Ο πρόσφατος θάνατος του Λούτσιο Μάγκρι ξανάφερε στη συζήτηση τη μεγάλη περιπέτεια του ιταλικού εργατικού κινήματος των τελευταίων πενήντα χρόνων. Ενός κινήματος που με την έκρηξη της αμφισβήτησης, των εξεγέρσεων και των επαναστάσεων, που διέτρεξαν τον πλανήτη κατά τις δεκαετίες του 1960 και ’70, ανέδειξε την Ιταλία σε κέντρο πρωτοβουλιών, δραστηριοτήτων, μεγάλων κοινωνικών αγώνων, οξύτατων ταξικών συγκρούσεων, αλλά και προωθημένων ιδεολογικών ζυμώσεων και θεωρητικών αναζητήσεων. Με επιπλέον σημαντική ιδιαιτερότητα τη δεκαετή διάρκεια της ιταλικής κινηματικής έξαρσης.
Ήταν μέσα σ’ αυτόν τον «παρατεταμένο ιταλικό Μάη», την «κόκκινη άνοιξη», που διαμορφώθηκε μια νέα επαναστατική Αριστερά, κορυφαίο στέλεχος της οποίας υπήρξε και ο Λούτσιο Μάγκρι, ένας αγωνιστής που, όπως και άλλοι της γενιάς του (Ροσάνα Ροσάντα, Τόνι Νέγκρι, Λουίτζι Φεραγιόλι, Γκουίντο Βιάλε, Βιτόριο Φόα κ.ά.), συνέχισε την παράδοση των Γκράμσι, Μπορτίγκα, Τολιάτι, Μοράντι, που ήθελε την πολιτική στράτευση των καθοδηγητών του εργατικού κινήματος να συνδυάζεται με τη θεωρητική συνεισφορά.
Εργατικό κίνημα και Αριστερά στη μεταπολεμική Ιταλία
Καταξιωμένο στη συνείδηση της εργατικής τάξης, μεγάλων τμημάτων των ευρύτερων εργαζόμενων λαϊκών στρωμάτων και σημαντικού τμήματος της διανόησης, ως το κόμμα που με συνέπεια πρωτοστάτησε στον αγώνα κατά του φασισμού, το ιταλικό Κ.Κ., με επικεφαλής μια ηγετική μορφή της Κομμουνιστικής Διεθνούς, τον Παλμίρο Τολιάτι, θα επιδείξει εντυπωσιακή συνέπεια στην υπεράσπιση της δημοκρατικής νομιμότητας που κατακτήθηκε μετά την αντιφασιστική νίκη, ακόμα και μετά την αποπομπή του από την κυβέρνηση εθνικής ενότητας, το 1947. Σταθερή επιδίωξή του θα παραμείνει η συμμαχία με το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, ένα κόμμα που, υπό την καθοδήγηση του Πιέτρο Νένι και με την καθοριστική συμβολή του Ροντόλφο Μοράντι, διαφοροποιείται από τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας τόσο ώστε να υποχρεώσει τη δεξιά πτέρυγα σε αποχώρηση και στη συγκρότηση τυπικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος.
Ο σεισμός που προκάλεσε στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956, και ο αναπροσανατολισμός προς την «ειρηνική συνύπαρξη» μεταξύ σοσιαλιστικού και ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου, και προς τον «ειρηνικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό» επιτάχυναν διαδικασίες ήδη δρομολογημένες. Μέσα από μια τολιατική ρεφορμιστική ανάγνωση της γκραμσιανής στρατηγικής του «πολέμου θέσεων», το ιταλικό Κ.Κ. θα επεξεργαστεί τη στρατηγική του «δημοκρατικού δρόμου» για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, νοούμενου ως διαδικασία διαρθρωτικών μετασχηματισμών, εκλογική ενίσχυση της Αριστεράς για την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας και άλωση των κρατικών θεσμών «από τα μέσα».
Η Ιταλία, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, ζει το δικό της «οικονομικό θαύμα». Η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη στηρίζεται στην αξιοποίηση από το κεφάλαιο των μεγάλων αντιθέσεων που διαπερνούν τον ιταλικό κοινωνικό σχηματισμό. Η προσφορά υψηλής ποιότητας ειδικευμένης εργατικής δύναμης από την εργατική τάξη του Βορρά και η υπερεκμετάλλευση του ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού που προέχεται από τον Νότο συνδυάζεται με την αναπαραγωγή μιας κρατικής ιδεολογίας βασισμένης στην ενσωμάτωση των νεωτεριστικών τάσεων της σύγχρονης κοσμικής αστικής κοινωνίας και του κοινωνικού συντηρητισμού, που αναπαράγεται και λόγω της ιδιαίτερης θέσης που κατέχει η καθολική εκκλησία στον ιταλικό κοινωνικό σχηματισμό. Καθόλου τυχαίο το ότι το κόμμα του μεγάλου κεφαλαίου, που αποτέλεσε σταθερά την κύρια πολιτική δύναμη στους κυβερνητικούς σχηματισμούς όλης της μεταπολεμικής περιόδου, έφερε τον τίτλο «Xριστιανική Δημοκρατία».
