«She's a liar, liar. You can’t trust her, no, no, no», λέει αναφερόμενο στην απερχόμενη πρωθυπουργό, Τερέζα Μέυ, ένα τραγούδι μιας άσημης λονδρέζικης καλλιτεχνικής κολεκτίβας που εκτοξεύτηκε πρόσφατα μέσα σε ελάχιστες μέρες στην κορυφή των βρετανικών charts. Αν κάποιος ξεκινούσε σήμερα να παρακολουθεί την προεκλογική εκστρατεία για τις επικείμενες εκλογές της 8ης Ιουνίου στη Βρετανία από μηδενική βάση, χωρίς να γνωρίζει το παρασκήνιο και τις δημοσκοπήσεις, εύκολα θα μπορούσε εκ πρώτης όψεως να πιστέψει ότι πρόκειται για μια διεκπεραιωτική εκλογική διαδικασία που έρχεται να επισφραγίσει την κατάρρευση μιας λαομίσητης κυβέρνησης και να σημάνει μια γενναία, δυναμική προοδευτική στροφή. Ο Τζέρεμυ Κόρμπυν εμφανίζεται καθημερινά σε διαδοχικές, μαζικές, δυναμικές συγκεντρώσεις σε όλη τη χώρα, την ώρα που η Τερέζα Μέυ εμφανίζεται αποκλειστικά σε μικρές, κλειστές εκδηλώσεις, με προσεκτικά επιλεγμένο, κομματικά πιστό κοινό. Το προεκλογικό μανιφέστο των Εργατικών περιέχει σειρά προτάσεων ανακούφισης των λαϊκών στρωμάτων που έχουν γίνει δεκτές με ενθουσιασμό, ενώ το αντίστοιχο μανιφέστο των Συντηρητικών έχει προκαλέσει γι’ άλλη μία φορά την κατακραυγή με τα σκληρά μέτρα λιτότητας που προαναγγέλλει. Υπέρ του Τζέρεμυ Κόρμπυν τοποθετούνται καλλιτέχνες, επιστήμονες, εκπρόσωποι των μειονοτήτων, του κοινωνικού περιθωρίου και της νεολαίας, άνθρωποι κάθε ηλικίας που για πρώτη φορά ασχολούνται με την πολιτική – καμία τέτοια θετική είδηση δεν υπάρχει για την Τερέζα Μέυ. Οι τηλεοπτικές εμφανίσεις του Κόρμπυν γίνονται σε μεγάλο βαθμό θετικά αποδεκτές, με αποκορύφωμα το ντιμπέιτ των πολιτικών αρχηγών, στο οποίο η πρωθυπουργός αρνήθηκε να εμφανιστεί. Το κλίμα στα κοινωνικά δίκτυα είναι συντριπτικά θετικό για τους Εργατικούς και εξίσου συντριπτικά αρνητικό για τους Συντηρητικούς. Τα πάντα μοιάζουν, λίγο ή πολύ, προδιαγεγραμμένα.
Μια πιο προσεκτική ματιά όμως γρήγορα θα εντοπίσει τις παραφωνίες στην εικόνα, με πρώτες και πιο ανησυχητικές τις δηλώσεις στελεχών των Εργατικών που, άμεσα ή έμμεσα, παραδέχονται ήδη την ήττα και θέτουν εαυτούς στην πλευρά της αντιπολίτευσης. Προσπερνώντας ως φυσιολογικό τον καταιγισμό τρομοκρατίας και φιλοκυβερνητικής προπαγάνδας της πλειονότητας των ΜΜΕ, θα δει τα (λίγα) μέσα που ξεφεύγουν από την κυρίαρχη γραμμή να μιλάνε για την επόμενη μέρα της ήττας και την αναπότρεπτη μετακόρμπυν εποχή στους Εργατικούς. Θα δει τα αποτελέσματα των πρόσφατων τοπικών εκλογών που κατέγραψαν αδιαμφισβήτητα την άνοδο των Συντηρητικών ακόμα και στις πιο εχθρικές γι’ αυτούς περιοχές. Και τέλος, αναγκαστικά, θα δει τις δημοσκοπήσεις, που παρά το θεαματικά γρήγορο κλείσιμο της ψαλίδας εξακολουθούν να θυμίζουν το πραγματικό επίδικο αυτών των εκλογών: την πλήρη επικράτηση των Συντηρητικών και το τσάκισμα κάθε μορφής αντιπολίτευσης, με σκοπό τη μέγιστη εκμετάλλευση της ευκαιρίας για ριζοσπαστικές κοινωνικές και οικονομικές τομές που παρέχει το Brexit, στην πιο ακραία νεοφιλελεύθερη και αντιδραστική εκδοχή τους.
