Το κείμενο που ακολουθεί είναι το πρώτο μέρος του προλόγου του Λουί Αλτουσέρ στο Για τον Μαρξ, το βιβλίο με το οποίο ο Γάλλος κομμουνιστής φιλόσοφος εισέβαλε εκρηκτικά στο προσκήνιο της μαρξιστικής συζήτησης το 1965.
Το Για τον Μαρξ, που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε νέα μετάφραση από τις εκδόσεις Εκτός Γραμμής, περιλαμβάνει εφτά δοκίμια, που γράφτηκαν και κυκλοφόρησαν πρώτη φορά στα γαλλικά από το 1960 ώς το 1965, συνιστώντας –όπως δηλώνει ήδη ο τίτλος του βιβλίου– μια μελέτη για τον Μαρξ και ταυτόχρονα ένα μανιφέστο υπέρ του.
Γραμμένο το 1965, το «Σήμερα», ως προλογικό σημείωμα του Αλτουσέρ στη συλλογή, φέρει στο ακέραιο το αποτύπωμα της περιόδου στην οποία εμφανίστηκε το βιβλίο, και συνοψίζει τις ορίζουσες των θεωρητικών επιδιώξεων του συγγραφέα του. Πρόκειται ίσως για το καταλληλότερο κείμενο σκιαγράφησης της «στιγμής Αλτουσέρ», μια πραγματική «μαρτυρία» του ίδιου του συγγραφέα για την περίοδο και τις προκλήσεις της.
Ως εκ τούτου, αποτελεί κατά τη γνώμη μας και τον πιο αντιπροσωπευτικό «πρόλογο» στις διήμερες «συναντήσεις θεωρίας» με θέμα «(Ξανα)διαβάζοντας τον Αλτουσέρ σήμερα», που διοργανώνουν οι εκδόσεις Εκτός Γραμμής, φιλοδοξώντας να ψηλαφίσουν τη σημασία και την επικαιρότητα του έργου του για την πολιτική, την φιλοσοφία και τον μαρξισμό.
εκδόσεις Εκτός Γραμμής
Απρίλης 2016
Ι
Παίρνω την πρωτοβουλία να δημοσιεύσω τη συλλογή αυτών των λίγων σημειώσεων που εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων ετών σε διάφορες επιθεωρήσεις. Ορισμένα από αυτά τα άρθρα είναι πλέον ανεύρετα: ιδού ο πρώτος λόγος που επικαλούμαι, απολύτως πρακτικός. Αν έχουν κάποιο νόημα, στο πλαίσιο της αναζήτησης και του ανολοκλήρωτου χαρακτήρα τους, αυτό θα έπρεπε να προκύψει από τη συγκέντρωσή τους: ιδού ο δεύτερος λόγος. Τέλος, τα παραδίδω ως αυτό που είναι: τεκμήρια μιας ορισμένης ιστορίας.
Σχεδόν όλα αυτά τα κείμενα γεννήθηκαν από κάποια συγκυρία: σχολιασμός μιας εργασίας, απάντηση σε κάποια κριτική ή σε ενστάσεις, ανάλυση ενός θεάματος κ.λπ. Φέρουν την ημερομηνία και τη σφραγίδα της γέννησής τους, ακόμα και στις ταλαντεύσεις τους, τις οποίες δεν θέλησα να διορθώσω. Αφαίρεσα ορισμένα χωρία πολύ προσωπικής πολεμικής· αποκατέστησα τις λίγες λέξεις, σημειώσεις ή σελίδες που όφειλα τότε να κρατήσω στην άκρη είτε για να μη θίξω τις ευαισθησίες ορισμένων προκατειλημμένων είτε για να περιορίσω τις αναπτύξεις μου στην αρμόζουσα έκταση· διασαφήνισα επίσης κάποιες παραπομπές.
Καθένα από αυτά τα κείμενα γεννήθηκε από κάποια ιδιαίτερη περίσταση, και εντούτοις όλα αποτελούν προϊόντα της ίδιας εποχής και της ίδιας ιστορίας. Είναι, με τον τρόπο τους, μαρτυρίες από μια ξεχωριστή εμπειρία, την οποία υποχρεώθηκαν να βιώσουν όσοι φιλόσοφοι της ηλικίας μου επιχείρησαν να στοχαστούν μέσα στον Μαρξ: την αναζήτηση της φιλοσοφικής σκέψης του Μαρξ, που ήταν απαραίτητη για να βγούμε από το θεωρητικό αδιέξοδο στο οποίο μας είχε εκτοπίσει η ιστορία.
Η ιστορία: κυρίευσε την εφηβεία μας, από το Λαϊκό Μέτωπο και τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, για να μας εντυπώσει, με τον Πόλεμο νέτα σκέτα, την τρομερή παιδεία των γεγονότων. Μας αιφνιδίασε κατά την έλευσή μας στον κόσμο και, από φοιτητές αστικής ή μικροαστικής καταγωγής που ήμαστε, μας μετέτρεψε σε ανθρώπους που γνωρίζουν για την ύπαρξη των τάξεων, την πάλη τους και το διακύβευμά της. Αντλήσαμε το συμπέρασμα από τις προδηλότητες που μας επέβαλε και προσχωρήσαμε στην πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης, το Κομμουνιστικό Kόμμα.
Ήταν αμέσως μετά τον πόλεμο. Αίφνης, ριχτήκαμε στις μεγάλες πολιτικές και ιδεολογικές μάχες που έδινε το Κόμμα: οφείλαμε τότε να σταθμίσουμε την επιλογή μας και να επωμιστούμε τις συνέπειές της.
