Τα ιδεολογήματα της μικροαστικής τάξης κυκλοφορούν αυθόρμητα• ο φασισμός επικρατεί μόνο εάν καταφέρει πρώτα να συμπήξει το κόμμα της πρωτοπορίας που θα του δώσει υλική (πολιτική) υπόσταση. Το κόμμα μπορεί να φυτοζωεί για χρόνια μέσα κι έξω από το πολιτικό και κοινωνικό περιθώριο. Από τη στιγμή, όμως, που σταθεροποιείται, το κρίσιμο σημείο είναι η έναρξη της πολιτικής κρίσης, της κρίσης ηγεμονίας του αστισμού (που συνοδεύεται και από κρίση της εργατικής ιδεολογίας).
Τα μικροαστικά στρώματα, όταν κορυφωθεί η κρίση ηγεμονίας των αστικών κομμάτων (των οποίων ήταν κυρίως ψηφοφόροι) και επομένως φανεί καθαρά ότι τα κόμματα αυτά δεν είναι παρά ενεργούμενα, στρέφονται μαζικά στο συγκροτημένο φασιστικό κόμμα (που σταθερά έχει στη συνθηματολογία του κάτι σαν «ξυπνήστε», «αντισταθείτε» κ.λπ.), το «δικό τους» κόμμα, αφού είναι ένα κόμμα με στελέχωση, ηγεσία και ψηφοφόρους από αυτήν την τάξη. Αργότερα, φυσικά, με την εμπέδωση της φασιστικής εξουσίας, το κόμμα τους θα τους προδώσει, αφού, ήδη από την περίοδο του εκφασισμού, όλο και περισσότερο εκπροσωπεί το κεφάλαιο. Ο μηχανισμός πάντως και η κρατική γραφειοκρατία θα συνεχίσουν να είναι μικροαστικής καταγωγής.
Ο φασισμός, ως πολιτικό φαινόμενο, βασίστηκε πάρα πολύ στον χρονισμό, το τάιμινγκ (και αυτό ήταν το ταλέντο του Χίτλερ, η ενστικτώδης ικανότητα ανάγνωσης της πολιτικής στιγμής). Δεν είναι τυχαίο ότι οι στρατιωτικές επιτυχίες του βασίστηκαν στο Blitzkrieg, τον αστραπιαίο πόλεμο, με τη συντριπτική συγκέντρωση δυνάμεων τη σωστή στιγμή στο εστιακό σημείο της σύγκρουσης (η εικόνα του φιδιού που βγαίνει από το αβγό για να χτυπήσει ξαφνικά είναι πολύ ταιριαστή). Όταν χρειάστηκε να δώσει παρατεταμένες μάχες, όπου κι αν έγινε αυτό [1] , έχασε.
Η ταξική συγκρότηση του φασισμού εξηγεί τόσο τη μεθοδολογία του όσο και τις επιτυχίες του. Το φασιστικό κόμμα συγκροτείται γύρω από τις ομάδες κρούσης του, με αυστηρά συγκεντρωτικό, ιεραρχικό, στρατιωτικό τρόπο. Οι ομάδες κρούσης εκπαιδεύονται στο ξαφνικό χτύπημα κατά συγκεκριμένων στόχων, κυρίως πολιτικών της Αριστεράς, ένα μοντέλο που ο φασισμός ακολουθεί και κατά τη διάρκεια της βασιλείας του. Οι φασιστικές αντικομμουνιστικές ομάδες (και στην Ιταλία και στην Γερμανία) έδρασαν από την αρχή στη βάση του αστραπιαίου πολέμου: μαζικό αστραπιαίο χτύπημα κατά κατώτερου αριθμητικά αντιπάλου και άμεση φυγή (βλ. Περίανδρος). Πρόκειται για την πολιτική τής δράσης ή του παραδείγματος, τυπική μορφή πολιτικής παρέμβασης μικροαστικών επαναστατικών ομαδοποιήσεων. Τις μεθόδους αυτές, αν και απέναντι σε άλλους γενικά εχθρούς, χρησιμοποιεί και η (επίσης μικροαστική) αναρχικού προσανατολισμού τρομοκρατία (ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι σύμφωνα με μια μορφή αναρχικής τρομοκρατίας «όλοι είναι ένοχοι»).
