Το βάθος των πολιτικών διακυβευμάτων που δημιουργούν οι αλλεπάλληλοι πόλεμοι, των γεωπολιτικών συμφερόντων που συγκρούονται και διαπλέκονται και η κομβική σημασία της έκβασης των στρατιωτικών και μη αντιπαραθέσεων που εξελίσσονται στον χώρο της Μέσης Ανατολής είναι δεδομένα. Αυτός ο πραγματικός «παγκόσμιος πόλεμος δι’ αντιπροσώπων» βρίσκεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια –με τις οξύνσεις και τις υφέσεις του– στο κέντρο της προσοχής όσον αφορά τις διεθνείς εξελίξεις και όχι αδίκως. Η συγκεκριμένη αντιπαράθεση όμως δεν αποτελεί επιθυμία μόνο των εμπλεκόμενων πλευρών. Εξασφαλίζει μέσω των προσφυγικών ροών νέα φτηνά εργατικά χέρια στις ευρωπαϊκές χώρες για να ξεπεράσουν την κρίση τους και πολιτικά εφόδια στη δεξιά και την ακροδεξιά για να αυξήσουν δραματικά την επιρροή τους καπηλευόμενες με ρατσιστικό και ξενοφοβικό τρόπο εργατικά αιτήματα ως συγκροτητικό στοιχείο, με κέντρο της ρητορείας τους το προσφυγικό ζήτημα.
Οι δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες που συρρέουν στην ευρωπαϊκή επικράτεια, οι καθημερινοί πνιγμοί στη Μεσόγειο, οι εκατοντάδες καταυλισμοί που δημιουργούνται, τα γεμάτα πρόσφυγες πάρκα και πλατείες της Ευρώπης θα συνεχίζουν για πολύ καιρό. Πέραν των αναγκών επιβίωσης αυτών των ανθρώπων, κάνει την παρουσία της ολοένα πιο αισθητή και η ανάγκη ένταξής τους στην κοινωνική ζωή, διαδικασία η οποία θα είναι κάθε άλλο παρά ομαλή. Οι συνθήκες της κρίσης και της ύφεσης των τελευταίων χρόνων, η κοινωνική και πολιτική συγκυρία καθώς και η ευρωπαϊκή πολιτική αντιμετώπισης των προσφύγων, που οφείλει να χαρακτηρίζεται ως σύγχρονος εθνικισμός, συνθέτουν ένα εκρητικό πλέγμα αντιθέσεων που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο χρειάζεται να επιληθούν.
Είναι σαφές λοιπόν ότι το προσφυγικό ζήτημα θα αποτελεί κεντρικό σημείο αντιπαράθεσης για την ελληνική κοινωνία τα επόμενα χρόνια. Η ομαλή ένταξη των προσφύγων στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό θα αποτελεί καθημερινό διακύβευμα· η συνεχής προσπάθεια να σταματήσουν να είναι το «ξένο» και το «άλλο» και να αποτελέσουν κομμάτι ενός σύγχρονου ιστορικού μπλοκ μαζί με τη νεολαία και τον κόσμο της εργασίας, των γραμμάτων και του πολιτισμού, σε αντιπαράθεση με τη στρατηγική του κράτους, που βλέπει στα πρόσωπά τους άμεσα οικονομικά και πολιτικά οφέλη. Το πού θα γύρει η πλάστιγγα είναι σημείο ύψιστης σημασίας για την αριστερά, στη διαδικασία επανίδρυσής της. Κατά πόσο θα μπορέσει δηλαδή να είναι η δύναμη εκείνη που την αιφνίδια ταξική συμπίεση προς τα κάτω θα μπορέσει να την αγκαλιάσει και να την εκπροσωπήσει.
