Οι αγώνες που χαρακτήρισαν τα κινήματα του μακρού 1968 (ουσιαστικά από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970) υπήρξαν πολύμορφοι και ετερογενείς. Παρ’ όλα αυτά συνδέθηκαν, κυρίως στην περίπτωση της Ιταλίας και της Πορτογαλίας (όπου το ζήτημα της εργατικής κεντρικότητας έμπαινε με τρόπο οξύτερο και βαθύτερο από ό,τι στη Γαλλία του Μάη), με μια κρίση εξουσίας του αστικού πολιτικού συστήματος, εντός της οποίας συμπυκνώθηκαν. Αυτή η κρίση εξουσίας έθετε πολύπλευρα ζητήματα στην υπαρκτή Αριστερά για τη δράση της στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, ζητήματα που έφερναν ξανά στο προσκήνιο με τρόπο εξαιρετικά τροποποιημένο και πρωτότυπο τις εμπειρίες του Οκτώβρη και των δεκαετιών του 1920 και 1930. Ουσιαστικά, με ένταση αρκετά πιο περιορισμένη απ’ ό,τι στην περίοδο 1917-1936, τέθηκαν ζητήματα κατάκτησης της εξουσίας στη Δύση σε κοινωνικούς σχηματισμούς ριζικά διαφορετικούς από εκείνους των πετυχημένων επαναστάσεων του 20ού αιώνα.
Ταυτόχρονα με την ιταλική και πορτογαλική εμπειρία εξελισσόταν και η εμπειρία της Χιλής. Εκεί συμπυκνώθηκε η αντίφαση ανάμεσα στην ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από την Αριστερά και στην αδυναμία/απροθυμία κατάληψης της πολιτικής εξουσίας, παρότι στη Χιλή η διαδικασία οικοδόμησης μορφών δυαδικής εξουσίας παρουσίαζε σημαντική πρόοδο. Η τελική τραγωδία της, παρότι λογικά θα έπρεπε να αναδείξει την αποτυχία του «ειρηνικού περάσματος» (και της κατανόησης του δημοκρατικού δρόμου ως βασικά ειρηνικού-κοινοβουλευτικού δρόμου), καθώς και τις αυταπάτες της Λαϊκής Ενότητας, λειτούργησε περισσότερο αντίστροφα, σαν σκιά τρομοκρατίας και ανάσχεσης των πιο ριζοσπαστικών τομέων του κινήματος στην Ευρώπη.
Τόσο στην Ιταλία όσο (με διαφορετικές μορφές) και στην Πορτογαλία αναδείχθηκε μια έντονη κρίση πολιτικής και συνδικαλιστικής εκπροσώπησης όσον αφορά την εργατική τάξη αλλά και άλλα ριζοσπαστικοποιημένα τμήματα της κοινωνίας (νεολαία ως αυτόνομη κοινωνική κατηγορία, τμήματα του επιστημονικού δυναμικού και των νέων μικροαστικών στρωμάτων κ.λπ.). Συγχρόνως σημειώθηκε έντονη αμφισβήτηση και υποχώρηση των αστικών ιδεολογιών και αξιών μέσα στους συγκεκριμένους σχηματισμούς, αμφισβήτηση της ιεραρχίας μέσα στο εργοστάσιο, του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας, των διαιρέσεων μέσα στην εργασία, του ρόλου της επιστήμης και της τεχνολογίας, της πολιτικής διαμεσολάβησης και αντιπροσώπευσης, μεταξύ άλλων, καθώς κι ένα πολύ σημαντικό ανέβασμα της κινητοποίησης και δράσης των εργατικών και λαϊκών τάξεων. Στην πραγματικότητα είχαμε το προχώρημα μιας ηγεμονικής κρίσης, μιας «οργανικής κρίσης» με γκραμσιανούς όρους, σε συνθήκες επίθεσης του εργατικού κινήματος και μερικής αποδιάρθρωσης της πολιτικής σκηνής και των αστικών κρατικών μηχανισμών. Μπορούμε λοιπόν να μιλήσουμε για το προχώρημα μορφών μιας προεπαναστατικής ή και επαναστατικής κατάστασης, η οποία όμως δεν εξελίχθηκε σε ανοιχτή επαναστατική κρίση, σε μαζική άμεσα επαναστατική δράση.