Η αύξηση της κομματικής βάσης και η σταδιακή πρόσδεση του κόμματος στο μεγάλο κεφάλαιο οδηγούν σε εσωτερικές αντιφάσεις. Τα ανώτερα κλιμάκια γρήγορα χρειάζονται σκληρό έλεγχο (όχι μόνο οργανωτικό) πάνω σε όλο τον μηχανισμό. Οι ομάδες κρούσης θα μετατραπούν σταδιακά σε εσωτερική αστυνομία, πρόπλασμα της πολιτικής αστυνομίας (των SS), του μηχανισμού που διέπει ιδεολογικά και οργανωτικά το φασιστικό κράτος.
Κατά τη διάρκεια της ανόδου, το κόμμα διαμορφώνει ή χρησιμοποιεί τις συνθήκες ενός είδους «δυαδικής εξουσίας», θα λέγαμε. Η μορφή τόσο του κόμματος όσο και των κοινωνικών χώρων που ο φασισμός απαλλοτριώνει (χώρων που ορίζονται σχεδόν πάντα γεωγραφικά και όχι ταξικά) είναι πολιτικά μορφώματα σχετικά αυτονομημένα από την αστική μορφή κοινοβουλευτικού κράτους, μορφώματα που προεικονίζουν το σχήμα των πραγμάτων που έρχονται.
Έτσι, στην εσωτερική του ζωή, η διάρθρωση γύρω από τις ομάδες κρούσης, τις παραστρατιωτικές ομάδες, είναι το κύτταρο της διάρθρωσης του εμπεδωμένου φασιστικού κράτους γύρω από την πολιτική αστυνομία. Η τελευταία είναι ταυτόχρονα ο κυριότερος κατασταλτικός, αλλά και ιδεολογικός μηχανισμός του φασιστικού κράτους (και επομένως και ο κυριότερος πολιτικός οργανισμός, αντικαθιστώντας στο εμπεδωμένο κράτος το ίδιο το κόμμα, εξ ου και «πολιτική» αστυνομία). Ο ρόλος που έπαιξαν τα παιδιά-καταδότες των γονιών τους δεν είναι άσχετος με τον ιδεολογικό ρόλο της αστυνομίας.
Στην Γερμανία ιδιαίτερα, που το μοντέλο έφτασε στις έσχατες συνέπειές του, πολύ πέρα από κάθε λογική, τον ρόλο αυτό τον ανέλαβαν τα SS, ειδικά μετά την απορρόφηση της Gestapo (και μετά από την πλήρη εκκαθάριση από τα όποια «αριστερίζοντα», «σοσιαλιστικά» στοιχεία υπήρχαν στα SA), με όλες τις εσωτερικές τους διαφοροποιήσεις και ιεραρχήσεις. Άλλο η ηγεσία (μικροαστική ή και οριακά αστική και φεουδαρχική), άλλο το σώμα που ήταν είτε μικροαστικό ή εντελώς λούμπεν και σπάνια εργατικό. Τέτοια λούμπεν στοιχεία ήταν, φυσικά, τα πιο βίαια και σχεδόν αποκλειστικά επάνδρωσαν τα SS-Τotenkopf, τα τάγματα θανάτου που διέπραξαν με τα χέρια τους τις πιο ασύλληπτες και εκμηχανισμένες βιαιότητες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το οργανωτικό μοντέλο της φασιστικής κοινωνίας είναι ακριβώς αυτό που πρώτα δοκιμάστηκε στο Νταχάου: η χωρίς όρια, μέχρι θανάτου, υποταγή στο κράτος-SS, ψυχή τε και σώματι. Η υποταγή δεν επιτυγχάνεται με κάθε μέσο, ακόμα και δια της βίας, αλλά μόνο δια της βίας.
