Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί την καταληκτική υποενότητα ενός εκτενέστερου κειμένου του Ετιέν Μπαλιμπάρ, υπό τον τίτλο «Η διόρθωση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου». Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα κείμενα του Μπαλιμπάρ κατά τη δεκαετία του 1970 (δημοσιεύτηκε το 1972) και αποτελεί ουσιαστικά ένα σημείο αφετηρίας για αρκετές από τις κατοπινές μελέτες του Μπαλιμπάρ (μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’80) με αντικείμενο την «προλεταριακή πολιτική». Χρειάζονται ορισμένες επισημάνσεις: το κείμενο «Η διόρθωση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου» μελετά τις διορθώσεις που υφίσταται το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Τέτοιες διορθώσεις εμφανίζονται κυρίως στους προλόγους που συντάσσουν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, αλλά και σε άλλα κείμενα όπως ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία. Κατά τον Μπαλιμπάρ, η σημαντικότερη διόρθωση εμφανίζεται στον πρόλογο του 1872 και αποτελεί άμεσο αποτέλεσμα του εγχειρήματος της παρισινής Κομμούνας. Λένε εκεί οι Μαρξ και Ένγκελς: «Η Κομμούνα, ιδίως, απέδειξε ότι δεν μπορεί ‘η εργατική τάξη να πάρει στα χέρια της την έτοιμη κρατική μηχανή και να τη θέσει σε λειτουργία για τους δικούς της σκοπούς’». Το εντός εισαγωγικών απόσπασμα παραπέμπει στον Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία, και σε αυτό κυρίως επικεντρώνεται ο Μπαλιμπάρ (ο οποίος επισημαίνει επίσης τις συχνές αναφορές του Κράτος και επανάσταση σε αυτόν τον πρόλογο), διερευνώντας τους μετασχηματισμούς που εμφανίζονται (σχηματικά από τη στιγμή που γράφεται το Κομμουνιστικό Μανιφέστο μέχρι την επομένη της Κομμούνας) στην προβληματική του Μαρξ και του Ένγκελς. Δύο σημεία αναδεικνύει κυρίως ο Μπαλιμπάρ: αφενός τη σημασία που έχει η διάκριση ανάμεσα στην κρατική εξουσία και τον κρατικό μηχανισμό (σημείο εξαιρετικά επίκαιρο καθότι αν διαβαστεί με σημερινούς όρους αποδομεί κάθε συλλογιστική του τύπου «να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία»), αφετέρου τη «νέα πρακτική της πολιτικής» που παρουσιάζεται σε αυτή τη βάση. Ο Μπαλιμπάρ διερευνά αυτή τη «νέα πρακτική της πολιτικής» (η οποία παραπέμπει στη «νέα πρακτική της φιλοσοφίας», κατά Αλτουσέρ) με βάση το προλεταριακό κράτος που θα είναι ταυτόχρονα κράτος και μη κράτος (όπως εξηγεί ο Λένιν στο Κράτος και επανάσταση). Αυτή ακριβώς είναι η κεφαλαιώδης διόρθωση που επιφέρουν τόσο ο Μαρξ με τον Ένγκελς αρχικά, όσο και ο Λένιν στη συνέχεια στο κείμενο του Κομμουνιστικού Μανιφέστου: δεν αρκεί η εργατική τάξη να κατακτήσει το κράτος, πρέπει επίσης αυτό το κράτος να είναι ταυτόχρονα κάτι διαφορετικό από κράτος, ένα μη κράτος. Πώς μπορεί όμως ένα κράτος να είναι ταυτόχρονα «μη κράτος»; Η απορία που προκύπτει σε επίπεδο λογικής αποτελεί κατά τον Μπαλιμπάρ ένδειξη ενός ριζικού μετασχηματισμού της έννοιας της πολιτικής που είναι διπλά ενδιαφέρουσα, καθότι δεν αφορά μόνο την επομένη της επανάστασης αλλά και την προετοιμασία της.
----------------------
Πρέπει να διασαφηνίσουμε, περιοριζόμενοι για λόγους αρχής στα ίδια πάντα κείμενα, αυτήν την ιδέα για ένα κράτος που είναι ήδη επίσης ένα «μη κράτος», σε συνάρτηση με τη διάκριση ανάμεσα στην κρατική εξουσία και τον κρατικό μηχανισμό.
