Περιοδικό Εκτός Γραμμής, Τεύχος 24 / Νοέμβριος 2009
Χωρίς αμφιβολία η συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί τομή στην πρόσφατη ιστορία της ριζοσπαστικής αριστεράς. Αποτέλεσμα ενωτικών διεργασιών που είναι σε εξέλιξη εδώ και αρκετό καιρό, αλλά και της κοινής δράσης στο κίνημα, πέτυχε όχι μόνο τη συμπόρευση πολιτικών ρευμάτων και συλλογικοτήτων, αλλά και τη συσπείρωση ευρύτερου ανένταχτου δυναμικού που μέχρι χθες έβλεπε με δυσπιστία ή απογοήτευση τις εξελίξεις στην Αριστερά. Ακόμα μεγαλύτερη σημασία από το εκλογικό αποτέλεσμα έχει η διαμόρφωση μιας ενωτικής διαδικασίας, που θα αποτελέσει το πεδίο όπου μπορούν να συναντηθούν διαφορετικές εμπειρίες, απόψεις, πρακτικές και να αναδυθούν νέες μάχιμες συνθέσεις.
Έτσι χρειάζεται να δούμε την πολιτική διεργασία γύρω από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όχι απλώς ως διαδικασία ενότητας, αλλά ως την πρόκληση να δοθεί απάντηση στην πολυεπίπεδη κρίση της Αριστεράς. Πολιτική φιλοδοξία του εγχειρήματος δεν μπορεί να είναι η λογική ούτε της αριστερής αντιπολίτευσης, ούτε της αριστερής «ομάδας πίεσης» προς τη ρεφορμιστική Αριστερά. Στόχος πρέπει να είναι η ανεξαρτησία από το κράτος, η κινηματική μαχητικότητα, ο αντικαπιταλιστικός και αντισυνδιαχειριστικός προσανατολισμός, η αναζήτηση του επαναστατικού δρόμου και όλα αυτά να ανασημασιοδοτήσουν την ίδια την έννοια της Αριστεράς στο 21ο αιώνα.
Η μετεκλογική περίοδος δεν μπορεί να είναι περίοδος κινηματικής νηνεμίας. Αντιθέτως, χρειάζεται να σπάσει το σάστισμα του κόσμου μπροστά στην οικονομική κρίση, να μην περάσει η «φυγή προς τα εμπρός» των δυνάμεων του κεφαλαίου, να ασκηθεί ασφυκτική πίεση απέναντι στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στα μέτωπα που προδιαγράφονται. Μπροστά μας έχουμε τις παρεμβάσεις στο μέτωπο των αντεργατικών και αντιεκπαιδευτικών πολιτικών που εξαπολύει η νέα κυβέρνηση: μέσα από αυτή την παρέμβαση η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει τη δυνατότητα να αναδυθεί στο προσκήνιο δίνοντας το στίγμα της τόσο απέναντι στην γραμμή της συνεπούς «προγραμματικής αντιπολίτευσης» του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, όσο και απέναντι στη στρατηγικά ηττοπαθή στάση του ΚΚΕ στα κινήματα και στον σεχταρισμό γύρω από το ΠΑΜΕ. Το δυναμικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ χρειάζεται ιεραρχημένες αιχμές, έμφαση στη δυνατότητα να βγουν και να έχουν αποτελέσματα οι κινητοποιήσεις. Να μην εγκλωβιστούμε απλώς σε μια φραστική καταδίκη του ΠΑΣΟΚ αλλά να δώσουμε συντονισμένα τη μάχη για πραγματική συμβολή σε αγώνες, για πραγματική αλληλεγγύη, για προβολή στόχων που αφορούν το λαό και τη νεολαία και όχι γενικών ιδεολογικών αρχών.
Για να μπορούν να ορθωθούν αποτελεσματικές αντιστάσεις και να έχουμε πρωταγωνιστικό ρόλο στα μέτωπα που ανοίγονται το επόμενο διάστημα, είναι απαραίτητο ο χώρος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να πρωταγωνιστήσει σε κάθε προσπάθεια να υπάρξει πανελλαδική ενιαία δικτύωση και έκφραση των εργατικών σχημάτων. Απαιτείται πολιτικοσυνδικαλιστική κατεύθυνση που να συναρθρώνει την αναγκαία αγωνιστική ενότητα των εργαζομένων με τη ρήξη με τον υποταγμένο κυβερνητικό συνδικαλισμό (που το τελευταίο διάστημα έχει δείξει ότι εχθρός του είναι περισσότεροι οι ελαστικά εργαζόμενοι, παρά ο ίδιος ο ΣΕΒ!), αλλά και χωρίς τη φετιχοποίηση του χωροταξικού διαχωρισμού.
