Την 1η Ιουνίου, η Ηριάννα Β.Λ. καταδικάστηκε σε 13 χρόνια φυλάκιση χωρίς αναστολή για συμμετοχή στη Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς (ΣΠΦ) και οπλοκατοχή με μόνο στοιχείο ένα χαμηλής ποσότητας και κακής ποιότητας δείγμα DNA που βρέθηκε σε γεμιστήρα εκτός όπλου, το οποίο μάλιστα δεν έχει συνδεθεί με τη ΣΠΦ. Σε μια υπόθεση χωρίς μάρτυρες κατηγορίας, χωρίς άλλα αποδεικτικά στοιχεία εκτός από το παραπάνω δείγμα DNA –για το οποίο οι επιστήμονες-πραγματογνώμονες έχουν αποφανθεί ότι δεν αρκεί για την ταυτοποίηση με το DNA που βρέθηκε στο όπλο– φαίνεται ότι το βαρύνον στοιχείο ενοχής της Ηριάννας είναι η σχέση της με τον σύντροφό της, επίσης κατηγορούμενο για συμμετοχή στη ΣΠΦ, ο οποίος όμως στο μεταξύ αθωώθηκε αμετάκλητα και απαλλάχθηκε από κάθε κατηγορία. Στις 17 Ιουλίου το Πενταμελές Εφετείο Αναστολών Αθήνας, με πλειοψηφία 3-2, απέρριψε την αίτηση της Ηριάννας για αναστολή εκτέλεσης της ποινής που της επιδίκασε το πρωτόδικο δικαστήριο την 1η Ιουνίου.
Η αλήθεια είναι ότι μετά την αθώωση του Τάσου Θεοφίλου και την κατάρρευση της δικαστικής σκευωρίας εις βάρος του, έπειτα από πέντε χρόνια άδικης φυλάκισης, όσοι και όσες βρίσκουν τον εαυτό τους από την πλευρά των κινημάτων και της υπεράσπισης των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών μπόρεσαν επιτέλους να πάρουν μια βαθιά ανάσα. Η αλληλεγγύη στον Τάσο Θεοφίλου νιώθαμε να έχει αποδώσει: είχαμε νικήσει. Ωστόσο, σύντομα θα διαπιστώναμε ότι αυτή η νικηφόρα «έφοδος της κοινωνίας» στα λημέρια του κράτους δεν θα έμενε χωρίς απάντηση. Η απόφαση για τη μη αναστολή της ποινής και τη μη αποφυλάκιση της Ηριάννας ήρθε να μας αποκαλύψει από την αρχή το τείχος πίσω από το οποίο ασκείται απερίσπαστη από την κοινωνία η κρατική εξουσία. Ήρθε να δείξει από την αρχή ότι όχι μόνο υπάρχει «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία, αλλά και εισαγγελείς και δικαστές πρόθυμοι να την εφαρμόσουν, ξέχωρα από τις διαθέσεις της κοινωνίας, την κοινή γνώμη, τη λαϊκή κινητοποίηση.
Η βίαιη επαναφορά σε μια αφήγηση και πρακτική «μηδενικής ανοχής» και «αντιτρομοκρατικής σταυροφορίας» όμως δεν μπορεί να αποδοθεί απλώς σε δικαστικές εμμονές. Θα πρέπει να προσεγγιστεί ως η αντίδραση ενός (κρατικού) μηχανισμού ο οποίος νιώθει οργισμένος για ένα πολιτικό πλήγμα που αναγκάστηκε να δεχθεί.
Αντί όμως να μηρυκάζουμε τα προφανή, ή να κοιτάμε σαστισμένοι την τερατώδη κατάληξη της εντεινόμενης αυταρχικοποίησης του συστήματος (ποινικής) δικαιοσύνης, είναι ίσως πιο χρήσιμο να επισημάνουμε ορισμένα πιο ειδικά θέματα που αφορούν τη φύση και την προέλευση του νέου κύματος νομικού αυταρχισμού των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων.