Ύστερα από πολύχρονη στασιμότητα που ακολούθησε την ένταση των ταξικών αγώνων της περιόδου της αντίστασης και των πρώτων μεταπελευθερωτικών χρόνων, από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 εισέρχονται στο πεδίο των ταξικών αγώνων οι νέοι εργάτες της μεγάλης βιομηχανίας του Βορρά που εργάζονταν ως ανειδίκευτοι στην αλυσίδα παραγωγής και στην πλειονότητά τους προέρχονταν από τον Νότο. Στερημένοι δικαιώματα που είχε κατακτήσει η προηγούμενη γενιά, οι νέοι εργάτες (που καταγράφονται στον Τύπο ως τα «ριγέ μπλουζάκια») ένιωθαν ακάλυπτοι από το συνδικαλιστικό κίνημα, ισχυρότερη δύναμη του οποίου ήταν η υπό κομμουνιστική επιρροή Ιταλική Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (CGIL). Οι κινητοποιήσεις τους πήραν τη μορφή αυθόρμητων ξεσπασμάτων, με την επιστράτευση πρωτότυπων μορφών αντίστασης στην εργοδοτική εξουσία. Κυριότερη μορφή αποτέλεσε η αιφνίδια διακοπή εργασίας σε ένα ή περισσότερα τμήματα του εργοστασίου, με αποτέλεσμα τη γενική διακοπή της αλυσίδας παραγωγής.
Η συμμετοχή των σοσιαλιστών στις κυβερνήσεις της «Κεντροαριστεράς» προκάλεσε ρήγμα στις γραμμές τους, με την αποχώρηση της αριστερής πτέρυγας, που συγκρότησε το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Προλεταριακής Ενότητας (Partito Socialista Italiano di Unita Proletaria – PSIUP). Επιμένοντας στη συνεργασία των αριστερών δυνάμεων, το PSIUP επιχείρησε την πολιτική κάλυψη των αυθόρμητων εργατικών αγώνων, υπερφαλαγγίζοντας από τ’ αριστερά το K.K., το οποίο γνώρισε την πρώτη κρίση στις γραμμές του, με αφορμή τη σοβιετο-κινεζική ρήξη.
Υποστηρίζοντας τις σοβιετικές θέσεις έναντι αυτών του Κ.Κ. Κίνας, το ιταλικό Κ.Κ. θα εμβαθύνει στον προσανατολισμό του «δημοκρατικού δρόμου», ενώ παράλληλα θα διαφοροποιηθεί και από το ΚΚΣΕ, διατυπώνοντας απόψεις περί «πολυκεντρισμού» του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, αμφισβητώντας το ρόλο του σοβιετικού Κ.Κ. ως «κόμματος οδηγού».
Καθώς η πολιτική της «ειρηνικής συνύπαρξης» τίθεται σε έμπρακτη αμφισβήτηση με τις νικηφόρες επαναστάσεις της Αλγερίας και της Κούβας, και το ξέσπασμα του πολέμου του Βιετνάμ, η εμφάνιση ενός φοιτητικού και εργατικού κινήματος που δεν ελέγχεται από το Κ.Κ. συγκροτεί στ’ αριστερά του μια αδιαμόρφωτη αντιπολίτευση, με αναφορές στο αυθόρμητο των κοινωνικών αγώνων. Οι θεωρητικές αναζητήσεις για την ανάδειξη της κεντρικότητας της ταξικής αντίθεσης, με τη διερεύνηση της δυναμικής του εργάτη της αλυσίδας παραγωγής, του «εργάτη-μάζα», αποτέλεσαν κατά τα προηγούμενα χρόνια αντικείμενο εργασίας της ομάδας που εξέδιδε τα «Κόκκινα Τετράδια» («Quaderni Rossi»), με επικεφαλής τον προερχόμενο από την αριστερή τάση του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Ρανιέρο Παντσιέρι, και βασικά στελέχη τούς Μάριο Τρόντι, Τόνι Νέγκρι κ.ά. Για τις περισσότερες από τις οργανώσεις που συγκροτούνται εκείνη την περίοδο, η αναφορά στο μαοϊσμό και την πολιτική του Κ.Κ. Κίνας προβάλλει ως εναλλακτική απάντηση στον «ρεφορμιστικό εκφυλισμό» του διεθνούς –και του ιταλικού– κομμουνιστικού κινήματος.