Όταν η Τερέζα Μέυ εξέπληξε τους πάντες στη Βρετανία καλώντας αιφνιδιαστικά πρόωρες εκλογές στις 18 Απριλίου, κόντρα στις επανειλημμένες δηλώσεις της για το αντίθετο, η εικόνα του πολιτικού τοπίου ήταν πολύ διαφορετική. Με τις δημοσκοπήσεις να δίνουν πάνω από 20 μονάδες προβάδισμα στους Συντηρητικούς, με τους Εργατικούς σε ιστορικό χαμηλό ποσοστό και το σύνολο του κομματικού κατεστημένου να παραμονεύει το επόμενο στραβοπάτημα του επικεφαλής για να επιχειρήσει ξανά την καθαίρεσή του, ελάχιστοι πείστηκαν για τον ισχυρισμό ότι οι εκλογές ήταν αναγκαίες για να εξασφαλίσουν την αναγκαία συναίνεση για τις διαπραγματεύσεις γύρω από την έξοδο από την Ε.Ε. Οι συμπολιτευόμενες εφημερίδες, άλλωστε, έδωσαν άμεσα το στίγμα της επίθεσης, καλώντας με πανηγυρικά πρωτοσέλιδα στο τσάκισμα των «σαμποτέρ» – στοχοποιώντας ουσιαστικά κάθε φωνή αντίδρασης στην κυβερνητική γραμμή ως αντεθνική και επικίνδυνη. Η ακραία κυνική επιλογή της Μέυ να σπαταλήσει δύο μήνες απο το εξαιρετικά περιορισμένο διάστημα των δύο ετών που διατίθεται για τις διαπραγματεύσεις σε μια εκλογική εκστρατεία, κατηγορώντας παράλληλα όλους τους υπόλοιπους για υπονόμευση των εθνικών συμφερόντων, δεν θα μπορούσε ωστόσο να περάσει απαρατήρητη.
Πίσω από την αδιάκοπη θύελλα γύρω από το πρόσωπο του Τζέρεμυ Κόρμπυν από τη μία, και τον εκφυλισμό του πολιτικού διαλόγου λόγω της κυριαρχίας του Brexit σε αυτόν από την άλλη, η διάθεση αλλαγής κέρδιζε αδιαμφισβήτητα έδαφος στη χώρα εδώ και αρκετό διάστημα. Οι ριζοσπαστικές, για τα δεδομένα της σημερινής Βρετανίας, πολιτικές προτάσεις των Εργατικών, όπως η αύξηση των ανώτερων συντελεστών φορολογίας και η κατάργηση των πανεπιστημιακών διδάκτρων, κατέγραφαν θεαματικά ποσοστά αποδοχής στις δημοσκοπήσεις σε όλα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Έτσι, η επικοινωνιακή στρατηγική των Συντηρητικών, οι οποίοι κατακεραύνωσαν το πρόγραμμα των Εργατικών από διαρροές πριν αυτό καν προλάβει να ανακοινωθεί επισήμως, ως «οπισθοδρόμηση πενήντα χρόνων» και «λίστα ευχών» οι οποίες θα υλοποιηθούν με φανταστικά λεφτά που μεγαλώνουν στα δέντρα, σίγουρα δεν πέτυχε το επιθυμητό γι’ αυτούς αποτέλεσμα. Μπορεί το πρόγραμμα αυτό να μην απηχεί σε σημεία του ούτε καν τις απόψεις που εξέφερε ο ίδιος ο Κόρμπυν στο παρελθόν –χωρίς ο ίδιος να τις απαρνείται, δηλώνοντας επανειλημμένα ότι το πρόγραμμα είναι προϊόν δημοκρατικής απόφασης και όχι η προσωπική του άποψη– αλλά υπόσχεται βαθιές τομές σε μια σειρά πεδία και επανακατοχύρωση ιστορικών θέσεων για τον κόσμο της εργασίας. Τόσο η θέσμική κατάργηση της ελαστικής