Στο έτος των πολλών νεκρολογιών, όπως πιθανότατα θα θυμόμαστε το 2016 έπειτα από καιρό, ο Λέοναρντ Κοέν ήταν αυτός που μας προειδοποίησε με τον πιο ταιριαστό τρόπο. Τον Ιούλιο δημοσιεύτηκε η επιστολή που έστειλε στη Μαριάν Ίλεν λίγο πριν πεθάνει. Η Μαριάν υπήρξε η μούσα του στη δεκαετία του 1960· τη μάθαμε από τα «So Long, Marianne» και «Bird on a wire». Στην επιστολή αναφέρει: «Λοιπόν, Μαριάν, έφτασε η ώρα που γερνάμε και τα σώματά μας αρχίζουν να καταρρέουν· νομίζω πως θα σε ακολουθήσω πολύ σύντομα».
Λίγες εβδομάδες πριν από τον θάνατο του, κυκλοφόρησε τo τελευταίο του άλμπουμ, You Want it Darker· στο ομώνυμο τραγούδι προοικονομεί ξανά τον θάνατό του, όταν στο τέλος του ρεφρέν απαγγέλλει: «I’m ready, my Lord». Και κάθε φορα που το τραγουδά, διακρίνεται η στωικότητα του ογδονταδυάχρονου που έχει αποδεχτεί τη θνητότητά του, σαν η αποδοχή να έχει υπερνικήσει κάθε συναισθηματισμό.
Ο θάνατος βέβαια είναι από τα κεντρικά θέματα στους στίχους του –ακόμα κι όταν ήταν πολύ νέος– και υπήρξε το βασικό μέσο για να κοινωνεί το θείο σε μια σειρά τραγούδια με θέμα τη θρησκεία. Η δίκη του πρόσληψη της εβραϊκής πίστης υπήρξε πάντα στον πυρήνα της σκέψης του, ακόμα και όταν πλησίασε τους σαϊντελόγους ή τους βουδιστές. Φυσικά, οι θρησκευόμενοι θα τον αφόριζαν με ευκολία αν εστιάζαν σε κάποια ερωτικά τραγούδια του: εμπνέουν μια σεξουαλικότητα τόσο έντονη που θα τη ζήλευε ο Χένρυ Μίλλερ. Ο Λέοναρντ Κοέν όμως διάλεξε να είναι και πολιτικός στις αρχές τις δεκαετίας του ’90, τελείως αντίθετα με το πνεύμα τις εποχής.
Όταν ανακοινώθηκε η βράβευση του Ντύλαν με το Νόμπελ λογοτεχνίας, πολλοί σκεφτήκαν τον Κοέν. Όχι μόνο γιατί ο ίδιος άνθρωπος τους ενέπλεξε στη δισκογραφία [1] αλλά και γιατί έκανε δίσκους που πρώτα εστιάζαν στους στίχους και μετά στη μουσική. Δεν ήταν ο πρώτος που το επιχείρησε αλλά υπήρξε δάσκαλος αυτής της προσέγγισης. Μα η μουσική δεν ήταν απλώς συνοδευτική των στίχων, ήταν συχνά αξιομνημόνευτη και αυτοτελώς. Υπηρετούσε συνεχώς το περιέχομενο, φτιάχνοντας το καταλληλότερο περιβάλλον για την ανάδειξή του. Συνεχής η δυσκολία να καταταγεί σε κάποιο μουσικό είδος –αν και τα αρχεία επιμένουν στο φολκ λόγω των πρώτων ημερών του–, μάλλον χρειάζεται να εφεύρουμε μια νέα κατηγορία: «τύποι με βαθιά φωνή που δυσκολεύεσαι να αποφασίσεις αν τραγουδούν ή απαγγέλλουν».
Ένας ποιητής μπλεγμένος με τους ροκ σταρ, που ποτέ δεν επιδίωξε να γίνει τέτοιος. Όταν άρχισε να ηχογραφεί, ήταν πάνω από τριάντα, είχε εκδώσει ήδη ποίηση και λογοτεχνία. Διάλεξε άλλους δρόμους από τις καταχρήσεις και τα ατέλειωτα πάρτι την εποχή της επιτυχίας του. Προτίμησε να μείνει εργατικός και να δουλεύει με τελειομανία [2] το υλικό του, μέχρι τις τελευταίες μέρες του.
Λέοναρντ, ένα μεγάλο αντίο από όλες και όλους μας, από την αριστερίστρια που θέλει πίσω το τοίχος του Βερολίνου [3] και ονειρεύεται να κατακτήσει το Μανχάτταν [4] μέχρι τον ερωτευμένο που γράφει γράμματα, [5] και μέχρι τη θεία στον γάμο που θέλει να χoρεψει μέχρι το τέλος της αγάπης. [6]
[1] Όταν ο Κοέν ηχογράφησε το πρώτο του κομμάτι, ο Τζων Χάμμοντ, από μια γωνιά του στούντιο, αναφώνησε: «Watch out, Dylan!».
[2] Ο μύθος λέει ότι κάπου στη δεκαετία του ’80, όταν ο Κοέν και ο Ντύλαν έπιναν καφέ στο Παρίσι, ο Ντύλαν τον ρώτησε πόσο καίρο τού πήρε να γράψει το «Hallelujah». Ο Κοέν απάντησε δύο χρόνια· στην πραγματικότητα του είχε πάρει πέντε.
[3] «The future».
[4] «First we take Manhattan».
[5] «Famous blue raincoat».
[6] «Dance me to the end of love». Το τραγούδι είναι φόρος τιμής στα θύματα του Ολοκαυτώματος, ωστόσο είναι πολύ διαδεδομένη η πρόσληψή του ως ερωτικού κομματιού. Το γεγονός ότι μια σειρά τραγούδια του Λέοναρντ Κοέν ακολούθησαν δική τους πορεία, έστω και με παρερμηνεία του αρχικού νοήματος, δίνει επιπλέον αξία στον δημιουργό.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