Tο κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε τον Μάρτιο του 2006 και δημοσιεύθηκε λίγο αργότερα στο περιοδικό Εκτός Γραμμής, στον απόηχο του θορύβου που ξεσήκωσε διεθνώς η υπόθεση των «σκίτσων του Μωάμεθ». Το καθιστά εκ νέου επίκαιρο, με έναν τρόπο, η πρόσφατη εμφάνιση του τρέιλερ «Η Αθωότητα των Μουσουλμάνων» και το κύμα αναταραχής , αλλά και έντονης διεθνούς συζήτησης, που αυτό προκάλεσε – ως χονδροειδής επανάληψη, σε μία ακόμη πιο ευαίσθητη συγκυρία, του θεάματος μιας «αυτοεκπληρούμενης» και συνάμα αποκρυπτικής «σύγκρουσης των πολιτισμών».
Διαταραγμένος, με τα μέτρα του περίγυρού του, αλλά προπάντων ποιητής, ο Μιχαήλ Μητσάκης (1868-1916) ομολογούσε [1] ότι, κάθε φορά που αντίκριζε την «ελληνική» βασιλική οικογένεια, ένιωθε την ακατανίκητη παρόρμηση να ανακράξει «Ου, τι Δανοί!». Δεν είναι όμως ούτε από σκωπτική, ούτε, πολύ περισσότερο, από φιλοπαίγμονα διάθεση, που οι νεοσυντηρητικοί κάθε απόχρωσης, εντός και εκτός Ελλάδος, επιχειρούν στις μέρες μας να μας πείσουν ότι «είμαστε όλοι Δανοί»…
Παράτολμο ούτως ή άλλως το εγχείρημα, καθώς τα περιστατικά που ξάφνου μας επέβαλλαν το καθήκον να γίνουμε και εμείς Δανοί, είχαν ως αφετηρία τους ακριβώς την πεποίθηση ότι δεν δικαιούνται να λέγονται Δανοί, όσοι απλώς το διεκδικούν. Διότι «Δανοί» γινόμαστε «όλοι» (με ορισμένες απαραίτητες εξαιρέσεις), μόνο προσχωρώντας στην ψυχροπολεμικώς νοούμενη «Δύση» - την ώρα που αυτή βρίσκει το νέο της περιεχόμενο και τη νέα της ενότητα στην σύγκρουση με κάποιους πολιτιστικά «άλλους». Και διότι το πραγματικό σύνθημα, απευθυνόμενο σε αυτούς τους «άλλους», τους εγγύς και τους μακράν, ήταν εξαρχής το «δεν θα γίνεις Δανός ποτέ, Μωαμεθανέ, Μωαμεθανέ!» - άσχετο αν, έτσι διατυπωμένο, δείχνει, είναι η αλήθεια, καταλληλότερο για χουλιγκάνους παρά για φωτισμένες γραφίδες…
Ιδιότητα δεν έχει βεβαίως ο «Δανός» τιμιωτέρα από την περιλάλητη «ανεκτικότητα», αρκεί αυτή να μην παρεξηγηθεί: «κάθε κοινωνία διατηρεί το δικαίωμα να έχει τα ταμπού της, για τα οποία δεν μιλά (…) όμως η ακριβοδικία (even-handedness) δεν μπορεί να αποτελεί στόχο. Πρέπει να γίνει σαφές ότι η κουλτούρα της πλειοψηφίας κυριαρχεί και η κουλτούρα της μειοψηφίας πρέπει να αποδέχεται τους κανόνες. Αν οι κανόνες δεν γίνονται αποδεκτοί, κανείς δεν υποχρεώνεται να ζει εδώ» υποστήριξε[2] ο Roger Koeppel, διευθυντής της γερμανικής εφημερίδας Die Welt, η οποία αναδημοσίευσε τα περιβόητα 12 σκίτσα του Προφήτη Μωάμεθ.
