Αρκεί η επίσημη απάντηση περί Δημοκρατίας, η οποία «είναι θωρακισμένη» και «μπορεί να αμυνθεί απέναντι στις απειλές» για να εξηγήσει την «αντιφασιστική» (εδώ γελάνε) δράση της κυβέρνησης; Προφανώς όχι• αν ήταν έτσι η ΧΑ θα ήταν τελειωμένη προ πολλού (σίγουρα εξάλλου υπάρχει αρκετό υλικό με το οποίο οι κρατικές υπηρεσίες μπορούν να «δέσουν» την ηγετική της ομάδα) και όχι τώρα, με το δημοσκοπικό ρεύμα να την σηκώνει, την υποστήριξη από μικροαστικά και λούμπεν στρώματα να είναι παγιωμένη, τα δίκτυά της στον κόσμο της νύχτας να έχουν απλωθεί και ριζώσει σε αυτόν τον
κοινωνικό βόρβορο που βαθαίνει και γίνεται πιο δύσοσμος καθημερινά από την κρίση. Η ναζιστική οργάνωση έχει προ πολλού ξεπεράσει τα όποια «δημοκρατικά» εσκαμμένα με την ασχήμια, την (καθόλου τυφλή) βία, τους νεκρούς μετανάστες, τους εκβιασμούς, τα ψεύδη. Κι όμως δεν την σταμάτησαν όσο αυτή ήταν ακόμα μικρή αφού (όπως λέει η κοινώς παραδεκτή από τους αριστερούς αλήθεια) ήταν εμφανής η χρησιμότητά της για το σύστημα. Επομένως ποιοι είναι οι λόγοι της αντιπαράθεσης αυτής, τώρα;
Από την πλευρά του κυρίαρχου αστικοδημοκρατικού λόγου τα επιχειρήματα για μια επιχείρηση κατά της ΧΑ είναι καθαρά. Πρώτον (και σίγουρα δεν είναι αυτό το σημαντικότερο), τα αβγά «υπερέβησαν τα εσκαμμένα»: όχι μόνο με τον φόνο ενός Έλληνα (Έλληνα! και όχι μετανάστη: Φρίκη!), όχι μόνο με την επίθεση στην αφισοκόλληση του ΚΚΕ στο Πέραμα, αλλά και με την άμεση επίθεση σε παράγοντες της ΝΔ στο μνημόσυνο του Μελιγαλά (σπρώχνοντας και απειλώντας όχι μόνο τους παράγοντες της ΝΔ αλλά ακόμα και συγγενείς των «θυμάτων», «σεβάσμιους» δηλαδή γέροντες στους οποίους, λέει, μόνο τιμή προσήκει). Από μέρους της συμμορίας τα γεγονότα αυτά δείχνουν (εκτός από τον σχεδιασμό) το εμφανές άγχος να ανέβουν επίπεδο, να πλησιάσουν ένα βήμα ακόμα προς τον εμφύλιο, να αποτελέσουν μια πραγματική απειλή για τη ΝΔ σε επίπεδο μετεκλογικών διεργασιών. Από την μεριά της τωρινής κυβέρνησης αυτό σηματοδοτεί έναν κίνδυνο ουσιαστικής αυτονόμησης των ναζί από την «μεγάλη δημοκρατική παράταξη», μια άμεση πολιτική απειλή, που φυσικά μεγεθύνεται από το φάσμα της απειλής μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, αν η δεξιά παράταξη δεν βγεί πρώτη στις εκλογές. Τα κυβερνητικά οφίτσια είναι μεγάλη υπόθεση για αυτούς τους τύπους!
Δεύτερον, τα χρυσάβγουλα αποδεικνύονται χάρτινος τίγρης. Αν και διαθέτουν το πιο σημαντικό, τάγματα εφόδου με γεωγραφική εξάπλωση (όπως ακριβώς και οι ναζί), δεν έχουν σε καμιά περίπτωση τον δεύτερο βραχίωνα της φασιστικής ισχύος, το κίνημα. Δεν υπάρχει ούτε μία διαδήλωση που να έχουν ως τώρα πετύχει. Ακόμα και οι συγκεντρώσεις τους για τις «εθνικές εορτές» τους, οι Θερμοπύλες και τα Ίμια, σε καμιά περίπτωση δεν είναι αντίστοιχες ενός κόμματος με τα ποσοστά της ΧΑ. Δυό και τρεις χιλιάδες μαζεύει εύκολα η Ανταρσύα κι ας μην έχει βουλευτές! Ακόμα χειρότερα: δεν υπάρχει ούτε μια αντιδιαδήλωση που να έφεραν σε πέρας επιτυχώς. Η παραμικρή υποψία διαδήλωσης με αντιφασιστικό περιεχόμενο τους έχει εξαφανίσει πίσω στις τρύπες τους. Πρόκειται περί στρατηγικής αδυναμίας: ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ κατέβαζαν εκατοντάδες χιλιάδες οπαδούς (κατά βάση μικροαστούς) όταν έπρεπε να αντιπαρατεθούν κινηματικά με την αριστερά. Τάγματα εφόδου έχει και το κράτος (την αστυνομία). Αν ο κρίσιμος κινηματικός παράγοντας δεν υπάρχει, οι λόγοι ύπαρξης της ΧΑ ως χωριστής δύναμης ξαφνικά αδυνατίζουν.