Το νέο κύμα νομικού αυταρχισμού
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, αυτό που επικαθορίζει την αναγκαιότητα για περαιτέρω θωράκιση του νομικού οπλοστασίου των δυτικών δημοκρατιών είναι ο διαρκώς παρών φόβος μιας δύναμης που απειλεί το κράτος και την οργανωμένη κοινωνία. Αυτή η αφήγηση μιας «ασύμμετρης απειλής» απέναντι στο κράτος, αν και όχι καινούργια, συναντάται με τελείως διαφορετικό τρόπο από το 2001 και μετά. Υπό αυτή την έννοια, δεν μπορεί να δει κανείς ξεχωριστά το νέο κύμα νομικού αυταρχισμού από το περιβόητο «νέο κύμα τρομοκρατίας» και την αντιτρομοκρατική σταυροφορία που διεξήχθη από την κατάρριψη των Δίδυμων Πύργων κι έπειτα, χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι οι βασικές ιδέες δεν ήταν πιο παλιές ή δεν υπήρχαν προπλάσματα αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ελλάδα (βλ. νόμο 774/78 και 1961/90 στην Ελλάδα ή σχέδιο νόμου Κλίντον στις ΗΠΑ 1995).
Βασικά στοιχεία του αφηγήματος αυτού όπως κωδικοποιήθηκε, από το Patriot Act (2001) στις ΗΠΑ μέχρι την ευρωπαϊκή νομοθεσία και τους νεότερους ελληνικούς αντιτρομοκρατικούς νόμους το 2001 και 2004, είναι ότι η κρατική δομή και η δημόσια ασφάλεια δοκιμάζονται από μια διαρκώς παρούσα απειλή, η αντιμετώπιση της οποίας χρειάζεται έκτακτα μέτρα που θα σημάνουν περιορισμό ορισμένων ατομικών-δημοκρατικών δικαιωμάτων, αύξηση των ορίων άσκησης της κρατικής εξουσίας, σκληρότερες διατάξεις, βαρύτερες ποινές και διεύρυνση του αξιοποίνου σε περισσότερες πράξεις (ή και όχι ακριβώς πράξεις...). Τις απαρχές αυτής της νεοφιλελεύθερης προσέγγισης μπορούμε να βρούμε στη σφαίρα του «κοινού ποινικού δικαίου» και στο δόγμα της «μηδενικής ανοχής». Εκφραστής του ο Ρούντι Τζουλιάνι, πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης τη δεκαετία του 1990 και επιστημονικός σύμβουλος έκτοτε διαφόρων κυβερνήσεων σε θέματα αντιμετώπισης του εγκλήματος, μεταξύ των οποίων και της ελληνικής (κυβέρνηση Σαμαρά – Ν. Δένδιας). Αποτέλεσε τη ναυαρχίδα της νεοφιλελεύθερης προσέγγισης αντιεγκληματικής πολιτικής: αναβάθμιση αστυνομικών μονάδων, ισχυρή αστυνομική παρουσία, μεγαλύτερο περιθώριο κινήσεων και αυθαιρεσίας στα αστυνομικά όργανα, καμία ανοχή ούτε στην πιο μικρής κλίμακας παραβατικότητα. Μια αποτύπωση αυτής της εκδοχής αντιεγκληματικής πολιτικής μπορεί να παρατηρήσει κανείς στον τρόπο με τον οποίο οικοδομήθηκε η συνολική αφήγηση αντιτρομοκρατικής πάλης στα σύγχρονα δυτικά κράτη τα τελευταία χρόνια: η τρομοκρατία, όρος ελεύθερος να συμπεριλάβει δυνητικά μια τεράστια γκάμα κοινωνικών αντιστάσεων και ταξικών συγκρούσεων, τίθεται πρώτα και κυρίαρχα ως αντικείμενο ποινικής καταστολής και αποτελεσματικότερης αστυνομικής και νομοθετικής αντιμετώπισης.
