Τι είναι η ιδέα του κομμουνισμού; Με ποια έννοια ο κομμουνισμός δεν αποτελεί ιδεώδες προς εφαρμογή αλλά μια τάση που ενυπάρχει στις αντιφάσεις του καπιταλισμού; Στην πραγματικότητα, όσο περισσότερη έμφαση δινόταν άλλοτε στην περίφημη διατύπωση του Μαρξ περί του κομμουνισμού ως κινήματος που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, τόσο περισσότερο ο κομμουνισμός μετατρεπόταν σε έναν απόμακρο ορίζοντα και τόσο περισσότερο η πάλη στο παρόν νοούνταν με όρους συγκρότησης ενός μηχανισμού που θα αναλάμβανε να μας οδηγήσει διαμέσου του καπιταλισμού σε μια άλλη (κομμουνιστική) κοινωνία. Κατά φαινομενικά παράδοξο τρόπο, η θέση του Μαρξ συνδυαζόταν ως επί το πλείστον με τη συγκρότηση ενός πολιτικού και οργανωτικού μηχανισμού που αναπαρήγαγε την αντίθεση ανάμεσα σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους, η οποία χαρακτηρίζει το αστικό κράτος και την αστική πολιτική εν γένει.
Η πραγματικότητα είναι ότι ουκ ολίγα στοιχεία κινούνταν εξαρχής ήδη προς αυτή την κατεύθυνση. Και πρωτίστως η περίφημη διατύπωση του Κάουτσκυ σύμφωνα με την οποία η «σοσιαλιστική συνείδηση» είναι εξωτερική προς το εργατικό κίνημα και έργο αστών διανοούμενων. Αφού το ίδιο το εργατικό κίνημα αδυνατεί να συγκροτήσει τη θεωρία που έχει ανάγκη, αφού αδυνατεί να φτάσει στην αντικειμενική γνώση των μηχανισμών του καπιταλισμού, είναι προφανές ότι στο εσωτερικό του επαναστατικού κινήματος εδραιώνεται ένας διαχωρισμός μεταξύ ειδημόνων και αδαών, καθοδηγητών και καθοδηγούμενων, με βάση την αυτονόμηση της θεωρίας από την πρακτική. Και τι άλλο θα έπρεπε να κάνουν οι αδαείς αν όχι να εμπιστευτούν τους ειδήμονες, που γνωρίζουν, και συνεπώς να λειτουργούν ως κυβερνώμενοι; Διπλά κυβερνώμενοι λοιπόν, αφενός σε σχέση με το αστικό κράτος και αφετέρου σε σχέση με το ίδιο το κόμμα που διατείνεται ότι πρόκειται να τους απελευθερώσει. Είναι βέβαια σαφές ότι θα κάναμε με τη σειρά μας λάθος αν αποδίδαμε τις πολιτικές και οργανωτικές δομές του επαναστατικού κινήματος, κατά τον 20ό αιώνα, σε μία φράση του Κάουτσκυ. Η πραγματικότητα είναι αντίστροφη: Η φράση του Κάουτσκυ επικυρώνει και πιστοποιεί ήδη την τάση των πολιτικών κομμάτων της εργατικής τάξης να μετατραπούν σε κομματικούς μηχανισμούς που λειτουργούν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το αστικό κράτος και τα αστικά κόμματα, με βάση δηλαδή έναν καθορισμένο καταμερισμό εργασίας μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνώμενων.