Άλλοτε πάλι χρειάζεται να στραφεί κανείς σε μια εστεμμένη κεφαλή για μια τονωτική δόση ειλικρίνειας: «Αντιμετωπίζουμε στις μέρες μας την πρόκληση του Ισλάμ, παγκοσμίως και τοπικά. (…) Υπάρχει κάτι το ελκυστικό στους ανθρώπους που δίνονται τόσο ολοκληρωτικά στην πίστη τους, αλλά και κάτι το τρομακτικό (…) Πρέπει να βρεθεί ένα αντίβαρο, και ας αντιμετωπίζουμε έτσι κάποτε τον κίνδυνο να μας κολλήσουν ταμπέλες διόλου κολακευτικές. Γιατί σε ορισμένα ζητήματα δεν πρέπει να επιδεικνύουμε καμία ανοχή. Και όταν είμαστε ανεκτικοί, πρέπει να ξέρουμε αν αυτό γίνεται για λόγους διευκόλυνσης ή εκ πεποιθήσεως», δηλώνει η βασίλισσα της Δανίας Μαργκρέτε Β’ στην επίσημη βιογραφία της από την Annelise Bistrup, η οποία εκδόθηκε πέρσι [3].
Πρόκειται άλλωστε για κάτι πολύ ευρύτερο από τα σκίτσα. «Πρόκειται για το ερώτημα της ενσωμάτωσης καθώς και της συμβατότητας της θρησκείας του Ισλάμ με τη σύγχρονη κοσμική (secular) κοινωνία - το ερώτημα του πόσα στοιχεία θα πρέπει να αποποιηθεί ο μετανάστης και με πόσα θα πρέπει η κουλτούρα υποδοχής να συμβιβασθεί» όπως δήλωσε [4] εύγλωττα ο αρχισυντάκτης πολιτιστικών θεμάτων της δανέζικης εφημερίδας Jyllands Posten και πρωτεργάτης της επίμαχης δημοσίευσης, Flemming Rose, δίνοντας άθελά του το μέτρο της αστοχίας κάθε άποψης που στην υπόθεση αυτή αντικρίζει μια σύγκρουση της «ελευθερίας του λόγου» με τον «θρησκευτικό φανατισμό».
Διότι, αφήνοντας προς στιγμήν την υπερβατική σφαίρα, όπου ο λόγος γλεντά αμόλυντος την ελευθερία του, ας θυμηθούμε από τη θεωρία της επικοινωνίας δύο θεμελιώδεις ιδιότητες που αυτός έχει: την εγγενή επιτελεστικότητα και τη ριζική συγκειμενικότητά του. Κοινώς: ό,τι λέγεται, λέγεται με την πρόθεση να επιτύχει κάποια αποτελέσματα στον κόσμο. Και επίσης: το τι πραγματικά λέγεται κάθε φορά, καθορίζεται από το ποιος σε ποιόν μιλάει, και πού και πότε. Ακόμη και όταν μιλά με σκίτσα…
Γιατί, αν μη τι άλλο, στην «υπόθεση Μωάμεθ» και οι προθέσεις υπήρξαν εξαρχής ομολογημένες και τα συμφραζόμενα άκρως αποκαλυπτικά.
Προθέσεις σαν αυτές που εκφράζουν οι δηλώσεις του Flemming Rose, ή σαν αυτή που μαρτυρεί η προηγούμενη άρνηση της Jyllands Posten να δημοσιεύσει σκίτσα με αντικείμενο τον Ιησού, επειδή αυτά θα προκαλούσαν «κατακραυγή»[5] (αυτήν την κατακραυγή που προφανώς αποζητούσε η εφημερίδα όταν αργότερα παράγγελνε τα σκίτσα του Μωάμεθ). Προθέσεις σαν αυτή που αποκαλύπτει η επί μακρόν άρνηση της δεξιάς κυβέρνησης του Anders Fogh Rasmussen να δεχθεί καν σε ακρόαση τους διαμαρτυρόμενους πρέσβεις των αραβικών χωρών [6] ή η αναδημοσίευση των σκίτσων, από το νορβηγικό ευαγγελικό περιοδικό Μagazinet, τέσσερις ολόκληρους μήνες μετά την αρχική τους εμφάνιση - καθώς η πρόκληση, φαίνεται, έπρεπε να ανατροφοδοτείται διαρκώς, μέχρι οι αντιδράσεις να φθάσουν στο «επιθυμητό» επίπεδο έντασης.