Είναι γνωστό ότι η συγκεκριμένη ιδέα δεν έπαψε ποτέ να φαίνεται κυριολεκτικά παράλογη στην αστική πολιτική ιδεολογία, ακόμα κι όταν αυτή προσποιείται ότι αντιλαμβάνεται, με αφηρημένους όρους, την ιδέα περί ενός τέλους του κράτους. Είτε το κράτος υπάρχει και λειτουργεί είτε δεν υπάρχει: ανάμεσα στους δύο όρους αυτού του «διαζευκτικού δίπολου», η αστική ιδεολογία δεν βλέπει να υπάρχει χώρος παρά για «ενδιάμεσες λύσεις», για μια ενδιάμεση κατάσταση ανάμεσα στο κράτος και το μη κράτος, με την έννοια μιας συνεχούς και σταδιακής διαβάθμισης (ή μάλλον αποσύνθεσης). Αν όμως το «μη κράτος» είναι απλώς ο βαθμός μηδέν στον οποίο τείνει η αποσύνθεση του κράτους, με άλλα λόγια, αν έχουμε πάντα έναν μόνο όρο, δηλαδή το ίδιο το κράτος, τότε η διατύπωση του Μαρξ είναι όντως αδιανόητη, κάτι σαν λογοπαίγνιο ή ανοησία. Από αυτήν ακριβώς την απορία, που άπτεται της «λογικής», μας επιτρέπει να βγούμε η νέα διάκριση που προτείνει ο Μαρξ.
Πράγματι, τι αποδεικνύει η Κομμούνα «μόνο και μόνο με την ύπαρξη και τη δράση της», όπως παρατηρεί ο Μαρξ στον Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία; Αν υπάρχει ένα κράτος που είναι ήδη σε έναν βαθμό κάτι διαφορετικό από ένα κράτος, ένα «μη κράτος», ο λόγος δεν είναι προφανώς ότι η κρατική εξουσία του προλεταριάτου έχει αποδυναμωθεί και ότι τείνει να εξαλειφθεί. Αντιθέτως, ενδυναμώνεται και πρέπει να συνεχίσει να ενδυναμώνεται κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του προλεταριάτου. Αλλά αυτό συμβαίνει στον βαθμό που ο κρατικός μηχανισμός δεν είναι ήδη πλέον ένας κρατικός μηχανισμός με την έννοια που τον είχε τελειοποιήσει όλη η προηγούμενη ιστορία και με την έννοια που η ταξική πάλη δεν σταματά να ενισχύει αυτήν την τάση. Διότι ο «ένοπλος λαός» (που προφανώς δεν πρέπει να συγχέεται με την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία), όπως επίσης η κατάργηση της υπαλληλοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού, σηματοδοτούν το τέλος του εξειδικευμένου χαρακτήρα και του διαχωρισμού που χαρακτηρίζουν τον κρατικό μηχανισμό.
Κατά συνέπεια, ενώ καθόλη τη διάρκεια της προηγούμενης ιστορίας, η ενδυνάμωση της κρατικής εξουσίας μιας τάξης είχε πάντα ως υλική προϋπόθεση την ενδυνάμωση του κρατικού μηχανισμού, εμφανίζεται για πρώτη φορά μια εντελώς αντίθετη κατάσταση: η ενδυνάμωση της κρατικής εξουσίας προϋποθέτει την αποδυνάμωση του κρατικού μηχανισμού ή ακριβέστερα τον αγώνα ενάντια στην ύπαρξη του κρατικού μηχανισμού.