Αλτουσέρ 1977
Διόλου τυχαία, πολλές από τις επισημάνσεις στις οποίες προέβη ο Αλτουσέρ τη διετία 1976-78 αφορούσαν ακριβώς το ζήτημα της σχέσης του μαρξισμού με το εργατικό κίνημα. Ουσιαστικά, στο επίκεντρο των θέσεων του Αλτουσέρ βρίσκεται η ιδέα του κομμουνισμού ως τάση προς την αυτοδιακυβέρνηση των μαζών που ενυπάρχει στους αγώνες των εργαζόμενων, συνεπώς ως τάση που είναι εμμενής στους αγώνες των υποτελών τάξεων και όχι ως ένα ιδεώδες που γεννιέται στο μυαλό κάποιων αστών διανοούμενων για να μεταφερθεί στη συνέχεια εκ των έξω στο εργατικό κίνημα. Με αυτή την έννοια, οι αγώνες των εργαζόμενων και η αντίστασή τους στον καπιταλισμό εκφράζουν και υλοποιούν ήδη, εδώ και τώρα, την τάση προς τον κομμουνισμό. Επίσης με την ίδια έννοια, στο πλαίσιο αυτών των αγώνων αναδεικνύονται και αναδύονται χαρακτηριστικά και αξίες που αντιβαίνουν στον καπιταλισμό, και που έχουν ήδη ανοίξει τον δρόμο σε μια διαφορετική κατεύθυνση εντός της ίδιας της (καπιταλιστικής) κοινωνίας.
Στα κείμενα που έγραψε ο Αλτουσέρ το 1976-78 υπάρχει έντονη η συναίσθηση ενός τέλους. Κλείνει ένας ιστορικός κύκλος για τον μαρξισμό («επιτέλους, ξέσπασε η κρίση του μαρξισμού!») και υπάρχουν (ή αναζητούνται) οι όροι για να ξεκινήσει μια νέα αλληλουχία. Ή, μάλλον, κλείνει ένας ιστορικός κύκλος για το επαναστατικό κίνημα και τίθεται ως ζητούμενο να ξεκινήσει μια νέα επαναστατική αλληλουχία. Ή, μάλλον, επίσης ζητούμενο είναι να αναδειχτούν πλευρές της πραγματικότητας που ενδεχομένως κινούνται ήδη στην κατεύθυνση μιας νέας επαναστατικής αλληλουχίας. Τρεις περίπου δεκαετίες μετά, το ερώτημα είναι: Ξεκίνησε πράγματι μια τέτοια επαναστατική αλληλουχία σε αυτό το μεσοδιάστημα; Θα μπορούσαμε, ακολουθώντας εκ νέου τον Αλτουσέρ αλλά μιας παλαιότερης περιόδου, να απαντήσουμε ότι υπάρχουν πράγματι στοιχεία μιας νέας επαναστατικής αλληλουχίας, στοιχεία που εκφράζουν την τάση προς τον κομμουνισμό, μόνο που αυτά τα στοιχεία βρίσκονται αφενός σε πρακτική κατάσταση και αφετέρου (επομένως) σε υποτυπώδη μορφή. Ίσως μάλιστα η συγκυρία να επιτάσσει πρωτίστως τη θεωρητική αναγνώριση αυτών των στοιχείων, ως πρακτικών που υλοποιούν σήμερα την τάση προς τον κομμουνισμό. Διότι θα μπορούσαν τότε να αποκτήσουν μια βαθύτητα αλλά και μια ευρύτητα που δεν έχουν σήμερα. Και διότι τότε θα μπορούσαν να ορίσουν μια κατεύθυνση για την επαναστατική πολιτική σε πλήρη αντιδιαστολή με την αστική πολιτική.
