Περιοδικό Εκτός Γραμμής, Τεύχος 26 / Δεκέμβριος 2010
Οι πρόσφατες τοπικές εκλογές έδωσαν ένα τόνο ελπίδας στον κόσμο της Αριστεράς και ειδικά της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής. Τα θετικά αποτελέσματα όμως δεν πρέπει να μας κάνουν να ξεχάσουμε ότι ο δρόμος για την ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής είναι ακόμα μακρύς. Ένα βασικό πολιτικό συμπέρασμα είναι ότι ο τόνος των εκλογών δόθηκε εν πολλοίς από την ατζέντα της Αριστεράς. Οι δυνάμεις της Αριστεράς με τις ιδιαίτερες διαφοροποιήσεις τους είχαν από νωρίς οριοθετήσει το χαρακτήρα των εκλογών γύρω από αυτή την ατζέντα. Η ΝΔ προσπάθησε να κινηθεί αντιφατικά σε μια αντιμνημονιακή κατεύθυνση και να διαμορφώσει ένα εναλλακτικό αστικό αντιπολιτευτικό λόγο, αλλά δεν χρωμάτισε το εκλογικό σκηνικό ηγεμονικά.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα και την απώλεια μισού εκατομμυρίου ψήφων από τις περσινές εκλογές. Το ΠΑΣΟΚ και η «συμμαχία των προθύμων» (ΛΑΟΣ, Οικολόγοι, ΔΗΑΡ) αρχικά αποπειράθηκαν να οριοθετήσουν το χαρακτήρα της εκλογικής μάχης ως «αυτοδιοικητικό» περιορίζοντας το εύρος των πολιτικών ερωτημάτων και διακυβευμάτων της. Είναι σημαντικό να αποτιμηθεί ότι αυτή η προσπάθεια ναυάγησε υπό το βάρος της έντονης λαϊκής δυσαρέσκειας για την πολιτική κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ και τις συνέπειες του Μνημονίου στη ζωή των εργαζομένων. Συμβολική στιγμή αυτής της αποτυχίας ήταν η διακαναλική συνέντευξη του πρωθυπουργού, που εν μία νυκτί άλλαξε τη στρατηγική της κυβέρνησης εν όψει των εκλογών αδειάζοντας τους συμμάχους του που επέμειναν στον «αυτοδιοικητικό» λόγο.
Το εκβιαστικό δίλημμα που έθεσε ο πρωθυπουργός στη συνέντευξη («έγκριση του κυβερνητικού έργου ή εκλογές») άλλαξε άρδην το προεκλογικό τοπίο. Η προφανής όψη είναι η αναγκαστική υποχώρηση του «αυτοδιοικητικού» λόγου μπροστά στο διαφαινόμενο στη βάση των εργαζομένων και στη βάση και του ΠΑΣΟΚ ρεύμα δυσαρέσκειας για την κυβερνητική πολιτική. Το κυβερνητικό κέντρο έκρινε απαραίτητη αυτή τη διόρθωση για να συγκρατήσει κυρίως τις φυγόκεντρες τάσεις της εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ, που θα ήταν πιο απελευθερωμένες σε ένα τοπίο αποκλειστικά «αυτοδιοικητικών» εκλογών. Με αυτή την έννοια, η κυβέρνηση σήκωσε το γάντι απέναντι στην πολιτική αμφισβήτησή της από την Αριστερά και τη ΝΔ, και έθεσε συγκαλυμμένα θέμα πολιτικής νομιμοποίησής της. Ταυτόχρονα, έστειλε και ένα μήνυμα τόσο προς την ελληνική αστική τάξη εκβιάζοντας και τη δική της πολιτική στήριξη μπροστά σε ένα ενδεχόμενο ανοιχτής πολιτικής αστάθειας όσο και προς τους δανειστές της χώρας δείχνοντας ότι η πίεση των αγορών στο κυβερνητικό κέντρο πρέπει να είναι εντός των ορίων που αποτρέπουν ενδεχόμενη ανεξέλεγκτη κοινωνική αντίδραση.
