Ο ελληνικός αστισμός βγαίνει νικητής στα σημεία από μια πρώτη μεγάλης κλίμακας εφ’ όλης της ύλης αντιπαράθεση και ετοιμάζεται για νέο τελειωτικό χτύπημα στα εργατικά με τον καινούργιο «συνδικαλιστικό» νόμο. Η περίοδος έχει αφήσει σημαντικά ίχνη καταστροφής με καθοριστικό τρόπο σε τμήματα των άλλοτε «κοινωνικών ρετιρέ» όπως των μηχανικών ή άλλων κατηγοριών ειδικευμένης επιστημονικής εργασίας, ενώ το τελευταίο διάστημα για πρώτη φορά έπειτα από περίπου έξι χρόνια ραγδαίας υποχώρησης της κατασκευαστικής δραστηριότητας και σκληρών ανακατατάξεων στον κλάδο διαφαίνονται ίχνη μιας «νέας κανονικότητας» σε αυτόν, τα οποία πρέπει να εξετάσουμε σε βάθος.
Οι μέσες απολαβές του μηχανικού για την ποσότητα και την ποιότητα ειδικευμένης εργασίας που προσφέρεται από τους συναδέλφους στην Ελλάδα (ή διαμέσου εταιρειών με έδρα στην Ελλάδα που δραστηριοποιούνται σε άλλες χώρες) αυτή την περίοδο είναι πολύ κάτω από τον μέσο όρο πάρα πολλών χωρών. Αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η πορεία της ελληνικής οικονομίας παραμένει αμφίβολη μας καταδεικνύει ότι η παραδοσιακή συμμαχία της αστικής τάξης με το στρώμα των μηχανικών που ίσχυε σε σχεδόν καθολική έκταση και συγκροτούνταν γύρω από το ζητούμενο της ανάπτυξης έχει διαρρηχθεί για τα καλά και ανασυγκροτείται με νέους όρους υποτέλειας για την πλειονότητα του κλάδου.
Ο βασικός μας στόχος για το επόμενο διάστημα οφείλει να είναι η καταγγελία του σχεδίου του αστισμού για την ανάπτυξη της χώρας, η αποκατάσταση του εισοδήματος, της εργασίας, της κοινωνικής ασφάλισης και της αξιοπρέπειας του μηχανικού και η τόνωση της αυτοπεποίθησης ότι τα πράγματα μπορούν να πάνε και αλλιώς. Έτσι αναμετριόμαστε με την αναγκαιότητα να ανακοπεί η συνθήκη που οδηγεί τον κόσμο στον φόβο, την ανασφάλεια τον επιβιωτισμό ή τη φυγή προς τη μετανάστευση και σε απαντήσεις που χαρακτηρίζονται από παραλυτικές αντιδράσεις στο κάλεσμα για νέους αγώνες. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι προφανές τόσο ότι το βάρος της προσπάθειας για ανατροπή της νέας εργασιακής συνθήκης σκληρής εκμετάλλευσης πέφτει στις πλάτες της νέας γενιάς εργαζομένων (που αποτελούν τα πρωταρχικά θύματα αυτής της πολιτικής) όσο και η σημασία τού να επεξεργαστεί κανείς και να ξεδιπλώσει μια γραμμή που θα υπερβαίνει τα ειωθότα και θα συμβάλλει ουσιαστικά στην ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος με νέο αέρα και νέα πνοή.
Ένας χρόνος απόλυτης αμηχανίας στο κοινωνικό και συνδικαλιστικό πεδίο, με πολλά λάθη να γίνονται από όλες τις πλευρές, κραυγάζει περίτρανα ότι σχέδια που βλέπουν την ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος και του εργατικού συνδικαλισμού ως παραταξιακές μορφές άμεσης προέκτασης συγκεκριμένων πολιτικών σχεδίων είναι ατελέσφορα. Αντιλήψεις που αντιλαμβάνονται ότι σήμερα το πρωτεύον είναι η συγκέντρωση «πρωτοποριών» γύρω από «καθαρά» προγράμματα και σε πλήρη διαχωρισμό από την ανάγκη διατύπωσης μεταβατικών στόχων και οικοδόμησης αντιφατικών πολιτικοσυνδικαλιστικών μορφών ενότητας τέτοιων που να υποδηλώνουν ότι το εν λόγω υποκείμενο επιζητά να κάνει πολιτική και να τροποποιήσει το συσχετισμό με αυτοπεποίθηση του τι μπορεί να πετύχει στο παρόν και όχι με αμυντικούς όρους προς ένα αδιευκρίνιστο μέλλον απέδειξαν ότι αποτελούν μια νέα μορφή ρεφορμισμού. Αντιστοίχως αποδεικνύεται ότι και το στρατόπεδο του κόσμου που αποχώρησε από τον ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται εκ βάθρων επανεξοπλισμό στο κοινωνικό επίπεδο προκειμένου να μπορέσει να συμβάλει αποφασιστικά στη περίοδο.