Η κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη αφήγηση για το σύστημα απονομής δικαιοσύνης που επικρατεί και εντός της Ε.Ε., με το πρόσχημα της αντιμετώπισης της «νέας τρομοκρατίας» ή ακριβέστερα με τη βαθιά πεποίθηση ότι η αντιμετώπιση της «νέας τρομοκρατίας» και κυριότερα η αντιμετώπιση των ίδιων των ταξικών συγκρούσεων οφείλει πρώτα και κυρίαρχα να είναι ένα «ποινικό ζήτημα», έχει υιοθετήσει τη στρατηγική της αυταρχικής θωράκισης της ποινικής καταστολής. Η εμμονή στη στρατηγική αυτή συνεχίζεται μέχρι και σήμερα ανεξάρτητα από το αν πετυχαίνει τους στόχους της (περιορισμός της «τρομοκρατίας», τον οποίο μάλλον δεν πετυχαίνει…) και ανεξάρτητα από τα κοινωνικά της αποτελέσματα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που αυτοεπιβεβαιώνεται ανεξαρτήτως αποτελεσμάτων συνολικά η νεοφιλελεύθερη πολιτική σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Φυσικά, όσο αποτυχημένη μπορεί να φαντάζει η αντιτρομοκρατική νομοθεσία και η αυταρχικοποίηση της ποινικής δικαιοσύνης ως προς τους διακηρυγμένους στόχους της, άλλο τόσο αποτελεσματική μπορεί να αναδεικνύεται ως όπλο του κράτους απέναντι στις κοινωνικές αντιστάσεις και τα κινήματα, μέσω της άρσης μιας σειράς περιορισμών που έθεταν βασικές δημοκρατικές εγγυήσεις υπογραμμίζοντας τα όρια της ποινικής καταστολής.
Η Αντιτρομοκρατική Σταυροφορία: Αντικαθιστώντας τις αποδείξεις με «υποδείξεις»
Οι δικαστικές αποφάσεις που λαμβάνονται το τελευταίο διάστημα μπορεί να φαντάζουν παράλογες έως και παρανοϊκές αν τις παρακολουθήσει κανείς με βάση τη συνέπεια των επιχειρημάτων τους, το αποδεικτικό υλικό στο οποίο στηρίζονται και τα εξαγόμενα συμπεράσματα. Στην πραγματικότητα δεν έχουμε να κάνουμε με παραλογισμούς αλλά με μια πλήρη αντιστροφή της πορείας απονομής ποινικής δικαιοσύνης.
Η κρίση επί της ενοχής και ίσως και επί της ποινής φαίνονται προαποφασισμένες, βασιζόμενες πλήρως στον «λόγο» της αντιτρομοκρατικής. Το μόνο που μένει είναι μερικά σχετικά αόριστα επιχειρήματα και κάποια έστω μη επαρκή αποδεικτικά μέσα, προκειμένου να δημιουργηθεί η επίφαση της κλασικής ποινικής δίκης. Οι δικαστικώς ελέγξιμες αποδείξεις αντικαθίστανται από τις υποδείξεις, τις εμπιστευτικές πληροφορίες, και τις διαβεβαιώσεις περί ενοχής που παρέχονται από την αντιτρομοκρατική υπηρεσία, χωρίς τίποτε από τα παραπάνω να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ικανό από μόνο του να στηρίξει την ενοχή ενός προσώπου και μάλιστα υπό τους ειδικούς κανόνες που διέπουν την ποινική δίωξη και την ποινική δίκη.
Όλα αυτά αποτελούν τεράστιες οπισθοχωρήσεις για ένα κρατικά οργανωμένο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης και πολλά βήματα πίσω από τις σταθερές βάσεις της ποινικής δικονομίας. Η ποινική καταδίκη μονάχα με τη διαβεβαίωση των κρατικών λειτουργών (αντιτρομοκρατική) επί της ενοχής, χωρίς μαρτυρίες και αποδεικτικά στοιχεία τα οποία να μπορούν να σταθούν ενώπιον δικαστικής αξιολόγησης στο πλαίσιο της ποινικής δίκης, σηματοδοτεί μια απόλυτα ενιαία λειτουργία εισαγγελίας και δικαστικού σώματος καθώς και τη διάψευση οποιασδήποτε ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης.
