Με αυτά τα λόγια ξεκίνησε η ομιλία της Αλεξάνδρας Κασσίμη σε θέατρο της Αθήνας λίγες μέρες μετά το θάνατο του συζύγου της, Χρίστου Κασσίμη. Ο Κασσίμης έπεσε μετά από συμπλοκή με αστυνομικούς έξω από το εργοστάσιο της γερμανικής AEG στο Ρέντη τον Οκτώβρη του 1977 και η δολοφονία του σηματοδοτεί την εποχή που το ένοπλο βγαίνει στην επιφάνεια ως πολιτική επιλογή ενός τμήματος αγωνιστών της επαναστατικής αριστεράς που προσπαθούν μέσω αυτής της δράσης να δώσουν ώθηση στο κύμα αλλαγών που σαρώνει τη χώρα.
Η ιστορία του αντάρτικου πόλης στην Ελλάδα έχει τις ρίζες της στη διάρκεια της χούντας. Το τέλος της σηματοδοτούν η επίθεση στην ΑΣΟΕΕ το Γενάρη του 1995, που θεωρείται το κύκνειο άσμα του ΕΛΑ, και τα γεγονότα του Ιουλίου του 2002, όταν εξερράγη στα χέρια του Σάββα Ξηρού η βόμβα που θα τοποθετούσε στα γραφεία των Μινωικών Γραμμών στον Πειραιά. Ας ξετυλίξουμε αυτό το κουβάρι.
Από την αντιδικτατορική πάλη…
Η δικτατορία των συνταγματαρχών το 1967 βρίσκει την επίσημη Αριστερά απροετοίμαστη. Ως άμεσο αποτέλεσμα, ο Ιππόδρομος και το Καραϊσκάκη γέμισαν από τους «συνήθεις υπόπτους», περισσότερους από έξι χιλιάδες ανθρώπους, που αργότερα προωθήθηκαν στις εξορίες και τις φυλακές.
Ένα πλατύ δυναμικό νέων κυρίως αγωνιστών που δραστηριοποιήθηκαν στη δεκαετία του ’60 θα επηρεαστούν από τον πλούτο νέων ιδεών και απόψεων και θα βρουν νέους δρόμους πολιτικής έκφρασης. Από το Βιετνάμ μέχρι τη Λατινική Αμερική του Γκεβάρα και των Τουπαμάρος, ο παλιός κόσμος δείχνει να γκρεμίζεται στη δίνη των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων και μια νέα επαναστατική πνοή φυσά. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες δημιουργείται και στην Ελλάδα ένα πολιτικό δυναμικό, κυρίως νεολαιίστικο που, απαλλαγμένο από το ιστορικό βάρος της ήττας του Εμφυλίου αλλά γαλουχημένο με το παρελθόν, καθώς γνώρισε μέσα από τα μάτια της προηγούμενης γενιάς τις φυλακές και τις εξορίες, έχοντας ζήσει τα Ιουλιανά το 1965, ήταν έτοιμο για τη δική του συμβολή στο κίνημα.
Με το συμβιβασμό του αστικού πολιτικού κόσμου (του Κέντρου συμπεριλαμβανομένου) το βάρος του αντιστασιακού αγώνα θα πέσει στην Αριστερά. Η ίδρυση του ΠΑΜ και αργότερα του «Ρήγα Φεραίου» θα συμβάλουν στα πρώτα βήματα της αντίστασης. Πλάι σε αυτές θα αρχίσουν σταδιακά να εμφανίζονται και οι οργανώσεις της άκρας αριστεράς, ενώ ακόμη και το ΠΑΚ του Ανδρέα Παπανδρέου θα υιοθετήσει στις διακηρύξεις του ριζοσπαστικό προσανατολισμό. Σε αυτό το πλαίσιο η επιλογή και της ένοπλης αντίστασης φάνταζε, ιδίως στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, τουλάχιστον αυτονόητη. Αυτό δεν αφορούσε μόνο την Αριστερά αλλά ακόμη και δυνάμεις της κεντροαριστεράς, όπως τη Δημοκρατική Άμυνα. Το ηρωικό διάβημα του Αλέκου Παναγούλη είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της απήχησης της ένοπλης πάλης στην περίοδο της χούντας.
