Τον Σεπτέμβριο του 2015, οι εκλογές στην Καταλονία ώθησαν το αίτημα για ανεξαρτησία της Καταλονίας ένα βήμα πιο κοντά στην πραγμάτωσή του, βάζοντας στην τελική ευθεία τις διεργασίες των τελευταίων χρόνων και σκορπώντας πανικό σε Μαδρίτη και Βρυξέλλες.
Οι Καταλανοί τοποθετούν την έναρξη του αγώνα τους για ανεξαρτησία την περίοδο κατά την οποία ενώθηκαν τα στέμματα της Αραγονίας και της Ισπανίας στα τέλη του 15ου αιώνα, οπότε η περιοχή τους ουσιαστικά τέθηκε υπό την κεντρική διοίκηση της Μαδρίτης (με μικρές χρονικές εξαιρέσεις λίγων ετών κατά τα οποία η Καταλονία υπήρξε ανεξάρτητο βασίλειο). Στην πραγματικότητα, ωστόσο, το αίτημα για ανεξαρτησία δεν σχετίζεται με γραφικές ιστορίες από μεσαιωνικά φέουδα και βασιλιάδες σε εποχές πριν από την εμφάνιση του έθνους κράτους αλλά με την περίοδο των αντιαποικιακών κινημάτων και τη διάλυση της ισπανικής αυτοκρατορίας. Οι πρώτες οργανώσεις που ζητούν ανεξαρτητοποίηση δημιουργούνται στα τέλη του 19ου αιώνα, κατά τη διεξαγωγή του Ισπανοαμερικανικού Πολέμου.
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η σημαία της Καταλονίας (la senyera estelada) είναι εμπνευσμένη από τη σημαία της Κούβας –διαφέρει μόνο στα χρώματα–, που την ίδια περίοδο κέρδισε την ανεξαρτησία της από τη Μαδρίτη. H συμμαχία τέτοιων σχηματισμών έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά την περίοδο του Λαϊκού Μετώπου και τη σύντομη Δεύτερη Ισπανική Δημοκρατία, κερδίζοντας πολλά δικαιώματα υπέρ των Καταλανών. Με το τέλος του εμφυλίου, οι φρανκικοί προσπαθήσαν να εξαλείψουν την καταλανική ταυτότητα, με την αφαίρεση της γλώσσας από την εκπαίδευση, την κατά περιόδους γενική απαγόρευσή της, αλλά και με την απαγόρευση διαφόρων τοπικών εθίμων και παραδόσεων. Τη δεκαετία του 1960 το αίτημα της ανεξαρτησίας πήρε κινηματικά και αριστερά χαρακτηριστικά, με τις οργανώσεις που συγκροτήθηκαν τότε να αποτελούν τις ρίζες της σημερινής καταλανικής αριστεράς. Μετά το τέλος του φρανκισμού, η Καταλονία απέκτησε την αυτονομία της. Σε όλη την ιστορία του καταλανικού κοινοβουλίου κεντροδεξιοί σχηματισμοί με αναφορά στην ανεξαρτησία ήλεγχαν την κυβέρνηση, ενώ οι συνδυασμοί των μεγάλων ισπανικών κομμάτων (το λαϊκό Partido Popular και το σοσιαλδημοκρατικό Partido Socialista Obrero Español) λάμβαναν ποσοστά της τάξης του 10%-20%.
Το ισπανικό Σύνταγμα αναγνωρίζει διαφορετικό βαθμό αυτονομίας σε κάθε περιφέρεια, δίνοντας στους Καταλανούς, τους Βάσκους και τους Γαλικανούς το δικαίωμα εθνικού προσδιορισμού. Η Καταλονία έχει τη μεγαλύτερη αυτονομία σε σχέση με τις άλλες περιφέρειες, με την κεντρική κυβέρνηση να έχει συνδικαιοδοσία με το καταλανικό κοινοβούλιο μόνο σε θέματα παιδείας, υγείας και δικαιοσύνης, ενώ σε θέματα πολιτισμού, περιβάλλοντος, μεταφορών, εμπορίου και τηλεπικοινωνιών δεν έχει απολύτως καμία δικαιοδοσία. Η αυτονομία σε όλα αυτά τα ζητήματα δημιούργησε ένα πλαίσιο που ενίσχυσε την καταλανική συνείδηση του λαού. Επί παραδείγματι, στην εκπαίδευση όλα τα μαθήματα γίνονται στα καταλανικά, ενώ τα ισπανικά διδάσκονται δύο ώρες την εβδομάδα (σαν ξένη γλώσσα θα λέγαμε). Παρόλο που τα ισπανικά παραμένουν η πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στην περιοχή, στις ηλικίες κάτω των 40 όχι μόνο επικρατούν συντριπτικά τα καταλανικά αλλά αρκετοί δυσκολεύονται ακόμα και να επικοινωνήσουν στα ισπανικά, ειδικά έξω από τη Βαρκελώνη, η οποία σαν ευρωπαϊκή μητρόπολη γίνεται συνεχώς πιο πολυπολιτισμική.