DNA: Η επιστήμη στην υπηρεσία του επιθυμητού πολιτικού αποτελέσματος
Η χρήση του γενετικού υλικού ως αποδεικτικού υλικού έρχεται να διαδραματίσει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στα παραπάνω, αφού αποτελεί στις περισσότερες από τις γνωστές δίκες περί τρομοκρατίας τον μοναδικό συνδετικό κρίκο του κατηγορουμένου με την εγκληματική πράξη. Η υπόθεση της Ηριάννας ίσως να είναι η πιο αποκαλυπτική ως προς την εργαλειακή χρήση του συγκεκριμένου αποδεικτικού μέσου. Ανεξάρτητα από τις διαβεβαιώσεις των πραγματογνωμόνων-επιστημόνων ως προς την ακαταλληλότητα του δείγματος προς δικαστική αξιοποίηση και ανεξάρτητα από τις επιφυλάξεις που έχει διατυπώσει η επιστημονική κοινότητα σχετικά με την ακαταλληλότητα του δείγματος DNA να αποτελέσει το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο ενοχής, καθώς μεταφέρεται πολύ εύκολα με αποτέλεσμα να μπορεί να ταυτοποιηθεί κάποιο άτομο άσχετο ως προς το εγκληματικό γεγονός, το δείγμα DNA συνεχίζει να χρησιμοποιείται ως αποδεικτικό στοιχείο στις επίμαχες δίκες.
Για την ακρίβεια, ο ρόλος του είναι πολύ πιο πολύτιμος. Στην πραγματικότητα, χρησιμοποιείται ως στοιχείο νομιμοποίησης των δικών αυτών, αφού αποτελεί το μοναδικό αποδεικτικό μέσο το οποίο επικαλείται ο δικαστής για να στηρίξει την απόφασή του. Την ίδια στιγμή, στη δημόσια σφαίρα το DNA δημιουργεί την εντύπωση της αδιάσειστης και ακαταμάχητης απόδειξης, ακριβώς επειδή όσα σχετίζονται με τη μειωμένη αξιοπιστία του, και δη ως μοναδικού αποδεικτικού μέσου, λόγω της ευκολίας με την οποία μεταφέρεται και εντοπίζεται σε αντικείμενα με τα οποία μικρή (ή και καθόλου) σχέση μπορεί εντέλει να έχει ο κατηγορούμενος, δεν είναι καθόλου γνωστά στο ευρύ κοινό.
Αυτή η τόσο διευρυμένη χρήση του γενετικού υλικού ως αποδεικτικού στοιχείου είναι προβληματική τόσο από πλευράς λήψης όσο και από πλευράς χρήσης. Ως προς τη λήψη, είναι γνωστό ότι αρκετά συχνά ακολουθείται η ακούσια λήψη μέσω της «μεθόδου του πνιγμού», γεγονός το οποίο συνιστά επιστροφή σε εποχές πλήρους απουσίας δικονομικών εγγυήσεων και άσκησης ανεξέλεγκτης εξουσίας επί του σώματος του κατηγορουμένου, με όρους βασανιστηρίου. Ως προς τη χρήση, ανοίγει τις πόρτες για μια εντελώς μηχανιστική απόδειξη της ενοχής, όταν ακόμα και ένα πενιχρό δείγμα γενετικού υλικού αρκεί για να επιβεβαιώσει μια ολόκληρη δικογραφία η οποία κατά τα άλλα στηρίζεται στην ποινικοποίηση του φρονήματος, των πολιτικών επιλογών, των συντροφικών σχέσεων, της πολιτικής-συνδικαλιστικής δράσης κ.λπ.
