Η δημοσκόπηση της Alco στην οποία το 53% των ερωτηθέντων θεωρεί λανθασμένη την επιλογή της εισόδου στην Ευρωζώνη έναντι 38% που τη θεωρεί ορθή, ενώ το 41% θεωρεί ότι δεν θα μπορέσει να επιβιώσει η Eυρωζώνη έναντι 40% που θεωρεί ότι θα τα καταφέρει ήρθε να μας θυμίσει μια αλήθεια που τα συστημικά πολιτικά κόμματα και ΜΜΕ τείνουν να αγνοούν: ότι δηλαδή δεκαπέντε χρόνια μετά τα χαμόγελα του Κώστα Σημίτη, όταν έβγαζε τα πρώτα ευρώ από το ΑΤΜ, μεγάλο μέρος της κοινωνίας, εκείνο που προέρχεται κυρίως από τις υποτελείς τάξεις, δεν πείθεται πια από το «ευρωπαϊκό όνειρο» και δεν θεωρεί το ευρώ σύμβολο ευημερίας και σταθερότητας.
Το αποτέλεσμα αυτό μπορεί να έρχεται σε σύγκρουση με την ψυχαναγκαστική υπεράσπιση του ευρώ από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων, από τη Χρυσή Αυγή μέχρι και τον ΣΥΡΙΖΑ, όμως αποτυπώνει την πραγματική κρίση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης: το γεγονός δηλαδή ότι η νομισματική, οικονομική και δημοσιονομική αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης όχι μόνο έκανε τα πράγματα χειρότερα την περίοδο της οικονομικής κρίσης αλλά και ενεργοποίησε, σε χώρες - αδύναμους κρίκους όπως η Ελλάδα, μια χωρίς προηγούμενο συνθήκη μειωμένης κυριαρχίας ως προϋπόθεση για την εμπέδωση ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Το «πείραμα Ελλάδα» ήταν η τελική απόδειξη του τι σημαίνει ευρώ. Και βέβαια βλέπουμε ήδη τα αποτελέσματα και σε άλλες χώρες: στην παρατεταμένη λιτότητα στην Ισπανία, στην αδυναμία να αντιμετωπιστεί η τραπεζική κρίση και το ζήτημα του χρέους στην Ισπανία, στην υπονόμευση των κοινωνικών κατακτήσεων στη Γαλλία.
Όλα αυτά διαπλέκονται με μια πολιτική αλλά και πολιτισμική κρίση χωρίς προηγούμενο στην Ευρώπη. Ένα πολιτικό προσωπικό, βγαλμένο μέσα από τις «περιστρεφόμενες πόρτες» πολιτικής και επιχειρήσεων, αυτοαναπαραγόμενο σε αποστειρωμένες συνθήκες χωρίς επίγνωση των πραγματικών συνθηκών, ικανό μόνο να μηρυκάζει νεοφιλελεύθερα δόγματα, διαπιστώνει ότι με κάθε δυνατή ευκαιρία οι πολίτες το αποδοκιμάζουν. Από το Brexit μέχρι το ιταλικό δημοψήφισμα, αυτό το νήμα είναι κοινό. Την ίδια στιγμή, η πραγματική ακύρωση της δημοκρατίας και η συρρίκνωση της λαϊκής κυριαρχίας πάνε χέρι χέρι με την αναδίπλωση σε έναν κυνικό ρατσισμό, βγαλμένο μέσα από τις χειρότερες στιγμές του αποικιακού παρελθόντος.
Οι κυρίαρχες δυνάμεις και οι ιδεολογικοί εκφραστές τους σπεύδουν πολλαπλά να συκοφαντήσουν αυτή την κρίση νομιμοποίησης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης παρουσιάζοντάς την ως ένα ξενόφοβο και συντηρητικό αντανακλαστικό, τσουβαλιάζοντας κάθε αμφισβήτηση της Ε.Ε. στην εύκολη ταμπέλα του «λαϊκισμού», της «εθνικής αναδίπλωσης» και του «προστατευτισμού», συχνά και με τη βοήθεια ρευμάτων της αριστεράς που συγχέουν τον εργατικό διεθνισμό με τον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου.