Παρά τη συμβολική και πραγματική σημασία που είχαν τέτοιες ενέργειες, η πραγματική ανάπτυξη της Αριστεράς και του αντιστασιακού κινήματος θα έρθει από τη μαζική πολιτική πάλη, κυρίως μετά το 1971 και με αποκορύφωμα το Πολυτεχνείο. Τότε μαζικοποιούνται και όλες οι αποχρώσεις της Αριστεράς, συμπεριλαμβανομένης και της επαναστατικής. Ωστόσο, υπήρξαν και τάσεις που επέμειναν στην ένοπλη πάλη, κύρια μέσα από μια γκεβαρική αντίληψη για την επικέντρωση σε εστίες αντίστασης που θα υπερέβαιναν την ανεπάρκεια της μαζικής πολιτικής πάλης και θα αφύπνιζαν τη συνείδηση των μαζών. Αυτές οι τάσεις υποτιμούσαν σε μεγάλο βαθμό τη δυναμική του μαζικού αγώνα και της οργάνωσης των μαζών, εξ ου και η επιφυλακτική αντιμετώπιση π.χ. της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
…στην «Αντικρατική Πάλη»
Η μεταπολίτευση εκ των πραγμάτων διαμόρφωσε ένα νέο τοπίο: Η αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας, η προβολή του στόχου του αστικού εκσυγχρονισμού, η βαθμιαία άνοδος του ΠΑΣΟΚ σε ηγεμονική δύναμη του «μπλοκ της αλλαγής», η αδυναμία της Αριστεράς να μπορέσει να οδηγήσει τον υπαρκτό λαϊκό ριζοσπαστισμό σε μια κατεύθυνση ρήξης και ανατροπής με την κυρίαρχη στρατηγική ήταν κυρίαρχα στοιχεία της νέας περιόδου. Οι περισσότεροι από όσους αναφέρονταν στην ένοπλη πάλη κατά τη διάρκεια της χούντας, εκτιμούν ότι στο νέο τοπίο απαιτείται η στροφή προς την πολιτική πάλη.
Υπήρξε, όμως, και κάποιο δυναμικό που επέμεινε ότι ο ένοπλος αγώνας εξακολουθούσε να αποτελεί αναγκαιότητα. Η αίσθηση της καθεστωτικής συνέχειας ανάμεσα στη χούντα και το πολιτικό προσωπικό της Δεξιάς αλλά και η βαρύτητα που έδειχνε να έχει η εξάρτηση (σύμφωνα και με την κυρίαρχη ανάγνωση της Αριστεράς) από τις ΗΠΑ, προβλήθηκαν ως επιχείρημα για την ανάγκη να συνεχιστούν και δυναμικές μορφές πάλης, θέση που συντονιζόταν με πλευρές ενός αυθόρμητου κινηματικού ριζοσπαστισμού, ιδιαίτερα έντονου τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια. Ας μην ξεχνάμε ότι ακόμη τότε κυριαρχούσε ο φόβος μιας νέας δικτατορίας και η λογική ότι θα πρέπει να υπάρχει προετοιμασία «δια παν ενδεχόμενο», ειδικά από τη στιγμή που τα όρια της «αποχουντοποίησης» ήταν περιορισμένα. Έτσι κάνουν την εμφάνισή τους ομάδες που δηλώνουν ότι τίποτα δεν σταμάτησε. Οι πιο γνωστές και αυτές που χάραξαν την ιστορία του ένοπλου στην Ελλάδα είναι ο ΕΛΑ και η 17 Νοέμβρη.
Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης σημαδεύτηκαν από ανάταση του κινήματος. Πλάι στον νεολαιίστικο ριζοσπαστισμό και την καταγραφή στοιχείων πολιτιστικής αντι-ηγεμονίας εμφανίστηκαν μαχητικοί εργατικοί αγώνες και το ιδιαίτερα σημαντικό κίνημα του εργοστασιακού συνδικαλισμού. Μαχητικές απεργίες, αμφισβήτηση του διευθυντικού δικαιώματος, συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής χαρακτηρίζουν τη ριζοσπαστικοποίηση του λαϊκού κινήματος. Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, ένα τμήμα των ένοπλων οργανώσεων θεωρεί ότι μπορεί να υπάρξει συνδυασμός της μαζικής και της ένοπλης πολιτικής δράσης, δρόμο που επιλέγει κυρίως ο ΕΛΑ. Ο τρόπος με τον οποίο η «Αντιπληροφόρηση» αποτυπώνει αγώνες και χτυπήματα εκφράζει αυτή την αντίληψη. Ωστόσο, αυτή η επιλογή μένει σε στενά πλαίσια και δεν καταφέρνει να αποτελέσει μαζική στρατηγική, γεγονός που δείχνει τα όρια της ένοπλης παρέμβασης ακόμη και στο φορτισμένο κλίμα των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης.