Συμφραζόμενα, καταρχήν τοπικά, όπως η φυσιογνωμία της Jyllands Posten (φιλοναζιστικής προπολεμικά, φιλο-ατλαντικής μεταπολεμικά, φιλοκυβερνητικής σήμερα και πάντοτε υπερσυντηρητικής [7]), η «στράτευση» του Flemming Rose στην «υπόθεση» της ισλαμοφοβίας [8], η ξενοφοβική υστερία [9] που καταλαμβάνει όχι το περιθώριο αλλά το mainstream της δανέζικης πολιτικής ζωής [10], η φυλετική βία [11], η στήριξη της δεξιάς κυβέρνησης του Rasmussen από το ακροδεξιό Κόμμα του Δανικού Λαού [12] (Danske Folkeparti) της Pia Kjaersgaard, η συμμετοχή 530 δανών στρατιωτών στην κατοχή του Ιράκ….
Συμφραζόμενα πανευρωπαϊκά, όπως η κατά τα άλλα ηχηρή αποδοκιμασία, μέχρι την ποινικοποίηση, ορισμένων μόνο [13] μορφών μισαλλόδοξου ή και απλώς μη αρεστού λόγου, η διαρκής διόγκωση της κατηγορίας των «εγκλημάτων γνώμης» [14], η κυριαρχία της κουλτούρας των «προσβεβλημένων ευαισθησιών». Αλλά και η καλπάζουσα ισλαμοφοβία και το όλο και πιο συχνά επανεμφανιζόμενο (είτε με την ισλαμική μαντίλα στη Γαλλία, είτε με την υπόθεση Van Gogh στην Ολλανδία) μοτίβο της υιοθέτησης μιας κατασταλτικής λογικής για την «υπεράσπιση της ελευθερίας» απέναντι στους «μη ανεκτικούς» αντιπάλους της [15].
Συμφραζόμενα μεσανατολικά, όπως ο διαγκωνισμός κυβερνήσεων και πολιτικών δυνάμεων, ήκιστα «θεοσεβών», για την εξασφάλιση ανέξοδων διαπιστευτηρίων «αντιδυτικής υπερηφάνειας» απέναντι στους πολιτικούς ανταγωνιστές τους [16]. Για να μη μιλήσουμε βεβαίως για συμφραζόμενα όπως ο «Μακρός Πόλεμος» που ξεδιπλώνουν σε παγκόσμιο επίπεδο η υπερδύναμη και οι σύμμαχοί της, με αιματηρές εκκρεμότητες στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, και εμφανέστερο επόμενο στόχο το Ιράν και τη Συρία [17].
Μα λοιπόν, τι; «Θα φτάσουμε στο σημείο να απολογούμαστε για τον πολιτισμό μας; Θα τρομάξουμε από το αφιονισμένο πλήθος κάποιων που θέλουν να εγκαθιδρύσουν έναν ισλαμικό μεσαίωνα σε όλο τον κόσμο;» [18]. Το αν αυτό που πραγματικά απασχολεί τα «αφιονισμένα πλήθη» στην παρούσα, διόλου αθώα, συγκυρία, είναι η εγκαθίδρυση ενός ισλαμικού μεσαίωνα σε όλο τον κόσμο, και όχι ας πούμε η πολιτική κρίση των χωρών τους ή οι στρατιωτικές εισβολές σε κάποιες από αυτές, αποτελεί μεγάλη συζήτηση, για να την κλείσουμε με μια μονοκοντυλιά.
