Από όλες τις έννοιες που μας κληροδότησε η λενινιστική τομή, αυτή της δυαδικής εξουσίας είναι από τις πιο κρίσιμες. Εάν διαβαστεί με τρόπο εργαλειακό, ως απλή περιγραφή μιας διάταξης αντίπαλων δυνάμεων και μιας οριακής πολιτικής κρίσης, τότε κινδυνεύει να χάσει το στρατηγικό της βάθος. Κινδυνεύει να θεωρηθεί ότι ανήκει στο παρελθόν του επαναστατικού κινήματος, όταν οι επαναστάσεις μπορούσαν να είναι το αποτέλεσμα εξεγερσιακών ακολουθιών. Ωστόσο, υπάρχει και ένας άλλος τρόπος να δούμε τη δυαδική εξουσία. Όχι ως την περιγραφή μιας ύπαρξης δύο ανταγωνιστικών πολιτικών κέντρων, αλλά ως τη συγκυρία εκείνη, όταν μέσα στη δυναμική του ταξικού αγώνα, την κρίση της αστικής ηγεμονίας και τη ριζοσπαστικοποίηση του λαού, στοιχεία μιας νέας κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης αναδύονται. Και αυτό αφορά το σήμερα, όχι κάποιο μακρινό αύριο.
Η διαλεκτική της οικοδόμησης και της ανατροπής
Σε πείσμα μιας παραδοσιακής αντίληψης που θέλει την προεπαναστατική περίοδο να είναι ένα είδος προετοιμασίας με όρους στρατιωτικούς και την οικοδόμηση νέων κοινωνικών μορφών να έπεται της επαναστατικής ανατροπής, η έννοια της δυαδικής εξουσίας παραπέμπει στην πραγματική διαλεκτική της επαναστατικής διαδικασίας που συνδυάζει την ανατροπή με την οικοδόμηση. Επιπλέον, παραπέμπει σε έναν διαφορετικό τρόπο να εκτιμούμε την «ωριμότητα» των συνθηκών. Αντί για μια μεταφυσική της αναγκαίας «ισχύος», που σε αρκετές περιπτώσεις αποτέλεσε το άλλοθι για την αποφυγή αναμέτρησης με τις προκλήσεις που είναι μπροστά μας (χαρακτηριστικό παράδειγμα η τρέχουσα ανάγνωση της «ανωριμότητας» των συνθηκών από την ηγεσία του ΚΚΕ), δείχνει ότι η ανάδυση μιας πραγματικής αντι-ηγεμονίας από τη μεριά των λαϊκών τάξεων αλλιώς εντοπίζεται. Είναι εκείνη η συγκυρία, αναγκαστικά πρωτότυπη και διακυβευόμενη, στην οποία οι λαϊκές τάξεις έχουν την αυτοπεποίθηση να οικοδομήσουν δικές τους μορφές αυτοοργάνωσης, εναλλακτικούς πολιτικούς και ιδεολογικούς θεσμούς και τις πρώτες μορφές μιας διαφορετικής παραγωγικής διαδικασίας. Ταυτόχρονα, δείχνει και το στρατηγικό περιεχόμενο της επαναστατικής στρατηγικής. Εάν η διεκδίκηση της εξουσίας, όπως και αν την ορίσουμε, δεν συνδυαστεί με ακριβώς αυτόν τον πειραματισμό με μορφές αντιθεσμών και αναδυόμενων εναλλακτικών μορφών οργάνωσης, τότε κινδυνεύει να μείνει κενό γράμμα.