Η κόκκινη άνοιξη του θερμού φθινοπώρου
Το 1968 είναι η χρονιά κατά την οποία φουντώνει και στην Ιταλία το φοιτητικό κίνημα, τη δυναμική του οποίου δυσκολεύεται να παρακολουθήσει το κόμμα. Η συγκρότηση πλήθους ομάδων και οργανώσεων, οι περισσότερες απ’ τις οποίες αναφέρονται στην εμπειρία της κινεζικής Πολιτιστικής Επανάστασης (χωρίς να ταυτίζονται με το στραμμένο προς το σταλινικό παρελθόν μ-λ ρεύμα, που παραμένει μειοψηφικό), διαμορφώνει το πρόπλασμα μιας νέας επαναστατικής Αριστεράς.
Καθοριστική θα είναι η επόμενη χρονιά, όταν η πρωτοβουλία θα περάσει στην εργατική τάξη, με αποκορύφωμα το «θερμό φθινόπωρο» με τις εκτεταμένες απεργιακές κινητοποιήσεις και τις καταλήψεις εργοστασίων. Ξεχωριστή σημασία έχει η αιτηματολογία του κινήματος που ανατρέπει τα μέχρι τότε δεδομένα. Η διεκδίκηση αυξήσεων που να τείνουν στην εξίσωση των μισθών μεταξύ ειδικευμένων και ανειδίκευτων συμπληρώνεται με την απαίτηση αναγνώρισης των εργοστασιακών συμβουλίων ως οργάνων εργατικού ελέγχου της ίδιας της παραγωγικής διαδικασίας. Το ιταλικό εργατικό κίνημα της περιόδου δεν θέτει απλώς το ζήτημα της συμμετοχής της εργατικής τάξης στη διανομή του κοινωνικού πλούτου που είχε παραχθεί με την εκμετάλλευσή της στα χρόνια της μεταπολεμικής οικονομικής ανασυγκρότησης, αλλά στοχεύει στην αμφισβήτηση των ίδιων των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων.
Το Κ.Κ. παρακολουθεί αρχικά αμήχανο τις εξελίξεις, επιχειρώντας στη συνέχεια τη σύμπλευση με το κίνημα και τον έλεγχό του, με την υιοθέτηση των αιτημάτων του από τη CGIL. Ταυτόχρονα, ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς του με την εσωκομματική αντιπολίτευση, αποπέμποντας την ομάδα στελεχών που εξέδωσε το περιοδικό «Il manifesto» (Λούτσιο Μάγκρι, Ροσάνα Ροσάντα, Λουίτζι Πιντόρ).
Το 1970 υπάρχουν πλέον τέσσερις μεγάλες οργανώσεις που συγκροτούν τον κορμό της ιταλικής επαναστατικής Αριστεράς: η συσπείρωση γύρω από το «Il manifesto», η Συνεχής Πάλη (Lotta Continua), η Εργατική Πρωτοπορία (Ananguardia Operaia) και η Εργατική Εξουσία (Potere Operaio), που συγκροτήθηκε από τον κύκλο των «Quaderni Rossi», ενώ σημαντική είναι η παρουσία και του Σπουδαστικού Κινήματος του Μιλάνου. Οι δυο πρώτες και το Σπουδαστικό Κίνημα –ως ένα βαθμό και η Αvanguardia Oreraia– αναφέρονται στον μαοϊσμό. Ενώ η Lotta Continua ρέπει σε μια αυθορμητίστικη ανάγνωσή του, ανάλογη της γαλλικής Προλεταριακής Αριστεράς, το Manifesto επιχειρεί μια βαθιά θεωρητική τομή, με την αποκατάσταση του επαναστατικού περιεχομένου της συνεισφοράς του Γκράμσι και της ανάγνωσης του έργου του Μάο από σκοπιά αξιοποίησής του για την επαναστατική προοπτική στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες της Δύσης. Η τομή αυτή συνιστά σημαντική συμβολή στη διαμόρφωση του ρεύματος της επαναστατικής ανανέωσης του κομμουνιστικού κινήματος και αυτού που χαρακτηρίστηκε «δυτικός μαοϊσμός» και στη συνέχεια «αριστερός ευρωκομμουνισμός».