Εκείνος ο καιρός μένει στην πολιτική μνήμη μας ως ο καιρός των μεγάλων απεργιών και των μαζικών διαδηλώσεων, ο καιρός της «Έκκλησης της Στοκχόλμης» και του Κινήματος για την Ειρήνη – όταν κατέρρευσαν οι τεράστιες προσδοκίες που γέννησε η Αντίσταση και ξεκίνησε ο τραχύς και μακροχρόνιος αγώνας που επρόκειτο να απωθήσει στον ορίζοντα του Ψυχρού Πολέμου τη σκιά της καταστροφής, σπρωγμένη από αναρίθμητα ανθρώπινα χέρια. Εκείνος ο καιρός μένει στη φιλοσοφική μνήμη μας ως ο καιρός των οπλισμένων διανοουμένων που ιχνηλατούσαν το σφάλμα σε κάθε πιθανό κρησφύγετο, ο καιρός των φιλοσόφων χωρίς έργα, που ήμαστε εμείς, οι οποίοι όμως έκαναν πολιτική με κάθε έργο και χώριζαν τον κόσμο –τέχνες, λογοτεχνίες, φιλοσοφίες, επιστήμες– με τη μία και μοναδική λεπίδα της ανηλεούς τομής των τάξεων, ο καιρός τον οποίο εν είδει γελοιογραφίας μια φράση συνοψίζει ακόμη, λάβαρο υψωμένο που ανεμίζει στο κενό: «αστική επιστήμη, προλεταριακή επιστήμη».
Κάποιοι ηγέτες, για να προασπιστούν ενάντια στη μανία των αστικών επιθέσεων έναν μαρξισμό που είχε μπει τότε σε επικίνδυνες περιπέτειες με τη «βιολογία» του Λυσένκο, είχαν επαναφέρει αυτή την παλαιά αριστερίστικη διατύπωση, που ήταν άλλοτε σύνθημα του Μπογκντάνοφ και της Προλετκούλτ. Αφ’ ης στιγμής διακηρύχτηκε, κυριάρχησε παντού. Υπό την επιτακτική γραμμή της, ό,τι θεωρούνταν τότε φιλοσοφία δεν είχε άλλη επιλογή παρά μόνο ανάμεσα στο σχόλιο και στη σιωπή, σε μια πεφωτισμένη ή εξαναγκασμένη πεποίθηση και στην αμήχανη βουβαμάρα. Παραδόξως, χρειάστηκε μόνο ο Στάλιν, του οποίου το μεταδοτικό και αμείλικτο σύστημα διακυβέρνησης και σκέψης οδηγούσε σε αυτά τα παραληρήματα, για να αναδιπλωθεί εκείνη η τρέλα σε μια διάσταση Λόγου. Ανάμεσα στις γραμμές μερικών απλών σελίδων όπου μεμφόταν τον ζήλο όσων αξίωναν με κάθε τρόπο να μετατρέψουν τη γλώσσα σε εποικοδόμημα, διείδαμε ότι η χρήση του ταξικού κριτηρίου δεν ήταν απεριόριστη και ότι μας ωθούσε να μεταχειριζόμαστε την επιστήμη, ο τίτλος της οποίας κάλυπτε τα ίδια τα έργα του Μαρξ, σαν την πρώτη τυχούσα ιδεολογία. Έπρεπε να κάνουμε πίσω και σε κατά- σταση ημισύγχυσης να επανέλθουμε στα στοιχειώδη.
Γράφω τούτες τις γραμμές εξ ονόματός μου και ως κομμουνιστής που δεν αναζητεί στο παρελθόν μας παρά μόνο στοιχεία ικανά να διαφωτίσουν το παρόν μας και ακολούθως να φωτίσουν το μέλλον μας.
Δεν υπενθυμίζω τούτο το επεισόδιο ούτε από ευχαρίστηση ούτε από πίκρα, αλλά για να το επιβεβαιώσω με μια επισήμανση που το υπερβαίνει. Είχαμε την ηλικία του ενθουσιασμού και της αισιοδοξίας. Ζούσαμε σε μια εποχή όπου ο αντίπαλος ήταν ανελέητος και μιλούσε τη γλώσσα των ύβρεων για να υποστηρίξει την επίθεσή του. Είναι όμως γεγονός ότι παραμείναμε επί μακρόν σαστισμένοι εξαιτίας αυτής της περιπέτειας, όταν ορισμένοι ηγέτες όχι απλώς δεν μας συγκράτησαν από τη ροπή στον θεωρητικό «αριστερισμό», αλλά μας ώθησαν κιόλας με αποφασιστικότητα – δίχως οι υπόλοιποι να κάνουν φαινομενικά τίποτα για να τους περιορίσουν, για να μας πληροφορήσουν ή να μας προειδοποιήσουν. Αφιερώναμε τότε τον περισσότερο χρόνο μας στον αγώνα, όταν έπρεπε επίσης να υπερασπιστούμε το δικαίωμά μας και την υποχρέωσή μας να μαθαίνουμε, και πολύ απλά να μελετούμε προκειμένου να παράγουμε. Δεν είχαμε χρόνο για τέτοια πράγματα, έστω. Αγνοούσαμε τον Μπογκντάνοφ και την Προλετκούλτ και τον ιστορικό αγώνα του Λένιν εναντίον του πολιτικού και θεωρητικού αριστερισμού· αγνοούσαμε το ίδιο το γράμμα των κειμένων της ωριμότητας του Μαρξ, πανευτυχείς και βιαστικοί να ξαναβρούμε στην ιδεολογική φλόγα των Νεανικών Έργων του Μαρξ το δικό μας ορμητικό πάθος. Αλλά οι μεγαλύτεροί μας; Όσοι είχαν την ευθύνη να μας καθοδηγήσουν, πώς ζούσαν και αυτοί επίσης με την ίδια άγνοια; Όλη αυτή η μακροχρόνια θεωρητική παράδοση, που διαμορφώθηκε μέσα από τόσες διαμάχες και δοκιμασίες, που σφραγίστηκε από τόσο σπουδαία κείμενα-μαρτυρίες, πώς γίνεται να αποτελούσε γι’ αυτούς σχεδόν νεκρό γράμμα;
