Σαράντα χρόνια μετά τη λαϊκή Εξέγερση του Νοέμβρη, και γύρω από το γεγονός που σφράγισε τις εξελίξεις στη μεταπολιτευτική Ελλάδα έχει αναπτυχθεί ένα συμπαγές αγωνιστικό και συμβολικό περίβλημα με εντυπωσιακή αντοχή στο χρόνο.
Ο Νοέμβρης είναι η πιο ανθεκτική και αντισυμβατική «εθνική επέτειος» στο συμβολικό πεδίο της μνήμης. Σε αντίθεση με οποιαδήποτε άλλη επέτειο της πρόσφατης ιστορίας, ο Νοέμβρης δεν είναι θεσμική γιορτή˙ είναι πολιτική εκδήλωση. Δεν τιμάται με μουσειακές λογικές, ως κομμάτι μιας περασμένης εποχής. Το τριήμερο του Πολυτεχνείου αποτελεί μια πανίσχυρη κεντρομόλο δύναμη της εκάστοτε κοινωνικής και πολιτικής συζήτησης, ένα διαχρονικά ισχυρό σημείο αναφοράς και ταύτισης, το οποίο όχι μόνο δεν αποσυμβολοποιείται με την πάροδο του χρόνου αλλά ενσωματώνει προσθετικά όλες τις πτυχές της πολιτικής έκφρασης και τα μεταπολιτευτικά ρεύματα αμφισβήτησης. Ο τρόπος με τον οποίο η κορυφαία στιγμή της αντιδικτατορικής πάλης και ταυτόχρονα η μοναδική στιγμή ανοιχτής μάχης ανάμεσα στον λαό και το στρατοκρατικό καθεστώς παρασέρνει κάθε χρόνο τα επίκαιρα αιτήματα της Αριστεράς μάς καλεί να στοχαστούμε ξανά γύρω από το γεγονός, τις πολιτικές αφετηρίες και το κοινωνικό υποκείμενο της Εξέγερσης του 1973.
Το Πολυτεχνείο ήταν το αποκορύφωμα μιας ταχύτατης διαδικασίας ριζοσπαστικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας, ιδιαίτερα της νεολαίας και των λαϊκών στρωμάτων. Οι απαγορεύσεις και η καταστολή γέννησαν μόνες τους τη μαζική αντίδραση, συσπείρωσαν ιδεολογικά διάφορες κοινωνικές ομάδες και τις ώθησαν στο ριζοσπαστισμό και τελικά την Εξέγερση. Πρωταγωνιστής ήταν το μαζικό αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα, το οποίο είχε συγκροτηθεί από τα τέλη του 1971 μέσα από τον φοιτητικό συνδικαλισμό και τους αγώνες διεκδίκησης ελευθεριών στα πανεπιστήμια. Οι πρωτεργάτες της κατάληψης ήταν φοιτητές 18 έως 25 ετών, δηλαδή οι εισαχθέντες στα πανεπιστήμια μετά το 1967. Πρόκειται για μια γενιά η οποία ηλικιακά δεν ανήκε στις αμέσως προηγούμενες (ΕΑΜ, Λαμπράκηδες), ωστόσο αποτελούσε μεταμόρφωση του εαμικού μπλοκ, το οποίο επιβίωνε ως κοινωνική δυναμική στις δεκαετίες του ’50 και του ’60.