Αυτό είναι και το νόημα άλλωστε της γκραμσιανής έννοιας της ηγεμονίας. Η κυριαρχία μιας τάξης αποτυπώνεται στον τρόπο που ξεδιπλώνει τις δικές τις πρακτικές, σε κάθε επίπεδο, την παραγωγή, την ιδεολογία, την πολιτική, πολύ πριν γίνει τυπικά κυρίαρχη. Αυτό δεν έχει σχέση με μια ρεφορμιστική ανάγνωση, που έγινε από κομμάτια του ευρωκομμουνισμού στη δεκαετία του 1970, μέσα από τα σχήμα ότι «πρέπει πρώτα να κατακτηθεί η ηγεμονία στην κοινωνία των πολιτών», όταν χρησιμοποιήθηκε η αναγκαία «μακρά διάρκεια» της οικοδόμησης της ηγεμονίας ως άλλοθι για να μην υπάρξει αναμέτρηση με την πραγματική αποσταθεροποίηση της αστικής ηγεμονίας. Αντίθετα, σχετίζεται, ακόμη και στον βραχύ χρόνο της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης και της διακύβευσης της εξουσίας, με την ικανότητα να βλέπουμε την ανατρεπτική δυναμική των πρακτικών των ίδιων των μαζών.
Ας μην ξεχνάμε ότι σε τουλάχιστον δύο στιγμές το επαναστατικό κίνημα έδειξε ότι μπορούσε να διδάσκεται από τις πρακτικές των μαζών. Η πρώτη ήταν όταν ο Μαρξ επέλεξε να μη δει την Κομμούνα ως επιβεβαίωση των απόψεών του, ούτε να την καταγγείλει ως πρόωρη ή ηγεμονευόμενη από λανθασμένες απόψεις, αλλά να ορίσει εκ νέου την έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου με βάση την εμπειρία της Κομμούνας ως πρωτότυπης μορφής εργατικής δημοκρατίας. Η δεύτερη ήταν όταν ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι ενσωμάτωσαν την εμπειρία των Σοβιέτ στην αντίληψή τους για τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Ας μην ξεχνάμε, όμως, και τις φορές που αυτό δεν έγινε, όταν τεράστιες εμπειρίες μαζών είτε δεν ενσωματώθηκαν στο λόγο και τη στρατηγική της Αριστεράς είτε ενσωματώθηκαν σε μια μεταρρυθμιστική ή ακόμη κι αστική λογική. Από την εμπειρία της Αντίστασης και των θεσμών λαϊκής εξουσίας που διαγράφτηκαν στη μεταπολεμική πρακτική είτε των «λαϊκών δημοκρατιών» είτε της «εθνικής δημοκρατικής αλλαγής», μέχρι τη χαμένη ευκαιρία του παγκόσμιου «’68» που δεν μπόρεσε να χωνευτεί σε μια ανανέωση της επαναστατικής στρατηγικής.
Τα χνάρια του κομμουνισμού σήμερα
Και αυτό επιβάλλει να δούμε μια σειρά από εξελίξεις και τάσεις μέσα στα κινήματα ενάντια στον «υπαρκτό νεοφιλελευθερισμό», ιδίως μέσα στον ιδιότυπο εξεγερσιακό κύκλο των τελευταίων ετών, από τα μεγάλα κινήματα νεολαίας, μέχρι τα κινήματα ενάντια στη λιτότητα, όλες τις παραλλαγές των «πλατειών» της πραγματικής δημοκρατίας και φυσικά στον παρατεταμένο ελληνικό λαϊκό πόλεμο. Είναι λάθος να αντιμετωπίζουμε αυτά τα κινήματα υπό το πρίσμα μιας αριστερής παραλλαγής των θεωριών των «ομάδων πίεσης», δηλαδή απλώς ως εκφράσεις μιας αυξημένης αγωνιστικότητας την οποία θα «εκπροσωπήσει» η πολιτική Αριστερά, θα την μετασχηματίσει σε ανατροπή και σε «σοσιαλιστική οικοδόμηση» υπό την καθοδήγησή της. Πρέπει να τα δούμε ως τις αναδυόμενες σύγχρονες μορφές δυαδικής εξουσίας.