Καταλήξαμε έτσι να αναγνωρίσουμε ότι, υπό την προστασία του επικρατούντος δογματισμού, μια άλλη αρνητική παράδοση, γαλλική τούτη τη φορά, είχε υπερισχύσει επί της πρώτης, μια άλλη παράδοση, ή μάλλον ό,τι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε, απηχώντας τη «deutsche Misere» του Χάινε, δική μας «γαλλική αθλιότητα»: η επίμονη και βαθιά απουσία μιας πραγματικής θεωρητικής παιδείας στην ιστορία του γαλλικού εργατικού κινήματος. Αν το γαλλικό Κόμμα μπόρεσε να προχωρήσει σε τέτοιον βαθμό και να προσδώσει στη γενική θεωρία των δύο επιστημών τη μορφή ριζικής διακήρυξης, αν κατάφερε να τη μετατρέψει σε δοκιμασία και απόδειξη του αναμφισβήτητου πολιτικού θάρρους του, τούτο συνέβη επίσης διότι ζούσε με πενιχρά θεωρητικά εφόδια: εκείνα που είχε κληρονομήσει από ολόκληρο το παρελθόν του γαλλικού εργατικού κινήματος. Πράγματι, εκτός από τους ουτοπιστές Σαιν-Σιμόν και Φουριέ, που ο Μαρξ αρέσκεται τόσο να επικαλείται, εκτός από τον Προυντόν, που δεν ήταν μαρξιστής, και τον Ζωρές, που ήταν λίγο μαρξιστής, πού είναι οι θεωρητικοί μας; Η Γερμανία είχε τον Μαρξ και τον Ένγκελς, και τον πρώτο Κάουτσκυ· η Πολωνία, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ· η Ρωσία, τον Πλεχάνοφ και τον Λένιν· η Ιταλία, τον Λαμπριόλα, ο οποίος αντιστοιχούσε επί ίσοις όροις στον Ένγκελς (όταν εμείς είχαμε τον Σορέλ!), και μετά τον Γκράμσι. Πού είναι οι θεωρητικοί μας; Ο Γκεντ; Ο Λαφάργκ;
Θα χρειαζόταν ολόκληρη ιστορική ανάλυση για να εξηγηθεί αυτή η φτώχεια που έρχεται σε αντιδιαστολή με τον πλούτο άλλων παραδόσεων. Χωρίς να ισχυριζόμαστε ότι ξεκινούμε μια τέτοια ανάλυση, μπορούμε τουλάχιστον να προσδιορίσουμε κάποια σημεία αναφοράς. Μια θεωρητική παράδοση (θεωρία της ιστορίας, φιλοσοφική θεωρία) στο εργατικό κίνημα του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα δεν μπορεί να παρακάμψει τα έργα των διανοούμενων εργαζομένων. Διανοούμενοι θεμελίωσαν τον ιστορικό υλισμό και τον διαλεκτικό υλισμό (Μαρξ και Ένγκελς), διανοούμενοι ανέπτυξαν τη θεωρία του (Κάουτσκυ, Πλεχάνοφ, Λαμπριόλα, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Λένιν, Γκράμσι). Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, ούτε στις απαρχές, ούτε πολύ μετά, δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά ούτε τώρα, ούτε στο μέλλον: εκείνο που άλλαξε και θα αλλάξει είναι η ταξική καταγωγή των διανοούμενων εργαζομένων, όχι όμως η ιδιότητα που έχουν ως διανοούμενοι. Έτσι, για λόγους αρχής ο Λένιν, μετά τον Κάουτσκυ, επέστησε την προσοχή μας: αφενός η «αυθόρμητη» ιδεολογία του εργατικού κινήματος δεν μπορούσε, παραδομένη στον εαυτό της, να παραγάγει παρά μόνο τον ουτοπικό σοσιαλισμό, τον τρεϊντγιουνιονισμό, τον αναρχισμό και τον αναρχοσυνδικαλισμό· αφετέρου ο μαρξιστικός σοσιαλισμός, ο οποίος προϋποθέτει τη γιγαντιαία θεωρητική εργασία συγκρότησης και ανάπτυξης μιας επιστήμης και μιας φιλοσοφίας χωρίς προηγούμενο, δεν θα μπορούσε παρά να είναι το έργο ανθρώπων που διαθέτουν βαθιά ιστορική, επιστημονική και φιλοσοφική μόρφωση, διανοουμένων πολύ μεγάλης αξίας. Αν τέτοιοι διανοούμενοι εμφανίστηκαν στη Γερμανία, στη Ρωσία, στην Πολωνία και στην Ιταλία, είτε για να θεμελιώσουν τη μαρξιστική θεωρία είτε για να γίνουν οι δάσκαλοί