Τι χρειάζεται; Χρειάζεται πειστική φυσιογνωμία, και σε αυτό ο συνδικαλισμός «παλαιάς κοπής» λίγα έχει να δώσει· χρειάζεται και νέο σχέδιο σε διαχωρισμό με πρακτικές του παρελθόντος, χρειάζεται τολμηρή, μεθοδική και επίμονη δουλειά στη συνδικαλιστική έρημο του ιδιωτικού τομέα και δη σε κλάδους που συγκροτούν σήμερα με τον πιο επιθετικό τρόπο την εργοδοτική μεθοδολογία ξεθεμελιώματος των εργατικών δικαιωμάτων, χρειάζονται νέα πρόσωπα που θα προκύψουν μέσα από αυτή τη διαδικασία για να γίνουν με τη σειρά τους οι φυσικοί ηγέτες και τα νέα σύμβολα του εργατικού κινήματος και εργατικού συνδικαλισμού της εποχής μας. Και αυτό είναι η κύρια ουσία που βρίσκεται γύρω από το «θρασύ» και ίσως και «αμετροεπές» εκ πρώτης όψης αίτημα της «πλήρους ανανέωσης» και «επανίδρυσης» όλων των συνδικαλιστικών μορφών ενότητας και εργατικής παρέμβασης της αριστεράς, που θέλοντας ή μη έχουν ταυτίσει την ύπαρξή τους με την αδυναμία των «από κάτω» να δώσουν αποτελεσματικά την μάχη τού να «μην πληρώσουν την κρίση οι εργαζόμενοι»
Η ανάγκη για ενότητα παραμένει επειδή η εποχή είναι τέτοια που επιβάλλει τη μέγιστη δυνατή συσπείρωση δυνάμεων. Η πίεση που έρχεται από τον παραέξω κόσμο είναι πραγματική γιατί πραγματική είναι και η άθλια κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει τα εργατικά δικαιώματα, οι κατακτήσεις και η καθημερινότητα-γολγοθάς για τους περισσότερους εργαζόμενους. Όμως η ανάγκη για ενότητα παραμένει και επειδή ο αγώνας για τη διαμόρφωση στοιχείων απάντησης στη κρίση προϋποθέτει ότι η όποια μάχη για κατάκτηση της ηγεμονίας χρειάζεται θα εκτυλίσσεται σε πεδία «ενότητας και πάλης» (άρα πολυτασικά σχήματα) παρά σε πεδία «καταστροφικών μαχών».
Η μάχη των φετινών εκλογών στο ΤΕΕ δεν θα είναι εύκολη, και η μαζική αποχή θα είναι το κύριο χαρακτηριστικό. Αυτά γιατί ο χειμαζόμενος κόσμος, που αποτελεί δυνητικά το ακροατήριό μας, έχει χάσει μετά και τα γεγονότα του καλοκαιριού του 2015 την αυτοπεποίθησή του ότι μέσα από τη συλλογική δράση μπορεί να πετύχει κάτι για τον ίδιο, έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στην αριστερά ως τον πολιτικό χώρο που θα έδινε τη μάχη για να μην καταστραφεί αυτός και η δουλειά του, πάνω απ’ όλα έχει χάσει κάθε ελπίδα ότι το ΤΕΕ μπορεί να τον βοηθήσει σε κάτι. Έτσι, πιο σημαντικό και από το αποτέλεσμα (που και αυτό έχει τη σημασία του) θα είναι αυτή η μάχη να αφήσει μια παράταξη που θα έχει αφτιά και μάτια ανοιχτά, φρέσκιες σκέψεις, θα είναι σε άμεση επαφή με τους συναδέλφους, θα μπορεί να σηκώσει το βάρος της αντεπίθεσης και να κριθεί σε βάθος χρόνου στο κατά πόσο θα μπορέσει να ανασυνθέσει πρακτικές σύγκρουσης εντός των αντιθέσεων που ξεδιπλώνονται στο επάγγελμα. Έχει σημασία να αποκτήσουμε πάνω απ’ όλα εμείς την αυτοπεποίθηση –αλλά συνάμα και την απαραίτητη ικανότητα– να αναλύουμε και να κατανοούμε αυτό που εισπράττουμε ως κριτική από τους συναδέλφους μας και να τα μετασχηματίζουμε σε μια αφήγηση που να μπορεί να δίνει εκ νέου αυτοπεποίθηση και κίνητρο ώστε ο άλλος να παλέψει συλλογικά, να συμμετέχει σε αγώνες, να έρθει τελικά και να ψηφίσει στις εκλογές.