Άλλωστε, ο κομμουνισμός δεν είναι ένα όραμα που επιβάλλεται ή ένα σχέδιο που εφαρμόζεται. Είναι το «πραγματικό κίνημα που ανατρέπει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων» (Μαρξ) το όριο των σημερινών αντιστάσεων στην εκμετάλλευση, των αγώνων για συλλογικό αυτοκαθορισμό, για αλληλεγγύη και συλλογικότητα έξω και πέρα από τον καταναγκασμό της αγοράς. Είναι ο ίδιος ο συλλογικός πειραματισμός με εναλλακτικές κοινωνικές μορφές που αποτυπώνεται ακόμη και μοριακά στις σημερινές συλλογικές πρακτικές. Είναι η υπεράσπιση των δημόσιων αγαθών και των ελεύθερων χώρων, είναι η «ηθική οικονομία» της διεκδίκησης δικαιοσύνης σε ρήξη με το φετιχισμό της αγοράς, είναι η δημοκρατική συνέλευση ως έμπρακτη συλλογικότητα και συνειδητοποίηση ότι οι άνθρωποι μπορούν να οργανώνουν διαφορετικά τη ζωή τους, είναι η διαδήλωση ως επίγνωση ότι ο δρόμος γράφει ιστορία, είναι η μόρφωση που βγαίνει ως κριτική της πραγματικότητας και σπάει τα κάθε λογής «μυστικά της γνώσης». Η κατάληψη της εξουσίας ολοκληρώνει, επικυρώνει, βαθαίνει αυτή τη διαδικασία, αλλά δεν την δημιουργεί εξαρχής.
Με αυτή την έννοια, μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική δεν μπορεί παρά να προσπαθεί να ξεκινά από τα χνάρια του κομμουνισμού στο σήμερα, από όλο το φάσμα και τον πλούτο των πρακτικών που ορίζουν τη σύγχρονη δυαδική εξουσία ως την ανάδυση, μέσα στους αγώνες, κοινωνικών και πολιτικών μορφών που παραπέμπουν στην οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας.
Να μάθουμε από την ίδια μας την εμπειρία
Με αυτόν τον τρόπο οφείλουμε να δούμε τις σημερινές εμπειρίες. Τι άλλο ήταν οι «Πλατείες» παρά η έκφραση αυτής ακριβώς της τάσης; Ένα καθολικό αίτημα για δημοκρατία που να πατάει στην ισότητα, την πρόσωπο με πρόσωπο σχέση, την οικοδόμηση της συλλογικότητας. Μια προσπάθεια να έχουν φωνή όσοι τη στερούνταν. Μια ενότητα μέσα σε έναν ανακτημένο δημόσιο χώρο που έδινε νέα βαρύτητα στην έννοια του συλλογικού αυτοκαθορισμού. Εάν όλοι οι μεγάλοι αγώνες για χειραφέτηση στην εποχή του καπιταλισμού έχουν και αυτό το στοιχείο του δημοκρατικού αιτήματος, τότε στο συγκεκριμένο χωροχρόνο οι «Πλατείες» και οι λαϊκές συνελεύσεις, με την καταναγκαστική ισηγορία τους και την έστω και αφελή διεκδίκηση «ομοθυμίας» των υποτελών, ήταν το κοντινότερο που θα μπορούσαμε να έχουμε στη μορφή μιας δημοκρατικής αντι-εξουσίας, εκτός και εάν την οραματιζόμαστε σαν παλιά σοβιετική αφίσα όπου οι εξεγερμένοι απλώς θα επευφημούν τους νέους Λένιν ή Τρότσκι. Για να κυβερνήσει η μαγείρισσα πρέπει να μπορεί να μιλήσει ισότιμα με τον κομισάριο.