της, αυτό δεν οφείλεται σε μεμονωμένες συμπτώσεις: αλλά στο γεγονός ότι οι κοινωνικές, οι πολιτικές, οι θρησκευτικές, οι ιδεολογικές και οι ηθικές συνθήκες που επικρατούσαν σε αυτές τις χώρες καθιστούσαν πολύ απλά αδύνατη τη δραστηριότητα των διανοουμένων, στους οποίους οι κυρίαρχες τάξεις (φεουδαρχία και αστική τάξη, συμβιβασμένες και ενωμένες στα ταξικά συμφέροντά τους και στηριγμένες στις Εκκλησίες) δεν προσέφεραν ως επί το πλείστον παρά μόνο δουλοπρεπείς και γελοίες ασχολίες. Εκεί, οι διανοούμενοι δεν μπορούσαν να αναζητήσουν ελευθερία και μέλλον παρά μόνο στο πλευρό της εργατικής τάξης, της μόνης επαναστατικής τάξης. Αντιθέτως, στη Γαλλία η αστική τάξη υπήρξε επαναστατική, κατάφερε και πέτυχε από παλιά να συνδέσει τους διανοούμενους με την επανάσταση που είχε κάνει και να τους κρατήσει σύσσωμους στο πλευρό της μετά την κατάληψη και τη σταθεροποίηση της εξουσίας. Η γαλλική αστική τάξη κατάφερε και πέτυχε να ολοκληρώσει την επανάστασή της, μια σαφή και πρόδηλη επανάσταση, να εξαλείψει τη φεουδαρχική τάξη από την πολιτική σκηνή (1789, 1830, 1848), να επισφραγίσει επί βασιλείας της την ενότητα του έθνους μέσα στην ίδια την επανάσταση, να πολεμήσει την Εκκλησία, ακολούθως να την υιοθετήσει, αλλά την κατάλληλη στιγμή να χωριστεί από αυτήν και να καλυφθεί πίσω από συνθήματα περί ελευθερίας και ισότητας. Κατάφερε να χρησιμοποιήσει τις θέσεις ισχύος της και συγχρόνως όλους τους τίτλους που είχε κατακτήσει στο παρελθόν της για να προσφέρει στους διανοούμενους αρκετό μέλλον και χώρο, αρκούντως έντιμα καθήκοντα, επαρκή περιθώρια ελευθερίας και ψευδαισθήσεων, ώστε να τους συγκρατήσει υπό τον νόμο της και να τους διατηρήσει υπό τον έλεγχο της ιδεολογίας της. Εκτός από κάποιες σπουδαίες εξαιρέσεις, που ήταν ακριβώς εξαιρέσεις, οι Γάλλοι διανοούμενοι αποδέχτηκαν τη συνθήκη τους και δεν αισθάνθηκαν τη ζωτική ανάγκη να αναζη- τήσουν τη σωτηρία τους στο πλευρό της εργατικής τάξης: και όταν συντάχθηκαν με αυτή, δεν κατάφεραν να απεκδυθούν ριζικά την αστική ιδεολογία που τους είχε σφραγίσει και επιβίωνε στον ιδεαλισμό τους και στον ρεφορμισμό τους (Ζωρές) ή στον θετικισμό τους. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι το γαλλικό Κόμμα υποχρεώθηκε να καταβάλει γενναίες και υπομονετικές προσπάθειες για να περιορίσει και να καταστρέψει το αντανακλαστικό «εργατίστικης» δυσπιστίας προς τους διανοούμενους, το οποίο εξέφραζε με τον τρόπο του την πείρα και την απογοήτευση, που αμφότερες δεν έπαψαν να επανακάμπτουν, μιας μακράς ιστορίας. Ως εκ τούτου, οι ίδιες οι μορφές της αστικής κυριαρχίας στέρησαν επί μακρόν από το γαλλικό εργατικό κίνημα τους διανοούμενους που ήταν απαραίτητοι για τη διαμόρφωση μιας αυθεντικής θεωρητικής παράδοσης.
Χρειάζεται άραγε να προσθέσουμε εδώ και έναν εθνικό λόγο; Παραπέμπει στη θλιβερή ιστορία της γαλλικής φιλοσοφίας κατά τα εκατόν τριάντα χρόνια που ακολούθησαν την επανάσταση του 1789, στη σπιριτουαλιστική εμμονή της, που δεν ήταν απλώς συντηρητική, αλλά αντιδραστική, από τον Μαιν ντε Μπιράν και τον Κουζέν ώς τον Μπερξόν, στην περιφρόνησή της για την ιστορία και τον λαό, στους κραταιούς και στενούς δεσμούς της με τη θρησκεία, στην παράφορη μανία της εναντίον του μόνου άξιου ενδιαφέροντος δια- νοητή που η ίδια γέννησε, του Αυγούστου Κοντ, και στην απίστευτη αμορφωσιά και άγνοιά της. Εδώ και τριάντα χρόνια τα πράγματα έχουν πάρει τελείως διαφορετική τροπή. Ωστόσο, το βάρος ενός μακρού αιώνα επίσημης φιλοσοφικής αποβλάκωσης συνέτεινε τα μέγιστα, και αυτό επίσης, στη σύνθλιψη της θεωρίας μέσα στο ίδιο το εργατικό κίνημα.