Χρειάζεται, όμως, και η αποτύπωση μιας εναλλακτικής πολιτικής πρότασης, απέναντι τόσο στην ηττοπάθεια, τη στρατηγική ιδεολογική φτώχεια και τον απομονωτισμό του ΚΚΕ, όσο και στον αριστερό κυβερνητισμό του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ. Ο αντικαπιταλιστικός βερμπαλισμός δεν αρκεί, απαιτείται να επανακατοχυρώσουμε την Αριστερά ως πολιτική και κοινωνική αντιπολίτευση απέναντι στην κυρίαρχη πολιτική, να προβάλουμε την ανάγκη να νικήσουν οι αγώνες, να επεξεργαστούμε ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης που να συναρθρώνει τις άμεσες διεκδικήσεις με την αμφισβήτηση του πυρήνα της αστικής στρατηγικής. Χρειάζεται συνεπώς να περιγράψουμε από πού περνά η πολιτική και κοινωνική διεύρυνση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δίνοντας βάρος στη συνάντησή μας με τον κόσμο της Αριστεράς που ασφυκτιά στα σχέδια του ρεφορμισμού, στη συνάντησή μας με τα ρεύματα ριζοσπαστικής διεκδικητικότητας, οργάνωσης, συλλογικής πάλης σε όλα τα επίπεδα, στο χώρο εργασίας, στη φοιτητική κινητοποίηση, στη γειτονιά. Όλα αυτά σημαίνουν και το άνοιγμα, με τρόπο ειλικρινή και συντροφικό της συζήτησης για την επαναστατική στρατηγική σήμερα, για τους όρους και τα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης αντικαπιταλιστικής λαϊκής συμμαχίας, για το πώς μπορεί να θέτει με όρους πειστικούς το ζήτημα της εξουσίας και της δυνατότητας μη καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής.
Καθοριστικός κόμβος για τα παραπάνω είναι οι επερχόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές, ζήτημα το οποίο υποδεικνύει την ανάγκη να στηριχτούν όλα τα υπαρκτά τοπικά σχήματα, να υπάρξει εκλογική παρέμβαση σε όσο το δυνατόν περισσότερου δήμους και νομαρχίες με νέα σχήματα. Το εύρος των δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί την αφετηρία, αλλά πρέπει να δοθεί η μάχη για συμμετοχή και άλλων τάσεων της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Εργαστήρι πολιτικών και κινηματικών συνθέσεων
Για να πάρουν όλα αυτά σχήμα και μορφή είναι αναγκαίο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να μπορέσει να γίνει ένα πραγματικό εργαστήρι νέων πολιτικών και κινηματικών συνθέσεων. Το να έχει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αυτοτελείς αποφασιστικές διαδικασίες που θα στηρίζονται στη συμμετοχή και απόφαση των ίδιων των αγωνιστών και όχι στη συνεννόηση των πολιτικών συλλογικοτήτων, δεν είναι απλώς διαδικαστικό θέμα: αφορά την πολιτική αποτελεσματικότητα και το στρατηγικό προσανατολισμό τους. Δεν μπορούμε ούτε να αντιμετωπίζουμε τους ανένταχτους αγωνιστές ως απλούς οπαδούς και αφισοκολλητές, ούτε να πιστεύουμε ότι και οι «οργανωμένοι» εκπροσωπούν μόνο τις συλλογικότητές τους. Δεν πρέπει ούτε τη ζωντανή και συντροφική συζήτηση να φοβόμαστε, ούτε την προσπάθεια μέσα από τη συλλογική πράξη να βλέπουμε ποιες απόψεις δικαιώνονται και ποιες όχι.