Αυτή η υπεράσπιση του δημόσιου χώρου, ιδίως απέναντι στην πολυεπίπεδη καταστολή, είχε και έχει ένα πιο βαθύ νόημα. Κρίνει την ικανότητα του κινήματος να μπορεί να υψώνει, έστω και προσωρινά, με όρους αντι-εξουσίας, φραγμούς και προσκόμματα στη δράση των κρατικών μηχανισμών. Ιδίως απέναντι σε μια κατεύθυνση αυταρχικής σκλήρυνσης, σε συνδυασμό με τη συνειδητή στήριξη προς τις παρακρατικές πρακτικές των φασιστών, αυτό το στοιχείο αποκτά ξεχωριστή σημασία. Η περιφρούρηση του δημόσιου χώρου, της γειτονιάς, της πλατείας, της σχολής και της κινητοποίησης από την Αστυνομία, τη Χρυσή Αυγή, αλλά και τις κάθε λογής μαφίες, δεν έχει μόνο πρακτική σημασία. Σε πείσμα των δισταγμών κομματιών της Αριστεράς, που ταυτίζουν τη θέσπιση των ελευθεριών με την επίκληση της «νομιμότητας» και βλέπουν τη λαϊκή περιφρούρηση ως δυνάμει «ανομία», στην πραγματικότητα σε αυτό το επίπεδο θα κριθεί ένα κρίσιμο μέρος της αναγκαίας λαϊκής αυτοπεποίθησης.
Όλα αυτά όμως αφορούν και το πεδίο της παραγωγής. Πόσο νόημα έχει να γίνεται ακόμη συζήτηση για το εάν το αίτημά μας είναι η αυτοδιαχείριση ή ο «κεντρικός σχεδιασμός» (με ή χωρίς εργατικό έλεγχο); Προφανώς και οποιαδήποτε προσπάθεια παραγωγικής ανασυγκρότησης σε σοσιαλιστική κατεύθυνση απαιτεί σχεδιασμό, αλλά πώς μπορούμε να έχουμε αύριο διαφορετικές κοινωνικές σχέσεις εάν σήμερα δεν εμπιστευόμαστε ότι μπορούν οι εργαζόμενοι να διαχειριστούν μια επιχείρηση που διαφορετικά θα ήταν κλειστή; Εκτός και εάν το όραμά μας είναι να επαναληφθεί η τεράστια χαμένη ευκαιρία των «προβληματικών» επιχειρήσεων των αρχών της δεκαετίας του 1980, όταν αντί για τη λογική της αυτοδιαχείρισης και του εργατικού ελέγχου κυριάρχησε η απαίτηση προσωρινής κρατικοποίησης και μετασχηματισμού σε κομματικά και συνδικαλιστικά φέουδα, ανοίγοντας το δρόμο είτε για το κλείσιμο είτε για την ιδιωτικοποίηση. Σήμερα, η αυτοδιαχείριση, τα συνεταιριστικά εγχειρήματα, η αλληλέγγυα οικονομία είναι ο τρόπος για να δοκιμάσουμε, να μάθουμε και να πειστούμε –και εμείς και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα– ότι μπορεί να λειτουργήσει αλλιώς η κοινωνία.
Το ίδιο ισχύει και για όλα αυτά που λέμε «αλληλεγγύη» που ουκ ολίγες φορές συζητήθηκε τα τελευταία χρόνια εάν είναι θεμιτή, από την εύλογη αγωνία να μην πέσουμε σε μια παραλλαγή «φιλανθρωπίας» μέχρι την εγκεφαλική διάκριση ανάμεσα σε άμεση αλληλεγγύη και το κίνημα για την υπεράσπιση της λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών. Η αλληλεγγύη, που δεν είναι «φιλανθρωπία» γιατί είναι η συλλογική αλληλοϋποστήριξη όσων πλήττονται εξίσου, σε αντιδιαστολή με την υποκριτική «χορηγία» των ούτως ή άλλως εχόντων, είναι η έμπρακτη απόδειξη ότι οικοδομείς μια άλλη κοινωνική μορφή, κάνεις πράξη ότι μπορεί μια κοινωνία να παρέχει τα αναγκαία χωρίς τη μεσολάβηση της αγοράς. Ένα σχολείο που ανοίγει τις πόρτες του το απόγευμα για δωρεάν μαθήματα, ένα κοινωνικό κέντρο, μια εργατική λέσχη, ένα κοινωνικό ιατρείο που μειώνει την ανασφάλεια όσων βρίσκονται χωρίς κανένα δίχτυ ασφαλείας, μια συλλογική κουζίνα, όλα αυτά δεν «σώζουν από την πείνα» μόνο, αλλά και δείχνουν, σε αυτούς που τα στηρίζουν, αλλά και σε αυτούς που τα χρησιμοποιούν, έμπρακτα τον άλλο δρόμο. Δοκιμάζουν, ταυτόχρονα, τρόπους να λύνουν προβλήματα που ούτως ή άλλως θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε εάν πάρουμε το δρόμο της ανατροπής.