Βέβαια, ο Αλτουσέρ δεν αναφερόταν τότε μόνο στο ζήτημα της γνώσης στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος. Επειδή θεωρούσε ότι αυτό το θέμα είναι άμεσα συνυφασμένο με τις πολιτικές και οργανωτικές δομές του επαναστατικού κινήματος, προχωρούσε ένα βήμα παρακάτω. Έτσι, τον Νοέμβριο του 1977, ως ομιλητής σε ένα συνέδριο που είχε διοργανώσει το Il Manifesto με θέμα «Εξουσία και αντιπολίτευση στις μετεπεναστατικές κοινωνίες», ο Αλτουσέρ έκλεισε επί της ουσίας την παρέμβασή του θέτοντας ορισμένα ερωτήματα. Ενδεχομένως, σήμερα μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την κατεύθυνση και την ουσία αυτών των ερωτημάτων, επειδή ακριβώς μας βοηθούν να αναγνωρίσουμε στοιχεία και πλευρές μιας νέας αλληλουχίας για το επαναστατικό κίνημα που υπάρχουν σε πρακτική κατάσταση. Ας ακούσουμε τον Αλτουσέρ: «Ποια είναι η φύση, ποιος είναι ο πραγματικός τρόπος λειτουργίας του κόμματος και του συνδικάτου; Πώς να αποφύγουμε τον κίνδυνο να μπούμε τώρα στο παιχνίδι του αστικού κράτους, με κίνδυνο να μπούμε αργότερα στη συγχώνευση κόμματος-κράτους; Πώς να σκεφτούμε από τώρα, και να δρομολογήσουμε, την αναγκαιότητα “καταστροφής” του αστικού κράτους και να προετοιμάσουμε τον “μαρασμό” του επαναστατικού κράτους; Πώς να επανεξετάσουμε και να αλλάξουμε τη φύση και τη λειτουργία των οργανώσεων της εργατικής ταξικής πάλης; […] Και κυρίως, κορυφαίο ερώτημα για το παρόν και το μέλλον, πώς να εδραιώσουμε με το κίνημα των μαζών σχέσεις οι οποίες, υπερβαίνοντας τη διάκριση συνδικάτου-κόμματος, να διασφαλίζουν την ανάπτυξη των λαϊκών πρωτοβουλιών, που υπερβαίνει τις περισσότερες φορές τη διαίρεση του οικονομικού και του πολιτικού, ακόμη και την “άθροισή” τους;»[1].
Ίσως με αυτές τις θέσεις-ερωτήματα, να μπορούμε εκτός των άλλων να διαβάσουμε σήμερα εκ νέου τον Αλτουσέρ, με άλλους όρους. Ας προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε και να αναδιατυπώσουμε. Ο Αλτουσέρ επισημαίνει έναν κίνδυνο: την κρατικοποίηση του επαναστατικού κινήματος. Αυτός ο κίνδυνος αφορά το παρόν (στις συνθήκες του καπιταλισμού και των όρων του αστικού πολιτικού παιχνιδιού), αλλά αφορά και το μέλλον (τις λειτουργίες ενός επαναστατικού κινήματος στις συνθήκες μιας μεταβατικής κοινωνίας, ούτως ώστε να μην συγχωνευθεί με το κράτος). Στην επί της ουσίας μεταφυσική οπτική που ισχυριζόταν ότι το κόμμα αρκεί να συσσωρεύει δυνάμεις για τη Μεγάλη Ρήξη, ο Αλτουσέρ αντιτείνει την οπτική μιας συνέχειας ανάμεσα στο επαναστατικό κίνημα σε συνθήκες καπιταλισμού και σε συνθήκες σοσιαλισμού. Συγχρόνως, βέβαια, απορρίπτει κάθε φετιχισμό του κράτους. Πρέπει τα χαρακτηριστικά του επαναστατικού κινήματος να είναι από τώρα ήδη τέτοια ώστε να διατηρεί την αυτονομία του από το αστικό κράτος (σήμερα) και από το επαναστατικό κράτος (αύριο). Επιπλέον, ο Αλτουσέρ δεν θεωρεί ότι το ζήτημα