Καταρχήν ένοχος
Το βασικό αίσθημα που προκαλεί στους περισσότερους/ες τόσο η υπόθεση του Τάσου Θεοφίλου, παρά την αίσια κατάληξη, όσο και η υπόθεση της Ηριάννας είναι η τεράστια έλλειψη εμπιστοσύνης στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης και η ανασφάλεια. Είναι πολύ λογικό να σκεφτεί κάποιος ότι θα μπορούσε να είναι εκείνος στην ίδια ακριβώς θέση. Πολλώ δε μάλλον γιατί να μην μπει στη διαδικασία να σκεφτεί δυο και τρεις φορές από δω και πέρα τις συντροφικές του σχέσεις ή την πολιτική πρακτική του. Είναι ακριβώς το διάχυτο αίσθημα ενοχής που συνοδεύει αυτή την ανασφάλεια. Η μόνιμη δηλαδή αίσθηση ότι όλο και περισσότερες πράξεις θα μπορούσαν δυνητικά να είναι ποινικά αξιολογήσιμες. Από μια ανάρτηση στο Facebook, μια ιδιωτική συνομιλία, μέχρι μια βόλτα σ’ ένα «ύποπτο» στέκι και τη συμμετοχή σε μια κινητοποίηση, αυτό το αίσθημα είναι σχεδόν παντού. Και επιδιώκεται να είναι έτσι.
Η συνεχής διεύρυνση του αξιοποίνου, από τη σφαίρα των πράξεων με σαφή «αρχή εκτέλεσης», σαφή διαχωριστική ανάμεσα στη νομιμότητα και την έναρξη μιας παράνομης ενέργειας, σε μη πράξεις, σε φρονήματα, σε πολιτικές και προσωπικές επιλογές και στάσεις ζωής καλλιεργεί την αίσθηση ότι ειδικά για όσους/ες δεν συμφωνούν ή αντιστέκονται στην κυρίαρχη πολιτική αφήγηση το ποινικό οπλοστάσιο μπορεί να ενεργοποιηθεί ανά πάσα στιγμή και συνεπώς δεν υπάρχουν ακριβώς «αθώοι» αλλά «μη διωκόμενοι». Η αντιτρομοκρατική νομοθεσία είναι αποκαλυπτική ως προς αυτό. Στο άρθρο 187α, κατά παράβαση θεμελιωδών αρχών του ποινικού δικαίου, δεν τιμωρούνται πράξεις αλλά προδιαθέσεις, σχέδια, η απλή «ένταξη σε ομάδα» χωρίς καν την έναρξη δράσης εντός αυτής και την αρχή εκτέλεσης οποιουδήποτε εγκλήματος. Μια ευρεία γκάμα «προπαρασκευαστικών πράξεων» περιλαμβάνονται επίσης και τιμωρούνται –είναι ή δεν είναι καθαυτές αξιόποινες– ως δράσεις στο πλαίσιο «τρομοκρατικής οργάνωσης».
Κάνοντας την οργή, απελπισία: Το ψυχολογικό σακάτεμα της νεολαίας
Παράλληλα, είναι επίσης φανερή η πρόθεση της δικαστικής εξουσίας να μεταχειριστεί την ανθρώπινη ζωή με τρόπο παραδειγματικό. Αν μη τι άλλο, η στέρηση χρόνων ζωής, ανθρώπινης επικοινωνίας, πολύτιμων κοινωνικών εμπειριών και αναντικατάστατων βιωμάτων αποτελεί συντριπτική επίδειξη δύναμης της κρατικής εξουσίας, τόσο στην υπόθεση του Τάσου Θεοφίλου όσο και στην υπόθεση της Ηριάννας Β.Λ. Η πολιτική στόχευση γύρω από μια τέτοια επίδειξη δύναμης είναι πολύ συγκεκριμένη. Στο φόντο της παρατεταμένης άσκησης μιας επιθετικής αστικής πολιτικής ενάντια στα κατώτερα στρώματα και τη νεολαία, το κράτος λαμβάνει τα μέτρα του και θέτει το ποινικό οπλοστάσιο στην υπηρεσία των πολιτικών διώξεων, μετατρέποντας την ίδια στιγμή τα στιγμιότυπα της ταξικής πάλης από πολιτικές συγκρούσεις σε ποινικά γεγονότα. Ξεκινώντας από τη στοχοποίηση των πιο μειοψηφικών πρακτικών, όπως αυτές του λεγόμενου αντάρτικου πόλης, επιτίθεται στον αναρχικό χώρο ενώ στοχεύει στην ευρύτερη στοχοποίηση κινηματικών πρακτικών στο πλαίσιο της οργανωμένης πάλης δυνάμεων αντικαπιταλιστικής και κομμουνιστικής αναφοράς.
