Αν η «παγκόσμια» επανάσταση ήταν για τους κλασικούς του μαρξισμού εξ ορισμού κεντροθετημένη στην καρδιά του καπιταλιστικού κέντρου, τότε η ανάδειξη από το νεοϋορκέζικο περιοδικό «Time» του ανώνυμου διαδηλωτή σε «πρόσωπο της χρονιάς» 2011 σίγουρα θα μπορούσε να αποτελεί ένδειξη ότι βρισκόμαστε κοντύτερα σε αυτήν από ό,τι μετά τη δεκαετία του ’60. Και αν η απόσταση ανάμεσα στο επικοινωνιακό εμπάργκο που επιβλήθηκε αρχικά στο κίνημα Occupy Wall Street και τη μετατροπή του σε πρωτοσέλιδο ενός από τους ταγούς της αμερικανικής πολιτικής κουλτούρας είναι μεγάλη, έχει σίγουρα ιδιαίτερο ενδιαφέρον να τη διανύσουμε…
Την ημέρα που ο νεαρός Τυνήσιος Μοχάμεντ Μπουαζίζι έβαζε φωτιά στον εαυτό του και με την ίδια φλόγα έπαιρνε φωτιά μία από τις πιο καταπιεσμένες περιοχές του πλανήτη, στη Νέα Υόρκη χιλιάδες Αμερικανοί περιπατούσαν στην οδό Broadway, παραπλεύρως του πάρκου Zuccotti, λίγα μόλις μέτρα από τη Wall Street, την καρδιά του Lower Manhattan, τρέχοντας, ώστε να βρίσκονται εγκαίρως στο επόμενο επαγγελματικό ραντεβού τους. Επρόκειτο για πολυάριθμο τμήμα της αμερικανικής νέας μικροαστικής τάξης, αυτής της ιδιαίτερα διογκωμένης τάξης που βρίσκεται σε συνάφεια με την εργατική και συνοδεύει την ανάπτυξη του σύγχρονου καπιταλισμού. Σίγουρα, δεν ήταν αμέριμνοι και βουλιαγμένοι στο βυθό του αμερικάνικου ονείρου. Αυτό, παρόλη την επενέργεια των ΜΜΕ και τη βαθιά καταναλωτική κουλτούρα, έχει μάλλον πάψει από καιρό να συμβαίνει. Η κρίση των στεγαστικών δανείων και η κατάρρευση της Leeman Brothers συνέτεινε στην αλλαγή όσο και η διακυβέρνηση Μπους και το «Δόγμα του Σοκ» που τη σηματοδότησε.
Άλλωστε, το μεγαλύτερο τμήμα της αμερικανικής κοινωνίας ένιωσε ότι ενδεχομένως έκανε τη δική του, ιδιότυπη «πολιτιστική επανάσταση» ψηφίζοντας Ομπάμα, όπως του πρότεινε μια εκστρατεία γεμάτη συμβολισμούς: η ανάδειξη του πρώτου μαύρου προέδρου στην ιστορία των ΗΠΑ συμβόλιζε την πολυπόθητη αναγνώριση των δικαιωμάτων των φυλετικών μειονοτήτων. η υπόσχεση για το κλείσιμο του Γκουαντάναμο, την παύση της θεωρούμενης διακυβέρνησης των μυστικών υπηρεσιών και του σκοτεινού κράτους. η θέση για το τέλος του πολέμου, μια διαφορετική δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού του μέσου Αμερικανού, η εξαγγελμένη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, τη δυνατότητα για τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα να έχουν κάτι διαφορετικό να προσδοκούν από μια ζωή στο περιθώριο, το γκέτο ή το παγκάκι.