Κοινωνική προέλευση και πολιτική ένταξη
Το κοινωνικό υποκείμενο της Εξέγερσης, οι φοιτητές και τα λαϊκά στρώματα που απευθύνθηκαν στο κάλεσμά τους, γονιμοποιείται από δύο βασικά ιδεολογικά σπέρματα: Πρώτον, από το αριστερό παρελθόν, τις πολυεπίπεδες αναφορές στο εαμικό μπλοκ και τις επιβιώσεις του στην αντικομμουνιστική, στρατοκρατούμενη Ελλάδα της Χούντας. Πρόκειται για ανθρώπους εργατικών, μικροαστικών και μεσοαστικών στρωμάτων οι οποίοι διατηρούν πορώδεις σχέσεις με το αριστερό κίνημα (ταξικές, οικογενειακές, συναισθηματικές). Δεύτερον, από πληθώρα εναλλακτικών προτάσεων ατομικής και συλλογικής έκφρασης που ωθούν στη ριζοσπαστικοποίηση, κυρίως της φοιτητικής και μαθητικής νεολαίας: Οι ταβέρνες, τα βιβλιοπωλεία, τα δισκοπωλεία, το θέατρο και ο κινηματογράφος με τις πολιτικές τους αιχμές, η επανεύρεση μιας γνήσιας «εθνολαϊκής» παράδοσης, όπως το ρεμπέτικο τραγούδι, σε αντιπαράθεση με το κιτς της Δικτατορίας αποτελούν κοιτίδες διαμόρφωσης της φοιτητικής νεολαίας και συγκροτούν ένα underground ρεύμα αντιπληροφόρησης και αυτομόρφωσης, που διαμορφώνει εξεγερσιακά την καθημερινότητα. Οι μετασχηματισμοί που πραγματοποιούνται στο επίπεδο της κουλτούρας εξελίσσονται παράλληλα και αναμιγνύονται. Οι φοιτητές επηρεάζονται από μια δέσμη αιτημάτων που ανήκουν στη γενικότερη αφύπνιση της δεκαετίας του ’60 και την αντιπαράθεση με την κατεστημένη τάξη του μεταπολεμικού κόσμου: Μάης του ’68, αντιπολεμικό κίνημα, κινήματα στη Λατινική Αμερική, σεξουαλική επανάσταση, φεμινισμός, αντιαυταρχικό σχολείο, σχετικοποίηση της επιστήμης, αμφισβήτηση της καπιταλιστικής ορθολογικότητας, οικολογία, αντιψυχιατρική, έκρηξη της υποκειμενικότητας, αμφισβήτηση της πυρηνικής οικογένειας και των ιεραρχικών δομών, αναθεμελίωση του πανεπιστημίου, αμφισβήτηση της κομματοκρατίας, του γραφειοκρατικοποιημένου συνδικαλισμού, της μικροαστικής ηθικής.
Όπως έγραψε ο Άγγελος Ελεφάντης, οι αναζητήσεις εκείνης της εποχής έθεταν «για πρώτη φορά το ζήτημα ότι η εξουσία θεμελιώνεται όχι μόνο στο κράτος και τα χρηματιστήρια, αλλά και σε άλλους πολιτιστικούς και κοινωνικούς θεσμούς, ακόμη και στη γλώσσα και στην τέχνη και στο σχολείο». Στην έντονη συζήτηση σχετικά με το βαθμό επιρροής που ασκούσαν οι νεολαιίστικες κινηματικές διαδικασίες στο εξωτερικό, κυρίως ο Μάης του ’68, πρέπει να υπολογιστούν οι ιδιαίτερες συνθήκες της ελληνικής πραγματικότητας. Την περίοδο που στην Ευρώπη των ’60s διαμορφώνονταν κοινωνικά κινήματα με πολλαπλές προεκτάσεις, η Ελλάδα ήταν «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» και οι προοδευτικές και ριζοσπαστικές δυνάμεις ήταν αναγκασμένες να ξεκινήσουν από προηγούμενο στάδιο. Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μεταφορικά αυτό το στάδιο «εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα» απέναντι σ’ ένα καθεστώς φασιστικό, στρατοκρατικό και οπισθοδρομικό που αποτελούσε την ακραία εκδοχή της εμφυλιοπολεμικής Δεξιάς. Έτσι, το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα αποτελεί ιστορική συνέχεια των αγώνων της περιόδου της Κατοχής και του Εμφυλίου, ένα είδος αντεπίθεσης της στρατιωτικά αλλά όχι πολιτικά ηττημένης ελληνικής Αριστεράς, χωρίς να παραγνωρίζει τις εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα την ίδια εποχή στον κόσμο. Η σύζευξη εκρηκτικών πολιτικών αναζητήσεων και αιτημάτων που ασφυκτιούσαν μέσα στο «γύψο» της Δικτατορίας εξηγεί, μεταξύ άλλων, τη δυναμικότητα του κινήματος, την κλιμακούμενη ένταση της λαϊκής διαμαρτυρίας και τελικά, το πρωτοφανές μέγεθος της αιματοχυσίας της 17ης Νοέμβρη 1973.