Στην Ιταλία όψεις δυαδικότητας της εξουσίας αναπτύχθηκαν σε δυο διαδοχικές φάσεις και με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η πρώτη φάση είναι αυτή που χαρακτηρίζεται «Θερμό Φθινόπωρο», αλλά εκκινεί ουσιαστικά από τον ιταλικό Μάη του ’68 και φτάνει ως τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970. Η βασική πολιτικο-οργανωτική μορφή αυτής της συγκυρίας είναι η ανάδειξη των συμβουλίων και επιτροπών επιχειρήσεων στα μεγάλα εργοστάσια της Βόρειας Ιταλίας (ιδίως στη FIAT-Mirafiori στο Τορίνο και στα εργοστάσια του Βένετο, και σε μικρότερο βαθμό στην Pirelli του Μιλάνου) και του «κινήματος των αντιπροσώπων».1 Η κύρια όψη αυτού του κινήματος ήταν η άμεση ανάδειξη από τους εργάτες των τεϊλορικά οργανωμένων και συγκεντροποιημένων μεγάλων επιχειρήσεων-οργάνων οικονομικής και εν μέρει πολιτικής εκπροσώπησης, τα οποία υπερέβαιναν τα συνδικάτα –χωρίς να καταργούν το ρόλο τους– αλλά και τα κόμματα της Αριστεράς.
Στα συμβούλια και τις επιτροπές επιχειρήσεων μετείχαν «αντιπρόσωποι» των τμημάτων, των εργοταξίων και των επιχειρήσεων. Όπως περιγράφει ο Λούτσιο Μάγκρι, τα όργανα αυτά στηρίζονταν στο θεσμό της εργοστασιακής συνέλευσης, όπου συμμετείχαν εργαζόμενοι αδιακρίτως μόρφωσης, ειδίκευσης και ιεράρχησης, εκπροσωπώντας τμήματα του εργοστασίου με όρους διαρκούς ανακλητότητας. Τα όργανα αυτά επιχείρησαν και πέτυχαν σε οικονομικό επίπεδο τη σύναψη συμβάσεων για τουλάχιστον 300.000 εργαζομένους και την απόσπαση σημαντικών μισθολογικών αυξήσεων, και μάλιστα με τρόπο εξισωτικό που υπερέβαινε τις κατεστημένες διαιρέσεις και ιεραρχίες μέσα στο τεϊλορικό εργοστάσιο.2 Την ίδια στιγμή έπαιρναν σημαντικές πρωτοβουλίες για ζητήματα άμεσα πολιτικά, όπως η αντιφασιστική δράση ή η δράση κατά της κρατικής καταστολής. Οι μορφές αυτές είχαν, όπως επισημαίνεται, διπλό χαρακτήρα, ο οποίος ξεπερνούσε τα όρια ανάμεσα στην οικονομική και πολιτική ταξική πάλη και έθετε σε αμφισβήτηση τουλάχιστον την επιχειρησιακή αστική εξουσία αλλά και όψεις της κρατικής.
Στην Ιταλία όμως, παρά την αίσθηση που είχε το Manifesto, το Potere Operaio και οι λοιπές οργανώσεις της άκρας Αριστεράς ότι τα συμβούλια και οι επιτροπές επανέφεραν στο προσκήνιο το κίνημα των επαναστατικών συμβουλίων του Τορίνου από τα 1919 και την γκραμσιανή επαναστατική εμπειρία, υπήρχε ένα μαζικό κομμουνιστικό κόμμα, το ΙΚΚ, και η συνδικαλιστική του παράταξη, η CGIL (Confederazione Generale Italiana del Lavoro – Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ιταλίας), με ρεφορμιστικά μεν αλλά αναπτυγμένα πολιτικά αντανακλαστικά σε αντίθεση με το Κ.Κ. Γαλλίας. Η CGIL, παρά την αρχική της άρνηση, αποφάσισε τελικά να «καβαλήσει τον τίγρη» και να δώσει τη μάχη μέσα στα συμβούλια ενάντια στην άκρα Αριστεράς και όχι σε αντίθεση με αυτά – ιδίως μάλιστα το πιο ριζοσπαστικό της τμήμα, η FIOM (Federazion Impiegati Operai Metallurgi ή, αλλιώς, Ομοσπονδία των Εργαζόμενων Μεταλλουργών).