Αλλά και η κινηματική του δυναμική διαμορφώνεται από (και διαμορφώνει) τις ομάδες κρούσης και την κοινωνική τους δράση. Και αυτό δεν είναι μια μονοδιάστατη, αλλά μια περίπλοκη κοινωνική διαδικασία. Η εξάπλωση του φασισμού περιλαμβάνει, βέβαια, το συνδικαλιστικό μοντέλο, αν και όχι με ιδιαίτερη επιτυχία. Εν τούτοις, είναι δυνατό να υπάρχουν μειοψηφικά εργατικά τμήματα που να προσχωρούν σ’ αυτόν, ειδικά, βέβαια, από τα λούμπεν και απαξιωμένα από τη μακρόχρονη ανεργία στρώματα, ή από ανέργους από τις αγροτικές περιοχές.
Η βασική, όμως, μονάδα κινηματικής εξάπλωσης βασίζεται στις ομάδες κρούσης και την πολιτική τού παραδείγματος: τα χτυπήματά τους κατά των εχθρών του που «καθαρίζουν» ολόκληρες γεωγραφικές περιοχές. Η διαδικασία είναι περίπλοκη και κατά την περίοδο της ορμητικής κινηματικής ανόδου καθορίζεται, κυρίως, από την ιδεολογική λειτουργία του κόμματος και όχι από την κατασταλτική, όπως δείχνει και ο τρόπος εξάπλωσής τους σε εργατικές γειτονιές του Βερολίνου την εποχή της ανεργίας. Στις γειτονιές αυτές το κύτταρο του εργατικού ελεύθερου χρόνου ήταν οι τοπικές μπυραρίες. Σε περίοδο ανεργίας, οι μπυραρίες δεν έβγαζαν κέρδος από τις στρατιές ανέργων που σύχναζαν σε αυτές, αφού οι τελευταίοι δεν είχαν λεφτά για ξόδεμα. Οι ναζί διαχειρίστηκαν την κρίση και την ανεργία, κάνοντας συμφωνίες με μπυραρίες, ώστε αυτές να γίνουν βάση των SA, τα οποία θα έτρωγαν και θα έπιναν εκεί (τα SA και τα SS ήταν έμμισθα και είχαν και άφθονο ελεύθερο χρόνο). Η ύπαρξη τέτοιων «στρατώνων» επέτρεπε:
• την τρομοκράτηση ολόκληρης της γειτονιάς,
• την εκδίωξη από τον φυσικό χώρο κοινωνικοποίησής τους εργατικών στοιχείων και τη διάσπαση της γειτονιάς,
• τη στοχοποίηση και φυσική εξόντωση (πάντα ατιμώρητη, φυσικά, από το κράτος) των τοπικών ηγετών του κινήματος,
• τη διαφθορά των τοπικών ανέργων, με την επίδειξη της οικονομικής άνεσης των στρατευμένων SA που μπορούσαν να τρώνε,
• τη δημιουργία προπαγανδιστικών μύθων, σαν αυτόν της γριούλας που την περνάνε απέναντι τα λεβεντόπαιδα (κατά τη διάρκεια του πολέμου η προπαγάνδα εστιάστηκε σε ένα μεγαλύτερο ψέμα, τον ανθρωπισμό και την μεγαλοψυχία των στρατευμάτων απέναντι στους ηττημένους εχθρούς),
• και φυσικά, κάτι πολύ σημαντικό, τη δημιουργία εκβιαστικών σχέσεων αλληλεξάρτησης με το τοπικό μικρό κεφάλαιο μικροαστικής καταγωγής.
Η τάση σύγχρονης εξάπλωσης του φασιστικού καρκινώματος –και όχι μόνο στην Ελλάδα– ακολουθεί παρόμοια στρατηγική. Εξαπλώνεται με τη χρήση τοπικών κοινωνικού τύπου πυρήνων γύρω (και αυτό είναι κρίσιμο) από την μικρή επιχειρηματικότητα, καφενεία στον Αγ. Παντελεήμονα, γυμναστήρια, αθλητικοί σύλλογοι κ.λπ.