Ακόμα όμως και με αυτό τον πολιτικό εκβιασμό, το ΠΑΣΟΚ δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την δυσαρέσκεια από το να εκφραστεί καταγράφοντας συντριπτική πτώση στον αριθμό των ψηφοφόρων του (περίπου 1,5 εκατομύριο λιγότερες ψήφοι) και πετυχαίνοντας να συσπειρώσει μόνο ένα μέρος της βάσης του. Η τακτική, όμως, του ΠΑΣΟΚ να σηκώσει το γάντι, ανέδειξε τόσο την αδυναμία της ΝΔ να συγκροτήσει εναλλακτική αστική κυβερνητική πρόταση, όσο και τα όρια της αριστερής αμφισβήτησης που δεν έχει μετουσιωθεί σε πειστική πρόταση για το πώς μπορούν τα πράγματα να πάνε αλλιώς προς όφελος του λαού και των εργαζομένων. Κάπως έτσι, το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να παραμείνει κραταιό στο πολιτικό σκηνικό, ενώ παράλληλα δέχονταν ένα από τα μεγαλυτερα εκλογικά πλήγματα που έχει δεχτεί.
Τα κεντρικά πολιτικά συμπεράσματα
Κωδικοποιώντας το αποτέλεσμα των δύο γύρων των εκλογών θα μπορούσαμε να κάνουμε μια σαφή διάκριση μεταξύ τους. Το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου –από τον οποίο βγαίνουν τα κατεξοχήν πολιτικά συμπεράσματα– μπορεί να κωδικοποιηθεί ως αποτύπωση μιας αριστερόστροφης πολιτικής διαμαρτυρίας που δεν έχει μετουσιωθεί ακόμα σε αριστερή εναλλακτική προοπτική. Τόσο η μεγάλη πτώση του δικομματισμού, αλλά και του ακραιφνώς συναινετικού ΛΑΟΣ, όσο και η αντιφατική καταγραφή των δυνάμεων της ΔΗΑΡ και της Ντόρας (που κατέβηκαν αυτόνομα) αυτό δείχνει. Οι Οικολόγοι αποτελούν εξαίρεση ακριβώς επειδή ο πολιτικός λόγος τους, όσο και αν επί της ουσίας προετοιμάζει αυριανές συναινέσεις, δεν έχει ταυτιστεί πλήρως στη συλλογική συνείδηση ούτε με το δικομματισμό ούτε με τα σενάρια «εθνικής συναίνεσης» ακόμα.
Στην Αριστερά, ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ καταγράφει ένα αντιφατικό αποτέλεσμα ως συνέπεια της κρίσης του, που τροφοδοτήθηκε από τη στρατηγική αμηχανία του και την αδυναμία άρθρωσης μιας δυνάμει αποτελεσματικής πολιτικής απάντησης στην οικονομική κρίση, στο πρόβλημα του χρέους, στο Μνημόνιο και τις συνέπειές τους. Η λογική του «διεμβολισμού του σοσιαλιστικού χώρου» κατέδειξε τα όριά της. Το ίδιο και η έμφαση στη ριζοσπαστική πολιτική αισθητική χωρίς ιδιαίτερη πολιτική και οργανωτική διαπλοκή με τα πληττόμενα στρώματα των εργαζομένων και της νεολαίας (Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής). Το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι οι καθαροί κερδισμένοι αυτών των εκλογών. Ειδικότερα, είναι αξιοσημείωτη η επίδοση του ΚΚΕ σε λαϊκές περιοχές και περιοχές με ιστορικότητα κινήματος, στις οποίες είχε υποχωρήσει σε προηγούμενες εκλογικές μάχες. Σε περιοχές όπως η Καισαριανή (25,5%), ο Τύρναβος (33%) και η Κέρκυρα (27,2%) έχασε οριακά τη συμμετοχή στο β΄ γύρο. Κέρδισε το δήμο της Πετρούπολης και έχασε στο β΄ γύρο στην Ικαρία από το συνασπισμό όλων των υπόλοιπων κοινοβουλευτικών κομμάτων. Η επίδοση ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ δείχνει τη στροφή μέρους του λαού σε μια ψήφο που καταγράφεται σαφώς ως αντισυστημική τόσο εξαιτίας του πολιτικού λόγου αυτών των δυνάμεων όσο και της συνεπούς μαχητικότητάς τους –παρά τα όρια και τις αντιφάσεις τους– στους κοινωνικούς χώρους. Αυτό δεν σημαίνει ότι αποδέχεται το σύνολο αυτών των θέσεων, αλλά ότι υπάρχει μία τάση απαξίωσης του πολιτικού συστήματος από τα αριστερά.