Τρίτον, το πολιτικό τους προσωπικό (αντίθετα με των ορίτζιναλ ναζί) είναι τραγικά ανεπαρκές για να παίξει το ρόλο τους εθνοσωτήρα. Είναι πολύ δύσκολο (αν και δυστυχώς όχι αδύνατο) να φανταστεί κανείς ότι ο Μιχαλολιάκος και οι γύρω του λούμπεν θα μπορούσαν να εκμαιεύσουν από το κεφάλαιο τη συναίνεση και ενεργή υποστήριξή του για να αναλάβουν την διακυβέρνηση. Το να είναι μπράβοι, ίσως• το να «καθαρίζουν» την ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη από «κομμούνια», μπορεί να τους αφήσουν να το προσπαθήσουν (σιγά μη το καταφέρουν). Το να κυβερνήσουν όμως;
Τέταρτο (και απλώς επικουρικό αυτό), ένα διακηρυκτικά ναζιστικό κόμμα δύσκολα θα «έδενε» με την «Ευρωπαϊκή πορεία της χώρας», δηλαδή με τις ειδικές Γερμανικές ευαισθησίες για το ζήτημα (τι ειρωνεία κι αυτή!). Ακροδεξιοί μπορούν να είναι, τους μετανάστες μπορούν να τους σκοτώνουν, τους αριστερούς ας τους δολοφονούν, στην κυβέρνηση να μπαίνουν, όπως στη Νορβηγία, κανένα πρόβλημα, ναζί όμως δεν μπορούν να λέγονται. Η «καλή» ΧΑ του Μπάμπη του Σκάει, εκεί στόχευε, στην απεμπόληση της θρησκευτικής λατρείας στον Χίτλερ, σε ένα κάποιο «στρογγύλεμα» του λόγου της, ο οποίος είναι δύσκολο να συμβαδίσει με την Ευρώπη των μεγάλων ιδανικών που έχει καταγγείλει όλους τους «μεγάλους σφαγείς της ανθρωπότητας», δηλαδή τόσο τον Χίτλερ όσο και τον Στάλιν (ο οποίος ήταν λέει μάλλον χειρότερος...).
Όλα αυτά όμως δεν εξηγούν το γιατί τώρα και όχι παλιότερα. Η αφορμή του Φύσσα είναι εμφανώς αυτό: αφορμή και όχι αιτία.
Υπάρχει ένας πιθανός τέταρτος λόγος που εξηγεί το τάιμινγκ: η εξέλιξη της κρίσης.
«Εγώ δεν σας είμαι αρκετός;»
Ο καπιταλισμός βασίζεται στην προεξόφληση. Η κρίση θα τελειώσει όταν προεξοφληθεί το τέλος της, όταν δηλαδή μια κρίσιμη μάζα κεφαλαίων θα επενδυθεί σε αυτή τη χώρα. Κρίσιμος παράγοντας για να πάρουν τα κεφάλαια αυτά μια τέτοια απόφαση (εκτός από τους αμιγώς οικονομικούς παράγοντες, κόστος εργασίας, ενέργειας, υποδομών και τα τέτοια), είναι η πολιτική σταθερότητα, η εγγύηση ότι το κράτος δεν θα λυγίσει μπροστά σε λαϊκά αιτήματα, εφόσον αυτά προκύψουν. Το τσάκισμα δηλαδή – και γρήγορα, πριν καν αρθρώσει αιτήματα – της εργασίας. Η στιγμή εξόδου από την κρίση (στιγμή μάλιστα που συνέπιπτε με πτώση των ποσοστών τους) ήταν η στιγμή αρπαγής της εξουσίας από τους ναζί (τους ορίτζιναλ). Το 1933, η υπόσχεση των επερχόμενων κερδών δεν μπορούσε να συμβαδίσει με μια δυνατή κοινοβουλευτική κυβέρνηση που να μπορεί να αρνηθεί στην εργασία αναδιανομή της πίτας, χωρίς να πέσει. Ο Χίτλερ μπορούσε...