Το γαλλικό Κόμμα γεννήθηκε σε αυτές τις συνθήκες θεωρητικού κενού, και μεγάλωσε σε πείσμα τούτου του κενού, καλύπτοντας όσο καλύτερα μπορούσε τις υπάρχουσες ελλείψεις, τροφοδοτούμενο από τη μόνη αυθεντική εθνική παράδοσή μας, για την οποία ο Μαρξ έτρεφε τον βαθύτερο σεβασμό: την πολιτική παράδοση. Εξακολουθεί να σφραγίζεται από αυτή την πολιτική παράδοση, και κατά συνέπεια από μια ορισμένη παραγνώριση του ρόλου της θεωρίας, λιγότερο πάντως της πολιτικής και της οικονομικής θεωρίας και περισσότερο της φιλοσοφικής θεωρίας. Αν κατάφερε να συσπειρώσει γύρω του διάσημους διανοούμενους, επρόκειτο προπάντων για μεγάλους συγγραφείς, μυθιστοριογράφους, ποιητές και καλλιτέχνες, για σπουδαίους ειδικούς των φυσικών επιστημών, και επίσης για κάποιους ιστορικούς και ψυχολόγους υψηλού επιπέδου – και τούτο κυρίως για πολιτικούς λόγους· πολύ σπάνια όμως επρόκειτο για ανθρώπους αρκετά μορφωμένους φιλοσοφικά ώστε να θεωρούν ότι ο μαρξισμός όφειλε να είναι όχι μόνο μια πολιτική διδασκαλία, «μέθοδος» ανάλυσης και δράσης, αλλά επίσης, ως επιστήμη, ο θεωρητικός τομέας μιας θεμελιώδους έρευνας, η οποία είναι απαραίτητη όχι μόνο για να αναπτυχθεί η επιστήμη των κοινωνιών και οι διάφορες «επιστήμες του ανθρώπου» αλλά και οι φυσικές επιστήμες και η φιλοσοφία. Το γαλλικό Κόμμα έμελλε να γεννηθεί και να μεγαλώσει σε αυτές τις συνθήκες· χωρίς το κεκτημένο και τη συνδρομή μιας θεωρητικής εθνικής παράδοσης και άρα, ως αναπόφευκτη συνέπεια, χωρίς μια θεωρητική σχολή απ’ όπου θα μπορούσαν να βγουν δάσκαλοι.
Ιδού η πραγματικότητα που έπρεπε να μάθουμε να συλλαβίζουμε και να τη συλλαβίζουμε τελείως μόνοι. Μόνοι, διότι δεν είχαμε στα μέρη μας αληθινούς και μεγάλους δασκάλους στη μαρξιστική φιλοσοφία για να καθοδηγήσουν τα βήματά μας. Ο Πολιτζέρ, που θα μπορούσε να είναι ένας από αυτούς αν δεν είχε θυσιάσει το μεγάλο φιλοσοφικό έργο που έφερε μέσα του σε επείγοντα οικονομικά καθήκοντα, δεν μας είχε αφήσει παρά μόνο τα ευφυή σφάλματα της Κριτικής των θεμελίων της ψυχολογίας. Είχε πεθάνει, δολοφονημένος από τους ναζί. Δεν είχαμε δασκάλους. Δεν μιλάω για καλές προθέσεις ούτε για πολύ καλλιεργημένους διανοητές, για ειδήμονες, μορφωμένους και άλλους. Μιλάω για δασκάλους στη μαρξιστική φιλοσοφία, βγαλμένους από την ιστορία μας, προσιτούς και κοντινούς σε εμάς. Η τελευταία συνθήκη δεν συνιστά περιττή λεπτομέρεια. Διότι μαζί με τούτο το θεωρητικό κενό κληρονομήσαμε από το εθνικό παρελθόν μας έναν τερατώδη φιλοσοφικό και πολιτιστικό επαρχιωτισμό (τον σοβινισμό μας), με επακόλουθο να αγνοούμε τις ξένες γλώσσες και, πρακτικά, να θεωρούμε μηδαμινά όσα μπορεί πράγματι κάποιοι άλλοι να σκέφτονται και να παράγουν αφ’ ης στιγμής διασχίσουμε τη γραμμή των βουνών, το ρεύμα ενός ποταμού ή την έκταση μιας θάλασσας. Είναι άραγε τυχαίο ότι η μελέτη και ο σχολιασμός των έργων του Μαρξ παρέμειναν τόσον καιρό στα μέρη μας έργο ορισμένων γενναίων και επίμονων γερμανιστών; Είναι άραγε τυχαίο ότι το μόνο όνομα που μπορούμε να παρουσιάσουμε πέρα από τα σύνορά μας είναι εκείνο του Αυγούστου Κορνύ, ενός γαλήνιου μοναχικού ήρωα που, αγνοημένος από το γαλλικό πανεπιστήμιο, ακολούθησε επί σειρά ετών λεπτομερείς μελέτες για το αριστερό νεοεγελιανό κίνημα και τον Νεαρό Μαρξ;
Τούτες οι σκέψεις θα μπορούσαν να ρίξουν φως στην ανέχειά μας, όχι όμως να την καταργήσουν. Στον Στάλιν χρωστούμε, μέσα στο ίδιο το κακό για το οποίο φέρει την ύψιστη ευθύνη, το πρώτο σοκ. Στον θάνατό του χρωστούμε το δεύτερο σοκ: στον θάνατό του και στο 20ό Συνέδριο. Στο μεταξύ όμως η ζωή επίσης είχε επιτελέσει, ανάμεσά μας, το έργο της.
Δεν μπορεί να δημιουργηθεί από τη μια μέρα στην άλλη ή με απλό διάταγμα ούτε πολιτική οργάνωση, ούτε αληθινή θεωρητική παιδεία. Πόσοι και πόσοι νεαροί φιλόσοφοι που ενηλικιώθηκαν στον πόλεμο ή στη μεταπολεμική περίοδο αναλώθηκαν σε εξαντλητικά πολιτικά καθήκοντα, χωρίς να στερήσουν από αυτά τον χρόνο της επιστημονικής εργασίας! Είναι επίσης χαρακτηριστικό γνώρισμα της κοινωνικής ιστορίας μας ότι οι διανοούμενοι μικροαστικής καταγωγής που εντάχθηκαν τότε στο Κόμμα αισθάνθηκαν υποχρεωμένοι να εξοφλήσουν με καθαρή δραστηριότητα, αν όχι με πολιτικό ακτιβισμό, το φαντασιακό Χρέος που θεωρούσαν ότι έχουν συνάψει επειδή δεν γεννήθηκαν προλετάριοι. Ο Σαρτρ μπορεί, με τον τρόπο του, να μας χρησιμεύσει ως έντιμος μάρτυρας γι’ αυτό το βάπτισμα της ιστορίας: ανήκαμε κι εμείς επίσης στη δική του φυλή· και είναι σαφώς ένα όφελος των καιρών ότι οι νεότεροι σύντροφοί μας φαίνονται να έχουν απαλλαγεί από αυτό το Χρέος, το οποίο πληρώνουν ίσως με διαφορετικό τρόπο.