του κομμουνισμού (του μαρασμού του κράτους, όπως λέει) αφορά μόνο τη μεταβατική κοινωνία, αλλά αφορά τόσο τα εσωτερικά χαρακτηριστικά του επαναστατικού κινήματος στον καπιταλισμό όσο και τις σχέσεις του με τις μάζες. Ποια μπορεί να είναι αυτή η σχέση; Ο Αλτουσέρ είναι σαφής: Πρέπει, σήμερα ήδη, να διασφαλίζεται η ανάπτυξη των λαϊκών πρωτοβουλιών, και μάλιστα για να γίνει αυτό πρέπει να ξεπεραστεί το εμπόδιο που συνίσταται στο διαχωρισμό οικονομικού-πολιτικού, δηλαδή συνδικάτου-κόμματος. Πώς θα μπορούσε να συμβεί αυτό, αν όχι αναζητώντας νέες μορφές οργάνωσης της επαναστατικής πάλης, οι οποίες θα εξέφραζαν και θα αναδείκνυαν τις πρωτοβουλίες των λαϊκών μαζών με όρους συγχρόνως οικονομικούς και πολιτικούς (ή, μάλλον, με όρους που δεν θα είναι ούτε οικονομικοί ούτε πολιτικοί, ούτε απλό άθροισμά τους);
Να σημειώσουμε, εν παρόδω, ότι οι προβληματισμοί του Αλτουσέρ παραπέμπουν ευθέως στον τρόπο με τον οποίο διάβαζε, στα μέσα και τα τέλη της δεκαετίας του ’60, την Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα (ως μαζική ιδεολογική επανάσταση στις συνθήκες μιας μεταβατικής κοινωνίας) και τον Μάη του ’68 στη Γαλλία (ως μαζική ιδεολογική εξέγερση σε συνθήκες καπιταλισμού), και ασφαλώς σχετίζονται άμεσα με τις περιπέτειες και κυρίως τις αποτυχίες της γαλλικής αριστεράς κατά τη δεκαετία του ’70. Από αυτή την άποψη η σκέψη του Αλτουσέρ δεν είναι καθόλου μια σκέψη επί της συγκυρίας, αλλά αντιθέτως μια σκέψη εντός της συγκυρίας ή μάλλον μια σκέψη υπό τη συγκυρία. Να σημειώσουμε, δεύτερον, ότι οι προβληματισμοί του Αλτουσέρ αυτή την περίοδο δεν θα παραλείψουν, προκειμένου ακριβώς να τονιστεί η αναγκαιότητα αυτονομίας έναντι του κράτους, να υιοθετήσουν μια οπτική περί εξωτερικότητας των μαζών προς το κράτος, η οποία δικαίως επικρίθηκε την ίδια ακριβώς περίοδο από τον Μπαλιμπάρ. Να σημειώσουμε, τρίτον, ότι στην αυτοβιογραφία του, το 1985, ο Αλτουσέρ επανέρχεται κατά κάποιον τρόπο σε αυτά τα ζητήματα, αναφερόμενος στα κομμουνιστικά διάκενα ή τις «νησίδες κομμουνισμού» που υπάρχουν εντός του καπιταλισμού[2]. Είναι άραγε αυτά τα κομμουνιστικά διάκενα ο τόπος όπου αποτυπώνεται η λαϊκή πρωτοβουλία και επινοητικότητα στην οποία αναφερόταν το 1977 στη Βενετία; Ο Αλτουσέρ ορίζει, στην αυτοβιογραφία του, τον κομμουνισμό με βάση την απουσία εμπορευματικών σχέσεων και ενδεχομένως αναδεικνύει την κατεύθυνση που θα μπορούσαν να έχουν τέτοιου είδους πρακτικές, που όπως έλεγε το 1977 (και γενικότερα τη διετία 1976-78) αφορούν το σήμερα. Επιπλέον, έχει ενδιαφέρον ότι οι όροι «νησίδες» ή «διάκενα» (παρά τα προβλήματα που θέτουν αναφορικά με τις σχέσεις που θα μπορούσαν να έχουν μεταξύ τους, με το κράτος, τις μάζες κ.λπ.) παραπέμπουν άμεσα σε μια προβληματική του χώρου, και κατ’ επέκταση αναδεικνύουν το χώρο σε κεντρικό διακύβευμα της επαναστατικής πολιτικής.