Είναι πλέον σαφές ότι – πολιτικά τουλάχιστον – το κυβερνητικό κέντρο είναι έτοιμο να παίξει αυτό το χαρτί, εφόσον οι εξωτερικοί παράγοντες το επιτρέψουν. Το «success story», που προσπαθούν να μας πείσουν ότι είναι η χώρα μας, είναι στην πραγματικότητα η ιστορία αυτών των λίγων (αλλά μεγάλων) κεφαλαίων που όντως έχουν κερδίσει (και μάλιστα πολύ) από την Ελληνική κρίση. Επιπλέον, μια σκληρή πολιτική λιτότητας εις το διηνεκές, χωρίς κινήματα, διαδηλώσεις, απεργίες, «μεγάλο» δημόσιο, κόστη για υγεία, παιδεία, συντάξεις και άλλα , με ανεργία κολλημένη πάνω από το 20% για χρόνια, μπορεί να αποφέρει πολλά, πάρα πολλά στα πιο επιθετικά τμήματα του κεφαλαίου.
Η συντριβή των εκτός του «συνταγματικού τόξου» που μπορεί να προκαλέσουν φασαρίες διεκδικώντας τα δικαιώματά τους είναι επομένως το τελευταίο στάδιο πριν την «ανάκαμψη» -- η τελική συντριβή της εργασίας θα είναι (επιτέλους!) το φως στο τούνελ. Για να επιτευχθεί αυτό, χρειάζεται μια ορισμένη πολιτική νομιμοποίηση μέσω της εμφυλιοπολεμικής πόλωσης. Εάν το κυβερνητικό κέντρο μπορεί να επιτελέσει αυτόν το ρόλο, μια σχετικά αυτονομημένη στο πολιτικό και εντελώς ανεξέλεγκτη στο εγκληματικό φασιστική οργάνωση είναι μάλλον βάρος παρά προσόν, ειδικά αν ούτε μπορεί να παίξει το ρόλο του κινηματικού αντίβαρου στο εργατικό κίνημα, ούτε επαρκείς πολιτικές στηρίξεις από το κεφάλαιο μπορεί να εξασφαλίσει (ακόμα).
Όποια κι αν είναι η εξέλιξη αυτής της σύγκρουσης (ή ίσως «σύγκρουσης») για την καρδιά του κράτους (κυβέρνηση vs ΧΑ) είναι καθαρό ότι ο στόχος (όχι ο επόμενος στόχος, ο στόχος σκέτο) είναι το εργατικό κίνημα. Όποια κι αν είναι η εξέλιξη, στο αμέσως επόμενο διάστημα θα πρέπει να περιμένουμε μια απότομη περαιτέρω σκλήρυνση της καταστολής. Ο φασισμός, ακόμα και αν δεχτεί ένα κάποιο χτύπημα από το «επίσημο» κράτος, πάντως θα παραμείνει χρυσή εφεδρεία για την περίπτωση που όλα τα άλλα αποτύχουν (όπως οι ναζί που το καλοκαίρι του 33 είδαν τα τάγματα εφόδου τους να απαγορεύονται: οι φόνοι κομμουνιστών και Εβραίων δεν σταμάτησαν και 6 μήνες μετά ήταν στην εξουσία).