Αλλά και εκεί όπου η πάλη είναι όντως για την υπεράσπιση δημόσιων κρατικών λειτουργιών, ο αγώνας σήμερα δεν μπορεί και δεν πρέπει να περιορίζεται στην υπεράσπιση κατακτήσεων ή θέσεων εργασίας, αλλά και να αφορά την ουσία των δημόσιων αγαθών ως συλλογικών δικαιωμάτων, ακόμη και για την ίδια την έννοια του δημόσιου ελέγχου ως κοινωνικού ελέγχου για την υπεράσπιση των λαϊκών συμφερόντων. Αυτό όχι μόνο θα καταξιώσει στα μάτια ευρύτερων κοινωνικών κομματιών τις κινητοποιήσεις αλλά θα δείξει έμπρακτα τη δυνατότητα μιας εναλλακτικής κρατικής λειτουργίας. Πόσο μάλλον που σήμερα η επανοικειοποίηση των πόρων και της υποδομής του Δημοσίου απέναντι σε μια γενικευμένη λογική εμπορευματοποίησης είναι καθοριστικής σημασίας.
Όμως και άλλες πρακτικές που έχουν αναδυθεί τα τελευταία χρόνια, όπως είναι όλο το φάσμα των εναλλακτικών πρακτικών ενημέρωσης, ακόμη και αυτές αποτυπώνουν δυνητικά το χνάρι μιας εναλλακτικής «δημόσιας σφαίρας». Πολύ περισσότερο χρειαζόμαστε τη σύγχρονη εκδοχή «εργατικής έρευνας», δηλαδή εκείνη την παραγωγή γνώσης, ερμηνείας του υπάρχοντος, ακόμη και τεχνική που να ηγεμονεύεται από μια εναλλακτική κοινωνική οπτική. Στόχος να έχουμε απαντήσεις στα ανοιχτά ερωτήματα του αγώνα για τη χειραφέτηση αλλά και της πάλης για την επιβίωση, άμεσες και αναγκαίες απαντήσεις. Σε ρήξη με τις αγοραίες μορφές υπαγωγής της επιστήμης στο κεφάλαιο, χωρίς αναζήτηση ενός αριστερού «ακαδημαϊκού μανδαρινισμού», με διπλή αποφυγή και του «νεο-λουδιτισμού» αλλά και της τεχνοκρατίας, αυτό θα σημαίνει και την πραγματική συλλογική επανιδιοποίηση και επέκταση του τεράστιου σημερινού μορφωτικού κεκτημένου.
