Οι φωνές ανακούφισης του γαλλικού και ευρωπαϊκού κατεστημένου, συμπεριλαμβανομένου και του ελληνικού «ευρωπαϊκού τόξου», επειδή αποφεύχθηκε ο κίνδυνος να πρέπει να διαλέξουν στον δεύτερο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών ανάμεσα στα «δύο άκρα», τις «δύο παραλλαγές εθνολαϊκισμού», τις «δύο αντιευρωπαϊκές δυνάμεις», δεν πρέπει να μας κάνουν να παραβλέψουμε τα σημάδια βαθιάς πολιτικής κρίσης.
Για πρώτη φορά σε δεύτερο γύρο προεδρικών εκλογών δεν θα υπάρχει εκπρόσωπος των δύο μεγάλων παρατάξεων που όρισαν εδώ και δεκαετίες το πλαίσιο του γαλλικού δικομματισμού. Το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, που είχε θριαμβεύσει το 2012, σήμερα αντιμετωπίζει συνθήκη διάλυσης συγκρίσιμη με αυτή του ΠΑΣΟΚ μετά το 2011. Η γαλλική δεξιά είδε την υποτιθέμενη σίγουρη επιλογή του Φιγιόν να καίγεται από πολύ νωρίς. Όλα αυτά αντανακλούν τη βαθιά δυσπιστία της κοινωνίας απέναντι στα κόμματα που ευθύνονται για τη λιτότητα, τις επιθέσεις στα εργασιακά δικαιώματα και τη διαρκή διακινδύνευση του κοινωνικού κράτους.
Την ίδια στιγμή η υποψηφιότητα του Εμμανουέλ Μακρόν συγκεφαλαιώνει την πιο επιθετική συστημική εκδοχή απάντησης στην πολιτική κρίση. Ο κατεξοχήν εκπρόσωπος των «περιστρεφόμενων θυρών» ανάμεσα σε πολιτική και επιχειρήσεις, έστησε μια καμπάνια με όρους επιχειρηματικού εγχειρήματος και διαφήμισης, με ένα πρόγραμμα φαινομενικά άχρωμο αλλά στην πραγματικότητα βαθιά νεοφιλελεύθερο, χωρίς κομματική βάση αλλά με εκπληκτική συστράτευση των δυνάμεων του κεφαλαίου γύρω του – όπως φάνηκε και από τον τρόπο με τον οποίο εκκαθαρίστηκε πολύ νωρίς το τοπίο υπέρ του, μέσα από το χτύπημα στον Φρανσουά Φιγιόν, με τις αποκαλύψεις για τις αργομισθίες της οικογένειάς του, και την απαξίωση του Μπενουά Αμόν, επίσημου υποψηφίου του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Σε κάθε περίπτωση, η υποψηφιότητα Μακρόν κατάφερε να συμβάλει σε ένα εκλογικό τοπίο όπου το συνολικό άθροισμα όσων εκπροσωπούσαν από την κλασική σοσιαλδημοκρατία και αριστερότερα να είναι από τα πιο χαμηλά!
Η Μαρίν Λεπέν επιτυγχάνει ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα, αν και ήταν μάλλον προαγγελμένο, καθώς ήταν εμφανές ότι ο «ευρωσκεπτικισμός» της, μαζί με το γεγονός ότι έλεγε με τον πιο καθαρό τρόπο τις συντηρητικές, αυταρχικές και ρατσιστικές πολιτικές στις οποίες μάλλον συνέκλιναν όλα τα κόμματα, της έδιναν μια δυναμική, διεκδικώντας σημαντικό μέρος του ακροατηρίου της δεξιάς και διατηρώντας την ισχυρή παρουσία της στα πιο εργατικά και πληβειακά στρώματα: 37% στους εργάτες και 32% σε όσους έχουν μηνιαίο εισόδημα κάτω από 1.250 ευρώ. Όμως είναι πλέον και μια υποψηφιότητα με πραγματικά όρια στη δυναμική της: ενδεικτικό είναι το ότι στους ηλικίας 18-24 ψηφοφόρους έχασε την πρωτιά από τον Ζαν-Λυκ Μελανσόν και στους ηλικίας 25-34 από τον Εμμανουέλ Μακρόν.