Το αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου όμως δεν ανάγεται εύκολα στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Η μαζική καταψήφιση ή προεκλογική αντικατάσταση των προηγούμενων δημάρχων σε πάρα πολλούς δήμους και σχεδόν όλους τους μεγάλους (Αθήνα, Θες/νίκη, Πειραιάς, Πάτρα, Γιάννενα, Χανιά) ή η προεκλογική αντικατάστασή τους με νέα πρόσωπα (Λάρισα, Βόλος) δείχνει ένα έντονο κλίμα δυσαρέσκειας προς την τοπική εξουσία και μια διάθεση αλλαγής. Στο β΄ γύρο ο λαός καταψήφισε τις προηγούμενες δημοτικές αρχές σε όποιον πολιτικό χώρο και αν ανήκαν. Ακόμα και το ΚΚΕ έχασε στο δήμο Ικαρίας ακριβώς επειδή έχει καταγραφεί σαν «τοπικό καθεστώς», ενώ γενικά σχεδόν όπου πέρασε υποψήφιος της Αριστεράς στο β΄ γύρο εξελέγη (Ελληνικό-Αργυρούπολη, Νέα Ιωνία, Πετρούπολη, ενώ στην Καισαριανή έχασε το δήμο για ελάχιστες ψήφους ο νυν δήμαρχος του ΣΥΝ Τζόκας). Στις περιφέρειες, το κλίμα ήταν πιο πολιτικό και καταγράφηκε μια σώμα με σώμα μάχη των υποψηφίων ΠΑΣΟΚ-ΝΔ που στις περισσότερες κρίθηκε με οριακή πλειοψηφία δείχνοντας ότι κανένας πόλος του δικομματισμού δεν αποτυπώνει σαφή ηγεμονία. Το κλίμα αυτό ευνόησε επικοινωνιακά το ΠΑΣΟΚ το οποίο κέρδισε 8 από τις 13 περιφέρειες έστω και οριακά (με συμβολική τη νίκη του Σγουρού που η κυβέρνηση είχε κεντρικοποιήσει ως δείκτη αποδοχής του κυβερνητικού εκβιαστικού διλήμματος). Το ΠΑΣΟΚ ευνοήθηκε και στο επίπεδο των δήμων με τις πολλαπλά συμβολικές –και ως δείκτες αυριανών συναινέσεων που προετοιμάζονται– νίκες των Καμίνη και Μπουτάρη και λιγότερο του Δημαρά στην Πάτρα.
Τέλος, το ζήτημα της αποχής και της αύξησης του λευκού-ακύρου καταδεικνύει με τον πιο σαφή τρόπο μια τάση απαξίωσης συνολικά του πολιτικού συστήματος, η οποία όμως δεν έχει καθαρό πρόσημο. Μεγάλο μέρος της οφείλεται σε απογοήτευση και στροφή στην ιδιώτευση, αφού κομμάτι του κόσμου δεν βλέπει καμιά θετική προοπτική για τη ζωή του. Αυτό το κομμάτι χρεώνει και στην Αριστερά την αδυναμία να δώσει μια θετική προοπτική στη ζωή του. Μέρος της απαξίωσης αυτής, ωστόσο, έχει και ριζοσπαστικό πρόσημο, ειδικά σε κομμάτια νεολαίας, και αυτό είναι κάτι με το οποίο οφείλουμε να συναντηθούμε στους χώρους που ζει και δραστηριοποιείται η νεολαία.
