Ένα ιδιότυπο αντανακλαστικό χαρακτήρισε πολλές φορές την αντικαπιταλιστική Αριστερά: η πεποίθηση ότι μπορούσαμε να αναβάλλουμε διαρκώς την αναμέτρηση με το ερώτημα της μετωπικής πολιτικής. Ως ψυχολογικό αντανακλαστικό αυτή η στάση είναι διαδεδομένη. Πολλές φορές, η αίσθηση ότι καλούμαστε να κάνουμε επιλογές που προσφέρουν και ευκαιρίες αλλά και κινδύνους μας κάνουν να αυτοεγκλωβιζόμαστε στην απραξία και την αθεμελίωτη πεποίθηση ότι αργότερα τα πράγματα θα είναι πιο πρόσφορα. Μόνο που στον ιστορικό χρόνο αυτό μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες.
Ο λόγος είναι ότι σήμερα είμαστε σε ένα μεταίχμιο. Τα σημάδια της κοινωνικής κρίσης και μια βαθιάς πολιτικής κρίσης που έχει χαρακτηριστικά κρίσης ηγεμονίας παραμένουν ενεργά. Μεγάλα τμήματα των λαϊκών τάξεων έχουν απομακρυνθεί από την αστική πολιτική και δυσπιστούν απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Μόνο που ως προς τον εντυπωσιακό και σχεδόν εξεγερσιακό κύκλο κινητοποιήσεων, που σφράγισε τις εξελίξεις τα τελευταία τρία χρόνια, τα πράγματα είναι αντιφατικά. Παρά τη σφοδρότητα των μέτρων, δεν προκύπτουν αντίστοιχης έντασης κοινωνικές εκρήξεις. Σε μερίδα των λαϊκών τάξεων η παρατεταμένη κοινωνική καταστροφή και κυρίως η έκρηξη της ανεργίας έχουν εγγράψει απελπισία και απογοήτευση.
Αυτό που έχει λείψει είναι η αυτοπεποίθηση ότι σήμερα υπάρχει εναλλακτική λύση, ότι μπορεί να υπάρξει «άλλος δρόμος» χωρίς τον εκβιασμό του ευρώ, χωρίς το βραχνά του χρέους, χωρίς τις δεσμεύσεις της ΕΕ. Ο ΣΥΡΙΖΑ ενισχύεται, όμως όλο και περισσότερο ως κλασική αντιπολιτευτική λύση, ως εναλλαγή εντός των ορίων που θέτει η Ευρωζώνη και οι διεθνείς οργανισμοί και όχι ως κίνημα που διαμορφώνει συνθήκη ανατροπής. Την ίδια στιγμή η διογκούμενη δυσαρέσκεια για την ΕΕ και το ευρώ, παρότι αποτυπώνεται σε μετρήσεις κοινής γνώμης, παραμένει πολιτικά ακάλυπτη.
Αυτή η συνθήκη διαμορφώνει ένα υπαρκτό πολιτικό κενό. Απουσιάζει η Αριστερά που θα μπορούσε να συνδυάσει την κινηματική μαχητικότητα με την στράτευση σε εκείνο το πρόγραμμα που θα όριζε τη δυνατότητα ενός άλλου δρόμου. Η απουσία της δεν αφορά μόνο τον «υποκειμενικό παράγοντα» αλλά και τον αντικειμενικό συσχετισμό δύναμης: όσο δεν αναδεικνύεται μια πραγματική εναλλακτική λύση, τόσο θα υποχωρεί η λαϊκή αυτοπεποίθηση.
Η αντικαπιταλιστική Αριστερά καλείται, έστω και άθελά της, να αναμετρηθεί με ευθύνες που υπερβαίνουν το αίτημά της ενότητάς της. Όντας η μόνη δύναμη που συστηματικά πρόβαλε τη ρήξη με τον «Ευρωπαϊκό δρόμο» και ταυτόχρονα στρατεύτηκε ενωτικά στους αγώνες – σε αντίθεση με τη μετατροπή από το ΚΚΕ των αντικαπιταλιστικών αναφορών σε άλλοθι ενός ηττοπαθούς σεχταρισμού – σήμερα καλείται να συμβάλει στο να υπάρξει η Αριστερά του άλλου δρόμου.
Μόνο που αυτό σημαίνει δύσκολες επιλογές. Για λόγους ιστορικά διαμορφωμένων εκπροσωπήσεων αυτό δεν μπορεί να γίνει μόνο με το να ολοκληρωθεί η διεύρυνση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με την αναμφίβολα αναγκαία ένταξη σε αυτή όσων αντικαπιταλιστικών τάσεων εσφαλμένα ακολουθούν μοναχικούς δρόμους. Ούτε είναι θέμα περισσότερο συστηματικής παρέμβασης. Απαιτεί μια διαδικασία μετωπικής συμπόρευσης και με άλλα ρεύματα που προέρχονται από άλλες ιστορικές διαδρομές της Αριστεράς.