Φουκώ 1978
Ας αφήσουμε προσωρινά τον Αλτουσέρ. Λίγους μήνες μετά την παρέμβαση του Αλτουσέρ στη Βενετία, τον Ιούλιο του 1978, ο Φουκώ προέβαινε σε μια διαπίστωση αναφορικά με τον μαρξισμό, σε μια διαπίστωση που δεν θα μπορούσαμε να μην συνδέσουμε με τις θέσεις-ερωτήματα του Αλτουσέρ την ίδια ακριβώς περίοδο. Ας ακούσουμε τούτη τη φορά τον Φουκώ: «Με ενδιαφέρει να υποκινηθεί μια νέα πολιτική φαντασία. Τι σημαίνει αυτό; Λόγου χάρη, οι άνθρωποι του 18ου αιώνα, όπως και του 19ου, είχαν τουλάχιστον την ικανότητα να ονειρεύονται το μέλλον της ανθρωπότητας. […] Σήμερα, όμως, υπάρχει τέτοια στειρότητα πολιτικής φαντασίας! Δεν γίνεται να μην εκπλαγούμε απ’ αυτή τη φτώχεια. Απ’ αυτή την άποψη, βρισκόμαστε στους αντίποδες των ανθρώπων του 18ου και του 19ου αιώνα. […] Ο μαρξισμός συνέβαλε και εξακολουθεί να συμβάλλει στην πτώχευση της πολιτικής φαντασίας» (Μ. Φουκώ)[3].
Ενδεχομένως, ο Φουκώ να συμπληρώνει με τον καλύτερο τρόπο τον Αλτουσέρ. Ίσως ένα τουλάχιστον μέρος των ερωτημάτων του Αλτουσέρ να απαντιέται εμμέσως από τον Φουκώ. Με ποια έννοια; Αυτό που δεν κατάφερε ο ιστορικά διαμορφωμένος μαρξισμός ήταν να εκφράσει πραγματικά την τάση των μαζών και των κοινωνικών δυνάμεων να αλλάξουν την πραγματικότητα και πρωτίστως την καθημερινότητά τους (εξού και η επιμονή του Φουκώ στις πολλαπλές σχέσεις εξουσίας που διαπερνούν το κοινωνικό σώμα, εξού και η άρνησή του να υιοθετήσει μια μηχανιστική σύλληψη της ταξικής πάλης). Ο μαρξισμός αποστείρωσε πράγματι την πολιτική φαντασία επειδή υιοθέτησε μια μεταφυσική-τελεολογική αντίληψη για τον ίδιο τον κομμουνισμό, κινούμενος στους αντίποδες του κομμουνισμού ως τάσης-ιδέας που είναι εμμενής στις αντιφάσεις του καπιταλισμού. Τι θα μπορούσε όμως να αντιπροτείνει ο Φουκώ ως έμπρακτη πλέον κριτική στον μαρξισμό; Την απάντηση την δίνει σε πολλές συνεντεύξεις και συζητήσεις του, κυρίως από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, τονίζοντας τη σημασία των πειραματισμών. Θεωρεί μάλιστα ότι οι δεκαετίες του ’60 και του ’70 ήταν σημαντικές επειδή ακριβώς εμπεριείχαν τέτοιου είδους πειραματισμούς χωρίς πρόγραμμα. Τι σημαίνει χωρίς πρόγραμμα; Σημαίνει ότι δεν επεδίωκαν να εφαρμόσουν ένα προϋπάρχον σχέδιο ή ιδεώδες αλλά αναζητήσουν νέες μορφές ζωής και νέες σχέσεις με τον κόσμο[4].