Το 1973, ως συνέπεια της τραγικής αποτυχίας του χιλιανού «δημοκρατικού δρόμου για το σοσιαλισμό», το Κ.Κ. εγκαταλείπει την επιδίωξη κυβέρνησης της Αριστεράς και υιοθετεί την πολιτική του «ιστορικού συμβιβασμού», επιδιώκοντας την ένταξή του στον κυβερνητικό συνασπισμό. Η νέα αυτή στροφή προς τα δεξιά δίνει στην επαναστατική Αριστερά τη δυνατότητα να εκφράσει τη διαφωνία ενός κόσμου που επιμένει στην ταξική αντιπαλότητα και στην προοπτική του κοινωνικού μετασχηματισμού μέσω ρήξεων με το αστικό καθεστώς.
Τα αμέσως επόμενα χρόνια η επαναστατική Αριστερά θα αναδειχτεί σε σημαντική συνιστώσα της Αριστεράς και της ιταλικής πολιτικής ζωής, περνώντας στην περίοδο των «κομμάτων» με τη συγχώνευση του Μanifesto με το Κόμμα Προλεταριακής Ενότητας (Partito di Unita Proletaria – PdUP) και την ίδρυση του Κόμματος Προλεταριακής Ενότητας για τον κομμουνισμό (PdUP per il comunismo), την ίδρυση της Προλεταριακής Δημοκρατίας (Democrazia Proletaria) ως μετωπικού σχήματος που το 1976 μετατράπηκε σε ενιαίο κομματικό σχηματισμό, τη μετατροπή σε κόμμα της Lotta Continua κ.λπ.
Ενώ η επιρροή της επαναστατικής Αριστεράς απογειώνεται σε μια περίοδο που εισέρχεται στη βουλή και τη γερουσία, που εκδίδει τρεις ημερήσιες εφημερίδες (Il manifesto, Lotta Continua και Quotidiano dei lavoratori) και που έχει αποκτήσει ισχυρές προσβάσεις στο εργατικό και το νεολαιίστικο κίνημα αλλά και στα τοπικά κινήματα, προβάλλουν τα όρια της ανάπτυξής της και της δυνατότητάς της να καταθέτει προτάσεις πειστικές στο κεντρικό πολιτικό πεδίο.
Από την υποχώρηση στη διάλυση
Καθώς οι κυριότερες δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς επιμένουν στην πρόταση για «κυβέρνηση της Αριστεράς», η πολιτική τους αποδεικνύεται αδιέξοδη, εξαιτίας της πολιτικής του «ιστορικού συμβιβασμού» του Κ.Κ., που από το 1977 μεταφράζεται και σε αποδοχή των μέτρων λιτότητας σε βάρος των εργαζομένων, αλλά και σε συναίνεση στην κατασταλτική θωράκιση του κράτους, στο όνομα της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας.
Η «μαύρη τρομοκρατία» την οποία εισήγαγαν στην ιταλική πολιτική ζωή οι συνδεόμενες με τις μυστικές υπηρεσίες νεοφασιστικές οργανώσεις, με πολύνεκρα τυφλά χτυπήματα, θα απαντηθεί με την έξαρση της «κόκκινης τρομοκρατίας». Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, οι NAP (Νuclei Armati Proletari – Ένοπλοι Προλεταριακοί Πυρήνες), η Prima Linea και δεκάδες άλλες μικρότερες οργανώσεις θα θεωρητικοποιήσουν την ένοπλη βία ως αναγκαία διαδικασία για την οικοδόμηση του νέου μαχόμενου Κ.Κ.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η διάλυση, το 1974, του Potere Operaio, και η συγκρότηση αργότερα της Εργατικής Αυτονομίας (Autonomia Operaia) που, βασιζόμενη κυρίως στις αναλύσεις του Τόνι Νέγκρι, μετατοπίζει τον προσανατολισμό της από τον «εργάτη-μάζα» στον «κοινωνικό εργάτη», στο διάχυτο προλεταριάτο, στις γραμμές του οποίου θεωρείται πως εντάσσονται ευρύτατα στρώματα εργαζομένων, υποαπασχολούμενων, αέργων και ανέργων, περιλαμβανομένων μεγάλων τμημάτων της σπουδάζουσας νεολαίας. Η Αυτονομία υιοθετεί πρακτικές μαζικής βίας, μετατρεπόμενη σε εύκολο στόχο των κατασταλτικών μηχανισμών, που την ταυτίζουν με τις οργανώσεις του ένοπλου.