Στη συντριπτική του πλειοψηφία, το φοιτητικό κίνημα την τελευταία περίοδο της Δικτατορίας ανήκει σε όλες τις τάσεις της κομμουνιστικής Αριστεράς. Η ιδεολογική ένταξη αντλεί από μαρξιστικές, λενινιστικές, μαοϊκές και τροτσκιστικές παραδόσεις. Ο πυρήνας του κινήματος βρίσκεται υπό την καθοδήγηση ή επιρροή της «Αντιδικτατορικής ΕΦΕΕ (Αντι-ΕΦΕΕ)» και της ΚΝΕ του ΚΚΕ, του «Ρήγα Φεραίου» του ΚΚΕ Εσωτερικού, και των οργανώσεων και κινημάτων της λεγόμενης εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς: Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΕΚΚΕ) και τη φοιτητική του παράταξη, Αντιιμπεριαλιστική Αγωνιστική Σπουδαστική Παράταξη Ελλάδας (ΑΑΣΠΕ), την Οργάνωση Σοσιαλιστική Επανάσταση (ΟΣΕ), τη Σοσιαλιστική Επαναστατική Πάλη (ΣΕΠ), τον «Μαχητή», τους «Μπολσεβίκους», τις τροτσκιστικές οργανώσεις Κομμουνιστικό Διεθνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΔΚΕ), Εργατική Διεθνιστική Ένωση (ΕΔΕ) και άλλες. Την περίοδο 1972-1973, οι φοιτητές εκφράζονται πλέον μέσα από ένα αυτοδύναμο και ώριμο συνδικαλιστικό κίνημα, το οποίο παρουσιάζεται στους φοιτητικούς χώρους ως «Φοιτητικές Επιτροπές Αγώνα». Πρόκειται ουσιαστικά για τη συνύπαρξη δύο χώρων που αλληλοδιαπλέκονται και αλληλοεξαρτώνται: την παράνομη δράση και τον φοιτητικό συνδικαλισμό με πρωτοβουλίες συλλογής υπογραφών, παραστάσεις διαμαρτυρίας και διάφορες κινητοποιήσεις στο χώρο των πανεπιστημίων.
Αυτή η κομβικής σημασίας συνθήκη πολιτικής ωρίμανσης της νέας γενιάς κομμουνιστών προκαθορίζει τη σχεδόν θρησκευτική της πίστη στους μαζικούς αγώνες, με την παράλληλη δράση παράνομων κομματικών και οργανωτικών πυρήνων. Οι πολύ πρόσφατες μαζικές κινητοποιήσεις της δεκαετίας του ’60, η δράση και η δίωξη των οργανώσεων της πρώτης αντιδικτατορικής περιόδου κατέληξαν σε δύο παράλληλα και επικαλυπτόμενα πεδία αναφοράς (συνδικαλιστικός αγώνας, παράνομες οργανώσεις). Ως προς τη θέση δυναμικότερων ενεργειών στην αντιπαράθεση με τη Χούντα, η απάντηση δεν είναι εύκολη. Παρά τις δεδομένες ιδεολογικές επιρροές από τον ένοπλο αγώνα και την επαναστατική μαρξιστική του παιδεία, το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα που δίνει τις πρώτες μάχες και τελικά δημιουργεί την Εξέγερση του Πολυτεχνείου παραμένει –ως πολιτική έκφραση– μακριά από «ένοπλες» ενέργειες. Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου θα αποκαλύψουν την απήχηση αυτής της αντίληψης, αλλά και τους ιδεολογικούς και στρατηγικούς της περιορισμούς, ειδικά τη στιγμή της αλήθειας, όταν οι διαδηλωτές το απόγευμα της Παρασκευής θα αρχίσουν να συμπλέκονται με τις δυνάμεις της αστυνομίας.