Τα μέτωπα και οι στόχοι του επόμενου διαστήματος πάνω στα οποία αντικειμενικά θα αρθρωθεί η δράση στο ΤΕΕ την επόμενη τριετία είναι η συνολική αντιπαράθεση πάνω στο αναπτυξιακό πρότυπο του τρίτου μνημονίου:
Πίσω από τα καλέσματα για συσπείρωση όλων των μηχανικών γύρω από το ΤΕΕ σε ένα κοινωνικοπολιτικό χυλό εργοδοτών και εργαζομένων, δεσπόζει η επιβλητική κυριαρχία των προτεραιοτήτων της αστικής ανάπτυξης και της μνημονιακής στρατηγικής. Συνεπώς, δεν τρέφουμε αυταπάτες ότι το ΤΕΕ μπορεί να αποτελεί το όργανο προώθησης των υποτιθέμενων «ενιαίων» συμφερόντων των μηχανικών. Το απέδειξε το τελευταίο διάστημα δε με τον πιο τρανό τρόπο. Από την άλλη πλευρά, ακριβώς εξαιτίας του ρόλου και το χαρακτήρα του, το ΤΕΕ αποτελεί το «σε τελική ανάλυση» πεδίο αμφισβήτησης της αστικής ηγεμονίας και στρατηγικής για τον κλάδο. Γύρω από τον συσχετισμό που καταγράφεται στις εκάστοτε εκλογές, η αριστερά δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι αδιάφορη γι’ αυτές διότι στην κάλπη αυτή κάθε φορά καταγράφεται-συγκεφαλαιώνεται και η δυναμική της στο σύνολο των τμημάτων στα οποία δυνητικά απευθύνεται. Αλλά το πεδίο εμπλοκής μας στο ΤΕΕ δεν συνίσταται απλώς στη συμμετοχή σε μια εκλογική μάχη από την οποία δεν μπορούμε να λείπουμε αλλά σε μια συνολική μάχη, που αφορά τη συνεχή και επίμονη προσπάθεια αποκάλυψης των συνεπειών των αστικών επιλογών στο επάγγελμα, ζύμωσης και διαμόρφωσης θέσεων και πρακτικών που στοχεύουν στην αντίσταση και την οργάνωση του αγώνα ως του πεδίου συγκεφαλαίωσης όλων των πολιτικοσυνδικαλιστικών μορφών παρέμβασης και των πρακτικών της αριστεράς και του κινήματος στο κλάδο. Η παρουσία μας στα όργανα του ΤΕΕ στοχεύει στην ενημέρωση, την προβολή των θέσεών μας, την απόπειρα μετατόπισης άλλων δυνάμεων με επιδίωξη τη συγκρότηση ενός μπλοκ που θα αντιμάχεται την κυρίαρχη πολιτική και εντός του ΤΕΕ στερώντας τις πλατιές συναινέσεις που σήμερα απολαμβάνει.