Αυτό δεν είναι και δεν θα είναι καθόλου εύκολο. Ας μην ξεχνάμε πως αντίθετα με νομοτελειακές και οικονομίστικες αντιλήψεις για τη φύση του καπιταλισμού και της ταξικής συνείδησης, η συνεχής συμπίεση προς τα κάτω σε καμία περίπτωση δεν οδηγεί σε κατεύθυνση ριζοσπαστικοποίησης, το αντίθετο μάλιστα. Οφείλει να γίνει η συγκεκριμένη υπενθύμιση καθώς παρά τη διαφορετικότητα κάθε περίπτωσης –ακραία επιθετικός μνημονιακός νεοφιλελευθερισμός στη μία, πολλαπλή ιμπεριαλιστική επέμβαση στην άλλη– μπορούμε να ισχυριστούμε πως ο ελληνικός λαός και οι πρόσφυγες υποβλήθηκαν σε μια διαδικασία βαθιάς υποτίμησης της εργατικής τους δύναμης, συλλήβδην μεταστροφής των συνθηκών διαβίωσης και κοινωνικής ασφυκτικής συμπίεσης προς τα κάτω. Είναι θαυμαστό το πόσο μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού έδειξε να μη χωνεύει την κυρίαρχη ρητορεία αλλά να αντιλαμβάνεται αυτή την ομοιότητα στον έναν ή στον άλλον βαθμό, να βλέπει στην καταστροφή της προοπτικής των προσφύγων και τον εαυτό του, με αποτέλεσμα να εμπεδωθεί το κύμα αλληλεγγύης, που σαφώς αποτέλεσε κινηματική παραφωνία στην άπνοια της φετινής χρονιάς.
Η εμπλοκή μας σε αυτό το κίνημα (μπορεί να μην ήταν παρόμοιο με ό,τι έχουμε συνηθίσει αλλά ήταν κίνημα), αν και στην αρχή κατά βάση πρωτοβουλιακή και ιδιαιτέρως ελλειμματική και άμαζη, δεν μπορεί να αποτιμηθεί αρνητικά, καθώς αφορά ένα πεδίο καινούργιο ως προς τις πρακτικές και τον πολιτικό μας λόγο. Αν και με καθυστέρηση, μπορέσαμε να δείξουμε ότι έχουμε τα αντανακλαστικά να προσπαθούμε να ξεπερνάμε το μπόι μας, να μπλεκόμαστε με νέες πρακτικές, ψηλαφώντας και όχι διακηρύσσοντας μονάχα τον δρόμο προς μια νέα πρακτική της πολιτικής. Παραδείγματα μιας τέτοιας προσπάθειας είναι η συμμετοχή μας στην «Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης στους Οικονομικούς και Πολιτικούς Πρόσφυγες» και στο City Plaza, αλλά σαφώς δεν είναι μόνο αυτά. Ήταν μια συνολική προσπάθεια επαφής και «κατάκτησης χώρου» στα κινήματα και τα εγχειρήματα αλληλεγγύης. Είναι σίγουρο (και καθόλου παράδοξο) παρ’ όλα αυτά πως ούτε αυτό δεν συνέβη ομαλά: δεν καθοδηγήθηκαν τέτοιες κινήσεις ούτε συζητήθηκαν πολιτικά όσο θα έπρεπε και στο βάθος που χρειαζόταν ώστε να μπορούμε να πούμε ότι αποτελούν οργανικό κομμάτι του πολιτικού μας συλλογικού εαυτού, κατακτημένη πολιτικοποίηση, περιγργραμμένο πολιτικό σχέδιο παρέμβασης στο συγκεκριμένο κίνημα. Το τελευταίο καθώς και τα προηγούμενα θα καλεστούμε να τα εκπονήσουμε από τη νέα χρονιά, πλάι σε μια συνολική πολιτική αντίληψη για την αλληλεγγύη ως πολιτική πρακτική, και γι’ αυτό χρειάζεται να αναμετρηθούμε με μερικά κομβικά ερωτήματα ως προς τις δυνατότητες και την αναγκαιότητα να στοχαστούμε πάνω σε τέτοιες πρακτικές αλλά και στα όριά τους.
Ας τα θέσουμε προβοκατόρικα:
Είναι δυνατόν να κάνει πολιτική η αριστερά στην Ελλάδα αν δεν απαντήσει πρώτα απ’ όλα στην ανάγκη για επιβίωση; Πόσο επαναστατική είναι η αριστερά που δεν μπόρεσε ποτέ πραγματικά σε πέντε χρόνια κρίσης (λόγω και της μικρο/μεσοαστικης σύνθεσής της) να αφουγκραστεί την ανάγκη του ελληνικού λαού να κραυγάσει «μπορούμε και μόνοι μας» και εκχώρησε όλον αυτόν τον πολιτικό χώρο στις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ; Πόσο επαναστατική είναι από την άλλη μια πρακτική που μπορεί ακόμα και σήμερα να ασκείται από τις κυβερνητικές μνημονιακές δυνάμεις; Τελικά τι είναι η κοινωνική αλληλεγγύη ως πολιτική πρακτική;
Να το πάρουμε από την αρχή.