Ειδικά όσον αφορά τη νεολαία, το μήνυμα από την υπόθεση του Τάσου Θεοφίλου και της Ηριάννας είναι σαφές: Αν είσαι νέος/α και δεν θέλεις να χάσεις 2-5 χρόνια από τη ζωή σου στη φυλακή, πρέπει να προσέχεις ιδιαίτερα τις συναναστροφές σου, τις συντροφικές σου σχέσεις, τις πολιτικές επιλογές σου γιατί, ακόμα κι αν αποδειχτεί ότι είσαι εντελώς αθώος/α, μπορεί παρ’ όλα αυτά να φυλακιστείς για ένα χρονικό διάστημα με ό,τι και αν αυτό σημαίνει. Η κυβέρνηση και το αστικό κράτος γνωρίζουν ότι έχουν απέναντί τους νέους ανθρώπους οι οποίοι έχουν κάθε λόγο να είναι υπερβολικά οργισμένοι με όσα συμβαίνουν αυτή την στιγμή σε επίπεδο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό. Με το κατάντημα της δημοκρατίας, την κατάρρευση των κοινωνικών παροχών, την ακραία ανεργία και την πλήρη απορρύθμιση των εργασιακών. Αν λοιπόν η οργή δεν μπορεί να μετατραπεί με κανέναν τρόπο σε ελπίδα, τότε θα επιδιωχθεί να μετατραπεί στην πλήρη απόγνωση και απελπισία. Και είναι αυτή ακριβώς η απελπισία και η αίσθηση διαρκούς ματαίωσης που προσπαθούν να σπείρουν στη γενιά των σημερινών εικοσάρηδων και τριαντάρηδων μέσα από αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο αυταρχισμού.
Κοινωνία, κράτος, όχλος: Ποιος αποδίδει δικαιοσύνη;
Πολύ συχνά μπαίνει το ερώτημα: Και ποιος τέλος πάντων θα αποδώσει δικαιοσύνη; Τα κυρίαρχα μίντια σπεύδουν αμέσως να πουν ότι «πρέπει να αφήσουμε τη δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της» και ότι «μπορούμε να κριτικάρουμε αλλά όχι να αμφισβητούμε». Το ζήτημα που τίθεται τόσο από αυτούς που αντιδρούν λέγοντας ότι οι δικαστές είναι ένα «αυτιστικό λόμπι, προσκολλημένο στην τυπολατρία του ποινικού συστήματος» όσο και από εκείνους που υποστηρίζουν ότι «δεν μπορεί τέλος πάντων ο όχλος να αποδίδει δικαιοσύνη» είναι το εξής: «Θα έπρεπε η δικαιοσύνη να επηρεάζεται από την κοινωνία ή όχι;».
Πρόκειται για λανθασμένο ερώτημα που θα μπορούσε μόνο να τεθεί αν κάναμε την παραδοχή ότι η δικαιοσύνη έτσι κι αλλιώς δεν επηρεάζεται από την κοινωνία ή κομμάτια της κοινωνίας, ή ακριβέστερα αν δεχόμασταν ότι η δικαιοσύνη δεν είναι κατεξοχήν πολιτική από την πρώτη στιγμή. Υπό αυτή την έννοια, δεν αρκεί απλώς να προσδιορίσει κανείς τη θέση του σε σχέση με τη δυνατότητα επηρεασμού ενός δικαστικού αποτελέσματος από τον κοινωνικό παράγοντα –αυτό γίνεται ήδη (κύκλοι διαφθοράς, μιντιακή δικαιοσύνη κ.λπ.)– αλλά να υπερασπιστεί μια δικαιοσύνη που θα αφουγκράζεται τα κινήματα αλληλεγγύης, τους συλλογικούς φορείς, τη μαζική πλειοψηφική λαϊκή κινητοποίηση.