εργασίας, μέσα από μέτρα όπως την απεμπόληση των συμβολαίων μηδενικών ωρών, η θέσπιση κατώτατου ωρομίσθιου στις 10 λίρες, όσο και η γενναία ενίσχυση της εμβέλειας και των δικαιωμάτων που υπόσχεται στα συνδικάτα, μαζί με μια διάφορα άλλα μέτρα σε κατεύθυνση επανακρατικοποιήσεων και επαναθεμελίωσης του διαλυμένου κοινωνικού κράτους, δημιουργούν μια πρόταση η οποία απειλεί να κλονίσει τη φαντασίωση της Μάργκαρετ Θάτσερ, που αποτελεί την εργασιακή και κοινωνική πραγματικότητα στο Ηνωμένο Βασίλειο τα τελευταία τριάντα χρόνια. Η πόλωση που δημιουργείται γύρω από το ενδεχόμενο ενός τέτοιου «ατυχήματος» είναι αναμενόμενη, ενώ ακόμα και στο ενδεχόμενο της ήττας τελικά των Εργατικών, οι μετατοπίσεις που έχουν παραχθεί μέσα από την εισβολή στον δημόσιο λόγο αιτημάτων ιστορικά και ταξικά φορτισμένων τα οποία είχαν ξεχαστεί, όπως η κρατικοποίηση των σιδηροδρόμων της χώρας, θα αποτελέσουν βέβαιο πονοκέφαλο για τους Συντηρητικούς στο άμεσο μέλλον.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση, ενώ έχει υιοθετήσει την πιο σκληρή εκδοχή του Brexit ως αυτοσκοπό, είχε εγκαταλείψει επιδεικτικά κάθε απόπειρα προσέγγισης του 48% του εκλογικού σώματος που υποστήριξε την παραμονή στην Ε.Ε., δημιουργώντας έτσι μια ιδιαίτερα υπολογίσιμη δυναμική ανατροπής του πολιτικού σκηνικού. Υπό αυτές τις συνθήκες, το χειρότερο που θα μπορούσε να κάνει η Τερέζα Μέυ θα ήταν να ταράξει με οποιονδήποτε τρόπο τα νερά, δίνοντας την παραμικρή τροφή για σκέψη που θα οδηγούσε στην αιμορραγία των υποστηρικτών της. Ακριβώς με αυτό το σκεπτικό συγκροτήθηκε η προεκλογική εκστρατεία των Συντηρητικών: ελαχιστοποίηση της δημόσιας έκθεσης και αποφυγή πάση θυσία κάθε απευθείας σύγκρουσης με τους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς, που θα τόνιζε ακόμα περισσότερο την πανθομολογούμενη παντελή αδυναμία της Μέυ να εμπλακεί σε οποιαδήποτε ευθεία, μη προσχεδιασμένη αντιπαράθεση – χαρακτηριστικό ιδιαίτερα προβληματικό, εμφανώς, για μια πολιτικό που φέρεται ως η μόνη ικανή να φέρει εις πέρας τις ιδιαίτερα σκληρές επερχόμενες διαπραγματεύσεις. Την ίδια στιγμή, η επικοινωνιακή μηχανή του κόμματος, προεκλογικά ιδιαίτερα ενισχυμένη από τους πολυάριθμους ισχυρούς υποστηρικτές του, ανέλαβε με περισσό θράσος γι’ άλλη μια φορά να πείσει τους ψηφοφόρους ότι η πραγματικότητα είναι ακριβώς η αντίστροφη από αυτή που υποδεικνύει η λογική τους – έργο αυξημένης δυσκολίας σε μια περίοδο οξυμένου ενδιαφέροντος που ακόμα και τα φώτα τής πιο φιλικά διακείμενης δημοσιότητας δεν μπορούν να αποκρύπτουν επ’ αόριστον τα γεγονότα.