Για να τονίσει μάλιστα την αναγκαιότητα ύπαρξης τέτοιων πειραματισμών, ο Φουκώ επέμενε ότι το «πρόγραμμα είναι κενό», ότι δεν υπάρχει κάποιο πρόγραμμα να εφαρμοστεί. Ενδεχομένως, μια τέτοια διατύπωση να ακούγεται αντιπολιτική ή και απλώς αυθορμητίστικη. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε αφενός ότι ο ίδιος ο Φουκώ έλεγε ότι η απουσία προγράμματος δεν σημαίνει ούτε πορεία στα τυφλά, ούτε απουσία ανάλυσης, και αφετέρου ότι ο ίδιος ο Αλτουσέρ (και βέβαια όχι μόνος αυτός) περιέγραφε πάντα τα Σοβιέτ ως αποτέλεσμα της επινοητικότητας των μαζών (που ομοίως δεν προέκυψαν από κανένα πρόγραμμα). Σε αυτήν την επινοητικότητα των μαζών παραπέμπουν, στην πραγματικότητα, οι προβληματισμοί του Φουκώ, έστω κι αν ο ίδιος αισθανόταν την ανάγκη να αποστασιοποιείται από μια ορολογία έντονα συνυφασμένη με τον μαρξισμό. Εξάλλου, ο ίδιος ο Φουκώ είχε τονίσει, το 1982, ότι πρέπει να διαφυλαχτούν πρωτίστως τρία στοιχεία: η πολιτική επινοητικότητα, η πολιτική δημιουργία και ο πολιτικός πειραματισμός[5]. Στην ίδια κατεύθυνση, αλλά μετασχηματίζοντας την έννοια του προγράμματος, ο Ντελέζ τόνιζε ότι «τα προγράμματα δεν είναι ούτε μανιφέστα ούτε πολύ περισσότερο φαντασιώσεις, αλλά σημεία αναφοράς για τη διεξαγωγή ενός πειραματισμού που υπερβαίνει τις ικανότητές μας να προβλέπουμε»[6]. Τι άλλο είναι εντέλει ο κομμουνισμός, ως τάση προς την αυτοδιακυβέρνηση των μαζών, αν όχι ένας τέτοιος ανοιχτός πειραματισμός ή μάλλον μια πολλαπλότητα τέτοιων πειραματισμών που θα πρέπει διαρκώς να επιστρέφουν στον εαυτό τους για να καθορίσουν τα επόμενα βήματά τους σε ένα αχαρτογράφητο πεδίο; Ίσως έτσι να μπορούμε να δώσουμε μια απάντηση στα ερωτήματα του Αλτουσέρ.
Μπαλιμπάρ 1982
Σε αυτήν, εξάλλου, την κατεύθυνση κινούνταν ο Μπαλιμπάρ από τα τέλη ήδη της δεκαετίας του ’70 και εν συνεχεία τη δεκαετία του ’80. Αναφερόμενος στην κρίση της μορφής-κόμμα ως ένδειξη της γενικότερης κρίσης της επαναστατικής πολιτικής, αναζητούσε τους δρόμους που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ανάπτυξη μιας νέας πρακτικής της πολιτικής. Έγραφε έτσι στο λήμμα «Δικαίωμα των τάσεων» του Κριτικού Λεξικού του Μαρξισμού: «Από τον Μαρξ στον Λένιν, τη Ρ. Λούξεμπουργκ, τον Γκράμσι, τους σημερινούς “κριτικούς κομμουνιστές” εξακολουθεί να υπάρχει η ίδια απαίτηση που αναδύεται από τους ίδιους τους ταξικούς αγώνες: να βρεθεί μια μορφή πρωτότυπης πολιτικής πρακτικής, όχι λιγότερο αλλά περισσότερο αποτελεσματικά “δημοκρατική” από εκείνη που ενσαρκώνει ο “πλουραλισμός” των αντιπροσωπευτικών θεσμών του ίδιου του αστικού κράτους· να γίνει το επαναστατικό κόμμα τόσο μέσο για την κατάληψη της εξουσίας όσο και μέσο για την άσκησή της με έναν νέο τρόπο· συνεπώς να ξεπεραστεί σταδιακά στους κόλπους του ο “καταμερισμός χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας”, η αντίθεση ανάμεσα σε “κυβερνώντες” και “κυβερνώμενους”· να θεμελιωθεί σε αυτή την άλλη πρακτική της πολιτικής η δυνατότητα να ενοποιηθούν οι διάφορες μορφές αγώνα ενάντια στην εκμετάλλευση και τις κοινωνικές μορφές καταπίεσης· να οριστεί μια “γραμμή μαζών” που θα είναι ικανή τόσο να προσαρμόζεται στις μεταστροφές της συγκυρίας όσο και να διορθώνει τις “οπορτουνιστικές” παρεκκλίσεις… Τετραγωνισμός του κύκλου; Όχι, εκτός αν θεωρήσουμε ως αμετάβλητες τις μορφές “κυβερνησιμότητας” και “κοινωνησιμότητας” που συνδέονται με την ταξική κυριαρχία»[7]. Τι θέση θα μπορούσε να έχει μια πολιτική οργάνωση ή συλλογικότητα σε αυτό το πλαίσιο; Η απάντηση του Μπαλιμπάρ είναι σαφής ως προς την κατεύθυνσή της και ως προς την αντίθεσή της προς κάθε τελεολογική σύλληψη της μορφής-κόμμα· μια τέτοια πολιτική οργάνωση πρέπει να λειτουργεί πρωτίστως με βάση δύο άξονες, αφενός ως φορέας και εκφραστής πειραματισμών και αφετέρου ως συλλογική ανάλυση του κοινωνικού κινήματος στο οποίο εντάσσεται[8].