Σε γενικές γραμμές, στον καπιταλισμό η αστική τάξη επιθυμεί την επιβίωση της εργατικής ακριβώς γιατί της είναι απαραίτητη κι έτσι φροντίζει για την παροχή σ’ αυτήν υπηρεσιών και αγαθών που να βεβαιώνουν τη διατήρηση της παραγωγικότητας στην εργασία. Σε καταστάσεις κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων και εργατικής δύναμης όμως κάτι τέτοιο είτε δεν είναι απαραίτητο από οικονομικής σκοπιάς είτε είναι απαραίτητο σε πολύ μικρότερο βαθμό ή είναι απαραίτητο για πολύ μικρότερα τμήματα των εργαζόμενων τάξεων. Η διεθνής αστική στρατηγική των τελευταίων χρόνων, της πλήρους αυταρχικής θωράκισης του κράτους απέναντι στη λαϊκή διεκδικητικότητα και του επιθετικού νεοφιλελευθερισμού, έχει κεντρικό στοιχείο τη διάλυση του κοινωνικού κράτους, τη συμπίεση και τη συνεχή κινητικότητα των στρωμάτων αυτών.
Το βασικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η αριστερά στην Ελλάδα σήμερα είναι ίσως ότι δεν απαντά πραγματικά τα ερωτήματα που βασανίζουν τον ελληνικό λαό. Τα αφουγκράζεται αλλά μην έχοντας σαφή απάντηση απαντάει τα κοντινότερα δικά της. Της λείπει στην πρακτική της μια σαφής αντίληψη της κατάστασης που βιώνουν σήμερα η εργατική τάξη, οι άνεργοι, η νεολαία. Σε συνθήκες τέτοιας μετατόπισης προς τα κάτω και διάλυσης της προσδοκίας, αποτελεί βασικό καθήκον πλάι στην πολιτική πάλη και η οργάνωση της επιβίωσης του κοινωνικού πάτου του βαρελιού, καθώς γι’ αυτά τα στρώματα αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα. Το παραπάνω αποτελεί και τη βασική αιτία που η αντικαπιταλιστική αριστερά δεν είχε μπλέξει τα χέρια της με τον χώρο της αλληλεγγύης όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Ας μας επιτραπεί να επαναλάβουμε την παρομοίωση της ελληνικής κατάστασης με εμπόλεμη για να θυμίσουμε ότι βασικό εργαλείο για το ρίζωμα και την άνθηση του ΕΑΜ στις γειτονίες της Αθήνας στην Κατοχή ήταν η συστηματική οργάνωση λαϊκών συσσιτίων στις γειτονίες και στα σχολεία της πρωτεύουσας. Ήταν ύψιστης σημασίας για την αριστερά ο λαός να πολεμήσει εκτός από τον κατακτητή και την πείνα και τις συνθήκες εξαθλίωσης συλλογικά. Εκτός από την πολιτική και ιδεολογική πάλη του ΚΚΕ τα χρόνια της Κατοχής, η συγκεκριμένη πρακτική συνέβαλε καθοριστικά απέναντι στη μοχθηρία του κατακτητή να απλωθεί στον ελληνικό λαό η γνώση ότι «το ΕΑΜ, που μας έσωσε απ’ την πείνα, θα μας σώσει και από την σκλαβιά» και να γραφτεί μια από της λαμπρότερες σελίδες της ελληνικής ιστορίας, η «νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε».
Επιστρέφοντας στη σημερινή εποχή και στη φύση της κοινωνικής αλληλεγγύης ως πολιτικής πρακτικής, ιδιαίτερα στις αναπτυγμένες δυτικές κοινωνίες, δεν είναι εύκολο να γίνει μια τοπολογική αναλογία για πρακτικές εντός/εκτός κράτους, καθώς δεν είναι εύκολο να οριστεί κοινωνικό πεδίο εκτός κράτους. Η εφαρμογή της περίφημης θέσης του Αλτουσέρ για την ανάγκη εξωτερικότητας ως προς το κράτος μπορεί να νοηθεί ως η ανάγκη να είμαστε συνεχώς πολιτικά (όχι τοπολογικά) απέναντι στο κράτος, πολιτικά σε αντιδιαμετρική αντίθεση με τις κατευθύνσεις του, σε συνεχή ρήξη με τα συμφέροντα που εκπροσωπεί.