Φιλοσοφικά μιλώντας, η γενιά μας θυσιάστηκε, και τη θυσίασαν αποκλειστικά στις πολιτικές και ιδεολογικές μάχες· εννοώ ότι θυσιάστηκε σε ό,τι αφορά τα διανοητικά και επιστημονικά έργα της. Μερικοί επιστήμονες, ενίοτε μάλιστα και ιστορικοί, και δη κάποιοι ελάχιστοι άνθρωποι των γραμμάτων, κατάφεραν να ξεμπλέξουν χωρίς ζημιές ή με μικρό κόστος. Για έναν φιλόσοφο δεν υπήρχε διέξοδος. Αν μιλούσε ή έγραφε φιλοσοφία χάριν του Κόμματος, ήταν ταγμένος σε σχολιασμούς και σε πενιχρές παραλλαγές επί των Διάσημων Παραθεμάτων για εσωτερική χρήση. Δεν είχαμε ακροατές μεταξύ των ομοίων μας. Ο αντίπαλος μας πετούσε κατάμουτρα ότι ήμαστε απλώς πολιτικοί· οι πιο φωτισμένοι συνάδελφοί μας, ότι έπρεπε να ξεκινήσουμε μελετώντας τους συγγραφείς μας προτού τους κρίνουμε, ότι έπρεπε να τεκμηριώσουμε αντικειμενικά τις αρχές μας προτού τις διακηρύξουμε και τις εφαρμόσουμε. Ορισμένοι μαρξιστές φιλόσοφοι, για να υποχρεώσουν τους καλύτερους συνομιλητές τους να τους ακούσουν κάπως πιο προσεκτικά, αναγκάστηκαν, και μάλιστα με μια φυσική κίνηση όπου δεν υπεισερχόταν καμία προμελετημένη τακτική, να μεταμφιεστούν –να μεταμφιέσουν τον Μαρξ σε Χούσερλ, τον Μαρξ σε Χέγκελ, τον Μαρξ σε ηθικό ή ανθρωπιστή Νεαρό Μαρξ– με κίνδυνο κάποια μέρα να εκλάβουν το προσωπείο για πρόσωπο. Δεν υπερβάλλω, αναφέρω τα γεγονότα. Βιώνουμε ακόμα και σήμερα τις επιπτώσεις τους. Ήμαστε πολιτικά και φιλοσοφικά πεπεισμένοι ότι είχαμε προσεγγίσει τη μόνη στέρεη γη στον κόσμο, αλλά καθώς δεν μπορούσαμε να αποδείξουμε φιλοσοφικά ούτε την ύπαρξή της ούτε τη στερεότητά της, στην πραγματικότητα δεν είχαμε για κανέναν στέρεη γη κάτω από τα βήματά μας: είχαμε μόνο πεποιθήσεις. Δεν αναφέρομαι στην ακτινοβολία του μαρξισμού, που ευτυχώς μπορεί να γεννηθεί από άλλες σφαίρες πέραν του φιλοσοφικού άστρου· αναφέρομαι στην παραδόξως επισφαλή ύπαρξη της μαρξιστικής φιλοσοφίας ως τέτοιας. Εμείς που θεωρούσαμε ότι κατέχουμε τις αρχές κάθε δυνατής φιλοσοφίας, και της αδυνατότητας κάθε φιλοσοφικής ιδεολογίας, δεν καταφέρναμε να υποστηρίξουμε την αντικειμενική και δημόσια δοκιμασία της αποδεικτικότητας των πεποιθήσεών μας.
Αφ’ ης στιγμής διαπιστώθηκε η θεωρητική ματαιότητα του δογματικού λόγου, δεν διαθέταμε παρά μόνο ένα μέσο για να επωμιστούμε την αδυνατότητα στην οποία είχαμε περιέλθει να στοχαστούμε αληθινά τη φιλοσοφία μας: να στοχαστούμε την ίδια τη φιλοσοφία ως αδύνατη. Γνωρίσαμε τότε τον μεγάλο και επιδέξιο πειρασμό του «τέλους της φιλοσοφίας», για το οποίο μας πληροφορούσαν τα αινιγματικώς σαφή κείμενα της Νεότητας (1840-45) και της τομής (1845) του Μαρξ. Οι πιο μαχητικοί και οι πιο γενναίοι επιδίδονταν στο «τέλος της φιλοσοφίας» μέσω της «πραγμάτωσής» της και εξυμνούσαν τον θάνατο της φιλοσοφίας μέσα στη δράση, στην πολιτική πραγμάτωσή της και στην προλεταριακή εκπλήρωσή της, θέτοντας χωρίς επιφυλάξεις στην υπηρεσία τους την περίφημη εκείνη Θέση για τον Φόυερμπαχ, όπου μια θεωρητικά διφορούμενη γλώσσα αντιτάσσει τον μετασχηματισμό του κόσμου στην εξήγησή του. Από εκεί έως τον θεωρητικό πραγματισμό δεν έμενε, και πάντα δεν μένει, παρά μόνο ένα βήμα. Κάποιοι άλλοι, περισσότερο επιστημονικού πνεύματος, διακήρυσσαν το «τέλος της φιλοσοφίας» με το ύφος ορισμένων θετικιστικών διατυπώσεων της Γερμανικής ιδεολογίας, όπου πλέον δεν επιφορτίζονται με την πραγμάτωση, και άρα με τον θάνατο της φιλοσοφίας, το επαναστατικό προλεταριάτο και η επαναστατική δράση, αλλά η απλή και καθαρή επιστήμη: Ο ίδιος ο Μαρξ δεν μας καλεί άραγε να πάψουμε να φιλοσοφούμε, δηλαδή να αναπτύσσουμε ιδεολογικές ονειροπολήσεις, για να περάσουμε στη μελέτη της ίδιας της πραγματικότητας; Πολιτικά μιλώντας, η πρώτη ανάγνωση ήταν εκείνη στην οποία προέβαιναν οι περισσότεροι αγωνιστές φιλόσοφοι που, καθώς είχαν αφοσιωθεί καθ’ ολοκληρίαν στην πολιτική, μετέτρεπαν τη φιλοσοφία σε θρησκεία της δράσης τους· αντιθέτως, η δεύτερη ανάγνωση ήταν εκείνη στην οποία προέβαιναν οι κριτικά σκεπτόμενοι που ήλπιζαν ότι ο πλήρης επιστημονικός λόγος θα κάλυπτε τις κενές διακηρύξεις της δογματικής φιλοσοφίας. Αν όμως αμφότεροι κατάφερναν έτσι να αποκαταστήσουν σχέσεις ειρήνης ή ασφάλειας με την πολιτική, το πλήρωναν αναγκαστικά με μια ένοχη συνείδηση έναντι της φιλοσοφίας: ένας πραγματιστικοθρησκευτικός θάνατος της φιλοσοφίας και ένας θετικιστικός θάνατος της φιλοσοφίας δεν συνιστούν αληθινά φιλοσοφικούς θανάτους της φιλοσοφίας.
