά σαν μια «κανονική» αντίφαση ενός «κανονικού» αγωνιστή, που δεν είναι περισσότερο άνθρωπος από τη συντρόφισσά του τη στιγμή που εκείνη δεν διστάζει να τραβήξει τη σκανδάλη.

Υπεύθυνη δεν είναι καν η μαεστρία του αφηγητή να αποτυπώσει πώς ολόκληρη η κοινωνία του Μάη, από τον παππού και τη γιαγιά μέχρι την εξεγερμένη έφηβη, όχι απλώς ασχολούνταν με την πολιτική αλλά ζούσε διά της πολιτικής, ασκούσε πολιτική ως αυτονόητη καθημερινή πρακτική· πώς οι άνθρωποι δεν αναζητούσαν μόνο την ανατροπή του Ζισκάρ ντ’ Εσταίν, αλλά και μια διαφορετική πρακτική του έρωτα, της έμφυλης επιτέλεσης, της οικογένειας και του ρόλου των γονέων και των παιδιών. Υπεύθυνος δεν είναι ούτε ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας χειρίζεται τα στερεότυπα για εκείνη την εποχή, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την πραγματικά εύστοχη περιγραφή της Ελληνίδας συγκατοίκου του πρωταγωνιστή στην πολυκατοικία-κοινόβιο στο Παρίσι. Ούτε ακόμα η εξαίρετη ελληνική μετάφραση και επιμέλεια του κειμένου, που κάνει την αφήγηση να ρέει χωρίς σταματημό και σε ωθεί να αφήσεις γρήγορα ό,τι κι αν κάνεις για να ξαναπιάσεις την ιστορία από εκεί που την άφησες.

Υπεύθυνη είναι πρωτίστως η επιλογή του αφηγητή να μιλήσει για όλα αυτά με όρους συμβάντων και όχι αξιολογικά. Να περιγράψει τη συνθήκη όπου η ανατροπή των παραδεδομένων, σε όλα τα επίπεδα του ανθρώπινου βίου, έφτασε μια ανάσα από το να γίνει πραγματικότητα. Να μιλήσει για εκείνη την ιστορική συνάντηση όλων των απαραίτητων παραγόντων που θα συντελούσαν σε μια πορεία κοινωνικού μετασχηματισμού, και συνάμα να μη σιωπήσει για την επακόλουθη ιστορική αδυναμία που δεν επέτρεψε σε αυτή τη συνάντηση να δέσει, να καταστεί εντέλει εφικτή. Υπεύθυνη είναι η επιλογή του αφηγητή να προβληματιστεί με όρους υλικούς για τη σχέση των δομών με τα υποκείμενα, για το αν οι δομές θα τα συντρίψουν ή αν τα υποκείμενα θα καταφέρουν να τις μετασχηματίσουν. Να πραγματευτεί την έννοια των ορίων –στην πολιτική πρακτική, στην προσωπική ζωή, ακόμα και στη φαντασία–, όχι ηθικολογικά, αλλά υλικά και ηθικά, από φιλοσοφική σκοπιά. Να αποφύγει τη διατύπωση απαντήσεων και να καταστήσει την εκ νέου πραγμάτευση του Μάη ερώτημα που εκκρεμεί. Να διαβάσει την εμπειρία του όχι μέσα από το πρίσμα μιας αποστασιοποίησης, αλλά από τη σκοπιά μιας ανάγκης, μιας βαθιά ανθρώπινης και κοινωνικής ανάγκης, εκείνης που γέννησε τα λάθη μας και τα σωστά μας.

Τα Ανεξέλεγκτα στοιχεία είναι ένα βιβλίο για την έννοια της δυνατότητας, της ιστορικής δυνατότητας – τουλάχιστον έτσι όπως το διαβάζω εγώ. Ένα βιβλίο που, εξιστορώντας πώς τα πράγματα δεν πήγαν όπως θελήσαμε, κραυγάζει σε κάθε του αράδα πώς τα πράγματα θα μπορούσαν να πάνε αλλιώς. Και αυτό αποτελεί τη μοναδική βεβαιότητά του.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το βιβλίο Ανεξέλεγκτα στοιχεία κυκλοφορεί στα ελληνικά απο τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ σε μετάφραση της Αριάδνης Μοσχονά.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
30/05/2023 - 12:10

Η Απάντηση στον Τζων Λιούις συνιστά πριν απ’ όλα μια εξαιρετική εισαγωγή στον μαρξισμό του Αλτουσέρ, ένα αλτουσεριανό μανιφέστο.

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
17/01/2023 - 17:34

Ο Φεμινισμός για το 99%, από τα πιο σημαίνοντα κείμενα του ρεύματος της κοινωνικής αναπαραγωγής, είναι γέννημα-θρέμμα της Παγκόσμιας Φεμινιστικής Απεργίας.

ΘΕΩΡΙΑ|
16/12/2021 - 14:44

Τον Νοέμβριο του 1977, από το βήμα του συνεδρίου που διοργάνωσε στη Βενετία η εφημερίδα Il Manifesto, ο Αλτουσέρ αναφωνεί «Επιτέλους, η κρίση του μαρξισμού!».

ΚΟΙΝΩΝΙΑ/ΚΙΝΗΜΑΤΑ|
09/02/2021 - 16:16

Ένα κίνημα για δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο, είναι πρώτα απ’ όλα ένα κίνημα για ανοιχτό πανεπιστήμιο.