Στριμωγμένη ανάμεσα στην αδιέξοδη πολιτική απεύθυνση προς το Κ.Κ. και στην αποστασιοποίηση πλατιών μαζών εργαζομένων από την ενεργό συμμετοχή στην πολιτική δράση, ως αποτέλεσμα της υποκατάστασης της μαζικής δράσης από τη δραστηριότητα των ένοπλων οργανώσεων, η επαναστατική Αριστερά μπαίνει σε κρίση που εκδηλώνεται με ραγδαίους ρυθμούς. Την κρίση επιταχύνει η ανάπτυξη τάσεων μονοθεματικού κινηματισμού, την οποία ενισχύει η υποχώρηση του μαζικού εργατικού κινήματος.
Το γυναικείο κίνημα, ο οικολογικός ακτιβισμός, το κίνημα για τα δικαιώματα των φυλακισμένων κ.λπ. αναπτύσσονται με όρους αμφισβήτησης της κεντρικότητας της αντίθεσης εργασίας-κεφαλαίου, πάνω στην οποία δομήθηκε η επαναστατική Αριστερά, παρόλο που δεν θα μπορούσε να επικριθεί για υποτίμηση και παραμέληση των ζητημάτων που έθεταν τα «νέα κινήματα». Μετά την απόσυρση από το προσκήνιο των κοινωνικών αγώνων της εργατικής τάξης, που βρέθηκε αντιμέτωπη με μια άγρια επίθεση για την αναίρεση των κατακτήσεών της, στην οποία συναινούσε σε σημαντικό βαθμό το Κ.Κ. αλλά και η CGIL, κυριάρχησαν οι τάσεις της μικροαστικής διαμαρτυρίας, που αποσύνδεσαν την κινηματική δράση από την προοπτική της αντικαπιταλιστικής ρήξης.
Η διάλυση των κομμάτων της επαναστατικής Αριστεράς –μόνο η Προλεταριακή Δημοκρατία επέζησε, έχοντας συρρικνωθεί τα επόμενα χρόνια, για να συμμετάσχει το 1991 στην ίδρυση του Κόμματος της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης– αποτέλεσε την πρώτη πράξη στην τραγωδία του ιταλικού κομμουνισμού, που κορυφώθηκε με τη διάλυση του Κ.Κ. και την ίδρυση του Δημοκρατικού Κόμματος της Αριστεράς, αυτού που σήμερα τιτλοφορείται απλώς… Δημοκρατικό Κόμμα!
Συμπερασματικά, η ιταλική επαναστατική Αριστερά συνεισέφερε περισσότερο από τις αντίστοιχες τάσεις οποιασδήποτε άλλης χώρας στην ψηλάφηση των όρων για την ανανέωση της κομμουνιστικής στρατηγικής, πατώντας στην ίδια την πραγματικότητα της ταξικής αντιπαράθεσης στην Ιταλία. Με την πραγματικότητα αυτή συνδέεται και η ιταλική ιδιομορφία. Ο «ιταλικός Μάης» ήταν παρατεταμένος, ακριβώς γιατί χρωματίστηκε έντονα από την πολύχρονη παρέμβαση της εργατικής τάξης. Η αδυναμία της να αντιμετωπίσει την αντεπίθεση του κεφαλαίου, σε μια περίοδο που το μεν Κ.Κ. βούλιαζε στην πλέον ακραία έκφραση ταξικού συμβιβασμού, ενώ η πρακτική του ένοπλου και η Αυτονομία συντελούσαν καθοριστικά στην απομόνωση και τη συντριβή σημαντικών τμημάτων της κοινωνικής-πολιτικής πρωτοπορίας, άνοιξε το δρόμο για τη νέα πραγματικότητα του «μπερλουσκονισμού» και της γενικευμένης ήττας των δεκαετιών 1990 και 2000. Μια ήττα που το ξεπέρασμά της φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο, σε μια χώρα όπου το κομμουνιστικό κίνημα, για πρώτη φορά από την απελευθέρωση, δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει ούτε καν ελάχιστη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, ενώ οι αντιδράσεις στην ολομέτωπη επίθεση που εξαπολύει το κεφάλαιο στο όνομα της αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης παραμένουν αναιμικές.
Ποια θα είναι τα νέα «ριγέ μπλουζάκια» που θα ανατρέψουν αυτή την καταθλιπτική πραγματικότητα; Ποια θα είναι η νέα επαναστατική Αριστερά που θα αναλάβει την επεξεργασία της στρατηγικής ρήξης στις μέρες μας; Ποιες απρόβλεπτες –όπως και κατά τη δεκαετία του ’60, άλλωστε– εξελίξεις θα επισπεύσουν τη δικαίωση του ράφτη της Ουλμ;
ΔΙΑΒΑΣΤΕ