Αντίστοιχα, η επαναστατική διαδικασία δεν είναι μια ομαλή μετάβαση και δεν θα έρθει λόγου χάρη με την οργάνωση μιας παράλληλης οικονομίας που σταδιακά θα μεγαλώνει όλο και περισσότερο μέχρι να καταπιεί την καπιταλιστική. Το ζήτημα της εξουσίας είναι βαθύ αλλά από την άλλη δεν είναι μία στιγμή, ένα κόκκινο κουμπί που πατιέται και αλλάζουν όλα μονομιάς. Η επαναστατική διαδικασία πατάει πάντα και σε προϋπάρχουσες μορφές, σε προϋπάρχουσες πρακτικές, τις οποίες η αριστερά οφείλει να προωθεί ως κομμάτι της δικής της αντιηγεμονίας, προσδίδοντάς τους όσο περισσότερο γίνεται χαρακτηριστικά της δικής της αντιεξουσίας, της δικής της κοινωνικής οργάνωσης, παράλληλα και απέναντι στην κρατική οργάνωση, σε αρμονία με την πολιτική της παρέμβαση.
Οι συνεταιρισμοί, τα παζάρια χωρίς μεσάζοντες, τα κοινωνικά παντοπωλεία, τα κοινωνικά ιατρεία, οι δομές αλληλεγγύης συνολικά, αποτελούν για την ελληνική κοινωνία σημαντικότατα σημεία λαϊκής αυτοοργάνωσης, συνάντησης της λαϊκής αυτενέργειας και της λαϊκής δημιουργικότητας με κινηματικές, συλλογικές πρακτικές. Μια διαδικασία αποδέσμευσης για την ελληνική κοινωνία θα πατήσει πάνω σ’ αυτά τα εγχειρήματα, θα τους προσδώσει πρωταρχικό ρόλο στην παραγωγική ανασυγκρότηση και την οργάνωση της οικονομίας και της κοινωνικής ζωής της χώρας.
Αν και όλα τα παραπάνω δεν συνδέονται στενά, ή δεν συνδέονται άμεσα με το προσφυγικό, θα ήταν λάθος να εξετάσουμε την αλληλεγγύη σαν πρακτική μόνο όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα. Οφείλουμε να εξετάζουμε την αλληλεγγύη στην ελληνική κοινωνία σαν ένα ιδιότυπο συνολικό κίνημα και όχι απλώς σαν διάχυτη κοινωνική πρακτική παρότι μπορεί από εκεί να ξεκινάει. Μια ανάλυση που δέχεται μόνο τη διάχυτη φύση της παραγνωρίζει όλη τη συγκρότηση που γνώρισε ο συγκεκριμένος «χώρος πρακτικών» στην Ελλάδα της κρίσης. Δημιουργήθηκαν δεκάδες δομές κάθε είδους, με εντυπωσιακή πανελλαδικότητα, δικτυώσεις μεταξύ αυτών, συντονισμό, χτιστήκαν εκπροσωπήσεις. Με άλλα λόγια, η αλληλεγγύη –όπως κάθε άλλο κοινωνικό κίνημα– έχει και αυτή τις εκπροσωπήσεις τις, τις τάσεις της, τους «συνδικαλιστές» της, ακόμα και τη σχετική ενιαιότητά της. Αυτή μπορεί να γίνει φανερή τόσο σε στιγμές κεντρικών εμφανίσεων ή κεντρικών εγχειρημάτων αλλά και σε πιο απτά ζητήματα, όπως ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να επιλύεται το ζήτημα της τροφής «κεντρικά» σε πολλές περιπτώσεις, καθότι η συμβολή του κόσμου μπορεί να είναι καθ’ όλα συγκινητική αλλά όχι απαραίτητα αρκετή όταν τίθενται συγκεκριμένα στάνταρ.