Η ήδη ασυνήθιστη προεκλογική περίοδος έχει περιπλακεί αντικειμενικά ακόμα περισσότερο από τα διαδοχικά τρομοκρατικά χτυπήματα στο Μάντσεστερ και το Λονδίνο. Αν στην αντίστοιχη προεκλογική περίοδο της Γαλλίας τέτοιου είδους χτυπήματα ευνοούσαν αντικειμενικά τη Μαρίν Λεπέν, τα πράγματα στη Βρετανία είναι πολύ λιγότερο ξεκάθαρα. Τόσο η επανειλημμένη διακοπή της προεκλογικής εκστρατείας όσο και η πρόσκαιρη αλλά βίαιη μετατόπιση του δημόσιου λόγου στο πεδίο της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, εκ των πραγμάτων ευνοούν τους Συντηρητικούς, ειδικά απέναντι σε έναν επικεφαλής των Εργατικών που όχι μόνο δε φημίζεται για τη σκληρή του στάση σε τέτοια ζητήματα, αλλά πολλάκις έχει κατηγορηθεί για επιεική στάση απέναντι στην τρομοκρατία, με επίκεντρο την επίμονη άρνησή του να καταγγείλει μονομερώς τον IRA, παραβλέποντας τη δράση των αντίπαλών του φιλοβρετανικών παραστρατιωτικών ομάδων. Ωστόσο, λίγοι άνθρωποι θα μπορούσαν να είναι πιο ακατάλληλοι για τη διαχείριση μιας τέτοιας κατάστασης από την Τερέζα Μέυ, που ως υπουργός Εσωτερικών από το 2010 μέχρι το 2016 επέβλεψε την εφαρμογή της εξοντωτικής λιτότητας των Συντηρητικών στον χώρο των δυνάμεων ασφαλείας, με την απόλυση δεκάδων χιλιάδων αστυνομικών, ταυτόχρονα βέβαια με την ασφυκτική σκλήρυνση του κατασταλτικού νομικού πλαισίου. Οι επανειλημμένες εξαγγελίες συνέχισης αυτής της σκλήρυνσης, με έμφαση στον έλεγχο του διαδικτύου, σίγουρα καθησυχάζουν ορισμένα συντηρητικά αντανακλαστικά, δύσκολα όμως μπορούν να σβήσουν από τη μνήμη τις μετωπικές συγκρούσεις τής νυν πρωθυπουργού με τα συνδικάτα των αστυνομικών που κατηγορούσε για αναίτια τρομολαγνεία στο ζήτημα των απολύσεων, ελλείψει μάλιστα οποιασδήποτε σχετικής αυτοκριτικής ή προοπτικής χαλάρωσης της λιτότητας. Αντιθέτως, η προοπτική μιας αδιέξοδης περαιτέρω αυταρχικοποίησης της κοινωνίας δείχνει ξανά, για όποιον τυχόν το είχε ανάγκη, το πραγματικό πρόσωπο των συντηρητικών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η εκλογική αναμέτρηση έχει αναδείξει εκ νέου τους βαθύτατους γεωγραφικούς διαχωρισμούς, που διατηρούν ιδιαίτερη σημασία για τη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος, λόγω του εκλογικού συστήματος των 650 ανεξάρτητων μονοεδρικών περιφερειών. Στην Αγγλία οι παραδοσιακοί περιφερειακοί συσχετισμοί σε μεγάλο βαθμό διατηρούνται, με τους Εργατικούς να κρατούν τα υψηλά ποσοστά τους στα προπύργια του Λονδίνου, του Λίβερπουλ και του Μάντσεστερ, και τους Συντηρητικούς να επικρατούν στο μεγαλύτερο κομμάτι της επαρχίας, που έχει κατακτήσει το προσωνύμιο «Brexit lands». Στη Βόρεια Ιρλανδία, που παραδοσιακά