Με δεδομένους τους αναμενόμενους συσχετισμούς που θα προκύψουν και από αυτές τις εκλογές του 2016, εκτιμούμε ότι η επόμενη περίοδος για την αριστερά μέσα σε αυτό θα είναι περίοδος αντιπολίτευσης. Κάτι που σημαίνει ότι κυρίαρχα μέσα από αυτό το πρίσμα μπορούμε να δούμε καταρχάς τη δική μας δράση αλλά και τις συμμαχίες που θα επιλέξουμε να κάνουμε στα μέτωπα. Κριτήριο θα είναι η αναζωπύρωση των κινηματικών πρακτικών στον κλάδο, η συνδικαλιστική συσπείρωση και η οργάνωση των εργαζόμενων μηχανικών, η όξυνση των αντιθέσεων μέσα στα συνδικαλιστικά τεκταινόμενα στο ΤΕΕ. Υπό αυτή τη σκοπιά αντιλαμβανόμαστε και τις όποιες δυνατότητες παρέχει ο μηχανισμός του ΤΕΕ και η εκπροσώπηση σε ομάδες εργασίας, επιτροπές κ.λπ. Ο αντισυνδιαχειριστικός χαρακτήρας της παράταξης που πάμε να οικοδομήσουμε δεν προκύπτει μόνο από την ανάγνωση του ΤΕΕ ως τεχνικού συμβούλου του κράτους αλλά και ως πολιτική αναγκαιότητα επανίδρυσης της αριστεράς μέσα σε αυτό, σε πλήρη ρήξη με τις επίσημες παρατάξεις που το ορίζουν, με τις πρακτικές του διαδρομισμού, με τις διάφορες ιστορικές παρακαταθήκες «ήπιας διαχείρισης» αριστερής αφαιτηρίας που κατέληγαν σε κυβερνητικά δεκανίκια, καθώς με και τα πρόσωπα που στήριξαν στο παρελθόν και σήμερα στηρίζουν τη μνημονιακή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. και οποιονδήποτε άλλο μελλοντικό διαχειριστή των μνημονίων.
Το ΤΕΕ ύστερα από οχτώ χρόνια κρίσης, βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο εξαιτίας της αποδυνάμωσής του, που λαμβάνει πολλαπλές μορφές. Μέσα σε αυτό το τοπίο, η αστική στρατηγική έχει ήδη ορίσει τον στόχο μετασχηματισμού του ΤΕΕ από φορέα εξυπηρέτησης των συμφερόντων των συναδέλφων μηχανικών σε φορέα καταδυνάστευσής τους. Η εφαρμογή της ευρωπαϊκής οδηγίας για τα επαγγελματικά δικαιώματα το ωθεί να αποτελέσει τον φορέα που θα πιστοποιεί το ποιος συνάδελφος θα δικαιούται να κάνει τι. Ο περιορισμός του προϋπολογισμού του το ωθεί επιτακτικά σε νέες μορφές απόκτησης εσόδων μέσα από ανταποδοτικές προς τους συναδέλφους παροχές υπηρεσιών, που είναι τμήμα της κρατικής λειτουργίας και των ελεγκτικών μηχανισμών. Κατά συνέπεια, οι επερχόμενες εκλογές αποκτούν και έναν οντολογικό χαρακτήρα για το ΤΕΕ και ως τέτοιο πρέπει να το δούμε και εμείς ιεραρχώντας αρκετά υψηλά τον στόχο να μη μετατραπεί το ΤΕΕ σε φορέα πιστοποίησης και υλοποίησης της ευρωπαϊκής οδηγίας για τα επαγγελματικά δικαιώματα. Όμως είναι και αυτός άλλος ένας λόγος να προσπαθήσουμε σε αυτές τις εκλογές να αναδειχτεί εκείνος ο αντιπολιτευτικός πόλος που θα εμποδίσει με αποτελεσματικότητα την εν λόγω εξέλιξη.