Κλιμάκωση της σύγκρουσης
Το πρώτο ξέσπασμα του μαζικού κινήματος είναι η κατάληψη της Νομικής (21-22 Φεβρουαρίου 1973) που εγκαινιάζει έναν νέο κύκλο δράσης, ενδεικτικό των συνθηκών πάλης εκείνης της περιόδου και καταλυτικό για τη συνέχεια. Από κάθε άποψη, η κατάληψη είναι μια κίνηση ριζοσπαστική, μια κινηματική μορφή άγνωστη στην Ελλάδα, μια εμπειρία αντλημένη από τον Μάη του ’68 και το αντιπολεμικό κίνημα στις ΗΠΑ (Μπέρκλεϋ, Κεντ), η οποία δοκιμάζεται με τεράστια επιτυχία στη χουντοκρατούμενη Αθήνα. Ο αγώνας αποκτά πλέον χαρακτήρα διεκδίκησης σημείων στον αστικό χώρο˙ αιτήματα πολιτικής αλλαγής και αντιχουντικά συνθήματα κοινοποιούνται για πρώτη φορά από την ταράτσα της Νομικής στους πολίτες της Αθήνας που έχουν μαζευτεί στους γύρω δρόμους. Είναι ενδεικτικό ότι το σύνθημα εκείνων των ημερών, το οποίο αποκτά εμβληματικές διαστάσεις, είναι το «Συμπαράσταση, λαέ». Ο αγώνας ξεφεύγει από τα όρια της φοιτητικής κινητοποίησης και γίνεται υπόθεση ευρύτερων στρωμάτων της κοινωνίας. Πολύ σύντομα πραγματοποιείται και δεύτερη κατάληψη της Νομικής (20 Μαρτίου 1973), αποτέλεσμα της αυτοπεποίθησης και της απρόσμενης επιτυχίας της πρώτης, απόδειξη ότι και η δεύτερη κατάληψη τροφοδοτείται επίσης απο τη λαϊκή συμπαράσταση.
Οι δύο καταλήψεις μέσα στο καθεστώς τρομοκρατίας ισοδυναμούσαν με εκ παρατάξεως μάχες. Σε στρατηγικό επίπεδο κατέληξαν σε άγρια καταστολή και έναν δεύτερο κύκλο αναγκαστικών στρατεύσεων των οργανωμένων (κυρίως μελών της ΚΝΕ και του «Ρήγα Φεραίου»), συλλήψεων και βασανισμών από την ΕΣΑ, κέρδισαν όμως την παρτίδα στο πολιτικό επίπεδο. Τα γεγονότα πήραν μορφή χιονοστιβάδας. Οι στρατεύσεις τροφοδότησαν την πολιτική ένταση με νέα αιτήματα και νέο «αίμα», τόσο στον φοιτητικό συνδικαλισμό όσο και στις οργανώσεις. Το διάστημα από το χειμώνα έως το φθινόπωρο του 1973 συντελέστηκε ραγδαία πολιτική ωρίμανση. Τα αιτήματα του εκδημοκρατισμού και των ελευθεριών ενσωμάτωναν πλέον και αυτό της αμνηστείας, φοιτητές πλήθαιναν τις τάξεις των παράνομων οργανώσεων, νέες κινηματικές ιδέες αναπτύσσονταν και πρόσωπα από το φοιτητικό κίνημα καταξιώνονταν. Τα νεότερα έτη διαμόρφωναν σχεδόν αυτόματα αντιχουντική συνείδηση.
Οι συνθήκες ήταν παραπάνω από ώριμες για την τελική αντιπαράθεση. Ακριβώς επειδή αναγκάστηκε να αποκαλύψει το πραγματικό πρόσωπο της βίας στην οποία βασιζόταν, το καθεστώς κλονίστηκε τόσο από τις πρώτες μάχες με τους φοιτητές, ώστε επιδίωξε ξαφνικά ανοίγματα φιλελευθεροποίησης (δημοψήφισμα, αμνηστεία πολιτικών κρατουμένων τον Αύγουστο του 1973, διορισμός Μαρκεζίνη ως «υπηρεσιακού» πρωθυπουργού). Το «πείραμα Μαρκεζίνη», που υποτίθεται ότι θα κατέληγε σε παράδοση της εξουσίας στους πολιτικούς, δεν ήταν παρά ο πανικός των στρατοκρατών να απεμπλακούν από την προδιαγεγραμμένη σύγκρουση. Και ήταν τελικά η κίνηση που έδωσε στον αντίπαλό τους την ευκαιρία την οποία περίμενε να συντρίψει πολιτικά τη Χούντα. Επαληθεύοντας το αξίωμα της Χάννα Άρεντ πως η βία δεν αποτελεί έκφραση αλλά έλλειψη πολιτικής ισχύος, το σοκ που προκάλεσαν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου στο στρατιωτικό καθεστώς ήταν η χαριστική βολή που σύντομα έφερε την κατάρρευσή του.