Από την άλλη, η 17 Νοέμβρη εξαρχής επέλεξε μια πολιτική κατεύθυνση που λίγο απέχει από την ανάλυση της παραδοσιακής αριστεράς ή του ΠΑΣΟΚ. Τα χτυπήματα σε στόχους που συμβόλιζαν την ιμπεριαλιστική εξάρτηση, όπως ο Σταθμάρχης της ΣΙΑ στην Αθήνα Γουέλς και σε χουντικούς βασανιστές μπορεί να αναλογούσαν σε μια λογική «τιμωρού» στο όνομα του λαού, αλλά απέχουν από το να αποτελέσουν διακριτή επαναστατική στρατηγική, παρά τη μεγαλοστομία των προκηρύξεων της οργάνωσης.
Μετά το 1977 η συγκυρία αρχίζει να τροποποιείται. Ο εργατικός ριζοσπαστισμός υποχωρεί και ο εργοστασιακός συνδικαλισμός δέχεται χτυπήματα. Το ΠΑΣΟΚ διευρύνει την ηγεμονία του με το «μπλοκ της αλλαγής» και η λογική του κοινοβουλευτικού δρόμου κερδίζει έδαφος, την ίδια ώρα που η κρίση της Αριστεράς (συμπεριλαμβανομένης και της επαναστατικής) γίνεται όλο και πιο εμφανής. Ο ΕΛΑ δέχεται ένα μεγάλο χτύπημα με το θάνατο του Χρήστου Κασσίμη, ενώ την ίδια ώρα το καθεστώς σκληραίνει τη στάση του με τον αντιτρομοκρατικό νόμο 774 και την όξυνση της κρατικής καταστολής. Η μειωμένη απήχηση της πυρπόλησης των πολυκαταστημάτων το 1980 καταδεικνύει την απόσταση από τις πραγματικές διαθέσεις των λαϊκών μαζών.
Τα χρόνια της Αλλαγής - η αρχή του τέλους
Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία διαμόρφωσε ένα νέο τοπίο και για τις οργανώσεις του ένοπλου αγώνα. Και αυτό μπορούμε να το αποδώσουμε σε δύο λόγους: Ο πρώτος είναι ότι η αλλαγή του συσχετισμού δύναμης και η ηγεμόνευση των εργατικών-λαϊκών μαζών από τη στρατηγική της «αλλαγής» αντικειμενικά διαμόρφωναν ένα τοπίο διαφορετικό από τον ριζοσπαστισμό της μεταπολίτευσης. Ο δεύτερος είναι ότι ολοένα και περισσότερο η δράση των οργανώσεων αυτών απομακρυνόταν από τις διαθέσεις και τις ανάγκες των ίδιων των λαϊκών μαζών.
Οι ένοπλες οργανώσεις, αδυνατώντας να διαβάσουν σωστά τη συγκυρία και τα νέα δεδομένα, επιλέγουν να συνεχίσουν. Ωστόσο, περνάνε πια στη λογική της παραδειγματικής ενέργειας και της (φαντασίωσης) της παρέμβασης στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό διά της ένοπλης πάλης. Αυτό θα χαρακτηρίσει κατεξοχήν την πρακτική της 17Ν, που στη δεκαετία του 1980 θα θεωρήσει ότι μπορεί να παρέμβει μέσα από επιλεγμένα χτυπήματα. Η εκτέλεση Μπακογιάννη στο όνομα της «πραγματικής κάθαρσης» αποτέλεσε τη συμπύκνωση αυτής της αδιέξοδης κατεύθυνσης, ενώ ο θάνατος του Αξαρλιάν θα δείξει τα τραγικά αποτελέσματα της προνομιμοποίησης της «επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας». Έφτασε μάλιστα η 17Ν να υποστηρίξει ότι το 5% των λευκών-άκυρων στις εκλογές της 12ης Ιουνίου ’89 αποδεικνύουν το έρεισμά της στο λαό, αφού είχε προτρέψει για μαζικό λευκό-άκυρο ή αποχή! Και όλα αυτά τη στιγμή που όχι μόνο η λογική της οργάνωσης ήταν η δράση «στο όνομα του λαού» και όχι η κινητοποίηση του ίδιου του λαού, αλλά και η απεύθυνσή της ήταν κατεξοχήν σε αγωνιστές που μέσα στις αλλεπάλληλες εκδοχές της κρίσης της Αριστεράς είχαν χάσει την εμπιστοσύνη τους στη μαζική πάλη.