Είναι, επίσης, κρίσιμο να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν υπάρχει πιθανότητα κατευνασμού. Το φασιστικό κόμμα, εφόσον είναι φασιστικό και όχι απλώς ένα ακροδεξιό κόμμα, θα χρησιμοποιήσει τη στρατηγική της έντασης, διαρκούς και συνεχώς κλιμακούμενης, τη διαρκή κινητοποίηση των μαζών απέναντι στην εργασία. Με αυτή την έννοια και δεδομένου ότι έως τώρα αυτό είναι το μοντέλο που ακολουθεί πιστά η Χ.Α., θα πρέπει να περιμένουμε συνέχιση της βίας, μέχρι η οργάνωση να πετύχει στους στόχους της ή να ξεριζωθεί. Για την ώρα και ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών, θα πρέπει να περιμένουμε κλιμάκωση και στοχοποίηση των αριστερών, αν μη τι άλλο, λόγω και του ιστορικού προηγούμενου:
Tον Ιούνιο του 1932, έναν από τους χειρότερους μήνες πολιτικής βίας που είχε γνωρίσει η μεσοπολεμική Γερμανία, τα SA, τα ναζιστικά Τάγματα Εφόδου, σκότωσαν ατιμώρητα γύρω στους 90 κομμουνιστές και σοσιαλιστές. Η ανεργία εκείνη τη χρονιά ήταν πάνω από 30% και σε μερικές περιοχές ξεπερνούσε το 50%. Στις εκλογές που έγιναν τον Ιούλιο, οι ναζί έγιναν για πρώτη φορά πρώτο κόμμα με ποσοστό 37,3%, από 18,25% ενάμισι χρόνο πριν. Κυβέρνηση δεν βγήκε.
Το φθινόπωρο, στη νέα προεκλογική περίοδο, τα SA έκατσαν ήσυχα. Στις νέες εκλογές τα ποσοστά του Χίτλερ έπεσαν. Οι ναζί ήταν πρωτοπόροι στη χρήση όλων των καπιταλιστικών μέσων προπαγάνδας, όχι, όμως, με την έννοια της διαφώτισης αλλά με την έννοια της πολιτικής διαφήμισης, όπου το ναζιστικό προϊόν συγκρίνεται με τα υπόλοιπα πολιτικά προϊόντα. Με τα λόγια του ηγέτη (όχι του Μιχαλολιάκου, του ορίτζιναλ): «Οι αντιληπτικές δυνατότητες των μαζών είναι πολύ περιορισμένες και η κατανόησή τους είναι ασθενής. Άρα, η αποτελεσματική προπαγάνδα πρέπει να μένει στα ελάχιστα βασικά και ουσιώδη, και αυτά θα πρέπει να εκφράζονται όσο είναι δυνατό με λίγες στερεότυπες εκφράσεις».
Ο αποκλεισμός των ναζί από το κύκλωμα της μέινστριμ ενημέρωσης, μέχρι την περίοδο της μετεωρικής τους ανόδου το '29, τους ανάγκασε να μάθουν να χρησιμοποιούν μέσα που λίγο χρησιμοποιούσαν οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις. Αλλά από το '29 και μετά, με την υποστήριξή τους από τις εφημερίδες και τα μέσα του Χούγκενμπεργκ, οι μέθοδοι του Γκέμπελς ήταν πραγματικά ορόσημα για την ιστορία της διαφήμισης που χρησιμοποιούνται από τότε καθημερινά στην κατά τα άλλα «ουδέτερη» πολιτικά διαφήμιση, π.χ., απορρυπαντικών. Χρήση νέων μέσων (σινεμά, ραδιόφωνο), συμπύκνωση του λόγου σε σύνθημα βασισμένο στο θυμικό και όχι στη λογική, αδιαφορία για το επιχείρημα του αντιπάλου, διαστρέβλωση, οργή και επανάληψη χωρίς αιτιολόγηση «αληθειών» και φημών, που δεν έχουν μεν βάση, αλλά ακούγονται εύκολα.