Αυτό εκ των πραγμάτων σημαίνει συμπόρευση με ρεύματα που αποδέχονται την ανάγκη της ρήξης με το ευρώ, την ΕΕ και το χρέος και αναφέρονται στην παραγωγική ανασυγκρότηση σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, αλλά δεν κουβαλούν την ιστορικότητα και τους κώδικες της επαναστατικής Αριστεράς. Που μπορεί να έχουν και κοινοβουλευτικές αυταπάτες. Που μπορεί να υπερεκτιμούν τη δυνατότητα βαθιών μεταρρυθμίσεων μέσα σε καπιταλιστικές συνθήκες. Που κουβαλούν άλλες παραδόσεις απεύθυνσης σε «εθνικά ακροατήρια». Που, όμως, σήμερα παίρνουν σαφή θέση ενάντια στην ΕΕ και τη στρατηγική του κεφαλαίου.
Ο κόσμος της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς έχει αντιληφθεί ποια είναι η πρόκληση σήμερα. Γι’ αυτό και η διάθεση για μετωπική συμπόρευση, με τάσεις σαν κι αυτές που περιγράψαμε, κυριαρχεί σε αυτόν τον κόσμο, όπως έδειξε η με συντριπτική πλειοψηφία σχετική απόφαση της Συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Όμως, υπάρχουν πολιτικές τάσεις μέσα στην αντικαπιταλιστική Αριστερά που έχουν αντιφατικά αντανακλαστικά. Ορισμένες τάσεις, ακολουθώντας το παράδειγμα διεθνών ρευμάτων του ευρύτερου τροτσκιστικού χώρου, αναδιπλώνονται σε μια λογική μετώπου μόνο των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων. Άλλοι πάλι διαχειρίζονται την αμηχανία τους μέσα από μια λογική «σταδιακών βημάτων» και διαρκών δοκιμασιών που υποτιμά πλήρως την παράμετρο του πολιτικού και ιστορικού χρόνου.
Μόνο που με την κοινωνική κρίση να βαθαίνει, την κατάσταση στο λαϊκό κίνημα να δείχνει όχι μόνο δυναμικές αλλά και απογοήτευση, την κυβέρνηση να διεκδικεί την πρωτοβουλία των κινήσεων και τη μετατόπιση της συζήτησης, το ΣΥΡΙΖΑ να μετατοπίζεται δεξιόστροφα σε «πραγματιστική κατεύθυνση», αλλά και με την προοπτική, στο βραχύ χρόνο, μεγάλων κεντρικών πολιτικών γεγονότων (από την ελληνική προεδρεία στην ΕΕ μέχρι τις πολλαπλές εκλογές του Μαΐου), η πολυτέλεια μιας μακράς «ωρίμανσης των συνθηκών» δεν υπάρχει.
Ούτε υπάρχει περιθώριο για μια ιεροεξεταστικού τύπου προσέγγιση των προγραμματικών ερωτημάτων. Όχι γιατί δεν πρέπει να υπάρξει βάθεμα της προγραμματικής επεξεργασίας και άνοιγμα της συζήτησης για μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική. Αλλά γιατί αυτό δε σημαίνει φιλολογικούς καυγάδες για τις διατυπώσεις σε πολιτικές ανακοινώσεις.
Όλες οι διεργασίες μέχρι τώρα έχουν κάνει σαφή την κοινή θέση για έξοδο από το ευρώ, για την αποδέσμευση από την ΕΕ ως αναγκαία συνθήκη οποιασδήποτε διαδικασίας μετασχηματισμού, για τη διαγραφή του χρέους, για τη στήριξη των αγώνων, για ένα κίνημα ενάντια στο φασισμό και το ρατσισμό, για την ανάγκη επαναστατικών σε τελική ανάλυση ανατροπών και όχι ενδοσυστημικών εναλλαγών. Η εμπειρία των αγώνων, όλο το προηγούμενο διάστημα, αλλά και πρακτικές δημόσιου διαλόγου, σφυρηλάτησαν τη συντροφικότητα.
Με αυτά τα δεδομένα το ερώτημα για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είναι να σταθμίσουμε, να κρίνουμε, να πάρουμε εγγυήσεις. Όποια ερωτήματα έχουμε θέσει, αυτά έχουν απαντηθεί θετικά. Εμείς καλούμαστε τώρα να πάρουμε θέση. Και επειδή είμαστε η μεγαλύτερη δύναμη, από όσες συμμετέχουν σε αυτή τη συζήτηση, έχουμε και τη μεγαλύτερη ευθύνη.
Πρέπει να προχωρήσουμε τώρα, τολμηρά και θαρρετά, χωρίς ταλαντεύσεις και χειρισμούς, στη μετωπική συμπόρευση, κάνοντας ό,τι χρειάζεται για να διαμορφωθεί ο πόλος της «Αριστεράς του άλλου δρόμου» (κοινή δράση στο κίνημα, πρωτοβουλίες κατά του ευρώ και της ΕΕ, προετοιμασία για τις πολιτικές και εκλογικές μάχες της περιόδου). Για να δείξουμε ότι αρνούμαστε να είμαστε μέρος του προβλήματος, μέρος της συνθήκης που δεν επιτρέπει στο λαϊκό ξεσηκωμό να πάρει νικηφόρα δυναμική.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