Κάπως έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε τη διείσδυση που είχε η υποψηφιότητα Ομπάμα στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα των αμερικανικών μητροπόλεων. Η κοινωνική διαίρεση των τελευταίων προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ ήταν, ενδεχομένως, η ισχυρότερη στην πρόσφατη ιστορία τους. Δεν πρέπει, άλλωστε, να ξεχνάμε ότι οι ΗΠΑ έχουν ένα από τα πιο ιδιότυπα και αυταρχικά πολιτικά συστήματα στον κόσμο και είναι η ίδια αυτή δομή που δυσκολεύει υπερβολικά την ανάπτυξη διαφορετικών πολιτικών εκφράσεων [1]. Η καταστολή που εφάρμοσε το αμερικανικό κράτος για να αντιμετωπίσει την ισχυρότατη ανάπτυξη του εργατικού κινήματος μέχρι τη δεκαετία του ’30 και την κομμουνιστική επιρροή της δεκαετίας του ’50 έχει αφήσει βαθύ αποτύπωμά στην όποια δυνατότητα αυτοτελούς έκφρασης μιας αριστερής εναλλακτικής στρατηγικής. Δεν είναι τυχαίο, ότι οι διάφορες –όχι ιδιαίτερα προωθημένες– αριστερές πολιτικές ευαισθησίες στεγάστηκαν παραδοσιακά, ειδικά μετά τη δεκαετία του ’80 και την τελική υποχώρηση του ΚΚ ΗΠΑ, στο εσωτερικό του κόμματος των Δημοκρατικών.
«We are the 99%!»: yes, we are…
Μπορούμε έτσι να κατανοήσουμε τη βαθύτερη σημασία του κινήματος που εξελίσσεται με τεράστια επιμονή και ποικιλία μορφών στις ΗΠΑ από τις 17 του Σεπτέμβρη μέχρι σήμερα. Γιατί το σχήμα της απλής γραμμικής «μεταφοράς» μιας έκρηξης από την Αίγυπτο και τις αραβικές χώρες ή από την πιο οικεία Ισπανία των «indignados» και την Ελλάδα των «αγανακτισμένων» δεν μπορεί να συλλάβει το βάθος του ιδιαίτερου αυτού φαινομένου. Είναι βεβαίως σίγουρο, ότι οι αναφερθείσες εκρήξεις μετέφεραν όχι απλώς την κινηματική αισιοδοξία, αλλά και ένα πρότυπο αγώνα –την κατάληψη της πλατείας– ως απάντηση στον πολιτικό αυταρχισμό της εξουσίας, αλλά και στην κρίση και ενσωμάτωση των συνδικάτων και της Αριστεράς. Όμως, δεν θα ήταν σε θέση να προκαλέσουν από μόνες τους ένα τέτοιο κίνημα στην καρδιά του θηρίου, αν οι ίδιες οι κοινωνικές αντιθέσεις εκεί δεν αναζητούσαν δρόμους να εκφραστούν.
Μόνο αυτό, άλλωστε, μπορεί να εξηγήσει και τη βαθιά αποδοχή που δείχνει να έχει από την αμερικανική κοινωνία ένα κίνημα που εκ πρώτης όψεως δεν θα έδειχνε απαραίτητα να την αφορά. Και αυτό, γιατί τα κοινωνικά και πολιτικά κομμάτια που ενεπλάκησαν αρχικά και που ακόμη εν πολλοίς το καθορίζουν συντίθενται από τα «συνήθη ύποπτα»: τμήμα της ριζοσπαστικοποιημένης φοιτητικής νεολαίας, μέρος της αμερικανικής ακαδημαϊκής κοινότητας, και δη των αριστερών καθηγητών και διανοούμενων, και βέβαια τα θραύσματα της αμερικανικής Αριστεράς που αναπτύσσονταν είτε μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα είτε έξω από αυτό, σε διάφορες ομαδοποιήσεις με θεματικό, κυρίως, προσανατολισμό. Αν, όμως, αυτά τα κοινωνικά στρώματα αποτέλεσαν την αρχική αφετηρία, σύντομα το Occupy χαρακτηρίστηκε και από τη σύνδεσή του με τους αστέγους των μεγάλων μητροπόλεων, γεγονός που λοιδορήθηκε από τα ΜΜΕ και επιχειρήθηκε να χρησιμοποιηθεί για να παρουσιαστεί το ίδιο ως περιθωριακό.