Η ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική Αριστερά σε περιφέρειες και δήμους
Η ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά έδωσε μια μάχη πρωτοφανούς εμβέλειας σε σχέση με ό,τι έχει κάνει έως τώρα. Η κάθοδος σε 11 από τις 13 περιφέρειες με 663 υποψηφίους (που υπερδιπλασιάζονται αν συνυπολογίσουμε και τους δήμους!), με συντονισμένο πολιτικό τόνο και καλή παρουσία προεκλογικά και στο επίπεδο του γραφείου Τύπου, δείχνουν το εύρος του εγχειρήματος που συντελέστηκε από την πλευρά του χώρου μας σε αυτές τις εκλογές. Η κωδικοποίηση των 4 σημείων για την αντικαπιταλιστική διέξοδο από την κρίση μαζί με το ανοιχτό προεκλογικό κάλεσμα για παλλαϊκό ξεσηκωμό απέναντι στην κυβερνητική πολιτική έδωσε σαφές στίγμα και κατοχύρωσε την ύπαρξη ενός διακριτού πολιτικού ρεύματος στο εσωτερικό της Αριστεράς που αποπειράται να δώσει απαντήσεις στις προκλήσεις της συγκυρίας. Η παρουσία πλήθους μάχιμων συνδικαλιστών από γειτονιές, εργασιακούς και νεολαιίστικους χώρους στα ψηφοδέλτια έδειξε ότι αυτό το ρεύμα, παρόλο που είναι μειοψηφικό, είναι υπαρκτό στη βάση των κοινωνικών χώρων και δίνει καθημερινά μάχες.
Όλα αυτά δεν αναιρούν φυσικά τις αντιφάσεις και τα προβλήματα. Η διαδικασία συγκρότησης των ψηφοδελτίων και η φυσιογνωμία με την οποία έγιναν καλέσματα προς το δυναμικό της Αριστεράς για τη συγκρότηση αυτή ήταν προβληματικά στις περισσότερες περιπτώσεις. Οι εξαιρέσεις λίγες· Ήπειρος, Β. Αιγαίο, εν μέρει και Πελοπόννησος. Η υπαρκτή γείωση ή όχι αποτυπώθηκε και στα εκλογικά αποτελέσματα· παρόλο που σε μια πρώτη ματιά δείχνουν «κανονικοποιημένα» γύρω από το 2% (που είναι και ο πανελλαδικός μέσος όρος αυτού του ρεύματος), είναι πολύ απλοϊκό να αποτιμηθεί αυτό ως η ανάδειξη με ενιαίο τρόπο ενός πανελλαδικού «αντικαπιταλιστικού» ρεύματος. Ο κόσμος που μας ψήφισε δεν είναι δεδομένος και αυτό βάζει σε όλους μας αυξημένες ευθύνες και καθήκοντα για την επόμενη μέρα. Όταν η καταγραφή αυτού του χώρου σε βουλευτικές εκλογές είναι της τάξης του 0,7% και στις προηγούμενες νομαρχιακές εκλογές ο χώρος (Μ-Λ ΚΚΕ, ΣΕΚ, ΚΟΕ) είχε κατεβάσματα της τάξης του 1,1 - 1,4%, τότε η διαφορά του 2,63% (Ήπειρος) με το 1,43% (Δυτ. Μακεδονία) μόνο αμελητέα δεν είναι. Αντιθέτως, αποτυπώνει τη διαφορά της διαδικασίας συγκρότησης, της φυσιογνωμίας και της γείωσης των κατεβασμάτων. Αν δεν υπάρχει και αυτό το σημείο αποτίμησης, τότε είναι πολύ εύλογο στο βωμό μιας αποτίμησης περί ενιαίου πανελλαδικού ρεύματος να επιχειρείται η επιβεβαίωση αναδρομικά και της προβληματικής λογικής που ύπηρξε σε διάφορες περιπτώσεις για την περιχαράκωση απέναντι στην υπόλοιπη ριζοσπαστική Αριστερά προεκλογικά.