Από την κριτική της ποινικής δικαιοσύνης στην αναζήτηση του κρυφού θεμέλιου της αδικίας
Υπό το φως των παραπάνω, ορίζεται και το πεδίο της σύγκρουσης του επόμενου διαστήματος. Δεν μπορούμε να αφήσουμε απλώς τη δικαιοσύνη να κάνει με τον πιο επαγγελματικό και συνεπή προς τον νόμο τρόπο την δουλειά της. Αυτό θα σήμαινε ότι στην καλύτερη περίπτωση θα αντικαθιστούσαμε την πολιτική σύγκρουση από μια ακατάσχετη και αδιέξοδη νομικολογία, ενώ στη χειρότερη απλώς θα αφήναμε το δικαστικό σύστημα να εφαρμόζει πιστά, τυπικά και κατά τα προβλεπόμενα την ψηφισμένη από τη βουλή αντιτρομοκρατική νομοθεσία.
Οφείλουμε πιο πολύ από ποτέ να δούμε το πεδίο της ποινικής καταστολής ως πεδίο κοινωνικών-πολιτικών συγκρούσεων, από την ποινική θεωρία μέχρι τη δικονομική πρακτική και από τις δικαστικές αποφάσεις μέχρι τους όρους του σωφρονισμού. Ο τρόπος, τα όρια και το μέγεθος της κρατικής εξουσίας που ασκείται είναι κάθε φορά επικαθορισμένα από την έκβαση του κοινωνικού πολέμου ανάμεσα στις δυνάμεις του κεφαλαίου και της εργασίας. Τρανή απόδειξη ο ίδιος ο νεοφιλελευθερισμός ως η ζωντανή αντίφαση ανάμεσα στο αφήγημα μιας κοινωνικής, πολιτικής και θεσμικής προόδου και τον εγγενή αυταρχισμό του σε όλα τα επίπεδα: από την αυταρχικοποίηση του πολιτικού συστήματος μέχρι τη θωράκιση του νομικού οπλοστασίου, την καταστολή και την εργασιακή απορρύθμιση, όλα δείχνουν ότι έχουμε να κάνουμε με μια επιθετική εκδοχή αστικής πολιτικής απέναντι στα κατώτερα στρώματα, η οποία χρειάζεται τη δική της εκδοχή (μειωμένης) δημοκρατίας, τη δική της εκδοχή (αυταρχικής) ποινικής δικαιοσύνης, τη δική της εκδοχή (ανύπαρκτων) εργασιακών δικαιωμάτων.
Υπό το φώς των παραπάνω γίνεται ακόμα πιο σαφές και το εξής: μια ριζοσπαστική, αντικαπιταλιστική και επαναστατική κριτική στο δίκαιο δεν μπορεί παρά να είναι και μια κριτική της πολιτικής, της κοινωνίας και εντέλει των ίδιων των όρων εργασίας, ακριβώς γιατί το κρυφό θεμέλιο της αδικίας δεν μπορεί να βρεθεί εντός του νομικού κόσμου, αλλά μόνο εντός της πραγματικής ζωής.
Σε αυτή την πραγματική ζωή λοιπόν καλούμαστε πρώτα και κύρια να δώσουμε την πολιτική μάχη για την Ηριάννα, για την αθώωσή της και το ξήλωμα της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας, για τη μη κατάργηση της οποίας και τη διατήρησή της σε ισχύ μέχρι και σήμερα φέρει αποκλειστική ευθύνη η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, όσο κι αν προσπαθεί να απεκδυθεί την ευθύνη μέσω μιας μιντιακής αντιπαράθεσης με το δικαστικό σώμα. Να δώσουμε τη μάχη λοιπόν όσο πιο πολλοί και πολλές, με πείσμα, συνέχεια και επίγνωση του ότι απέναντί μας έχουμε σκληρούς αντιπάλους, σεσημασμένους εγκληματίες των βαρύτερων και πιο σκληρών εγκλημάτων. Αυτών που γίνονται «στο όνομα του ελληνικού λαού».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