Όμως, το ερώτημα έχει νόημα μόνο αν δεχθούμε ότι το κρίσιμο ζήτημα με ένα σκίτσο, π.χ. σαν αυτό του Μωάμεθ με το τουρμπάνι-βόμβα, αφορά την παραβίαση του θρησκευτικού ταμπού (ορισμένων παραδόσεων του Ισλάμ) για τον μη εξεικονισμό του Προφήτη και όχι, πρωτίστως, τη συλλογική δαιμονοποίηση μιας σειράς πληθυσμών που ταυτίζονται λόγω της καταγωγής τους με την οπισθοδρόμηση και την «τρομοκρατία». Που σκόπιμο εμφανίζεται να σωφρονισθούν προληπτικά «εκεί κάτω», πριν έρθουν να μας επιβάλλουν τον νόμο τους «εδώ μέσα». Και, που επιπλέον, στο πλαίσιο αυτού του ιδιόμορφου «τέστ ορίων ανοχής», με την οποιαδήποτε αντίδρασή τους θα βρεθούν να επιβεβαιώνουν τον αρχικό στιγματισμό και το ανέφικτο της «ενσωμάτωσής τους» [19]. Με άλλα λόγια, μια μικρή αυτοεπαληθευόμενη πρόκληση [20] τίθεται στην υπηρεσία της μεγάλης «αυτοεκπληρούμενης προφητείας» της σύγκρουσης των πολιτισμών. Ή, όπως χαρακτηριστικά έλεγε και ο νοτιαφρικανός αγωνιστής κατά του απαρτχάιντ Steve Biko: «όχι μόνο μας κλωτσούν οι λευκοί, αλλά και μας λένε πώς πρέπει να αντιδρούμε όταν μας κλωτσάνε»[21].
Όσο για το δικαίωμα στον λόγο, λησμονείται ότι η ελευθερία του καθενός να εκφράζεται ανεμπόδιστος, δεν μεταφράζεται και σε πολιτική νομιμοποίηση της όποιας άποψης του ή σε ενοχοποίηση όσων ασκούν το δικό τους δικαίωμα να την καταγγέλλουν. Και λησμονείται ότι ανάμεσα στην προληπτική ή κατασταλτική επιστράτευση της κρατικής βίας, και τον ενστερνισμό ή την αναδημοσίευση των ρατσιστικών σκίτσων δίκην «κορώνας στο κεφάλι» της «φωτισμένης Δύσης» υπάρχει πάντοτε ο τρίτος δρόμος [22] της πολιτικής αποδοκιμασίας τους, αυτής ακριβώς που ζητούσαν οι άραβες πρεσβευτές και που η κυβέρνηση Ράσμουσεν αρνήθηκε [23] μέχρι όταν ήταν πια αργά [24].
Ωστόσο, η επιχειρούμενη αντιπαράθεση, με «πολιτισμικούς» όρους, μιας βίαια ομογενοποιημένης «Ανατολής» με μια εξίσου αυθαίρετα ομογενοποιημένη «Δύση» δεν μοιάζει να εξαφανίζει την έννοια του ιερού στην «καθ’ ημάς Δανία». Το μαρτυρεί ο Flemming Rose, ο οποίος παρά την προθυμία του να δημοσιεύσει σατιρικά σκίτσα με αντικείμενο τον Μωάμεθ, τον Μωϋσή ή τον Ιησού δηλώνει ότι θα απέρριπτε ως «ρατσιστικό» ένα σκίτσο που θα έδειχνε τον Αριέλ Σαρόν να στραγγαλίζει ένα παλαιστινόπουλο [25]. Και το μαρτυρεί ο αμερικανός φαντάρος στο Γκουαντάναμο, που απολογούμενος, μετά από καταγγελία ότι ούρησε επί του Κορανίου, εξήγησε ότι ίσως αυτό συνέβη χωρίς να το θέλει, ενώ αυτός ουρούσε, όπως προβλέπει η ανακριτική διαδικασία, επί ενός παρακείμενου κρατουμένου [26]…
--------
[1] Μιχαήλ Μητσάκη, «Τα Γιατί», Η Λέξη, τ. 90, 1989.
[2] Στην Christian Science Monitor, 8 Φεβρουαρίου 2006.
[3] Hannah Cleaver, “We need a counter-balance to Islam, says Danish queen”, www.telegraph.co.uk, 16 Απριλίου 2005.
[4] Στους New York Times, 2 Φεβρουαρίου 2006. Θα άξιζε τον κόπο να συγκρίνουμε βαθύτερα το ψευδο-δίλημμα αυτό με το πολυσυζητημένο αντίστοιχό του σχετικά με το «τι μέρος των πολιτικών ελευθεριών θα πρέπει να αποποιηθούμε, στο βωμό της ασφάλειας έναντι της τρομοκρατίας».