Όμως, αφού κατάφερε με διάφορους πρωτότυπους τρόπους να σπάσει διαδοχικά το επικοινωνιακό σαμποτάζ και έπειτα το εμπάργκο που του επιβλήθηκε, και αφού κατάφερε να αντέξει στο μπαράζ επικοινωνιακών επιθέσεων που δέχτηκε, το κίνημα κατάφερε όχι μόνο να εξαπλωθεί σε όλες τις μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ, μετρώντας στην κορύφωσή του πάνω από 200 κατειλημμένες πλατείες, αλλά και να κερδίσει την αλληλεγγύη και τη συμπαράσταση του εργατικού κινήματος και των συνδικάτων του, σηματοδοτώντας την αναζωογόνησή τους. Τη βίαιη καταστολή που συνόδευσε την απόπειρα διάλυσης του Occupy Oakland και τον σχεδόν θανάσιμο τραυματισμό ενός διαδηλωτή απάντησε το κάλεσμα για γενική απεργία, την πρώτη μετά το 1946, που κατέληξε στον αποκλεισμό πολλών λιμανιών, λαμβάνοντας χαρακτηριστικά πανεθνικής κινητοποίησης.
«This is what democracy looks like!»: μια άλλη πολιτική πρόταση;
Δεν είναι, όμως, μόνο οι οξυμένες κοινωνικές αντιθέσεις βάσει των οποίων μπορούμε να εξηγήσουμε την αποδοχή του κινήματος. Είναι και το ότι το ίδιο το κίνημα φαίνεται να αποτελεί την έκφραση μιας δυνάμει πολιτικής στρατηγικής, εξορισμένης από τα ασφυκτικά πλαίσια της αμερικανικής πολιτικής σκηνής. Γι’ αυτό και είναι σημαντικό να εξετάσουμε τα ίδια τα πολιτικά του χαρακτηριστικά: δεν πρόκειται για ένα κλασικού τύπου «συνδικαλιστικό» κίνημα που συγκροτείται στη βάση της αμφισβήτησης κάποιας νομοθετικής τομής, αλλά για ένα κίνημα που παρεμβαίνει στην εσωτερική πολιτική σκηνή, συνιστά ένα διαφορετικό «πολιτικό πρόγραμμα», ένα περίγραμμα αιτημάτων και πρακτικών που ήταν εκδιωγμένα από την καταθλιπτική κυριαρχία του αμερικάνικου ονείρου.
Αυτή η πολιτική δράση είναι τεράστιας σημασίας για το εσωτερικό πολιτικό τοπίο στις ΗΠΑ, όχι γιατί το άτυπο πρόγραμμα του κινήματος είναι τόσο ριζοσπαστικό που δεν μπορεί να ενσωματωθεί από το Δημοκρατικό Κόμμα, όπως άλλωστε έγινε σε έναν βαθμό και στο πρόσφατο παρελθόν. Η στοχοποίηση του Tea Party, του ακροδεξιού λαϊκίστικου κινήματος που πριμοδοτείται από τα επιθετικότερα λόμπυ του κόμματος των Ρεπουμπλικάνων ή η στοχοποίηση απλώς της Wall Street, αν ιδωθούν πέρα από το πεδίο των συμβολισμών που συνιστούν βολές κατά του σύγχρονου κυρίαρχου καπιταλιστικού οικονομικού και κοινωνικού προτύπου, τότε όντως δεν αρκούν. Επιπλέον, δύνανται και να πέσουν στην παγίδα της προνομιμοποίησης άλλων μερίδων του κεφαλαίου, πιο «κλασικών», όπως το θεωρούμενο «καλό» και «παραγωγικό» βιομηχανικό κεφάλαιο, η εκ νέου κυριαρχία του οποίου (υποτίθεται) θα δώσει δουλειές και ανάπτυξη. Όμως, για να μιλήσουμε με τα λόγια του Σλαβόι Ζίζεκ, «η λύση είναι να αλλάξει το σύστημα όπου η Main Street [2] δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τη Wall Street».
Και όμως, το Occupy είναι σημαντικό, γιατί δείχνει το βάθος και την απήχηση αυτών των αιτημάτων στην αμερικανική κοινωνία, μια κοινωνία εθισμένη στο νεοσυντηρητισμό και τη μονεταριστική οικονομική πολιτική. Ακόμα, γιατί στις πρακτικές του ανασυγκροτούνται συλλογικοί θεσμοί που φαίνονταν παρωχημένοι: νομιμοποιείται εκ νέου το πεζοδρόμιο ως χώρος διεξαγωγής του πολιτικού αγώνα, αναδεικνύεται η συλλογικότητα απέναντι στην εξατομίκευση και αμφισβητείται ξανά η καθεστηκυία τάξη πραγμάτων στο εσωτερικό της υπερδύναμης, έλλειψη που όλα τα προηγούμενα χρόνια αποτέλεσε το μεγάλο της πλεονέκτημα. Τη μορφή της κατάληψης της πλατείας ακολουθούν πολλές πρωτότυπες επινοήσεις αντιμετώπισης της καταστολής και της νομικής σκλήρυνσης, με το «ανθρώπινο μικρόφωνο», το οποίο επιστρατεύτηκε για να απαντηθεί η απαγόρευση χρήσης ηχητικού εξοπλισμού από το νόμο, να είναι η πιο ενδεικτική και να σηματοδοτεί την επιμονή και το βάθος του ίδιου του κινήματος.