Η ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου «χώρου πρακτικών» (ίσως πιο σωστός χαρακτηρισμός από το κοινωνικό κίνημα) είναι ότι, σε αντίθεση με άλλους που επιδιώκουν να συγκροτούνται σε κινήματα, δεν υπάρχει κοινωνικό υποκείμενο που επιδιώκεται να εκπροσωπηθεί. Η απουσία αυτή, αν και δεν την ουδετεροποιεί προφανώς, μπορεί και «αποφορτίζει» σε έναν βαθμό την πρακτική ως τέτοια, ως σκέτη μορφή, μπορεί δηλαδή να την κάνει ακόμα πιο θολή απ’ ό,τι θα ήταν ούτως η άλλως μια προσπάθειά μας να τοποθετήσουμε την πρακτική εντός ή εκτός του κράτους· με άλλα λόγια την εξασθενεί απέναντι στην παρείσφρηση της αστικής ιδεολογίας και την ενσωμάτωση.
Αυτό συνέβαλε ώστε η αλληλεγγύη και τα εγχειρήματά της να αποτελέσουν ένα από τα βασικά πεδία στα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ από τις αρχές τις κρίσης δραστηριοποιούνταν και αναπαραγόταν, έχτιζε πανελλαδικότητα και κοινωνικές εκπροσωπήσεις. Η «νόθη» φύση της του επέτρεπε να διατηρεί ένα ριζοσπαστικό προφίλ και να χρησιμοποιεί μια σε όψεις της ταξική ρητορεία, αλλά από την άλλη αποτελούσε και άλλοθι στη στρατηγική ένδεια της κίνησής του. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η πολύ καλή σχέση και της ευρωπαϊκής αριστεράς (δηλαδή κυρίαρχα τροτσκιστικών και ευρωκομμουνιστικών ρευμάτων) με τον χώρο της αλληλεγγύης και των δικαιωμάτων. Σε συνδυασμό με τον συνήθως δυσμενέστερο του δικό μας συσχετισμό που επικρατεί σε αυτούς τους κοινωνικούς σχηματισμούς η αλληλεγγύη τείνει να αποφορτιστεί εντελώς και να γίνει καθαρή φιλανθρωπία στον βαθμό που δεν συντελεί στον σκοπό που περιγράφηκε παραπάνω αλλά καθρεφτίζει την αποχώρηση από το εργατικό κίνημα και τα στρατηγικό ερώτημα της εξουσίας, την πραγματική πολιτική επαναστατική πάλη.
Αξίζει να επιμείνουμε για λίγο στη μελέτη της άνθισης και της διόγκωσης που γνώρισαν τέτοια εγχειρήματα στην κρίση. Είναι σημαντικό διότι η συγκεκριμένη διαδικασία αντανακλά μια ριζοσπαστική διεργασία στη βάση της ελληνικής κοινωνίας, αλλά ταυτόχρονα δεν θα ήταν σωστό να εθελοτυφλούμε ως προς το γεγονός ότι η συγκεκριμένη κατεύθυνση καθοδηγήθηκε στενά από τον ΣΥΡΙΖΑ και ότι σίγουρα δεν ξέφυγε ποτέ πριν τη διάσπαση από την εποπτεία του κεντρικού κομματικού μηχανισμού, παρόλο που μπορούσε να διατηρεί τη σχετική αυτοτέλειά της. Η αυτοτέλεια αυτή ήταν εκείνη που μπόρεσε και να κρατήσει την αλληλεγγύη σχετικά έξω από τον σωρό με τις «βρόμικες» πρακτικές της αριστεράς.
Ακολούθως, παρότι ο κινηματικός κόσμος που αποχώρησε από τον ΣΥΡΙΖΑ απέσπασε και τον έλεγχο της συντρηπτικής πλειονότητας των εγχειρημάτων, είναι σίγουρο ότι η προγενέστερη κατάσταση σκληρής εποπτείας τούς έχει κληροδοτήσει στοιχεία στον τρόπο που έχουν μάθει να λειτουργούν, να συντονίζονται και να κάνουν –ή μάλλον να μην κάνουν– πολιτική.