Τέλος, η εκλογή για πρώτη φορά 7 περιφερειακών συμβούλων οριοθετεί και ένα νέο πεδίο καθηκόντων σε σχέση με τη δουλειά στα περιφερειακά συμβούλια, την προετοιμα-σία και τη συλλογική επεξεργασία για αυτή. Οι περιφερειακοί σύμβουλοι δεν πρέπει να αφεθούν μόνοι τους, αλλά είναι ανάγκη να υπάρξουν ομάδες συλλογικής επεξεργασίας προτάσεων για τα περιφερειακά προβλήματα που να δίνουν συνεχώς τροφοδότηση για μια οργανωμένη εκπροσώπηση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στα περιφερειακά συμβούλια. Τα περιφερειακά σχήματα πρέπει να συγκροτήσουν δημοκρατικές συνελευσιακές διαδικασίες και να εκλέξουν αντίστοιχα συντονιστικά όργανα για τη συλλογική επεξεργασία της δουλειάς. Η συλλογικότητα των εγχειρημάτων πρέπει να κατοχυρωθεί και φυσιογνωμικά με την εναλλαγή σε εύλογο χρονικό διάστημα των συμβούλων.
Στο επίπεδο των δήμων μπορούμε να (ξανα)κάνουμε τη διάκριση των δύο ταχυτήτων μεταξύ των υπαρκτών γειωμένων σχημάτων και των κατεβασμάτων της τελευταίας στιγμής. Σχεδόν όλα τα σχήματα που έχουν ξανακατέβει έστω και μία φορά εξέλεξαν σύμβουλο και πήγαν σχετικά καλά, ενώ σχήματα που στήθηκαν τελευταία στιγμή είχαν μεν αξιοπρεπή καταγραφή, αλλά κατά κανόνα κατέδειξαν τα όρια τέτοιων κατεβασμάτων σε αυτή την ευνοϊκή συγκυρία. Το παράδειγμα σχημάτων με πολύχρονη κινηματική και πολιτική παρουσία που κυριολεκτικά εκτοξεύτηκαν εκλογικά πρέπει να είναι οδηγός για όλους μας (π.χ. Χαλάνδρι, Νέα Σμύρνη). Μια ειδικότερη αποτίμηση πρέπει να γίνει για τα κατεβάσματα στους μεγάλους μητροπολιτικούς δήμους (Αθήνα, Πειραιάς, Θες/νίκη) που είχαν πιο κεντρικοπολιτικό χαρακτήρα και πήγαν αρκετά καλά –ειδικά τα δύο πρώτα– σε αντιστοιχία και με τα περιφερειακά κατεβάσματα, παρά την πολύ αργοπορημένη συγκρότησή τους.
Και ποιος θα πει για τα ρούχα;
Στο γνωστό παραμύθι με το γυμνό βασιλιά οι υπήκοοί του δεν τολμούσαν αρχικά να του πουν ανοιχτά ότι δεν φοράει ρούχα. Το τοπίο αυτών των εκλογών θυμίζει έντονα τη συγκεκριμένη ιστορία. Ο βασιλιάς (κυβέρνηση και επίσημο πολιτικό σύστημα) είναι γυμνός και ενίοτε φαντασιώνεται ότι φοράει ωραία ρούχα, όπως στο παραμύθι. Οι υπήκοοι δυσκολεύονται να το πιστέψουν αρχικά, μέχρι που κάποιος τολμά και το αναφωνεί δημόσια. Στους μήνες που έρχονται και στις ραγδαίες εξελίξεις που ήδη δρομολογούνται πλησιάζει η ώρα που η γύμνια θα φανεί. Το ποιος όμως θα είναι αυτός που θα την αναδείξει και προς ποια κατεύθυνση είναι ακόμα διακύβευμα…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