Εάν πρόκειται να οικοδομήσουμε μια σύγχρονη σοσιαλιστική προοπτική, στηριγμένη στην ενεργητική συμμετοχή και το πλατύ ξεδίπλωμα πρακτικών εργατικής και λαϊκής αντι-εξουσίας και συλλογικής συμμετοχής και όχι μια εκδοχή «πατερναλιστικού» σοσιαλιστικού κράτους που θα ρυθμίζει τα πάντα, τότε το πείραμα έχει ήδη ξεκινήσει…
Δυαδική εξουσία και μετάβαση
Η προοπτική των αντιθεσμών μιας σύγχρονης δυαδικής εξουσίας δεν αφορά απλώς και μόνο την περίοδο μιας δυνάμει επαναστατικής κρίσης, όπου συνυπάρχουν δυο διαφορετικές πολιτικές λογικές. Αφορά και την ίδια τη μεταβατική περίοδο, την ίδια την περίοδο της «σοσιαλιστικής οικοδόμησης». Προφανώς, κομμάτι μιας διαδικασίας μετάβασης θα είναι και η τυπική θέσπιση μορφών κοινωνικού και δημοκρατικού ελέγχου σε όλα τα επίπεδα, όμως θα ήταν λάθος να ταυτίσουμε τη διαδικασία σοσιαλιστικής μετάβασης ως την απλή κρατικοποίηση των πρακτικών που αποτύπωσαν οι μορφές δυαδικής εξουσίας. Αντίθετα, εκτεταμένες μορφές εργατικού και κοινωνικού ελέγχου, αυτοδιαχείρισης, δημοκρατικής απόφασης στη βάση, αμφισβήτησης διοικητικών ή επιστημονικών ιεραρχιών, πειραματισμού με νέες μορφές πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης θα είναι αναγκαίες και τότε, ίσως περισσότερο παρά ποτέ. Αυτό εκ των πραγμάτων θα δημιουργεί και όρους μιας έντασης ανάμεσα στις πρακτικές αυτοδιαχείρισης, πειραματισμού και εργατικού / κοινωνικού ελέγχου και την επέκταση της κρατικής παρέμβασης / ρύθμισης, αλλά αυτή η ένταση είναι στην πραγματικότητα ο χώρος όπου μπορεί να αναπτύσσεται μια αυθεντική σοσιαλιστική δημοκρατία, δηλαδή το πλήρες ξεδίπλωμα των αντιθέσεων αλλά και της πρωτοβουλίας των ίδιων των μαζών. Αντίθετα, η λογική «το κράτος –ή το κόμμα– ξέρει καλύτερα» θα ήταν από πολλές απόψεις καταστροφική, θα στερούσε από την επαναστατική διαδικασία την ουσιώδη δυναμική της αλλά και την ίδια της την πειραματική διαδικασία.
Τα εργαστήρια της ηγεμονίας
Η οπτική μιας σύγχρονης δυαδικής εξουσίας ανεβάζει τον πήχη για τις πολιτικές συλλογικότητες της Αριστεράς, τα κόμματα και τα μέτωπα. Εάν τις δούμε απλώς ως «οργανωτικούς στρατούς», ως «εκλογικούς μηχανισμούς» ή ακόμη χειρότερα ως δυνάμει «στελεχώσεις του κρατικού μηχανισμού», τότε κινδυνεύουμε να χάσουμε την ουσία, ή να εγκλωβιστούμε, όποια κι αν είναι η αφετηρία, σε μια διαχειριστική λογική. Αντίθετα, οι πολιτικές συλλογικότητες είναι αυτές που πρώτες πρέπει να λειτουργούν ως αντιθεσμοί, με τη δημοκρατία τους να είναι όχι μια διαδικαστική τεχνική αλλά η ικανότητά τους να κάνουν τις αντιθέσεις τους, τις διαφορετικές εμπειρίες που συναρθρώνουν τη βάση της παραγωγής μιας εναλλακτικής κριτικής πολιτικής διανοητικότητας, να γίνονται πρωτοπόρα εργαστήρια στην παραγωγή όχι απλώς πολιτικοποίησης αλλά και ιδεών, δράσεων προτάσεων.
Και μόνο μια τέτοια συλλογική, πολύμορφη, πολυεπίπεδη και αναγκαστικά αντιφατική διεργασία θα κάνει αυτό που συνήθως ονομάζουμε «πρόγραμμα» να μην είναι ένα «σχέδιο επί χάρτου» αλλά να πατάει πάνω σε υπαρκτές εμπειρίες και πειραματισμούς. Η πολιτική και δη η επαναστατική πολιτική δεν μπορεί παρά να είναι μια πλούσια μορφωτική και μαθησιακή διαδικασία.