Για να μπορούν όλα τα παραπάνω να προχωρήσουν, αντιλαμβανόμαστε ότι είναι αναγκαία η συγκρότηση του χώρου της ριζοσπαστικής αριστεράς στους μηχανικούς γύρω από ένα ενιαίο πολιτικό και συνδικαλιστικό φορέα στο ΤΕΕ, που θα συμπεριλάβει δυνάμεις από τα υφιστάμενα σχήματα, ανένταχτους αγωνιστές και κόσμο που προσφάτως αποδεσμεύτηκε από το ΣΥΡΙΖΑ. Η πρόταση αυτή δεν αποτελεί απλή επίκληση ενότητας αλλά κυρίως ένα πεδίο συμπόρευσης και διαπάλης για την κατάκτηση φυσιογνωμικών, πολιτικών οριοθετήσεων και πρακτικών που είναι αναγκαίες για τη συγκρότηση ενός μαζικού ριζοσπαστικού αριστερού ρεύματος στους εργαζόμενους μηχανικούς. Από αυτή τη σκοπιά, δεν μας αρκεί στη συγκυρία μια ρηχή διαδικασία κοπτοραπτικής και σύνθεσης πάνω σε κάποιους στόχους και μέτωπα. Κάτι τέτοιο το έχουμε ήδη κατακτήσει. Με κοινές παρεμβάσεις στην αντιπροσωπεία στη ΔΕ/ΤΕΕ, με ανενεργές παρατάξεις-ψηφοδέλτια στους συλλόγους, με κοινή δράση στο κίνημα. Το σχέδιο που προτείνουμε θέλουμε να πάει τα πράγματα παραπέρα και να αποτελέσει τομή στα μέχρι σήμερα πεπραγμένα· συνεπώς προϋποθέτει ότι οποιοσδήποτε θέλει να εμπλακεί θα λειτουργεί εντός ενός πολιτικού φορέα με αρχές, δημοκρατικές διαδικασίες, οριοθετήσεις και ζητούμενα προς κατάκτηση – ακόμα κι αν αυτό σε πρώτη φάση πάρει τη μορφή μιας συμπαράταξης υφιστάμενων παρατάξεων και αγωνιστών, φτάνει αυτό να έχει αυτοτελή λειτουργία και να είναι δηλωμένο εκ των προτέρων από όλους ότι στοχεύουμε σε μια νέα, πιο ουσιαστική και ανώτερη σύνθεση.
Η πρόταση που ξεκινά με αφετηρία την εκλογική συμπαράταξη, παρότι σε αντίθεση με μια πρόταση που θα απαιτούσε σήμερα την αυτοδιάλυση όλων των υφιστάμενων σχημάτων, αφήνει όντως στα υπάρχοντα σχήματα βαθμούς ελευθερίας, έχει όμως περισσότερα βήματα να περπατήσει εξαιτίας της διαφορετικής δυναμικής που ξεκινά αυτή η συζήτηση. Απέναντι λοιπόν σε ηγεμονισμούς χρειάζονται από όλους λιγότερες αγαθές προθέσεις και μεγαλύτερη πρόθεση για ξεβόλεμα και δέσμευση. Από την άλλη πλευρά, προσεγγίσεις που αντί για τις αναγκαιότητες του παρόντος προκρίνουν την επανάληψη ή την επιβεβαίωση ιστορικών διαιρέσεων και ανολοκλήρωτες προσπάθειες του παρελθόντος αποτέλεσαν και αποτελούν εξαιρετικά προβληματικές επιλογές και παραπέμπουν σε άλλες λογικές, σε απόσταση από την επίγνωση της μεταβατικότητας που έχουν όλες οι εκφάνσεις της αριστεράς σε περίοδο κρίσης του κινήματος και της ίδιας, και σε τελική ανάλυση δεν προσφέρουν καλή υπηρεσία στο κίνημα.
Για να μπορεί αυτή η διαδικασία να ξεκινήσει, είναι αναγκαίο να περιγραφούν κάποιες αρχικές οριοθετήσεις για το πώς προχωράμε. Αναγκαία και προωθητικά είναι τα παρακάτω:
Η σύσκεψη της 16ης Σεπτεμβρίου έδειξε ότι υπάρχει διάθεση να αλλάξουμε σελίδα, απέδειξε ότι τα βασικά ερωτήματα και επιφυλάξεις μπορούν να συγκλίνουν σε κάτι προωθητικό. Χρειάζεται στον λίγο χρόνο που απομένει όντως να σκύψουμε μεθοδικά στο ζητούμενο και να δούμε πώς μπορεί να υπάρξει ουσιαστική συζήτηση, σύνθεση και αποτύπωση στα ιδρυτικά ντοκουμέντα της νέας συλλογικότητας, των εγγυήσεων και των οριοθετήσεων που κάθε πλευρά με δημιουργικό τρόπο έθεσε στο τραπέζι του διαλόγου.
Ο Τάσος Βασιλειάδης είναι Ηλεκτρολόγος Μηχανικός, μέλος της ΑΕΠ Εργαζόμενοι Μηχανικοί και της Αντιπροσωπείας του ΤΕΕ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