Μπορούμε να εκφράσουμε με μια γενική μορφή το γεγονός που ανακαλύπτεται κατ’ αυτόν τον τρόπο: οι εκμεταλλεύτριες τάξεις και η εκμεταλλευόμενη τάξη η οποία, για πρώτη φορά στην ιστορία και λόγω της θέσης που καταλαμβάνει στην παραγωγή, είναι σε θέση να πάρει την εξουσία για λογαριασμό της, δεν μπορούν να ασκήσουν την εξουσία τους (για την ακρίβεια, την απόλυτη εξουσία τους: τη «δικτατορία» τους) με τα ίδια μέσα και συνεπώς τις ίδιες μορφές. Δεν μπορούν, όχι λόγω μιας ηθικής αδυνατότητας, αλλά λόγω μιας υλικής αδυνατότητας: η μηχανή του κράτους δεν λειτουργεί «για τους σκοπούς» της εργατικής τάξης. Είτε δεν λειτουργεί καθόλου, είτε λειτουργεί για λογαριασμό κάποιου άλλου, ο οποίος δεν μπορεί να είναι άλλος από τον ταξικό αντίπαλο. Το προλεταριάτο δεν έχει τη δυνατότητα να κατακτήσει και στη συνέχεια να κρατήσει και να ασκήσει την πολιτική εξουσία αν χρησιμοποιεί ένα εργαλείο ανάλογο με εκείνο που χρησιμοποιούσαν οι κυρίαρχες τάξεις, γιατί τότε χάνει αναγκαστικά την πολιτική εξουσία με τη μία ή την άλλη μορφή, «βίαιη» ή «ειρηνική».
Όμως, αυτός ο επαναστατικός μετασχηματισμός έχει μια διττή προϋπόθεση, που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε με ποιον τρόπο μπορεί να συμβάλει άμεσα στον μετασχηματισμό των παραγωγικών σχέσεων, ο οποίος θα οδηγήσει στην εξαφάνιση της εκμετάλλευσης της εργασίας:
1. Η πρώτη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη, δίπλα στον κρατικό μηχανισμό, πολιτικών οργανώσεων νέου τύπου, μαζικών πολιτικών οργανώσεων, πολιτικών οργανώσεων των εργαζομένων που ελέγχουν και υποτάσσουν τον κρατικό μηχανισμό, ακόμα και υπό τη νέα μορφή του. Οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι και οι υπάλληλοι από τους οποίους δεν μπορούμε να απαλλαγούμε εξαρχής είναι, σύμφωνα με τους όρους του Μαρξ, «άμεσα υπόλογοι και ανακλητοί» ενώπιον τέτοιων ακριβώς οργανώσεων. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι υπόλογοι ενώπιον ατόμων, ακόμα κι αν πρόκειται για εργαζόμενους που νοούνται ως επιμέρους άτομα. Αυτές οι οργανώσεις εκπροσωπούνταν στην Κομμούνα υπό πρωτόλεια μορφή, από «συλλόγους» των εργαζομένων-στρατιωτών και των οικογενειών τους. Σκιαγραφείται έτσι η πραγματική οργάνωση της «πλειοψηφίας» που τείνει να καταργήσει το σύστημα «εκπροσώπησης» του λαού, αυτό το πήγαινε-έλα από τους εκπροσώπους της κυρίαρχης τάξης στους εκπροσώπους «της κοινωνίας» εντός του κρατικού μηχανισμού.
2. Αλλά η δεύτερη προϋπόθεση είναι ακόμα πιο σημαντική, διότι θέτει τους όρους για την ύπαρξη της προηγούμενης: είναι η διείσδυση της πρακτικής πολιτικής στη σφαίρα της «εργασίας», της παραγωγής. Με άλλα λόγια, το τέλος του απόλυτου διαχωρισμού, που έχει αναπτυχθεί από τον ίδιο τον καπιταλισμό, ανάμεσα στην «πολιτική» και την «οικονομία». Όχι με την έννοια μιας «οικονομικής πολιτικής», πράγμα καθόλου καινούριο, ούτε επίσης με τη μεταβίβαση της πολιτικής εξουσίας στους εργαζόμενους, αλλά, για να μπορούν ακριβώς να ασκούν την πολιτική εξουσία ως εργαζόμενοι, και χωρίς να πάψουν να είναι εργαζόμενοι, με τη μεταβίβαση ενός ολόκληρου μέρους της πολιτικής πρακτικής μέσα στη σφαίρα της παραγωγής. Μπορούμε επομένως να συμπεράνουμε ότι η εργασία, και πριν από αυτήν οι κοινωνικές προϋποθέσεις της, γίνεται όχι μόνο μια «κοινωνικά χρήσιμη» και «κοινωνικά οργανωμένη» πρακτική, αλλά μια πολιτική πρακτική. Θα επανέλθω σε αυτό το σημείο αμέσως μετά.