βρίσκεται εκτός του κεντρικού πολιτικού παιχνιδιού, η μάχη μεταξύ των τοπικών κομμάτων αναμένεται να κρίνει το μέλλον της αποκεντρωμένης κυβέρνησης, που παραμένει ανενεργή από τις αρχές του έτους – η πλήρης κατάρρευση και η συνακόλουθη επαναφορά τής απευθείας διακυβέρνησης από το Λονδίνο, με απρόβλεπτες συνέπειες για την ειρηνευτική διαδικασία, φαντάζει πιο πιθανή από ποτέ. Η Ουαλία, επίσης προπύργιο των Εργατικών, που φαινόταν έτοιμη να αλλάξει χέρια προς τους Συντηρητικούς, δείχνει σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις να αντιστέκεται. Τέλος, στη Σκωτία, όπου το ζήτημα της ανεξαρτησίας δεν απομακρύνεται ποτέ από την ημερήσια διάταξη, οι Εργατικοί συνεχίζουν να παλεύουν για την επιβίωσή τους, ενώ η μάχη μεταξύ των Συντηρητικών και του κυβερνώντος, κεντροαριστερού Σκωτικού Ενικού Κόμματος (SNP), παρουσιάζει για πληθώρα λόγων ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως προς την επόμενη μέρα των εκλογών, πολύ μεγαλύτερο από τις άμεσες επιπτώσεις της για τη μικρή χώρα του Βορρά.
Μακριά από τις διαρκείς εσωκομματικές εξελίξεις που η εκλογή Κόρμπυν έχει προκαλέσει τα τελευταία δύο χρόνια στους Εργατικούς της Αγγλίας, ο δεξιός εκφυλισμός των Σκωτσέζων Εργατικών, με άξονα την άνευ όρων αντίθεση στην ανεξαρτησία, συνεχίζεται απρόσκοπτα. Οι πρόσφατες τοπικές εκλογές αποτέλεσαν έναν ακόμα κόμβο σε αυτή την πορεία, με τους Εργατικούς σε μια σειρά τοπικών συμβουλίων να συμμαχούν μετεκλογικά με τους Συντηρητικούς προκειμένου να εμποδίσουν την άνοδο του SNP στην εξουσία, βάζοντας έτσι απροκάλυπτα μια επικοινωνιακή μάχη πάνω από το πραγματικό πολιτικό επίδικο της ανάσχεσης της κυβερνητικής λιτότητας στο τοπικό επίπεδο. Εξίσου, η προεκλογική τους εκστρατεία για τις 8 Ιουνίου δομείται και πάλι στην αντίθεση στην ανεξαρτησία, πεδίο φυσικά πλήρως ναρκοθετημένο από την ταύτιση με τους Συντηρητικούς, παραχωρώντας έτσι πλήρως τον προοδευτικό-αντιπολιτευτικό χώρο στο SNP. Υπό αυτές τις συνθήκες, η πιθανότητα κατάκτησης περισσότερων εδρών από τους Εργατικούς, από τη μία που διαθέτουν σήμερα, θεωρείται εξαιρετικά απομακρυσμένη. Αντιθέτως, οι Συντηρητικοί, συγκεντρώνοντας σε μεγάλο βαθμό την ψήφο ενάντια στην ανεξαρτησία, αναμένεται να καταγράψουν σημαντική άνοδο. Σε μια κοντινή αναμέτρηση, ο αριθμός αυτός των εδρών είναι πιθανό να παίξει σημαντικό ρόλο – άλλωστε η σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία αποτελείται από 12 μόλις έδρες. Πιο πολύπλοκος όμως είναι ο πιθανός ρόλος των εδρών του SNP: με 56 έδρες σήμερα, αποτελεί, κατά ιδιαίτερη ειρωνία, τον πιο προφανή σύμμαχο μιας κυβέρνησης μειοψηφίας των Εργατικών.