Μια αντίρρηση που συχνά ακούγεται για τον κίνδυνο από το μόρφωμα της Χ.Α. είναι ότι «δεν έχουν στελέχη», «μόλις βγούν στην τηλεόραση θα δει ο κόσμος τι είναι» κ.λπ. Το επιχείρημα είναι άκυρο. Την περίοδο πριν τον εκφασισμό, το επίπεδο των στελεχών είναι άσχετο με τη δυνατότητα ανόδου του κόμματος. Το σημαντικό σε αυτή την περίοδο είναι η δημιουργία ενός μικροαστικού μηχανισμού, σάρκα εκ σαρκός της τάξης, γιατί σε αυτή την περίοδο το μήνυμα δεν είναι ακόμα η δυνατότητα διακυβέρνησης. Οι εγγυήσεις που χρειάζεται το κεφάλαιο έρχονται μετά. Και τότε, πρώτα γίνονται οι εκκαθαρίσεις, κάπου πριν την άνοδο στην εξουσία και αμέσως μετά η προσχώρηση της αστικής τάξης σε αυτό, η πλήρης αλλαγή του στελεχιακού δυναμικού. Εξάλλου, οι φασίστες κρατάνε για τον εαυτό τους μόνο τους κρατικούς μηχανισμούς, ενώ την κυβέρνηση (τουλάχιστον στην αρχή) την αφήνουν στους αστούς. Στην πρώτη κυβέρνηση Χίτλερ, μόνο ο καγκελάριος και τρεις υπουργοί ήταν ναζιστές.
Ένα κρίσιμο στοιχείο είναι, επίσης, η χρηματοδότηση της ανάπτυξης του κόμματος. Το φασιστικό κόμμα (ο μονοπωλιακός καπιταλισμός) είναι το πιο σπάταλο είδος κόμματος (καπιταλισμού). Προπαγάνδα (διαφήμιση), έμμισθα στελέχη (CEO, διευθύνοντα στελέχη), παραστρατιωτικές ομάδες (αστυνομία), συστηματικές κινήσεις ανά γειτονιά για απόκτηση δεσμών με μικροαστούς (ταβέρνες, συσσίτια), συστηματικές κινήσεις διαφθοράς ευρύτερων στρωμάτων (επιδοτήσεις κλπ), αργότερα οπλισμός και στολές (στρατός), απουσία φυσικά συνδρομών και κουπονιών (φορολογία μόνο στους φτωχούς) κ.λπ. Η χρηματοδότηση του κόμματος δεν μπορεί παρά να είναι άδηλη.
Εδώ έχουμε ένα κρίσιμο και κάπως παρεξηγημένο σημείο. Δεν σημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση το μεγάλο κεφάλαιο είναι εκ προοιμίου φασιστικό ούτε ότι θα χρηματοδοτήσει αφειδώς τις μεγάλες ανάγκες του εξ αρχής. Το κεφάλαιο θα γίνει φασιστικό (δηλαδή, ενώ θα αγκαλιάσει οργανωτικά τον φασισμό, η ιδεολογία του θα παραμείνει όπως ήταν πριν, καθαρά αστική) μόνο αν κρίνει ότι οι συνθήκες είναι κατάλληλες. Το αποτέλεσμα είναι ότι μέχρι να καταλάβει την εξουσία ο φασισμός περπατάει διαρκώς σε ένα «οικονομικό» ξυράφι. Είναι γνωστό ότι μέρες πριν την κατάληψη της εξουσίας, το NSDAP (που τότε ήταν ήδη το μεγαλύτερο γερμανικό κόμμα, με τεράστιες ανάγκες) κινδύνεψε να χρεοκοπήσει. Επίσης, όπως και ένας άλλος παρόμοιος πολιτικός μηχανισμός κοινωνικού δαρβινισμού, η Μαφία, διαρκώς παλεύει με τις βίαιες διασπάσεις και εκκαθαρίσεις. Αυτές, όμως, δεν αποτελούν ιδιαίτερο κίνδυνο για αυτόν, δεδομένου ότι η αναπαραγωγή του δεν εξαρτάται από το τι συγκεκριμένο λένε τα στελέχη του αλλά το τι κάνουν. Και, ανεξάρτητα από το τι λένε και πώς νέμονται την κομματική εξουσία, τα στελέχη κάνουν όλα το ίδιο: σκοτώνουν.
[1] Ακόμα και στην Ελλάδα, τηρουμένων των αναλογιών. Η εισβολή ήταν αστραπιαία. Η μακροχρόνια αντίσταση σήμανε ήττες για τον ναζισμό, όπως, για παράδειγμα, ότι η Ελλάδα ήταν η μόνη κατακτημένη χώρα που δεν έστειλε σκλάβους στα στρατόπεδα αναγκαστικής εργασίας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