Το πέρασμα από το χαλαρό μέτωπο κορυφής στον αυτοτελή δημοκρατικό πολιτικό σχηματισμό είναι ένα κρίσιμο και αναγκαίο στοιχείο, ώστε και η ενωτική διεργασία να γίνει μη αντιστρέψιμη αλλά και να μπορέσει να πάρει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στοιχεία πολιτικού ρεύματος και σχηματισμού και να λειτουργήσει ως πόλος συσπείρωσης ευρύτερου δυναμικού. Αυτό σημαίνει να κατοχυρωθεί η έννοια του μέλους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, να υπάρχουν εκλεγμένα όργανα, να διαμορφωθούν όροι αυτοτελούς πολιτικής λειτουργίας. Να μην φοβηθούμε, δηλαδή, να ξεπεράσουμε την έννοια του κλασικού πολιτικού μετώπου και να τολμήσουμε εκεί όπου χωλαίνει π.χ. το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά αυτό σημαίνει να μη φοβηθούμε το δυναμικό ξεδίπλωμα των αντιθέσεων, την πλήρη ενεργοποίηση της διαλεκτικής της ηγεμονίας, την εμπιστοσύνη στην εμπειρία και τη διάθεση συνδιαμόρφωσης του εγχειρήματος που επιδεικνύουν πάρα πολλοί αγωνιστές.
Προοπτικά, αν μας ενδιαφέρουν αντίστοιχες διεργασίες με αυτές που οδήγησαν στη συγκρότηση του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος στα Γαλλία ή του Μπλόκου της Αριστεράς στην Πορτογαλία (χωρίς να παραβλέπουμε τις πολιτικές αντιφάσεις ιδίως του τελευταίου), η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να υπερβεί τόσο την έννοια του απλού μετώπου όσο και του μετώπου με δημοκρατικές διαδικασίες. Άλλωστε, εάν όντως οι σημερινές συλλογικότητες της ριζοσπαστικής αριστεράς εκτός από αναχώματα απέναντι στην πλήρη υποχώρηση υπήρξαν και αυτές υλικά χνάρια της κρίσης της Αριστεράς, τότε θα πρέπει να αναμετρηθούν με τη μεταβατικότητά τους και την αναγκαία διαλεκτική της αυτοαναίρεσής τους σε ευρύτερες συνθέσεις.
Και αυτό θέτει μια διπλή πρόκληση. Από τη μια να μπορέσει η διαδικασία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να μετεξελιχθεί σε έναν ιστορικά πρωτότυπο σύγχρονο πολυτασικό αντικαπιταλιστικό πολιτικό σχηματισμό, στον πολιτικό φορέα μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής κατεύθυνσης και πρότασης για την Αριστερά που θα συσπειρώνει τα συστατικά στοιχεία του «κόμματος σε διάχυτη μορφή» και θα επιτρέπει το πέρασμα σε ανώτερες μορφές πολιτικής συγκρότησης. Από την άλλη, στο εσωτερικό αυτής της διαδικασίας να τεθεί το ζήτημα της ηγεμονίας μιας σύγχρονης κομμουνιστικής προοπτικής, μέσα από την υπέρβαση των σημερινών μορφών και οργανωτικών διαχωρισμών όσων ρευμάτων επιμένουν στην επαναστατική ανανέωση του κομμουνιστικού ρεύματος.
Αντιστοιχούν και απηχούν την γνώμη δεκάδων αγωνιστών που συσπειρώνονται στις γραμμές τις ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τα βήματα που πρέπει το επόμενο διάστημα να γίνουν προς την κατεύθυνση αναβάθμισης της δημοκρατικής λειτουργίας του μετώπου με στόχο να διοργανωθεί η Πανελλαδική Συνέλευση του Γενάρη ως το πρώτο πανελλαδικό σώμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που θα στηρίζεται σε αιρετούς αντιπροσώπους.
Μπορούμε να κάνουμε τολμηρά βήματα χωρίς να προϋποτίθεται η διάλυση των οργανώσεων, αλλά να κατοχυρώνεται η δημοκρατική λειτουργία σε όλα τα επίπεδα. Με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ όχι ως άθροισμα οργανώσεων αλλά ως μετωπική ενότητα που έχει συντρόφους-μέλη όσους αποδέχονται το γενικό πολιτικό της πλαίσιο, συμμετέχουν σε μια τοπική ή και κλαδική επιτροπή της και συνεισφέρουν οικονομικά στη δράση της. Με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ να χαράσσει τη στρατηγική της σε Πανελλαδική Συνέλευση που συγκροτείται από εκλεγμένους (και ανακλητούς) αντιπροσώπους από τις τοπικές και κλαδικές συνελεύσεις με εύλογο μέτρο που θα εξασφαλίζει και την πολυφωνία και τη λειτουργικότητα ώστε και όλες οι πολιτικές τάσεις που συμμετέχουν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ να εκπροσωπούνται στα συντονιστικά όργανα αλλά και να αντανακλώνται σε αυτά οι δυναμικές της συζήτησης που αναπτύσσεται στο εσωτερικό της και που, δυνητικά, υπερβαίνουν τις οργανώσεις. Πώς θα αποφύγουμε είτε τη λογική του βέτο είτε το ενδεχόμενο «διχαστικών» πλειοψηφιών; Ο μόνος τρόπος που εξασφαλίζεται αυτή η διαλεκτική είναι η προσπάθεια οι αποφάσεις να λαμβάνονται με ομοφωνία ή με πλατιά συναίνεση και οι ψηφοφορίες να γίνονται σε οριακές περιπτώσεις με ορισμένη εξαρχής ενισχυμένη πλειοψηφία για τις αποφάσεις (π.χ. 3/4). Με μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ που θα συντονίζει την δράση της από Πανελλαδικό Συντονιστικό, εκλεγμένο (και ανακλητό) από την Πανελλαδική Συνέλευση, αλλά και Γραμματεία με έδρα την Αθήνα.