Η υποψηφιότητα του Ζαν-Λυκ Μελανσόν παίρνει ένα μεγάλο ποσοστό, εάν αναλογιστούμε πόσο είχε πάρει στις περασμένες εκλογές αλλά και την αύξηση που είχε μέσα στην προεκλογική εκστρατεία. Κατάφερε να εισπράξει μεγάλο μέρος της δυναμικής της κοινωνικής δυσαρέσκειας που καταγράφηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια και να εκμεταλλευτεί την κρίση των Σοσιαλιστών, ενώ μπόρεσε να τα πάει ιδιαίτερα καλά στους νέους ψηφοφόρους, στους άνεργους, στους μισθωτούς. Κατάφερε να μην αφήσει τη Μαρίν Λεπέν να φαντάζει ως η μόνη επικριτική δύναμη για την Ευρώπη. Ωστόσο, ήταν και αυτή μια προσωποκεντρική υποψηφιότητα, που στηρίχτηκε στις μαζικές συγκεντρώσεις, τη χαρισματική ρητορική και την έξυπνη χρήση των τεχνολογιών της επικοινωνίας, όχι σε κάποια συσπείρωση κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, όχι σε ένα κίνημα. Αυτό αναφάνηκε και στην αντιφατικότητα του προγράμματος του Μελανσόν, ένα μείγμα ανάμεσα σε νεοκεϋνσιανισμό, κριτική στην Ευρώπη και το ΝΑΤΟ, νεορεπουμπλικανική υποστήριξη του «ανεξίθρησκου» κράτους και διεκδίκηση βαθιών πολιτικών τομών. Οι ασάφειες ως προς την Ευρώπη, ως προς τις ιμπεριαλιστικές πλευρές της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής, ως προς ζητήματα όπως η «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» στο όνομα της «αντιτρομοκρατικής πάλης», αποτύπωναν και εδώ το γεγονός ότι παρά τα μεγάλα κινήματα, ιδίως του 2016 κατά των αλλαγών στον εργασιακό νόμο, το Nuit Debout αλλά και τις μικρές και μεγάλες μάχες κατά του ρατσισμού, η γαλλική αριστερά εξακολουθεί να βρίσκεται σε συνθήκη βαθιάς στρατηγικής και προγραμματικής κρίσης. Κατά συνέπεια, η εκλογική δυναμική αυτή, δίχως μια διαδικασία ανασύνθεσης που να αντιμετωπίζει αυτή την κρίση, θα κινδυνεύει να μείνει χωρίς συνέχεια.
Σε κάθε περίπτωση, τα πραγματικά ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά και η γαλλική κοινωνία δείχνει να διαπερνιέται από μεγάλες αντιθέσεις. Παρά τη συστράτευση των συστημικών πολιτικών δυνάμεων και του μεγαλύτερου μέρους της αριστεράς με τον «ευρωπαϊκό δρόμο», εντούτοις από διαφορετικές πλευρές αποτυπώνεται μια ισχυρή υποστήριξη κάποιας εκδοχής ανάκτησης πλευρών της εθνικής κυριαρχίας. Παρότι αποτυπώθηκε μέσω της ισχυρής παρουσίας Μακρόν μια υποτιθέμενη νομιμοποίηση των νεοφιλελεύθερων «ευρωπαϊκών» πολιτικών, η οποία θα ενισχυθεί από τον επίσης προαναγγελθέντα θρίαμβό του στον δεύτερο γύρο, εντούτοις φαίνεται ότι η απειλή κατά των εργασιακών δικαιωμάτων, η λιτότητα, η αμφισβήτηση του κοινωνικού κράτους παραμένουν πεδία μεγάλων κοινωνικών αντιθέσεων. Παρότι φαινομενικά η ενίσχυση του Μακρόν είναι «ανάχωμα» απέναντι στον ρατσισμό, η ατζέντα της ακροδεξιάς στα ζητήματα του προσφυγικού και της μετανάστευσης έχει ήδη γίνει mainstream, με μια βαθιά συντηρητική και αυταρχική αναδίπλωση ενάντια σε εκείνα τα κομμάτι των λαϊκών τάξεων που «δεν είναι σαν κι εμάς», η οποία με τη σειρά της μπορεί να γεννήσει από νέες κοινωνικές εκρήξεις έως –όπως το είδαμε ήδη– νέα πεδία στρατολόγησης οργανώσεων όπως το «Ισλαμικό Κράτος».
Πάνω από όλα, η επέλαση της μεταδημοκρατίας, εκείνης δηλαδή της συνθήκης άσκησης πολιτικής όπου κατά βάση αποφασίζουν οι αγορές και οι απρόσωπες γραφειοκρατίες που συναπαρτίζουν τους μηχανισμούς, οι οποίοι εξυπηρετούν τις αγορές, δεν ανακόπτεται και επομένως η συνεχιζόμενη αποξένωση των ευρωπαϊκών κοινωνιών από την επίσημη πολιτική θα συνεχίσει να γεννά πολιτικές κρίσεις και δυνάμει ανατροπές παρά την τρέχουσα «ανακούφιση».
Απλώς, όσο θα απουσιάζει εκείνη η πολιτική πρόταση που θα υπερασπίζεται τη λαϊκή κυριαρχία αλλά χωρίς τους πειρασμούς του εθνικισμού, που δεν θα μιλάει απλώς για αναδιανομή αλλά για ένα εναλλακτικό παραγωγικό υπόδειγμα έναντι του «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού» και που θα είναι έτοιμη να τολμήσει τη ρήξη με μια Ε.Ε. σε παρακμή, τότε το πεδίο θα συνεχίσει να καλύπτεται είτε από τις παραλλαγές της ακροδεξιάς είτε από την αναζήτηση ακροκεντρώων χαρισματικών –ή όχι και τόσο χαρισματικών– ηγεσιών.
Πηγή: unfollow
ΔΙΑΒΑΣΤΕ