Τόσο οι Εργατικοί όσο και το SNP, για διαφορετικούς λόγους καθένας, αρνούνται κάθε πιθανότητα επίσημης μετεκλογικής συνεργασίας. Ωστόσο, παρακάμπτοντας τον προβληματικό «μεσάζοντα» των Σκωτσέζων Εργατικών, μεταξύ της κεντρικής ηγεσίας των Εργατικών και του SNP οι γέφυρες παραμένουν έστω και διακριτικά – άλλωστε ο ίδιος ο Κόρμπυν παλιότερα έχει ταχθεί υπέρ του δικαιώματος της κυβέρνησης της Σκωτίας να διενεργήσει νέο δημοψήφισμα, προκαλώντας την απροκάλυπτη οργή του τοπικού κομματικού μηχανισμού. Στο ομολογουμένως μακρινό ενδεχόμενο οι Εργατικοί και το SNP να συγκεντρώσουν αθροιστικά τον απαιτούμενο αριθμό εδρών για να κρατήσουν δυνητικά τους Συντηρητικούς μακριά από την εξουσία, η πίεση και προς τις δύο πλευρές να προχωρήσουν σε συνεργασία θα είναι ασφυκτική και τυχόν άρνηση θα σημάνει βαρύτατο πολιτικό κόστος. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ωστόσο, δημιουργεί αλυσιδωτές επιπλοκές λόγω της διαμετρικά αντίθετης θέσης των δύο κομμάτων σε φλέγοντα ζητήματα. Πρώτον, μια προοδευτική κυβέρνηση στο Λονδίνο, με τη στήριξη μάλιστα του SNP, στερεί από το κίνημα της ανεξαρτησίας το επιχείρημα της απελευθέρωσης της Σκωτίας από τον «ζυγό» των Συντηρητικών. Δεύτερο και ίσως σημαντικότερο, οι Εργατικοί παραμένουν η μοναδική δύναμη που, έστω και με σοβαρές αντιφάσεις, επιχειρεί να περιγράψει σήμερα μια εναλλακτική, φιλολαϊκή προοπτική για τη Βρετανία εκτός της Ε.Ε. Τόσο το SNP όσο και τα μικρότερα κόμματα που θα μπορούσαν υπό προϋποθέσεις να αποτελέσουν μέρος μιας «προοδευτικής συμμαχίας», όπως οι Πράσινοι, ή να κρατήσουν με τις έδρες τους την ισορροπία στο νέο κοινοβούλιο, όπως οι Φιλελεύθεροι Δημοκρατικοί, παραμένουν ακλόνητα προσκολλημένα, με διαφορετικές αφηγήσεις, στην ακύρωση ή στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη άμβλυνση του Brexit, δημιουργώντας αντικειμενικά ερωτήματα για την ολοκλήρωση της διαδικασίας.