Ο δρόμος αυτός αποτελεί αναπόδραστη επιλογή για όλες τις δυνάμεις που σήμερα στηρίζουν το εγχείρημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ όπου και αν αυτές βάζουν τον πήχη, όσο και αν εκτιμούν τις δυνατότητες αυτού του εγχειρήματος, όσο αμήχανα και αν στέκονται μπροστά στο ενδεχόμενο αυτοαναίρεσής τους, όσο και αν –παρά τον καταθλιπτικό συσχετισμό δύναμης– επιμένουν στη σημασία της αυτόκεντρης ανάπτυξης ενός ιδιαίτερου υποκειμενισμού. Σε αυτή την συγκυρία δεν χωρούν αντιδιαλεκτικές προφάσεις και αμήχανες υπεκφυγές, οι οποίες, πίσω από ένα αδιευκρίνιστο συνονθύλευμα απαιτητών εγγυήσεων, επιμένουν ότι τα επόμενα βήματα για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ προϋποθέτουν ευρύτερη ιδεολογική, πολιτική ή και προγραμματική σύγκλιση χωρίς καν να μπορούν στο παραμικρό να περιγράψουν το πώς θα επιτευχθούν αυτές.
Το στοίχημα για την Αριστερά που θα σφραγίσει την εποχή μας, που θα καταφέρει να καταγράψει στο πολιτικό επίπεδο τα αιτήματα και τις αγωνίες του κόσμου της εργασίας και της νεολαίας που βγαίνει στο προσκήνιο, που θα καταφέρει να ανοίξει δρόμους για ένα μέλλον ανατροπής, είναι ακόμα ανοικτό. Οι κίνδυνοι παραμένουν τόσο ενεργοί όσο και οι δυνατότητες. Γιατί η στασιμότητα, η αυταρέσκεια και η εμμονή στα δεδομένα και τα ερωτήματα του χθες, του πολυκερματισμού, της ήττας, σε ό,τι καταναλώθηκε ως ζητούμενο κατά τη δεκαετία που κλίνει, δεν οδηγεί παρά μόνο στην ενίσχυση της ροπής είτε προς τα μεγάλα κόμματα του ρεφορμισμού, είτε προς επιλογές αυτονομίας και μειοψηφικής επαναστατικής ρητορείας.
Γιατί είναι σημαντικό οι αλήθειες, τα σωστά και τα λάθος του κάθε υποκειμενισμού να μπορούν να έχουν διαρκώς ένα διευρυνόμενο έδαφος μέσα στο οποίο θα επιβεβαιώνονται ή θα διαψεύδονται χωρίς να υποχρεώνονται σε λογοκρισία αντίστοιχη με αυτή που σήμερα δέχεται κάθε ανήσυχη τάση και σκέψη εντός των κομμάτων του ρεφορμισμού. Σε τελική ανάλυση, σε ένα διευρυνόμενο γήπεδο της αντικαπιταλιστικής στόχευσης, όσοι είναι τόσο πεπεισμένοι για τη σημασία του υποκειμενισμού τους, μόνο να κερδίσουν έχουν. Αλλά πραγματικά κερδισμένοι θα είναι το ίδιο το εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα που θα μπορέσει να βρει έναν οργανισμό της αντικαπιταλιστικής αριστεράς ικανό στηρίζει με ουσιαστικό τρόπο τα κινήματα, να διεκδικεί ζωτικό χώρο στο πολιτικό επίπεδο, να συζητά τα στρατηγικά ερωτήματα σε μεγαλύτερη κλίμακα, να εμπλουτίζει με ουσιαστικό τρόπο τις προγραμματικές επεξεργασίες, να ανοίγει πραγματικούς δρόμους για την ανατροπή.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