Το κίνημα δεν έχει την πολυτέλεια να πιστέψει ότι η υπεράσπιση της αστικής νομιμότητας είναι το υπερόπλο που και τον φασισμό θα συντρίψει και την αριστερή κυβέρνηση θα φέρει στην εξουσία και το σοσιαλιστικό μας μέλλον θα εξασφαλίσει. Ο φασισμός έχει πραγματική κοινωνική βάση, δεν είναι μια συνωμοσία των επιτελείων που θα στείλουν τον Λαγό στη φυλακή και οι ψηφοφόροι της ΧΑ θα ψηφίσουν μια «σωστή», δηλαδή ανοιχτά φασίζουσα δεξιά (αυτός είναι εξάλλου παραδοσιακά δεξιός τρόπος ανάλυσης...). Η κοινωνική δυναμική που κάνει τον ραγδαία απαξιούμενο μικροαστό να αυτονομείται πολιτικά από τα πολιτικά όργανα του μεγάλου κεφαλαίου και να εφορμά με αυτοκαταστροφική λύσσα για να καταλάβει το κράτος (υπηρετώντας έτσι μέχρι θανάτου το «μισητό», όπως λέει, χρηματιστικό κεφάλαιο) δεν σταμάτησε, η καπιταλιστική κρίση, οξυμένη από τις μνημονιακές πολιτικές, συνεχίζει να την πυροδοτεί, καταστρέφοντας καθημερινά όλες τις ιερές μικροαστικές αξίες, την με κόπο ή όχι αποκτηθείσα ιδιωτική του περιουσία: τα μικρομάγαζα που κλείνουν, τα δάνεια που συνεχίζουν να σκάνε, τα ακίνητα που συνεχίζουν να απαξιώνονται (και που μάλλον θα καταρρεύσουν στο άμεσο μέλλον, δημιουργώντας κι άλλες ορδές λυσσασμένων νοικοκυρέων).
Όσο αυτό το κακό συνεχίζει η λύσσα του μικροαστού θα μεγαλώνει, τα σπίτια του θα τα παίρνουν οι κομμουνιστές – όχι οι τράπεζες. Οι δολοφόνοι θα είναι οι ...«συριζαίοι της Μαρφίν» – όχι οι Βγενόπουλοι. Κλέφτες θα συνεχίσουν να είναι οι «λάθρο» – και όχι οι κλέφτες ζωών που απαιτούν μεροκάματο πείνας. Την οικογένεια και τη θρησκεία θα την καταστρέφουν οι «άθεοι αναρχοκομμουνισταί» – όχι οι ίδιες οι λατρεμένες τους παραγωγικές σχέσεις του καπιταλισμού, κι ας μην ξέρουν ότι έτσι τις λένε. Και τα δίκτυα των ταγμάτων αλητείας (οι πυρήνες δηλαδή των SS ενός φασιστικού μέλλοντος) θα συνεχίσουν να τροφοδοτούνται από το μίσος αυτό. Από ένα μίσος που θα αντικειμενοποιείται σε ματωμένο χαρτζιλίκι, στον μισθό των ταγμάτων. Σε καπιταλισμό ζούμε εξάλλου, το μίσος μπορεί και αυτό να γίνει εμπόρευμα με υπεραξία και όλα μέσα. Και οι φασίστες, γνώστες από μέσα της καλής αφορολόγητης κερδοφορίας της μικρής επιχείρησης, θα συνεχίσουν για όσο υπάρχει ζήτηση στην αγορά να μοιράζουν τέτοια καταστροφικά μεροκάματα στα πιο λούμπεν στοιχεία των εργατικών γειτονιών, ψαρεύοντας απαξιωμένες ψυχές που ασφυκτιούν στην τοξική λίμνη της ανεργίας.
Τον φασισμό δεν μπορεί να τον συντρίψει το καπιταλιστικό κράτος εξαίρεσης, σάρκα από τη σάρκα του οποίου είναι και αυτός. Ο φασισμός δεν μπορεί να συντριβεί από αυτόν που θα του δώσει την εξουσία την κατάλληλη στιγμή. Αυτό που στοχεύει το κυβερνητικό κέντρο είναι, χτυπώντας την ναζιστική οργάνωση, να την απορροφήσει και να δυναμώσει το ίδιο. Ίσως και να μην του προκύψει: το πραγματικό κόμμα του κεφαλαίου είναι το ίδιο το κράτος. Και το καπιταλιστικό (άρα και κρατικό) συμφέρον μπορεί να αποδειχτεί διαφορετικό από τους σχεδιασμούς των Φαήλων και των Χρύσανθων (που ασμένως θα ενταχθούν στο πολιτικό δυναμικό μιας φασιστικής κυβέρνησης, αν – κούφια η ώρα! – αυτός είναι «ο μόνος τρόπος να σωθεί η χώρα»).
Εκτός και αν η απαγόρευσή τους προκύψει ως αποτέλεσμα απαίτησης του λαϊκού κινήματος. Γιατί για μια ακόμα φορά το κίνημα, μπροστά στην ιστορία, έχει να αντιμετωπίσει την καπιταλιστική βαρβαρότητα κάνοντας αγώνα και απέναντι στο ναζιστικό θηρίο και στην καπιταλιστική του μήτρα. Και το κίνημα, όχι η μήτρα, είναι ο μόνος που μπορεί να τα συντρίψει και τα δύο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