[5] Η απορριπτική απάντηση του αρχισυντάκτη της Jyllands-Posten, Jens Kaiser προς τον σκιτσογράφο Christoffer Ziegler παρατίθεται στον Guardian, 6 Φεβρουαρίου 2006. Υπήρξε όμως και συνέχεια: «Σε καμία περίπτωση δεν θα δημοσιεύαμε σκίτσα για το Ολοκαύτωμα από μια Ιρανική εφημερίδα» δήλωσε ο διευθυντής της Jyllands Posten, Carsten Juste, επαναφέροντας στην τάξη τον Flemming Rose, ο οποίος είχε αρχικά φανεί δεκτικός στην ιδέα, αλλά εντέλει «παραδέχθηκε το λάθος του». (“Paper won’t run Holocaust cartoons ”, Associated Ρress, 9 Φεβρουαρίου 2006).
[6] Την βαθύτερη συνενοχή της κυβέρνησης Rasmussen, που δεν περιορίζεται απλώς στην απροθυμία της να παρέμβει, φανερώνει η ομιλία του υπουργού Πολιτισμού Brian Mikkelsen στο συνέδριο του κυβερνώντος κόμματος το περασμένο φθινόπωρο: «Είμαστε σε πόλεμο με την πολυπολιτισμική ιδεολογία που ισχυρίζεται ότι όλα είναι ισάξια (…) Ο Πολιτιστικός Πόλεμος μαίνεται χρόνια τώρα. Και νομίζω ότι μπορούμε να πούμε πως ο πρώτος γύρος έχει κερδηθεί». Το επόμενο μέτωπο, συνέχισε, θα είναι ο πόλεμος ενάντια στην αποδοχή των μουσουλμανικών εθίμων και τρόπων σκέψης, διότι η δανέζικη παράδοση αποτελεί πηγή δύναμης, σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης και μετανάστευσης. Βλ. Jytte Klausen, “Rotten judgement in the state of Denmark”, salon.com, 8 Φεβρουαρίου 2006.
[7] Στη δεκαετία του ’30 οι φιλοναζιστικές και αντισημιτικές της θέσεις είχαν εξασφαλίσει στην εφημερίδα το παρατσούκλι Jyllands-Pesten (=Πανούκλα της Γιουτλάνδης), ενώ το 1959, ο Χρουστσώφ ακύρωσε επίσκεψή του στη Δανία, επικαλούμενος αντισοβιετικά δημοσιεύματά της. (Βλ. ενδεικτικά, Jan M. Olsen, “Danish Paper Has History of Controversy”, Associated Press, 9 Φεβρουαρίου 2006 και Lila Rajiva, “Cartoon-Krieg: Politics as War by Other Means”, mrzine.monthlyreview.org/rajiva280206.html, 28 Φεβρουαρίου 2006.
[8] Πολύς λόγος έχει ήδη γίνει διεθνώς για την «αγιογραφική» συνέντευξη, υπό τον τίτλο «Η απειλή του Ισλαμισμού» (Jyllands Posten, 29 Οκτωβρίου 2004), που πήρε ο Flemming Rose από τον Daniel Pipes κορυφαίο διεθνώς θεωρητικό της ισλαμοφοβίας, μέλος (με απόφαση του Τζορτζ Μπους) της διοίκησης του ημικρατικού U.S. Institute for Peace και πρωτεργάτη (γεγονός που ο Rose δεν αναφέρει στους αναγνώστες του) της διαβόητης ιστοσελίδας Campus Watch, όπου συλλέγονται καταγγελίες για «αντιαμερικανούς» και αντι-ισραηλινούς ακαδημαϊκούς, προς δόξαν προφανώς της ελευθερίας του λόγου… Για μια αποκαλυπτική προσωπογραφία του Pipes από το Reseau Voltaire, βλ. “Daniel Pipes, expert de la haine”, www.voltairenet.org/article13765.html, 5 Μαϊου 2004.