Σε αυτή την κατεύθυνση οι κυρίαρχες δυνάμεις εκμεταλλεύονται τον τρόπο που μέχρι τώρα, στην υπόλοιπη Ευρώπη, είναι συχνά δυνάμεις ακροδεξιές –και στην πραγματικότητα συστημικές– που όπως ο Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία ή η Λέγκα του Βορρά στην Ιταλία που επενδύουν κυνικά σε αυτό το κλίμα, χωρίς να προσφέρουν διέξοδο. Στη συγκριτικά καλύτερη περίπτωση βλέπουμε αντιφατικά μορφώματα όπως αυτό του Κινήματος των 5 Αστέρων του Γκρίλλο (που είναι λάθος να το χρεώνουμε στην ακροδεξιά, όμως σίγουρα απέχει από κρίσιμες αριστερές αναφορές). Όμως αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι μπορούν να κάνουν την πολιτική επένδυση αυτή ακριβώς γιατί τα περισσότερα ρεύματα της αριστεράς δεν αναλαμβάνουν να εκφράσουν αλλά και να μετασχηματίσουν σε χειραφετητική κατεύθυνση τον ανερχόμενο λαϊκό ευρωσκεπτικισμό.
Με αυτή την έννοια, είναι προβληματικό ένα αντανακλαστικό που αναδύεται σήμερα και το οποίο λίγο πολύ υποστηρίζει ότι απέναντι στην κρίση μιας εκδοχής «παγκοσμιοποίησης» αναδύεται ως αστική στρατηγική ένας «νεοπροστατευτισμός» και επομένως εάν επικεντρωθούμε σε θέματα όπως το ευρώ κινδυνεύουμε να βρεθούμε ηγεμονευόμενοι από αστικές λογικές.
Καταρχάς χρειάζεται να είμαστε πιο προσεκτικοί ως προς το πώς διαβάζουμε τις αστικές στρατηγικές. Όντως μια ορισμένη εκδοχή διεθνοποίησης του κεφαλαίου, που τελευταίο διάστημα συμπυκνώθηκε στις τέσσερις συμφωνίες που αντικατέστησαν τον αποτυχημένο «γύρο της Ντόχα» στο ΠΟΕ (TTIP, TPP, CETA, TISA), σήμερα έχει οξυμένες αντιφάσεις, καθώς συναντά και προβλήματα νομιμοποίησης και προβλήματα που αφορούν τις μερίδες του κεφαλαίου, ακόμη και σε ηγεμονικούς σχηματισμούς που είναι στραμμένες περισσότερο προς τις εσωτερικές αγορές. Όμως αυτό δεν αναιρεί ούτε τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό πολιτικών όπως ο Τραμπ, ούτε το γεγονός ότι ο πυρήνας της στρατηγικής της διεθνοποίησης του κεφαλαίου, η οικονομική διάσταση του σύγχρονου ιμπεριαλισμού, παραμένει ενεργός, ούτε βέβαια το γεγονός ότι άλλες μερίδες του κεφαλαίου, πρώτα και κύρια το χρηματοπιστωτικό, κατεξοχήν στηρίζουν το βάθεμα της διεθνοποίησης.
Ιδίως στην Ευρώπη, καλό είναι να θυμόμαστε ότι η πορεία προς την ΟΝΕ, το ευρώ αλλά και όλο το κοινό ρυθμιστικό πλαίσιο κατεξοχήν στηρίχτηκε από τις ηγεμονικές μερίδες του κεφαλαίου στην Ευρώπη, όπως έδειξαν πολύ νωρίς οι προτάσεις και παρεμβάσεις θεσμών όπως η «Ευρωπαϊκή Στρογγυλή Τράπεζα Βιομηχάνων», το ισχυρότερο λόμπι υπέρ της ολοκλήρωσης. Μέχρι και σήμερα, παρά τις οξύτατες αντιφάσεις της Ευρωζώνης και την πίεση που δέχονται ακόμα και βιομηχανικές μερίδες χωρών του πυρήνα όπως η Ιταλία, ο κύριος όγκος των μεγάλων επιχειρήσεων εξακολουθεί να επενδύει στη διευκόλυνση ως προς τις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες που φέρνει το ευρώ, στη διαρκή πίεση για ιδιωτικοποιήσεις και άνοιγμα πεδίων επένδυσης που έφερε το «ευρωπαϊκό κεκτημένο» αλλά και στα αποτελέσματα λιτότητας και μείωσης εργατικού κόστους που επιτείνονται. Με αυτή την έννοια είναι σαφές ότι σήμερα ο «ευρωσκεπτικισμός» είναι κυρίως υπόθεση των υποτελών τάξεων. Ακόμη και στη Βρετανία, που δεν ανήκε στην Ευρωζώνη, και στην οποία παραδοσιακά είχαμε μεγάλους κεφαλαιοκράτες κατά της Ε.Ε., όταν ήρθε η ώρα του δημοψηφίσματος και μεγάλο μέρος της βιομηχανίας και το Σίτυ τάχτηκαν υπέρ του Remain, μαζί με μεγάλο μέρος «οργανικών διανοουμένων» (τι δείχνει για παράδειγμα η στάση των Financial Times;).