Αυτό δίνει και μια άλλη διάσταση στην προοπτική ενός σύγχρονου Ενιαίου Μετώπου. Στην κλασική συζήτηση η λογική ήταν η συμμαχία των εργατικών κομμάτων ως δυνάμει ενότητα της τάξης. Σήμερα, μπορούμε να τη δούμε ως μια πιο σύνθετη διαδικασία που θέλει να συγκεφαλαιώσει όλες αυτές τις κοινωνικές, κινηματικές, παραγωγικές εμπειρίες σε μια διαλεκτική της διάχυσης και της ενότητας που θα συγκροτεί τις υποτελείς τάξεις, τη συμμαχία των ανθρώπων της εργασίας, της γνώσης και του πολιτισμού, σε αυτόνομο πολιτικό υποκείμενο, ικανό να αναμετρηθεί με το βάθος των θεσμών της αστικής ηγεμονίας. Και ως τέτοια διαδικασία δεν κρίνεται μόνο σε επίπεδο κεντρικών πρωτοβουλιών για ένα αναγκαίο αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο, αλλά στο σύνολο και το βάθος της πραγματικής πολιτικής στράτευσης.
Η πρόκληση μπροστά μας
Η οπτική της δυαδικής εξουσίας σήμερα είναι η προοπτική μιας σύγχρονης ηγεμονίας, είναι η αναζήτηση μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής. Δεν είναι ατάκα σε ανακοίνωση, δεν είναι φράση σε «πρόγραμμα», δεν είναι στοιχείο πολιτικής ταυτότητας. Είναι η καθημερινή επίμονη, άνιση και πάντα με το ενδεχόμενο της αποτυχίας προεγγεγραμμένο, πάλη για ένα μετασχηματισμό που ξεκινά τώρα όχι σε ένα μακρινό επέκεινα. Δεν αντίκειται στη ρήξη, την ανατροπή, την επιτάχυνση του ιστορικού χρόνου που απαιτεί η επαναστατική τομή, αλλά συγκροτεί την ίδια τη βαθύτερη χρονικότητά τους, συντάσσει την αφήγηση που τις καθιστά αναγκαίες.
Είναι η έξοδος από την αμηχανία που μπορεί να φέρνουν τα συγκυριακά και αναπόφευκτα πισωγυρίσματα που εγγράφονται στη λογική του παρατεταμένου λαϊκού πολέμου. Είναι η δικιά μας «Μεγάλη Πορεία» για οικοδομήσουμε όχι απλώς τις αναγκαίες «βάσεις» (όχι στην ύπαιθρο πια αλλά στις «ζώνες ερήμωσης» που γεννά η εμπέδωση της κυρίαρχης πολιτικής) αλλά και για να διαβούμε όλες τις πραγματικές αντιφάσεις που είναι μπροστά μας: τον εγκλωβισμό στο δίπολο επαναστατικός αναχωρητισμός και κοινοβουλευτικός κρετινισμός ως δύο εξίσου ατελέσφορες εκδοχές υπεκφυγής, την υστερική άμυνα της αριστερής κριτικής οικοδόμησης, τον εγκλωβισμό σε έναν κινηματισμό που θα εκχωρεί την πολιτική στο ρεφορμισμό, τον πολιτικισμό που στοχεύοντας στην κεντρικότητα της πολιτικής εξουσίας θα χάνει τους όρους για την κατάκτησή της.
Η ριζοσπαστική Αριστερά, αντί να θεωρεί ότι ο ρόλος και η αναγκαιότητά της περιορίζεται στην ικανότητά της να παίρνει πρωτοβουλίες για τη διαμόρφωση του συσχετισμού εντός της Αριστεράς ή απλώς να περιμένει ότι κάποτε μπορεί και να έρθει η «δική της στιγμή», έχει τη δυνατότητα να στρατευτεί ολόψυχα στην κινηματική, πολιτική, μετωπική, προγραμματική οικοδόμηση της σύγχρονης δυαδικής εξουσίας, του παράλληλου και ανταγωνιστικού κόσμου του αγώνα και της αλληλεγγύης. Εκεί θα κριθεί και ο πραγματικός συσχετισμός δύναμης.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