[9] Σε παλαιότερη δημοσκόπηση για λογαριασμό της ταμπλόιντ εφημερίδας Β.Τ. το ένα τέταρτο των Δανών εμφανίσθηκε πεπεισμένο ότι μια μέρα οι Μουσουλμάνοι (σήμερα: σχεδόν 200.000) θα ξεπεράσουν αριθμητικά τους μη-Μουσουλμάνους (σήμερα: 5,4 εκατομμύρια) στη Δανία… (Βλ. Stuart Pethick, “Why “freedom of expression” defense is questionable in the Muslim dispute with a Danish publication”, www.globalresearch.ca, 2 Φεβρουαρίου 2006).
[10] Τον Σεπτέμβριο του 2004 υπερψηφίσθηκε νέα μεταναστευτική νομοθεσία με διακηρυγμένο στόχο τον περιορισμό της εισόδου Μουσουλμάνων (Βλ. Stuart Pethick, ό.π.). Μεταξύ άλλων προβλέπει την απαγόρευση του γάμου προσώπων κάτω των 24 ετών με πρόσωπα εκτός Δανίας.
[11] Σύμφωνα με το Δανικό Ινστιτούτο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τα ρατσιστικά εγκλήματα διπλασιάσθηκαν μεταξύ 2004 και 2005 (Παρατίθεται στο Gary Younge, “The Right to Be Offended”, The Nation, τεύχος 27ης Φεβρουαρίου 2006).
[12] Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: Το Κόμμα Δανικού Λαού πρότεινε δύο φορές την τελευταία διετία να καταργηθεί το περί βλασφημίας άρθρο 140 του δανικού Ποινικού Κώδικα. Πρωταγωνιστές στην εκστρατεία αυτή υπήρξαν οι βουλευτές του κόμματος και Λουθηρανοί πάστορες Jesper Langballe και Soren Krarup, που στις αγορεύσεις τους έχουν αποκαλέσει τους Μουσουλμάνους «καρκίνωμα της δανέζικης κοινωνίας» και προφανώς επιθυμούν να έχουν την ελευθερία να εκφράζονται έτσι και εκτός Κοινοβουλίου. Το άρθρο δεν καταργήθηκε, εν μέρει λόγω της αντίδρασης και της Λουθηρανικής Εκκλησίας της Δανίας, η οποία τηρεί αποστάσεις από τους δύο αυτούς πάστορες. Βλ. Jytte Klausen, ό.π.
[13] Η καθολική αποδοκιμασία των αντισημιτικών δημοσιεύσεων, σχολιάζει ο Gary Younge (ό.π.) «δείχνει ότι το ερώτημα ποτέ δεν ήταν αν υπάρχει μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε ό,τι είναι και ό,τι δεν είναι αποδεκτό για δημοσίευση, αλλά πού αυτή χαράσσεται. Δεν υπάρχει τίποτε το θαρραλέο στο να ασκείς την ελευθερία του λόγου για να γελοιοποιήσεις τις πεποιθήσεις ενός από τα ασθενέστερα τμήματα της κοινωνίας σου. Αλλά ο Rose και οι όμοιοί του προφανώς θεωρούν ότι λόγω της θρησκείας τους οι Μουσουλμάνοι βρίσκονται από τη λάθος μεριά της διαχωριστικής γραμμής».
[14] Χαρακτηριστικά παραδείγματα, που εκτυλίχθηκαν παράλληλα με την «υπόθεση των σκίτσων», είναι η καταδίκη του φιλοναζιστή ιστορικού David Irving στην Αυστρία και οι προσπάθειες της κυβέρνησης Blair στην Βρετανία να ποινικοποιηθεί ο «εγκωμιασμός της τρομοκρατίας» και η «υποκίνηση θρησκευτικού μίσους».