Πόσο πιθανή είναι λοιπόν μια ανατροπή και μια νίκη των Εργατικών στις κάλπες της 8ης Ιουνίου; Η μείωση της διαφοράς μέχρι και στο 3% σε ορισμένες από τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις δημιουργεί αντικειμενικά, έστω και συγκρατημένα, ελπίδες στο στρατόπεδο του Τζέρεμυ Κόρμπυν. Οι δημοσκοπήσεις, ωστόσο, στη Βρετανία παραδοσιακά επιφυλάσσουν δυσάρεστες εκπλήξεις στους Εργατικούς και όχι το αντίστροφο· φαινόμενο που συχνά αποδίδεται στο «σύνδρομο των ντροπαλών Τόρηδων», ανθρώπων δηλαδή που πίσω από το παραβάν στηρίζουν τους Συντηρητικούς, ντρέπονται όμως να το ομολογήσουν ακόμα και σε κάποιον άγνωστο μέσω τηλεφώνου. Παράλληλα, είναι εύλογη πλην όμως άστοχη μια παρομοίωση με προηγούμενες εκλογικές ανατροπές όπως η εκλογή Τραμπ ή το δημοψήφισμα του Brexit. Στις περιπτώσεις αυτές η ανατροπή αφορούσε πλήρως ναρκοθετημένα ερωτήματα που αποτελούσαν κατά κύριο λόγο εκφάνσεις ενδοαστικών αντιθέσεων, έστω κι αν η μία πλευρά ντύθηκε όψιμα με το μανδύα της αντίδρασης απέναντι στο εκάστοτε κατεστημένο. Στις επερχόμενες εκλογές, αντίθετα, η αστική τάξη της Βρετανίας, παρά τις όποιες παλινωδίες της γύρω από το Brexit, είναι συντριπτικά συσπειρωμένη πίσω από τον στόχο του τσακίσματος του Τζέρεμυ Κόρμπυν και της εκκαθάρισης του πολιτικού τοπίου – η «ενδοοικογενειακή» επίλυση των αντιθέσεων μπορεί να περιμένει την επόμενη μέρα των εκλογών.
Οι Συντηρητικοί ευνοούνται, τέλος, εξαιρετικά από το εκλογικό σύστημα, καθώς η κατάκτηση του μεγαλύτερου αριθμού ψήφων σε μια περιφέρεια, ανεξαρτήτως ποσοστού, είναι αρκετή για την κατάκτηση της έδρας. Πρόκειται για ένα σύστημα που αδιαμφισβήτητα αβαντάρει ένα κόμμα που έχει σε μεγάλο βαθμό πετύχει να κατοχυρωθεί ως ο μόνος γνήσιος εκπρόσωπος του Brexit, αφομοιώνοντας πλήρως την πάλαι ποτέ βάση του ακροδεξιού UKIP. Σε ένα τέτοιο δυσμενές τοπίο, όπου η συμπύκνωση του πολιτικού χρόνου και η καθαρή αντιπαράθεση πολιτικών σχεδίων βγάζει τους Εργατικούς αδιαφιλονίκητα κερδισμένους, ο σημαντικότερος παράγοντας ανατροπής δεν είναι άλλος από τη νεολαία. Στις γενιές που έχουν ενηλικιωθεί και παλέψει για το μέλλον τους μέσα σε μία από τις σκληρότερες συνθήκες λιτότητας στον δυτικό κόσμο, αλλά και σε μια ιδιαίτερα ανοιχτή και ανεκτική κοινωνία, μακριά από τα φαντάσματα του μίσους και της ξενοφοβίας που σηκώνουν ξανά κεφάλι, το προβάδισμα των Εργατικών είναι, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, δυσθεώρητο, όπως και ο αριθμός των νέων που δείχνουν για πρώτη φορά ενδιαφέρον για την πολιτική: περίπου ένα εκατομμύριο νέοι γράφτηκαν για πρώτη φορά στους εκλογικούς καταλόγους τους τελευταίους δύο μήνες. Ο βαθμός κινητοποίησης της νεολαίας, που ιστορικά σε εξίσου υψηλά ποσοστά απέχει συνήθως από τις κάλπες, είναι μία από τις πιο απρόβλεπτες μεταβλητές που μπορούν να ανατρέψουν το προσχεδιασμένο αποτέλεσμα.