Πολυτεχνείο και επαναστατική Αριστερά
Τα γεγονότα της Εξέγερσης είναι ως επί το πλείστον γνωστά και δεν χρειάζεται να επεκταθούμε σε αφηγηματικές λεπτομέρειες. Θα σταθούμε μόνο σε δύο σημεία που έχουν συμβάλει –διά της υποτίμησης, της αποσιώπησης ή της σχηματοποίησής τους– στη γενικότερη πολιτική διαστρέβλωση του χαρακτήρα της Εξέγερσης. Το πρώτο αφορά την οργανωμένη κινητοποίηση της Εξέγερσης. Με απλά λόγια, σε ποιον ανήκει πολιτικά η «πατρότητα» της κατάληψης του Πολυτεχνείου; Προφανώς, η κατάληψη δεν ακολουθούσε κανένα οργανωτικό προσχεδιασμό˙ ήταν αποτέλεσμα μιας ήδη διαμορφωμένης διάθεσης για σύγκρουση. Ωστόσο, η απόφαση για την «εδώ και τώρα» κατάληψη και την πρώτη οργάνωση του χώρου, τη στιγμή που όλα ήταν μετέωρα και ασαφή, πάρθηκε από τις οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς, κυρίως τις ομάδες της ΑΑΣΠΕ και της ΟΣΕ, οι οποίες διέθεταν διπλό στρατηγικό πλεονέκτημα: Αφενός είχαν ρίξει όλο το βάρος της πολιτικής δουλειάς στις συνδικαλιστικές ζυμώσεις χωρίς να βαρύνονται από τις συνωμοτικές και ιεραρχικές στεγανοποιήσεις της παράνομης δράσης, τουλάχιστον όχι στον ίδιο βαθμό με την ΚΝΕ ή τον «Ρήγα Φεραίο». Αφετέρου, εξέφραζαν ιδεολογικές θέσεις που τους προσέδιδαν επιρροή και κύρος σαφώς μεγαλύτερο από την πραγματική οργανωτική τους δύναμη, με κυριότερες τον αντικαπιταλισμό και τον αντιιμπεριαλισμό.
Σε μια εποχή που τα φοιτητικά συνθήματα ήταν το δεδομένο, αναζητούνταν το στοιχείο πυροδότησης που θα έδινε μαζικό βήμα σε περισσότερες φωνές. Τα συνθήματα «Έξω το ΝΑΤΟ», «Έξω οι Αμερικάνοι», «Λαϊκή Εξουσία», «Γενική Απεργία», τα οποία, υποτίθεται, ήταν «προβοκατόρικα» και δεν εξέφραζαν το πνεύμα της Εξέγερσης, έγιναν τελικά σιωπηρά αποδεκτά από όλες τις οργανώσεις –ακόμα και όσες είχαν αρχικά αντιταχθεί στην κατάληψη–, καθώς αποδείχτηκε ότι εξέφραζαν τις ευρύτερες μάζες που συνέρεαν στο Πολυτεχνείο και στις οποίες βρίσκονταν άτομα χωρίς δεσμούς με τον φοιτητικό κόσμο. Αυτά τα συνθήματα κωδικοποιούσαν τη μετάβαση από τη φοιτητική κινητοποίηση στη λαϊκή εξέγερση. Η περίφημη ενότητα των δυνάμεων στο μαζικό κίνημα όμως δεν ήταν ούτε μεταφυσική ούτε αυτονότητη. Υπήρξαν συγκεκριμένες αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, μια σειρά μακρών και θυελλωδών συνελεύσεων που κορυφώθηκαν τη δεύτερη μέρα (βράδυ Πέμπτης, 15 Νοέμβρη), καθώς και η συγκρότηση εργατικής και μαθητικής συνέλευσης, στην οποία επικράτησαν οι τροτσκιστές, απόδειξη του πνεύματος που κυριαρχούσε στο Πολυτεχνείο. Όπως σε κάθε γνήσια εξεγερσιακή στιγμή, οι αποφάσεις που θα σχηματοποιούσαν την Εξέγερση προέκυψαν έπειτα από σκληρή πάλη γραμμών, η οποία ανέδειξε νικήτρια την επαναστατική γραμμή, με αποτέλεσμα ο Νοέμβρης να αποτελεί –δίκαια– την ιδρυτική διακήρυξη της επαναστατικής Αριστεράς, για τους λόγους που συνοπτικά παραθέσαμε πιο πάνω.