Όλα τα παραπάνω, όμως, δείχνουν και κάτι ακόμη: ότι παρά τη φενάκη μιας προοδευτικότερης διακυβέρνησης που προσέφερε στην πλειοψηφία των προοδευτικών Αμερικανών η υποψηφιότητα Ομπάμα, το «κίνημα» που δημιουργήθηκε για την εκλογή του είναι βαθύτερο απ’ όσο θα πίστευαν τα διάφορα κέντρα που εκπονούν τις δημόσιες στρατηγικές των υποψήφιων προέδρων. Και την απογοήτευση της υποχώρησης στη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας ή των κενών υποσχέσεων για το κλείσιμο του Γκουαντάναμο δεν μπορούν με ευκολία να την ενσωματώσουν. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να βρισκόμαστε ακόμη μακριά, αλλά το ενδεχόμενο μιας μικρής ρωγμής στην πολιτική σκηνή των ΗΠΑ και συνακόλουθα η δυνατότητα παραφωνίας στο ασφυκτικό πολιτικό σύστημα της υπερδύναμης μπορεί να αχνοφαίνεται στον ορίζοντα. Αυτό μαρτυρά σε τελική ανάλυση το επίπεδο-ρεκόρ στο οποίο έφτασε τον Ιανουάριο του 2012 ο περίφημος –και βέβαια αμφιλεγόμενος– δείκτης πολιτικής αστάθειας που δημιούργησαν δύο καθηγητές του Χάρβαρντ.
Βέβαια, όλα τα παραπάνω θέτουν με άλλους όρους το ερώτημα ενός πολιτικού φορέα που θα μπορούσε να εκπροσωπήσει την υφιστάμενη δυναμική και να την βαθύνει. Πρόκειται για ιδιαίτερα δύσκολο, αλλά ίσως και μακρινό ενδεχόμενο, που ακόμη και η πρωτοπορία του Occupy να μην τολμά αυτή τη στιγμή να θέσει ανοιχτά. Ταυτόχρονα όμως, η αναγνώριση μιας υποτελούς αλλά υπαρκτής υλικής δυνατότητας που αναδεικνύεται από το κίνημα αυτό μάς κάνει, πέρα από τη συγκίνηση που πάντα αισθανόμαστε στο έναν αγώνα Δαυίδ έναντι Γολιάθ, να ελπίζουμε και στην ιδιαιτερότητά του…
Casbah: Συνήθως, έτσι καλείται η παλιά αραβική πόλη στο κέντρο των περισσότερων βορειοαφρικανικών πόλεων. Το όνομα προέρχεται από το φρούριο που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης του Αλγερίου, και θεωρείται μια από τις πιο επικίνδυνες συνοικίες της.
[1] Δεν είναι τυχαίο ότι στη σύγχρονη συζήτηση για τον τρίτο πόλο στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα χρησιμοποιείται ως παράδειγμα αποτροπής η κάθοδος του κόμματος των Πρασίνων στις προεδρικές εκλογές του 2000, στην οποία «χρεώνεται» η οκταετής διακυβέρνηση Μπους, καθώς θεωρείται ότι «διέσπασε» τις προοδευτικές ψήφους, κοστίζοντας στις ΗΠΑ μια ηπιότερη διακυβέρνηση, όπως θα ήταν του Αλ Γκορ και κυρίως στιγματίζοντάς τις με το μακελειό του Ιράκ.
[2] Ως οδός Main συνήθως εννοείται ο κεντρικός εμπορικός δρόμος της πόλης, που αποτελεί πρακτικά και το κέντρο της κοινωνικής της ζωής.
Δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό Εκτός Γραμμής, Τεύχος 29 / Φεβρουάριος 2012
ΔΙΑΒΑΣΤΕ