Ωστόσο, ακόμα κι εάν δεχτούμε την υπαρκτή τάση και αστικές μερίδες να σκέφτονται την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, σημαίνει ότι εμείς πρέπει να εγκαταλείψουμε αυτόν τον στόχο; Είναι γνωστό ότι σε κρίσιμες και μεταβατικές στιγμές ανοίγουν πραγματικά ιστορικά διλήμματα στα οποία διαφορετικές κοινωνικές τάξεις βάζουν διαφορετικές φορτίσεις και χρωματισμούς. Προφανώς αυτό δεν σημαίνει συμμαχία μαζί τους ή «εθνική ενότητα». Αυτά σε άλλες στιγμές το επαναστατικό κίνημα τα πλήρωσε ακριβά. Αυτό που σημαίνει είναι ακόμα πιο συστηματική πολιτική, προγραμματική και ιδεολογική δουλειά ακριβώς ώστε πάνω στη δυναμική της ρήξης να ηγεμονεύσει η ταξική οπτική των δυνάμεων της εργασίας.
Και αυτό σημαίνει ότι σήμερα η επικέντρωση στον στόχο της ρήξης με το ευρώ, ως καταλύτη συνολικής ρήξης με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αλλά και αφετηρία ανατροπών σε ριζοσπαστική κατεύθυνση, δεν μπορεί να γίνεται απλώς συνθηματολογικά. Το ακριβώς αντίθετο: χρειάζεται συστηματική εξήγηση του γιατί και –κυρίως– του πώς της ρήξης· ειλικρίνεια ως προς τις δυσκολίες που αυτό συνεπάγεται· ανάδειξη μιας συνολικής αφήγησης για τον μετασχηματισμό. Ειδικά το τελευταίο έχει μια ιδιαίτερη σημασία. Ο κόσμος αντιλαμβάνεται την κρίση της Ε.Ε. και τον ταξικό χαρακτήρα του ευρώ. Ταυτόχρονα, καταλαβαίνει ότι η πρόσδεση στην Ε.Ε. δεν είναι μια τυπική σχέση αλλά ένα περίπλοκο πλέγμα αλληλεξαρτήσεων και μια διαβρωτική παρουσία σε όλες τις πλευρές της ζωής: από τη διασύνδεση του τραπεζικού συστήματος με το διεθνές μέχρι την τρέχουσα θεσμική μορφή του χρέους, και από τις αγροτικές επιδοτήσεις μέχρι τα ΕΣΠΑ.
Απέναντι σε όλα αυτά δεν χρειάζονται «ευκολίες» αλλά ανάλυση των αναγκαίων ρήξεων, του αρχικού κόστους που θα έχουν αλλά –και πρωτίστως– της ανάγκη ενός εναλλακτικού σχεδίου παραγωγικού μετασχηματισμού που εκ των πραγμάτων θα σημαίνει τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης υπέρ των εργαζομένων και σε βάρος του κεφαλαίου, κάτι που προφανώς μόνο εύκολο δεν θα είναι. Και αυτό προφανώς απαιτεί άλλης τάξης σκύψιμο πάνω από τις εμπειρίες, δεξιότητες και γνώσεις που έχει συσσωρεύσει το κίνημα αλλά και σε βάθος επεξεργασία και συζήτηση εναλλακτικών, άρα σε τομή με τον πρακτικισμό, τακτικισμό και εμπειρισμό των περισσότερων ρευμάτων της αριστεράς. Απαιτεί επίσης επίγνωση ότι η αναγκαία ανασημασιοδότηση του «λαού» ως συλλογικού υποκειμένου αυτής της διεργασίας, έχει ταξικό πρόσημο, ορίζει τη συμμαχία των δυνάμεων της γνώσης, της εργασίας και του πολιτισμού σε σύγκρουση με τις δυνάμεις του κεφαλαίου, αφορώντας όλες όσες και όλους όσους ζουν εδώ ανεξάρτητα από εθνική καταγωγή.
Μια τέτοια δουλειά, που πρέπει να γίνει με όρους σποράς και όχι βιαστικής συγκομιδής, μπορεί πραγματικά να μπολιάσει τον εντεινόμενο ευρωσκεπτικισμό με ριζοσπαστικά και αριστερά στοιχεία, να του δώσει αυτοπεποίθηση, να τον κάνει το κοινό νήμα της ανασύνθεσης μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς.
Οι δυνάμεις που έστω και διακηρυκτικά αντιλαμβάνονται αυτή την αναγκαιότητα καλούνται, εκ των πραγμάτων, να εγκαταλείψουν άγονους δρόμους «οικοδόμησης συσχετισμών» ή ακύρωσης ενωτικών πεδίων, αλλά να δουν αυτή την πρόκληση ως την πραγματική ευκαιρία μιας μετωπικής ενότητας που δεν είναι ούτε λύση ανάγκης ούτε λυκοφιλία.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