Η ανάλυση του Μπαλιμπάρ έχει το προσόν να αναδεικνύει τις εντάσεις που αναγκαστικά διαπερνούν κάθε επαναστατικό εγχείρημα. Με αυτή την έννοια είναι η κατεξοχήν διαλεκτική ανάλυση των αντιθέσεων που διαπερνούν αλλά και δομούν την επαναστατική πολιτική. Διόλου τυχαία, ο Μπαλιμπάρ επικαλείται επίσης την αναγκαιότητα ύπαρξης πειραματισμών, την ίδια στιγμή που θεωρεί ότι δεν παύει να τίθεται και το ζήτημα της κατάληψης της πολιτικής εξουσίας. Και είναι γεγονός ότι μια επαναστατική πολιτική που θα προωθούσε σε όλο το κοινωνικό φάσμα πρακτικές οικονομικο-πολιτικών πειραματισμών (με μια έννοια, που θα υπερέβαινε όμως την απλή άθροιση οικονομικού και πολιτικού, όπως έλεγε ο Αλτουσέρ) θα έρθει κάποια στιγμή (είτε με δική της πρωτοβουλία είτε με πρωτοβουλία του αντιπάλου) αντιμέτωπη με το ζήτημα της κατάληψης της πολιτικής εξουσίας. Ίσως όμως, αν έχει κινηθεί στην κατεύθυνση που σκιαγραφούσαν τόσο οι Αλτουσέρ - Μπαλιμπάρ όσο όμως και ο Φουκώ με τον δικό του τρόπο, μια τέτοια πολιτική, μια τέτοια πολιτική των μαζών, να είναι πιο έτοιμη για να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις που θα θέτει μια μεταβατική κοινωνία. Και τι άλλο θα μπορούσε να είναι επομένως μια τέτοια επαναστατική πολιτική σήμερα αν όχι πρωτίστως μια πολιτική που θα κινείται στην κατεύθυνση της Δυαδικής Εξουσίας, και συνεπώς μια πολιτική που δεν θα συσσωρεύει αενάως δυνάμεις για τη Μεγάλη Ρήξη, αλλά μια πολιτική που θα προωθεί και θα αναδεικνύει τη λαϊκή επινοητικότητα και θα διατηρεί την αυτονομία της από το αστικό πολιτικό παιχνίδι; Ως εκ τούτου, η έννοια της Δυαδικής Εξουσίας θα μπορούσε να είναι το σημερινό όνομα της Ιδέας του Κομμουνισμού και της τάσης προς τον κομμουνισμό, αρκεί ασφαλώς να μπορούμε να την μεταφράσουμε στο σήμερα και όχι να την επικαλούμαστε δίκην μεταφυσικής αλήθειας.
[1] Louis Althusser, Solitude de Machiavel, σ. 278, PUF, 1998.
[2] Λουί Αλτουσέρ, Το μέλλον διαρκεί πολύ, σ. 265-266, Ο Πολίτης, 1992.
[3] Μισέλ Φουκώ, Το μάτι της εξουσίας, σ. 189-190, Βάνιας, 2008.
[4] Στο ίδιο, σ. 407.
[5] Στο ίδιο, σ. 407-408.
[6] G. Deleuze, C. Parnet, Dialogues, σ. 60, Flammarion, 1996.
[7] Bensussan, Labica, Dictionnaire critique du marxisme, σ. 1139, PUF, 1985.
[8] Στο ίδιο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