[15] Κατά το γνωστό ανέκδοτο: «δεν είμαι εγώ ρατσιστής, αυτοί είναι μαύροι!». Ή, όπως έγραψε η Σώτη Τριανταφύλλου στην Athens Voice (16 Φεβρουαρίου2006), «δεν θέλω να εκδηλώσω ρατσιστικά συνθήματα, αλλά» (προβλέψιμος ο πρόλογος…) «οι φανατικοί μουσουλμάνοι δεν διαβάζουν δανέζικες εφημερίδες (…) δεν διαβάζουν τίποτα. Αν διάβαζαν δεν θα ήταν μουσουλμάνοι, και μάλιστα φανατικοί. Εξαιρώ την ανάγνωση του Κορανίου, διότι εκτός από χονδροειδή προπαγάνδα, πρόκειται για πολύ φτηνή λογοτεχνία» κτλ., κτλ.
[16] Για τις διαφορετικές κατά τόπους πολιτικές ιδιαιτερότητες (π.χ. τον κλυδωνισμό της κυβέρνησης Μουσάρραφ στο Πακιστάν, ή τον ανταγωνισμό κυβέρνησης και Αδελφών Μουσουλμάνων στην Αίγυπτο, και Σιστάνι-Σαντρ στο Ιράκ) που εξηγούν τις μεσανατολικές αντιδράσεις, βλ. Juan Cole, “All cartoon politics are local: Muslim outrage reflects specific national conflicts – most of them exacerbated by Bush’s policies”, salon.com, 9 Φεβρουαρίου 2006.
[17] Την «αυθεντική» ερμηνεία της υπόθεσης των σκίτσων έδωσε εντέλει η Condoleeza Rice, υποδεικνύοντας την Τεχεράνη και τη Δαμασκό ως υπεύθυνες για τη βίαιη τροπή που πήραν οι σχετικές διαμαρτυρίες. Ειδικά για την κοσμική Μπααθική Συρία χρησιμοποιήθηκε, όπως και μετά την δολοφονία Hariri στο Λίβανο, το ακλόνητο (καθότι κυκλικό) επιχείρημα, ότι «τίποτε δεν γίνεται στη χώρα χωρίς την έγκριση του καθεστώτος». Τίποτε, πράγματι: ούτε η εξέγερση των ισλαμιστών στη Χάμα το 1982, η καταστολή της οποίας άφησε πίσω της δεκάδες χιλιάδες νεκρούς.
[18] Πάσχος Μανδραβέλης, «Είμαστε όλοι Δανοί», Απογευματινή, 6 Φεβρουαρίου 2006. Ακολουθεί η ερώτηση: «Πού είναι λοιπόν ο πολύς κ. Φισκ να μας νουθετήσει να αφήσουμε ήσυχους τους μουσουλμάνους, ώστε να μας αφήσουν ήσυχους και αυτοί;». Απάντηση: εκεί που ήταν πάντα - βλ. τις ενδιαφέρουσες ανταποκρίσεις, Robert Fisk, “Don΄t be fooled, this isn΄t an issue of Islam versus secularism”, 4 Φεβρουαρίου 2006 και Robert Fisk, “The Fury” , 6 Φεβρουαρίου 2006, αμφότερες στον Independent.
[19] Αν με την επίθεση στο κεντρικό σημαίνον του Προφήτη, κρίνεται το ερώτημα «τι στοιχεία της ταυτότητάς του θα πρέπει να αποποιηθεί ο μουσουλμάνος μετανάστης στη χώρα υποδοχής», η φυσική απάντηση είναι: «όλα». Και αυτό δεν αφήνει αλώβητους ούτε τους εκκοσμικευμένους Μεσανατολίτες…
[20] Φέρνει στο νού κανείς εκείνο το κοάν του Ζεν Βουδισμού όπου ο Δάσκαλος λέει στον Μαθητή: «αν μού πείς ότι αυτό που κρατάω είναι ένα μπαστούνι, θα σε χτυπήσω με αυτό. Αν μου πείς πως δεν είναι μπαστούνι, επίσης θα σε χτυπήσω με αυτό. Και αν δεν μού πείς τίποτε, πάλι θα σε χτυπήσω με αυτό». Ο Μαθητής οφείλει να συνειδητοποιήσει ότι προφανώς έχει τη δυνατότητα να μιλήσει για οποιοδήποτε άλλο θέμα ή απλώς να αρπάξει το μπαστούνι και το σπάσει…
[21] (Παρατίθεται στο Gary Younge, ό.π.). Όπως εύστοχα επισημαίνει και ο Simon Jenkins (“These cartoons don’t defend free speech, they threaten it”, The Sunday Times, 5 Φεβρουαρίου 2006), «Δεν γρονθοκοπούμε τους ανθρώπους δεξιά και αριστερά για να δοκιμάσουμε την αφοσίωσή τους στη μη-βία. Το να είσαι Ευρωπαίος δεν θα έπρεπε να προαπαιτεί μια τελετή μύησης μέσω της θρησκευτικής προσβολής».