Σταδιακά πέτυχε να αμβλύνει τον εξωθεσμικό πολιτικό τους ρόλο και να τα ενσωματώσει στη δικαιική/συνταγματική πραγματικότητα μέσα από το Καταστατικό των Εργαζομένων. Η δεύτερη φάση «δυαδικής μορφοποίησης» αφορά το διάστημα ανάμεσα στο 1973 και το 1977, μια περίοδο που πολιτικά χαρακτηρίζεται από την εμπειρία του Ιστορικού Συμβιβασμού για το ΙΚΚ και κοινωνικά από την έναρξη της διάσπασης των μεγάλων παραγωγικών μονάδων και της «μοριακής» διάχυσης, σε κάποιο βαθμό, των μορφών κοινωνικής αντίστασης μέσα στις μητροπόλεις. Παρότι αυτή η φάση, σε αντίθεση με τις προβλέψεις της Αυτονομίας, δεν γέννησε ποτέ τον «κοινωνικό εργάτη» ως ένα νέο συνεκτικό μετατεϊλορικό εργατικό υποκείμενο, ακολούθησε πραγματικά μια μεγάλη ανάδυση κινημάτων και μορφωμάτων αντιεξουσίας ανάμεσα στην άνεργη και περιθωριοποιημένη νεολαία, την εργατική νεολαία, τους φοιτητές και τα υποβαθμισμένα διανοητικά στρώματα με αποκορύφωμα την αποπομπή του γραμματέα της CGIL Λουτσιάνο Λάμα από το πανεπιστήμιο της Μπολόνιας, το ξέσπασμα μαζικών συγκρούσεων με επέμβαση του στρατού στην ίδια πόλη την άνοιξη του 1977. Παράλληλα αναπτύχθηκαν και μαζικές πρωτοβουλίες κατά της εμπορευματοποίησης, υπέρ των καταλήψεων χώρων, της άρνησης πληρωμών από τους φτωχούς3 κ.λπ. Οι κινήσεις αυτές περισσότερο συγκρότησαν μια στρατηγική ανάσχεσης προς την επίθεση του κεφαλαίου μετά το «Θερμό Φθινόπωρο» παρά την απαρχή μιας νέας επαναστατικής φάσης.
Το γεγονός ότι τα μορφώματα εργατικής αυτοοργάνωσης και η ριζοσπαστικοποίηση που τα συνόδευσε έθεσαν σε απειλή την αστική εξουσία αποδεικνύεται περίτρανα από τον εμφύλιο πόλεμο χαμηλής έντασης που η άρχουσα τάξη και οι μηχανισμοί του ΝΑΤΟ εξαπέλυσαν στην Ιταλία, ξεκινώντας από τη σφαγή στην Πιάτσα Φοντάνα (Δεκέμβριος 1969) και φτάνοντας στο κράτος «έκτακτης νομοθεσίας» μετά το 1977. Σε συνάρτηση με τη «στρατηγική της έντασης» αλλά και την αποτυχία μιας στρατηγικής μαζικής επαναστατικής διεξόδου (για την οποία πρωτίστως είχε ευθύνη το ΙΚΚ), μπορούμε να ερμηνεύσουμε και τη μαζική στροφή στον ένοπλο αγώνα κατά τη δεκαετία του 1970.
Τέλος, όσον αφορά το ζήτημα της (έλλειψης) επαναστατικής ηγεσίας, δεν υπάρχουν εύκολες αναγνώσεις. Η ιταλική επαναστατική Αριστερά διέθετε τόσο θεωρητική συγκρότηση όσο και εργατική κοινωνική γείωση σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τη γαλλική αλλά και από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Επίσης, διέθετε μια σχέση προς τη βάση του ΙΚΚ πολύ πιο αναπτυγμένη από ό,τι στη Γαλλία. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπόρεσε να οργανώσει και να πείσει ένα πολύ σημαντικό τμήμα της μισθωτής εργασίας, το οποίο προτίμησε τη «μεσολάβηση» του ΙΚΚ στο κράτος από τον επαναστατικό πειραματισμό, σε μια εποχή όπου, παρά την έναρξη της αναδιάρθρωσης, το σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα διέθετε ακόμη σημαντική αίγλη. Δεν είναι τυχαίο ότι στη δεκαετία του 1970 πολλοί σημαντικοί διανοούμενοι της άκρας Αριστεράς θα συνυπογράψουν την ήττα και θα επιστρέψουν στο ΙΚΚ (Τρόντι, Κατσιάρι κ.ά.). Σε μεγάλο βαθμό τα όρια της ιταλικής επαναστατικής Αριστεράς στην περίοδο 1968-1977 υπήρξαν τα απώτατα όρια του δυτικού κομμουνισμού στον 20ό αιώνα και τα όρια της επιτυχούς μετάβασης από τον πόλεμο θέσεων στον πόλεμο κινήσεων.
Σημειώσεις-αναφορές
ΔΙΑΒΑΣΤΕ