Το δεύτερο στοιχείο που συστηματικά παραλείπεται είναι η σύγκρουση καθεαυτήν. Το μεγαλειώδες στην περίπτωση του Πολυτεχνείου είναι ότι την ωρίμανση των συνθηκών δεν αντιλήφθηκαν μόνο οι οργανωμένες δυνάμεις του φοιτητικού κινήματος, αλλά και ο λαϊκός παράγοντας, ο οποίος αποδείχτηκε πανέτοιμος να πλαισιώσει την εστία της οδού Πατησίων. Από το μεσημέρι της Παρασκευής (16 Νοέμβρη) και το πρωί του Σαββάτου (17 Νοέμβρη), μια λαϊκή μάζα που παρέμενε αόρατη στις συνθήκες τρομοκρατίας και καταστολής βγήκε δυναμικά στην επιφάνεια και αντιμετώπισε την αστυνομία και τον στρατό με πολύωρες οδομαχίες, στήσιμο οδοφραγμάτων και πετροπόλεμο σε όλη την έκταση του κέντρου της Αθήνας. Οι «προβοκάτορες» εκείνης της νύχτας ήταν άνθρωποι διαφόρων κοινωνικών τάξεων, κατά κύριο λόγο εργάτες, μαθητές και φοιτητές, οι οποίοι δέχτηκαν τις σφαίρες των δολοφόνων της Χούντας στην προσπάθειά τους να ανατρέψουν με τα ίδια τους τα χέρια το καθεστώς. Οι 24 νεκροί και οι περίπου 120 τραυματίες από σφαίρες (στο σύνολο οι τραυματίες ξεπέρασαν τους 1.000) που έχουν καταγραφεί δίνουν την τάξη μεγέθους μιας κινηματικά μοναδικής στιγμής, που ξεπέρασε κάθε προσδοκία της οργανωμένης πρωτοπορίας, συμπεριλαβανομένων ακόμα και των πιο πρωτοποριακών ομάδων της επαναστατικής Αριστεράς.
Η κατακλείδα αυτού του κειμένου δεν είναι εύκολη, ίσως γιατί δεν υπάρχει επίλογος στην ιστορία του Νοέμβρη. Το Πολυτεχνείο είναι ένα παλίμψηστο του αριστερού κινήματος, πάνω στο οποίο οι νέοι αγώνες προσθέτουν κάθε χρόνο, κάθε μέρα, τη δική τους ιδιαίτερη γραφή. Ίσως μας επιτρέπεται να κλείσουμε αυτή την προσπάθεια ιστορικής αποτίμησης μιας Εξέγερσης, που σηματοδότησε την έφοδο στον ουρανό για μια ολόκληρη γενιά και παγίωσε για όλες τις επόμενες ένα πραγματικό επαναστατικό ορόσημο, με μια μαρτυρία της Τ. Λ., τότε φοιτήτριας της Αρχιτεκτονικής, στον γράφοντα: «Όταν ήρθαν τα τανκς, έπαθα πανικό. Σκέφτηκα να φύγω γιατί πραγματικά φοβήθηκα, ήταν λογικό φαντάζομαι να φοβηθείς... Όμως έμεινα μέχρι το τέλος γιατί αν έφευγα, θα έχανα το σημαντικότερο πράγμα που είχα κατακτήσει μέχρι τότε στη ζώη μου: το “εμείς”»…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