Σκαρφιστήκαμε τότε να προσφέρουμε στη φιλοσοφία έναν θάνατο αντάξιό της: έναν φιλοσοφικό θάνατο. Σε αυτήν επίσης την περίπτωση στηριζόμασταν σε άλλα κείμενα του Μαρξ και σε μια τρίτη ανάγνωση των πρώτων κειμένων του. Προχωρούσαμε υπονοώντας ότι το τέλος της φιλοσοφίας δεν μπορεί να είναι, όπως διακηρύσσει και ο υπότιτλος του Κεφαλαίου σχετικά με την Πολιτική Οικονομία, παρά μόνο κριτικό: ότι πρέπει να φτάσουμε στα ίδια τα πράγματα, να τελειώνουμε με τη φιλοσοφική ιδεολογία και να αρχίσουμε τη μελέτη του πραγματικού – αλλά, και τούτο ακριβώς θεωρούσαμε ότι μας προφυλάσσει από τον θετικισμό, καθώς στρεφόμαστε κατά της ιδεολογίας, τη βλέπαμε συνεχώς να απειλεί την «κατανόηση των θετικών πραγμάτων», να πολιορκεί τις επιστήμες και να θολώνει τα πραγματικά γνωρίσματα. Αναθέταμε τότε στη φιλοσοφία τη διηνεκή κριτική περιστολή των απειλών της ιδεολογικής αυταπάτης και, για να της εμπιστευτούμε τούτο το καθήκον, μετατρέπαμε τη φιλοσοφία σε απλή και καθαρή συνείδηση της επιστήμης, ανάγοντάς την έτσι καθ’ ολοκληρίαν στο γράμμα και στο σώμα της επιστήμης, απλώς όμως στραμμένη, ως άγρυπνη συνείδησή της, ως έξωθεν συνείδησή της, προς αυτό το αρνητικό έξω, προκειμένου να το εκμηδενίσει. Τελειώναμε έτσι πραγματικά με τη φιλοσοφία, εφόσον ολόκληρο το σώμα και το αντικείμενό της συγχέονταν με το σώμα και το αντικείμενο της επιστήμης, και εντούτοις εξακολουθούσε να υπάρχει, ως η φευγαλέα κριτική συνείδησή της, για όσον ακριβώς χρόνο χρειάζεται ώστε να προβάλει τη θετική ουσία της επιστήμης επί της απειλητικής ιδεολογίας, για όσον ακριβώς χρόνο χρειάζεται ώστε να καταστρέψει όλες τις ιδεολογικές φαντασιώσεις του επιτιθέμενου, προτού επιστρέψει στη θέση της για να βρεθεί πάλι μεταξύ των οικείων της. Αυτός ο κριτικός θάνατος της φιλοσοφίας, ο οποίος ήταν ταυτόσημος με τη φευγαλέα φιλοσοφική ύπαρξή της, μας παρείχε επιτέλους τους τίτλους και τις χαρές ενός αληθινού φιλοσοφικού θανάτου, εκπληρωμένου κατά την αμφίσημη πράξη της κριτικής. Η φιλοσοφία είχε τότε μοναδικό πεπρωμένο να επιτελέσει τον κριτικό θάνατό της κατά την αναγνώριση του πραγματικού, και κατά την επιστροφή στο ίδιο το πραγματικό, το πραγματικό της ιστορίας, της μητέρας των ανθρώπων, των πράξεών τους και των σκέψεών τους. Να φιλοσοφούμε σήμαινε να επαναλάβουμε για δικό μας λογαριασμό την κριτική οδύσσεια του Νεαρού Μαρξ, να διασχίσουμε το στρώμα αυταπατών το οποίο μας αποκρύπτει το πραγματικό και να αγγίξουμε τη μόνη γενέθλια γη: τη γη της ιστορίας, για να βρούμε επιτέλους εκεί την ηρεμία της πραγματικότητας και της επιστήμης, συνταιριασμένων υπό τη διηνεκή επαγρύπνηση της κριτικής. Σε μια τέτοια ανάγνωση δεν μπορούσε να τεθεί ως ερώτημα η ιστορία της φιλοσοφίας: Και πώς θα μπορούσε να υπάρχει μια ιστορία των φαντασιώσεων που διαλύθηκαν, μια ιστορία των σκοταδιών που διασχίστηκαν; Υπάρχει μόνο η ιστορία του πραγματικού, που μπορεί υπόκωφα να αφυπνίσει στον κοιμώμενο ονειρικές ασυναρτησίες, χωρίς ποτέ τα όνειρά του, ριζωμένα στη συνέχεια αυτού του βάθους, να μπορούν να συνθέσουν δικαιωματικά την ήπειρο μιας ιστορίας. Ο ίδιος ο Μαρξ μάς το είχε πει στη Γερμανική ιδεολογία: «Η φιλοσοφία δεν έχει ιστορία». Όταν θα διαβάζουμε το κείμενο «Για τον Νεαρό Μαρξ», θα κρίνουμε κατά πόσο παραμένει εν μέρει δέσμιο αυτής της μυθικής προσδοκίας για μια φιλοσοφία που επιτυγχάνει το φιλοσοφικό τέλος της μέσω του παρατεινόμενου θανάτου της κριτικής συνείδησης.