Αυτές οι νεότερες γενιές που, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, χτυπήθηκαν περισσότερο από την καπιταλιστική κρίση την τελευταία δεκαετία, υπήρξαν και η πρωτοπορία της αναζωπύρωσης του κινήματος για ανεξαρτησία. Σημαντικότερες στιγμές του σύγχρονου κινήματος ήταν οι οι μεγάλες κινητοποιήσεις το 2010 και το 2012 που έφεραν πάνω από 1,5 εκατομμύριο κόσμο στους δρόμους της Βαρκελώνης. Βεβαία, η κυριαρχία των φιλοευρωπαϊκών απόψεων σε αυτές ήταν φανερή, καθώς σημαίες της Ε.Ε. κυματίζαν ανάμεσα στις καταλανικές, και το 2012 κύριο σύνθημα ήταν το «Καταλονία, η Νέα Χώρα της Ευρώπης». Την ίδια περίοδο λάμβανε χώρα και το ισπανικό κίνημα των πλατειών, το οποίο υπήρξε ιδιαίτερα μαζικό και στις καταλάνικες πόλεις, και ενώ υπάρχει φυσικά τομή μεταξύ των δύο κινημάτων, μάλλον καθοριστικότερη είναι η απόκλισή τους. Στο άτυπο τελικά δημοψήφισμα του 2014 το «ναι» (υπέρ της ανεξαρτησίας) βρέθηκε στο 80%. Η ακύρωσή του όμως από το συνταγματικό δικαστήριο πριν καν διεξαχθεί οδήγησε στην προκήρυξη εκλογών τον Σεπτέμβριο του 2015 με κυρίαρχο το ζήτημα της ανεξαρτησίας.
Τις εκλογές κέρδισε το μέτωπο με επικεφαλής τον Αρτούρ Μας, «Μαζί για το ναι» (Junts pel Sí – JxSí), χωρίς όμως να έχει την πλειοψηφία ώστε να σχηματίσει κυβέρνηση. Το JxSí εκφράζει μεν τμήμα της λαϊκής δυσαρέσκειας προς την κεντρική κυβέρνηση, αλλά μάλλον πλειοψηφούσα είναι η άποψη ότι η διέξοδος είναι ένα ανεξάρτητο κράτος εντός Ε.Ε., απαλλαγμένο από τα βαρίδια του ισπανικού Νότου και την υπερφορολόγηση, ώστε να καλπάσει ακόμα περισσότερο η ανάπτυξη. Εκείνο που οδήγησε τον κεντροδεξιό Μας να ιεραρχήσει τις διαδικασίες της ανεξαρτησίας ήταν η κόντρα του με τον Ραχόι, ο οποίος το 2012 αρνήθηκε να συζητήσει το φορολογικό ζήτημα. Στο μέτωπο αυτό προσχώρησαν και οι παραδοσιακές δυνάμεις της αριστεράς της ανεξαρτησίας (Esquerra Republicana και Πράσινοι), βάζοντας στην ατζέντα του και άλλα θέματα.
Οι μόνες πολιτικές δυνάμεις στο κοινοβούλιο της Καταλονίας που αντιτίθενται σαφέστατα στην ανεξαρτησία είναι το Λαικό Κόμμα (9%) και οι Ciudadanos (νεοφιλεύθεροι, 17%). Το Σοσιαλιστικό Κόμμα καθώς και οι Podemos κεντρικά έχουν μεν δηλώσει ότι είναι με την ενότητα της Ισπανίας, οι Καταλανοί βουλευτές τους όμως κρατούν πιο μετριοπαθή στάση και μιλούν για αυτοδιάθεση των λαών, διαφωνώντας με την υπό διαμόρφωση τακτική και ζητώντας δεσμευτικό δημοψήφισμα
Η μεγάλη ανατροπή των εκλογών όμως ήταν ο τριπλασιασμός των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς του Candidatura d’Unitat Popular (CUP – Yποψηφιότητα Λαϊκής Ενότητας), το οποίο τον Ιανουάριο του 2016 έπαιξε τελικά καθοριστικό ρόλο στον σχηματισμό κυβέρνησης και λίγο νωρίτερα στον οδικό χάρτη της ανεξαρτησίας. Το CUP καταγράφηκε πρώτη φορά σε δημοτικές εκλογές το 2003, οπότε κατέβηκε σε λίγες επαρχιακές περιοχές. Δεν αποτελούσε κάποιο συγκροτημένο πολιτικό σχηματισμό αλλά κοινά ψηφοδέλτια μικρών ομάδων και οργανώσεων της επαναστατικής αριστεράς με κυρίαρχη ιεράρχηση στο ζήτημα της ανεξαρτησίας. Οι συνελεύσεις γειτονιάς είναι το βασικό κύτταρο λειτουργίας του. Όσοι εκλέγονται στα τοπικά συμβούλια δεσμεύονται από τις αποφάσεις των συνελεύσεων και πρακτικά τις εκπροσωπούν.