Στα χρόνια του ’90 - Οι δίκες του αίσχους
Από την πολιτική αλλαγή στην αλλαγή τακτικής των ένοπλων οργανώσεων μεσολάβησαν πολλά. Το πέρασμα από τη λογική του «ένοπλου βραχίονα του κινήματος» σε κλειστές ομάδες μιλιταριστικού τύπου τις αποξένωσε από ευρύτερες δυναμικές. Ταυτόχρονα αποκομμένες από το μαζικό κίνημα και εχθρικές προς τις οργανώσεις της ριζοσπαστικής και επαναστατικής αριστεράς (τις οποίες η 17Ν χαρακτήρισε «καραγκιόζηδες των Εξαρχείων») θα ακολουθήσει το δρόμο της φθοράς. Ο ΕΛΑ έχοντας σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του και ένα μεγαλύτερο βαθμό πολιτικοποίησης κήρυξε την παύση της δράσης του το 1995, συνειδητοποιώντας ότι ένας ιστορικός και πολιτικός κύκλος είχε κλείσει.
Η 17Ν θα συνεχίσει τη δράση της με διάφορους τρόπους και στόχους, όχι όμως με τον πολιτικό λόγο του παρελθόντος, ούτε βέβαια με τη βαρύτητα του συμβολισμού που έφεραν οι παλαιότερες ενέργειές της. Το ατύχημα στον Πειραιά έγραψε το τυπικό τέλος σε μια ιστορία που είχε τελειώσει αρκετό καιρό πριν. Η σε κάποιες περιπτώσεις αποκαρδιωτική στάση των μελών της στην αναμέτρηση με τον ποινικό μηχανισμό έδειξε το βάθος μιας ολόπλευρης και στρατηγικής κρίσης. Την ίδια στιγμή το πολιτικό σύστημα ήταν αποφασισμένο να ξεμπερδέψει όχι μόνο ποινικά αλλά και συμβολικά με τις αναφορές στην ένοπλη πάλη, εκβιάζοντας ταυτόχρονα «δηλώσεις νομιμοφροσύνης» από την υπόλοιπη Αριστερά. Οι εξοντωτικές ποινές, η επιμονή σε διαδικασίες-παρωδία, όπως οι δίκες του ΕΛΑ, ο μιντιακός εξευτελισμός, το γενικευμένο εμπόριο πρακτόρικων δημοσιευμάτων, η προσπάθεια συκοφάντησης και διαγραφής του αντιδικτατορικού αγώνα, έδειξαν ότι το αστικό κράτος, όταν πρόκειται να εκδικηθεί, δεν ξεχνά.
Σε αυτό το τοπίο η Αριστερά θα ταλαντευτεί. Τμήματά της θα αναδιπλωθούν σε κλασικές λογικές για «πράκτορες» και συνωμοσίες, υποτιμώντας ότι το ένοπλο, όσο τραγικά εσφαλμένο ως επιλογή κι εάν ήταν σε συγκεκριμένες περιστάσεις, ήταν ωστόσο μια υπόθεση, μια παρέκκλιση από τον κορμό της Αριστεράς. Άλλοι, θα υποκύψουν με διάφορες μορφές σε μια λογική «αποκήρυξης της βίας». Η ριζοσπαστική αριστερά, παρά τις ταλαντεύσεις της ανάμεσα σε μια αμυντική «καταγγελία» και έναν επίσης αμυντικό εγκλωβισμό στην αλληλεγγύη, υπήρξε το μόνο κομμάτι της Αριστεράς που συνδύασε τον πολιτικό διαχωρισμό με την αναγκαία αντίσταση απέναντι στον κρατικό αυταρχισμό.
Αν μένει κάτι από όλη αυτή την ιστορία, είναι ότι η ορθότητα των επιλογών δεν κρίνεται ποτέ καθαυτή, παρά μόνο μέσα στον πραγματικό συσχετισμό δύναμης και τις ιδιαιτερότητες της συγκυρίας. Η επιλογή της ένοπλης πάλης από τη μεταπολίτευση και μετά μπορεί να αποτέλεσε δραματικό διάβημα απέναντι στη ρεφορμιστική ενσωμάτωση και τη στρατηγική αμηχανία του κύριου όγκου της Αριστεράς, αλλά δεν έπαψε να είναι μια πρακτική αποκομμένη από τις δυναμικές του λαϊκού κινήματος, καταλήγοντας να είναι και αυτή ένα ακόμη ένα σύμπτωμα της κρίσης της επαναστατικής στρατηγικής. Σε τελική ανάλυση εάν κάτι πραγματικά μπορεί να τρομοκρατήσει τους αστούς είναι η εξέγερση των ίδιων των μαζών και όχι η παραδειγματική δράση κάποιων στο όνομά τους.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