Η απαγκίστρωση από αυτού του είδους τη λογική οφείλει να αποτελεί το κύριο μέλημά μας και κάθε άλλο παρά εύκολη διαδικασία μπορεί να είναι. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς την κοινωνικοπολιτική συγκυρία για να αντιληφθεί πως η σημερινή τάση είναι να γίνεται ακριβώς το αντίθετο, κάτι που διαπερνά και εμάς. Είναι η με κάθε τρόπο αποχώρηση από την πολιτική, γιατί ο κόσμος τη σιχαίνεται κι εμείς φοβόμαστε να αναμετρηθούμε με την αδυναμία μας να αλλάξουμε κάτι τέτοιο. Αν και απέχουμε από εκεί και σαφώς δεν είχαν αυτό το χνάρι οι φετινές μας κινήσεις, η γενική κινηματική νηνεμία και πολιτική άπνοια τρέφει μια τάση ολοένα και περισσότερο προς τη φιλανθρωπία και τη στροφή σε τέτοια εγχειρήματα ως άλλοθι μπροστά στα νέα δικά μας στρατηγικά προβλήματα. Το ζήτημα του μπολιάσματος της αλληλεγγύης με περιεχόμενο είναι πιο επιτακτικό από ποτέ.
Έχει ενδιαφέρον να αναφερθεί και η απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ να προσπαθήσει να εκμεταλευτεί ένα τέτοιο μούδιασμα με τη συνέχεια της συμμετοχής του σε διάφορα εγχειρήματα και την αναποτελεσματική μεν, κυβερνητικά επιχορηγούμενη και άρα σχετικά επικίνδυνη δε, προσπάθεια αύξησης της επιρροής του, ιδιαίτερα μέσα από την «Αλληλεγγύη για όλους», τον κεντρικό συντονισμό που λειτουργούσε πριν από την τελική μνημονιακή του στροφή. Αυτή η σχετικά αντιφατική κίνηση, πέρα από το να επισημάνει άλλη μια ευθύνη της παρέμβασής μας, εκείνη της ευθείας σύγκρουσης με τη συγκεκριμένη λογική, έχει ενδιαφέρον ως προς το περιεχόμενό της. Με πλήρη συνείδηση της ηθελημένης απόκρυψης της αλήθειας από μια τέτοια ερωήτηση, το ερώτημα παραμένει: Θα καταγγείλουμε την κυβέρνηση επειδή μοιράζει τρόφιμα;
Τα παραπάνω δεν παρατίθενται σαν επισημάνσεις για να ενισχύσουν μια διστακτικότητα που μπορεί να παρουσιάζεται και μπροστά σ’ αυτόν τον νέο για εμάς χώρο πρακτικών. Αντιθέτως, οφείλουν να τεθούν σε επεξεργασία, καθώς η γνώση των ορίων και των προβλημάτων που θα συναντήσουμε και θα κληθούμε να υπερβούμε μπορεί να κάνει την παρέμβαση μας πιο μεθοδική, πιο συγκροτημένη, πιο συντονισμένη και πιο αποτελεσματική. Οφείλουν να τεθούν σε επεξεργασία για να οριοθετηθούμε όχι μόνο από τη φετιχοποίηση της πολιτικής αλλά και από την ενσωματώσιμη διάχυση στα κοινωνικά μέτωπα.
Η εμπλοκή μας με αυτόν τον χώρο πρακτικών πρέπει να μας βγάλει δυνατότερους και η παρέμβαση να αποφέρει καρπούς. Να πέσουμε με τα μούτρα, με τόλμη δημιουργικότητα και επαναστατική διάθεση, με επίγνωση των ορίων, των παθογενειών που καλούμαστε να υπερβούμε. Να μπορέσουμε να τον μπολιάσουμε με τη δική μας αντίληψη, να κερδίσουμε τον χώρο που μας αναλογεί στο εσωτερικό του, να πλησιάσουμε σε μια πραγματικά επαναστατική αριστερα, να καλύψουμε την απόσταση ανάμεσα στα δικά μας ερωτήματα και στα ερωτήματα του λαού. Να χρησιμοποιήσουμε τη συγκεκριμένη εμπλοκή με μια πρακτική που δεν θεωρείται «βρόμικη» όπως άλλες και σαν εργαλείο στην προσπάθεια μιας επανίδρυσης της αριστεράς και του λαϊκού κινήματος, να προσπαθήσουμε να χρησιμοποιήσουμε «το πανίσχυρο όπλο της λαϊκής επινοητικότητας», να επιχειρήσουμε τελικά να ξαναφτιάξουμε χώρους πρακτικών μέσα στους οποίους θα μπορεί ο λαός να αναγνωρίζει τον εαυτό του.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