Το 2011 κατάφερε να εκλέξει 104 συμβούλους σε διάφορες περιοχές και πλέον η δικτύωση είχε επεκταθεί σε όλη την Καταλονία. Εντός του πλαίσιου των τεράστιων κινητοποιήσεων για την ανεξαρτησία την περίοδο εκείνη, τα μέλη του πήραν την απόφαση να κατεβάσουν τον ίδιο σχηματισμό και στις (περιφερειακές) βουλευτικές εκλογές. Η λειτουργία του παραμένει βασισμένη στις τοπικές συνελεύσεις που δεσμεύουν όλους τους βουλευτές, επιμένοντας πολύ χαρακτηριστικά σε αντιγραφειοκρατικές δικλείδες, με πιο σημαντική ότι κανένας δεν μπορεί να εκλεγεί για δεύτερη θητεία (ακόμα και σε άλλο αξίωμα). Η διακήρυξη του CUP αναφέρει ότι είναι με την ανεξαρτησία, τον αντικαπιταλισμό, την αντιπατριαρχία και τον οικοσοσιαλισμό, και από τα κείμενα τους φαίνεται ότι η ανεξαρτησία θεωρείται βήμα για την κοινωνική χειραφέτηση και όχι τέρμα του δρόμου. Σαφής τους θέση είναι ότι η ανεξάρτητη Καταλονία δεν θα πρέπει να συμμετάσχει σε ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς σαν το ΝΑΤΟ, για την Ε.Ε. όμως, παρότι κάνουν αντινεοφιλελεύθερη κριτική, δεν έχουν κοινή αντίληψη για το αν θα ζητήσουν ένταξη (το JxSí ζητάει απευθείας ενταξιακές διαδικασίες).
Η συμμαχία JxSi και CUP (οι δύο σχηματισμοί δεν είχαν συγκροτήσει ακόμα κυβέρνηση) περάσε ψήφισμα για τον οδικό χάρτη της ανεξαρτησίας από τις αρχές Νοεμβρίου. Ο σχηματισμός κυβέρνησης, ωστόσο, βρισκόταν στον αέρα για 3,5 μήνες από τις εκλογές, καθώς μεγάλη μερίδα του CUP ήταν αντίθετη με τη συμμετοχή σε κυβέρνηση υπό τον Μας. Οι ενστάσεις του CUP αφορούσαν τα σκάνδαλα και τη διαφθορά που κουβαλούσε ο Μας από την προηγούμενη θητεία του, άλλα πολύ περισσότερο εξέφραζαν τη διάχυτη αίσθηση ότι μπλοφάρει με το ζήτημα της ανεξαρτησίας και ότι μόλις κερδίσει φορολογικά προνομία θα υποχωρήσει.
Το CUP βρέθηκε στα όρια του σχίσματος μέσα στον Δεκέμβριο, όταν στο παγκαταλανικό σώμα αντιπροσώπων, όπου θα αποφάσιζε τι στάση θα κρατούσε τελικά, οι δύο προτάσεις (ψήφος εμπιστοσύνης σε κυβέρνηση υπό τον Μας ή όχι) ισοψήφησαν με 1.515 ψήφους. Οι ημέρες για την κατάθεση ψήφου εμπιστοσύνης είχαν πλησιάσει κι ενώ όλοι ήταν σίγουροι ότι δεν θα καταφέρει να σχηματιστεί κυβέρνηση και θα προκηρυχτούν νέες εκλογές (με δημοσκοπικά μεγάλη ενίσχυση του CUP), στην εκπνοή αποσύρθηκε ο Μας και αντικαταστάθηκε από τον δήμαρχο της Χιρόνα, Κάρλες Πουιγδεμόν, επίσης προερχόμενο από το κεντροδεξιό κόμμα. Η υποχώρηση αυτή πανηγυρίστηκε σαν μεγάλη νίκη του CUP, το οποίο μπήκε τελικά στη συγκυβέρνηση. Τους μήνες που ακολούθησαν όμως, η διαχείριση αυτής της περιόδου δημιούργησε μεγάλο προβληματισμό στο εσωτερικό του, κυρίως γιατί το έφερε σε δυσμενή θέση διαπραγμάτευσης εντός της νέας κυβέρνησης, όπου αδυνατούσε να βάλει στην ατζέντα τα συμφωνημένα για το οικονομικό πρόγραμμα.