Και τελικά τι πρέπει να περιμένει κανείς από την επομένη των εκλογών; Μια νίκη των Συντηρητικών, με ή χωρίς αυξημένη πλειοψηφία, αναμενόμενα θα οδηγήσει σε περαιτέρω ένταση της λιτότητας και στην απρόσκοπτη επιδίωξη μιας βαθιάς αντιλαϊκής εκδοχής του Brexit, με οριοθετημένες πλέον δυνατότητες ανακοπής της προκαθορισμένης πορείας, χωρίς αυτό να συνεπάγεται βέβαια την άνευ όρων παράδοση του λαϊκού παράγοντα. Όσο για το ενδεχόμενο μιας έκπληξης, η λέξη «ελπίδα» στην πολιτική έχει καταλήξει να θεωρείται βρόμικη – στη Δύση με την εκλογή Ομπάμα το 2008, στην Ελλάδα λίγο αργότερα με την εκλογή Τσίπρα το 2015. Ο Τζέρεμυ Κόρμπυν, ωστόσο, δεν έχει δώσει μέχρι σήμερα σημεία ομοιότητας με καμία από αυτές τις περιπτώσεις. Ως βουλευτής τα τελευταία 34 χρόνια, χωρίς το παραμικρό κομματικό αξίωμα μέχρι τη μέρα της εκλογής του στην αρχηγία των Εργατικών, συμπυκνώνει στο πρόσωπό του την ιστορία της βρετανικής ριζοσπαστικής αριστεράς, μαζί με όλες βέβαια τις παθογένειές της, με πρώτη και φανερότερη την προσκόλληση στο Εργατικό Κόμμα. Είναι δεδομένη η δυσπιστία, αν όχι η απέχθεια, απέναντι σε ένα κόμμα που η τελευταία περίοδος διακυβέρνησής του οδήγησε στην εισβολή στο Ιράκ και ελάχιστα θετικά αποτελέσματα είχε για την εξαντλημένη από τον θατσερισμό βρετανική κοινωνία. Παρ’ όλα αυτά, όσο ανέξοδο κι αν είναι να κουνάμε το δάχτυλο στη βρετανική αριστερά, που σύσσωμη έχει επιλέξει τη στήριξη του Κόρμπυν, άλλο τόσο λάθος είναι η άρνηση της ποιοτικής τομής που συνιστά η δυναμική εμφάνιση μιας πραγματικά ριζοσπαστικής, για τα δεδομένα της συγκεκριμένης κοινωνίας, πολιτικής πρότασης στο προσκήνιο – άλλωστε, η πρώην κραταιά δεξιά πτέρυγα των Εργατικών έχει φροντίσει πολλάκις να εκφράσει τη διαφοροποίησή της, δίνοντας τη δυνατότητα στον Κόρμπυν να καταστήσει σαφή στα μάτια της κοινωνίας τη ρήξη με το αμαρτωλό κομματικό παρελθόν. Η βρετανική αριστερά δεν θα κριθεί σε αυτές τις εκλογές, αλλά κρίνεται καθημερινά και θα συνεχίσει να κρίνεται στην πρακτική και στην ανοικοδόμηση των κινημάτων, μάχη στην οποία, είτε ως πρωθυπουργός είτε όχι, θα κριθεί και ο Τζέρεμυ Κόρμπυν. Σε έναν λαό όμως που μέχρι πρόσφατα στεκόταν αμήχανος μπροστά σε μία από τις πιο κρίσιμες περιόδους της ιστορίας του, υπό την ασφυκτική ηγεμονία του σκληρότερου νεοφιλελευθερισμού, οι εκλογές της 8ης Ιουνίου και η ανέλπιστη ανάδειξη σε αυτές μιας εναλλακτικής προοπτικής έδωσαν, προσώρας, ξανά τη δυνατότητα να ελπίζει.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