[22] Έναν τέτοιο τρίτο δρόμο μας δίνει, ενδεικτικά, και η (διόλου ευλαβής) Επιτροπή του Επαναστατικού Διεθνιστικού Κινήματος (RIM), που μεταξύ άλλων αντιπροσωπεύει τους μαοϊκούς αντάρτες του Νεπάλ και αναφέρει σε ανακοίνωσή της: «Οι Μαοϊκοί αντιτίθενται στα συγκεκριμένα σκίτσα όχι για θρησκευτικούς λόγους αλλά γιατί αυτά αποτελούν έκφραση τόσο της κυριαρχίας μιας δράκας ιμπεριαλιστικών δυνάμεων πάνω στο μεγαλύτερο μέρος των λαών της γης όσο και της καταπίεσης στην οποία βασίζεται το σύστημά τους. Καταγγέλλοντας από επαναστατική οπτική αυτή την υποκίνηση θρησκευτικού μίσους που θυμίζει ναζισμό, μπορούμε να δυναμώσουμε την ενότητα των λαών του κόσμου απέναντι σε αυτούς τους κυριάρχους και να καλλιεργήσουμε μιαν αμοιβαία κατανόηση απελευθερωμένη από τον ζυγό οποιασδήποτε θρησκείας. (Παρατίθεται στο Gary Leupp, “Those Danish Muhammad Cartoons”, www.dissidentvoice.org, 20 Φεβρουαρίου 2006).
[23] Μολονότι παρόμοιες πολιτικές καταγγελίες δημοσιευμάτων αποτελούν για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις υπόθεση ρουτίνας, χωρίς αυτό να θεωρείται απειλή για την ελευθερία του λόγου. Το ακραίο δείγμα ήταν ενδεχομένως το ότι ο Romano Prodi και η Κομισιόν ζήτησαν συγγνώμη από το Παγκόσμιο Εβραϊκό Συνέδριο για τις απόψεις που εξέφρασαν σε γκάλοπ οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί, κατονομάζοντας το Ισραήλ ως υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνο για τη διεθνή ειρήνη…
[24] Πολύ αργά επίσης και για την υπόθεση της ελευθερίας της έκφρασης: Το Simon Wiesenthal Centre, το οποίο έχει μακρά ιστορία στην καταγγελία «αντισημιτικών σκίτσων» (π.χ. του Στάθη και του ΚΥΡ) και το οποίο ζήτησε να μποϊκοταρισθούν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 λόγω των «φιλοτρομοκρατικών» αμφισημιών μιας εικαστικής έκθεσης του Αλέξανδρου Ψυχούλη στην Αθήνα, σε ανακοίνωσή του για την υπόθεση των σκίτσων (5 Φεβρουαρίου 2006) αναφέρει ότι πλέον «ανεβαίνει ο πήχης των προσδοκιών που δικαιούνται να έχουν οι Εβραίοι και Χριστιανοί ηγέτες όταν οι θρησκείες τους δυσφημούνται και βεβηλώνονται συστηματικά στα Αραβικά ΜΜΕ»…
[25] Βλ. Dan Bilefsky, “Cartoons ignite cultural combat in Denmark”, International Herald Tribune, 1 Ιανουαρίου 2006. Προφανώς το να θίγεται το πρόσωπο των σύγχρονων πολιτικών ηγετών πρέπει να κινητοποιεί περισσότερες ευαισθησίες από το να γελοιογραφούνται οι ιδρυτές των μεγάλων θρησκειών…
[26] Βλ Tariq Ali, “This is the real οutrage”, The Guardian, 13 Φεβρουαρίου 2006.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