*
Υπενθυμίζω αυτές τις αναζητήσεις και αυτές τις επιλογές επειδή με τον τρόπο τους φέρουν το ίχνος της ιστορίας μας. Και επιπλέον, επειδή το τέλος του σταλινικού δογματισμού δεν τις διέλυσε ως απλώς περιστασιακά αντανακλαστικά, αφού εξακολουθούν να αποτελούν προβλήματά μας. Όσοι καταλογίζουν στον Στάλιν, εκτός από τα εγκλήματα και τα λάθη του, όλες τις απογοητεύσεις μας, τα σφάλματά μας και τις συγχύσεις μας, σε κάθε τομέα, διατρέχουν τον κίνδυνο να περιπέσουν σε μεγάλη αμηχανία διαπιστώνοντας ότι το τέλος του φιλοσοφικού δογματισμού δεν μας απέδωσε τη μαρξιστική φιλοσοφία στην ακεραιότητά της. Εξάλλου, δεν μπορούμε να απελευθερώσουμε, ακόμα και από τον δογματισμό, παρά μόνο κάτι που υπάρχει. Το τέλος του δογματισμού παρήγαγε μια πραγματική ελευθερία έρευνας και επίσης έναν πυρετό, οπότε ορισμένοι βιάστηκαν λίγο να ανακηρύξουν σε φιλοσοφία τον ιδεολογικό σχολιασμό του αισθήματος απελευθέρωσής τους και της κλίσης τους στην ελευθερία. Οι πυρετοί πέφτουν το ίδιο σίγουρα όσο και οι πέτρες. Το τέλος του δογματισμού μάς απέδωσε το δικαίωμα να προβούμε στον ακριβή υπολογισμό αυτών που κατέχουμε, να αποκαλέσουμε με το όνομά τους τόσο τον πλούτο μας όσο και την ανέχειά μας, να στοχαστούμε και να θέσουμε μεγαλοφώνως τα προβλήματά μας και να ξεκινήσουμε με αυστηρούς όρους μια πραγματική έρευνα. Το τέλος του επέτρεψε να βγούμε εν μέρει από τον θεωρητικό επαρχιωτισμό μας, να αναγνωρίσουμε και να γνωρίσουμε όσους υπήρχαν και υπάρχουν έξω από εμάς, και κοιτώντας αυτό το έξω να αρχίσουμε να κοιτάζουμε εμάς τους ίδιους εκ των έξω, να γνωρίσουμε τον τόπο που καταλαμβάνουμε στη γνώση και στην άγνοια του μαρξισμού, και έτσι να αρχίσουμε να γνωρίζουμε τον εαυτό μας. Το τέλος του δογματισμού μάς έθεσε ενώπιον αυτής της πραγματικότητας: ότι η μαρξιστική φιλοσοφία, την οποία θεμελίωσε ο Μαρξ κατά την ίδια την πράξη με την οποία θεμελίωσε τη θεωρία του για την ιστορία, μένει ακόμη κατά μεγάλο μέρος να συγκροτηθεί, εφόσον, όπως έλεγε ο Λένιν, έχουν τεθεί μόνο οι ακρογωνιαίοι λίθοι της· ότι οι θεωρητικές δυσκολίες με τις οποίες παλεύαμε κάτω από τη νύχτα του δογματισμού δεν ήταν απ’ άκρου εις άκρον τεχνητές δυσκολίες αλλά προέρχονταν επίσης κατά μεγάλο μέρος από την ανεπεξέργαστη κατάσταση της μαρξιστικής φιλοσοφίας· ή μάλλον ότι στις στερεότυπες και γελοιογραφικές μορφές που είχαμε δεχτεί ή διατηρήσει, και μέχρι το θεωρητικό τερατούργημα των δύο επιστημών, ήταν πραγματικά παρούσα μια πλευρά ενός αδιευθέτητου προβλήματος, με μια παρουσία τυφλή και γελοία – αρκούμαι να αναφέρω ως μαρτυρίες τις εργασίες του θεωρητικού αριστερισμού που μόλις δημοσιεύτηκαν (του νεαρού Λούκατς και του Κορς)· και τελικά ότι η μοίρα μας και το καθήκον μας σήμερα είναι, πολύ απλά, να θέσουμε και να αντιμετωπίσουμε αυτά τα προβλήματα στο φως της μέρας, αν θέλουμε να προσδώσουμε ολίγη ύπαρξη και θεωρητική συνεκτικότητα στη μαρξιστική φιλοσοφίας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