Η απόφαση του CUP για συμμετοχή στην κυβέρνηση κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν, καθώς το κόμμα του Μας ήταν βασικός φορέας των νεοφιλελεύθερων πολιτικών για πολλά χρόνια στην περιοχή, και σίγουρα αποκλίνουν σε πάρα πολλά ζητήματα σε σχέση με την πολιτική που θα έχει το καινούργιο κράτος. Τελικά στις συνελεύσεις κυριάρχησε η άποψη ότι το πιο σημαντικό σε αυτή την περίοδο είναι να αρχίσουν να υλοποιούνται τα απαραίτητα βήματα για την ανεξαρτητοποίηση κι έτσι κατέληξαν στην απόφαση να συμμετάσχουν. Κατάφεραν βέβαια να προσθέσουν στο καταστατικό της ανεξαρτησίας που ανακοινώθηκε αρκετά ριζοσπαστικά μέτρα, όπως η πρόσβαση των πολιτών στη φτηνή ενέργεια, στη στέγαση, στην υγεία και στην «περίθαλψη για όλους», στην εκπαίδευση, η υποστήριξη των δικαιωμάτων των πολιτικών προσφύγων και του δικαιώματος των γυναικών στην άμβλωση (η Ισπανία είναι μια πολύ συντηρητική καθολική χώρα), καθώς και του σχεδίου σοκ για την καταπολέμηση της φτώχειας.
Ο νέος κυβερνητικός σχηματισμός δηλώνει ότι σε 18 μήνες (από τον Νοέμβριο του 2015) θα υπάρχει ανεξάρτητο κράτος με δικές του δομές, τράπεζες, στρατό, διπλωματικό σώμα και φορολογικό σύστημα. Βέβαια η μαγική λέξη που έρχεται στο μυαλό είναι πάντα η λέξη «σύνορα». Οι αυτονομιστές θεωρούν κομμάτι της ιστορικής Καταλονίας την αυτονομία της Καταλονίας και κοιτάζουν και τις περιοχές της Βαλένθια και των Βαλεαρίδων νήσων (όπου μιλιούνται αλλά όχι πλειοψηφικά τα Καταλανικά), αλλα και της γαλλικής Καταλονίας. Φυσικά ο Ραχόι και η κεντρική κυβέρνηση δεν θέλουν ούτε να συζητήσουν τέτοιο ενδεχόμενο, καθώς όχι μόνο γιατί πρόκειται για την πιο αναπτυγμένη περιοχή της χώρας και η ατμομηχανή της οικονομίας, αλλά και γιατί μια σειρά άλλες περιοχές θα προσπαθήσουν να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο.
Επειδή ξέρουμε ποια είναι η μαμή της ιστορίας, δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε τις παρακάτω εξελίξεις χωρίς βία, η οποία άρχισε να υπονοείται από Μαδριλένους αξιωματούχους τις τελευταίες ημέρες, που σταθερά κατηγορούν τους Καταλανούς ότι επιθυμούν τη βαλκανοποιήση της Ιβηρικής. Αλλά και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι το τελευταίο που θέλουν είναι μια τέτοια απόσχιση σε μια περίοδο που δεν φαίνεται έξοδος από την οικονομική κρίση και έχουν προκύψει ζητήματα αυτονομίας και σε άλλες περιοχές (Σκώτια, Ντονμπάς, Υπερδνειστερία), σε τελική ανάλυση ακόμα και η αναγνώριση του «Ισλαμικού Κράτους». Γυαλί που ραγίζει δεν κολλάει κι όσο αδύνατο είναι να φανταστούμε την Ε.Ε. να λειτουργεί όπως στην προκρισιακή περίοδο άλλο τόσο φαίνεται και το ενδεχόμενο το ισπανικό κράτος να μένει ακέραιο και λειτουργικό με το υπάρχον συμβιβαστικό σύνταγμα. Οι εξελίξεις μπορούν να είναι προς πολλές κατευθύνσεις και αν οι μέχρι πρόσφατα μετριοπαθείς πολιτικοί που πλειοψηφούν στην καταλανική κυβέρνηση βρουν κάποιον συμβιβασμό με τον Ραχόι δεν σημαίνει ότι το ρήγμα θα έχει κλείσει.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