Μπορούμε τώρα να επιστρέψουμε για τελευταία φορά στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, για να αντλήσουμε τις συνέπειες αυτών των νέων προτάσεων. Θα μπορούσε ίσως κανείς, διαβάζοντας αποκλειστικά το Μανιφέστο να προβεί σε μια συγκεκριμένη ερμηνεία με βάση τον ορισμό του κράτους ως «οργάνωσης της κυρίαρχης τάξης», αν τουλάχιστον παραμέριζε ορισμένες «δυσκολίες» που προκύπτουν από τις εξηγήσεις του Μαρξ. Αυτή η ερμηνεία θα παρέπεμπε στην αναλογία, στον παραλληλισμό ανάμεσα στην αστική επανάσταση και την προλεταριακή επανάσταση, και μάλιστα ανάμεσα στην ανάπτυξη της αστικής τάξης εντός της φεουδαρχικής κοινωνίας και στην ανάπτυξη του προλεταριάτου εντός της αστικής κοινωνίας («Παρακολουθούμε σήμερα μια ανάλογη διαδικασία […], τα όπλα που χρησιμοποίησε η αστική τάξη για να γκρεμίσει τη φεουδαρχία στρέφονται τούτη τη φορά ενάντια στην ίδια την αστική τάξη»). Αυτή η αναλογία είναι απολύτως τυπική, έχει μόνο μεταβατική και παιδαγωγική λειτουργία. Και μάλιστα, όπως κάθε παιδαγωγικό τέχνασμα, μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Στην πραγματικότητα, πίσω από αυτήν την αναλογία, δεν υπάρχει ούτε κάποιος παραλληλισμός ούτε κάποια συμμετρία, αλλά μια ολοκληρωτική αντίθεση και ασυμμετρία. Ειδικότερα, ενώ η αστική τάξη κατακτά ιστορικά την πολιτική εξουσία αναγκάζοντας αρχικά τη φεουδαρχία να την αποδεχτεί στον φεουδαρχικό κρατικό μηχανισμό, στο πλάι της (με αυτόν τον τρόπον ερμήνευαν ήδη ο Μαρξ και ο Ένγκελς, στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, την απόλυτη μοναρχία), το προλεταριάτο δεν μπορεί ποτέ να ελέγξει τον υφιστάμενο κρατικό μηχανισμό, όπως ακριβώς δεν μπορεί, σε συνθήκες κυριαρχίας της αστικής τάξης, να κατακτήσει σταδιακά μια θέση σε αυτόν.
Παραδόξως, το Μανιφέστο, χωρίς τη διόρθωσή του, θα μπορούσε να οδηγήσει στην ιδέα ενός αστικού κράτους («η αστική τάξη οργανωμένη σε κυρίαρχη τάξη») και ενός προλεταριακού κράτους («το προλεταριάτο οργανωμένο σε κυρίαρχη τάξη»), που θα ήταν βέβαια διακριτά, αντιτιθέμενα σε σχέση με τις κοινωνικές βάσεις και τις πολιτικές που ακολουθούν, έχοντας όμως μια κοινή καταστατική αρχή (με την έννοια ενός γενικού ορισμού ή ουσίας): την απλή «οργάνωση σε κυρίαρχη τάξη».
Βλέπουμε, αντιθέτως, ότι η αστική τάξη «οργανώνεται σε κυρίαρχη τάξη» μόνο εφόσον αναπτύσσει τον κρατικό μηχανισμό. Και ότι το προλεταριάτο «οργανώνεται σε κυρίαρχη τάξη» μόνο εφόσον επιτυγχάνει να εμφανιστούν πλάι στον κρατικό μηχανισμό, και εναντίον του, εντελώς διαφορετικές πολιτικές μορφές πρακτικής και οργάνωσης: συνεπώς, στην πραγματικότητα, καταστρέφοντας τον υφιστάμενο κρατικό μηχανισμό, όχι όμως για να τον αντικαταστήσει απλώς με έναν άλλο μηχανισμό, αλλά από ένα σύνολο που απαρτίζεται από έναν άλλο κρατικό μηχανισμό και από κάτι άλλο που δεν θα είναι ένας κρατικός μηχανισμός. Στη δικτατορία του προλεταριάτου, η καταστολή, που είναι σύμφυτη σε κάθε κράτος (ακόμα και στη δημοκρατία, όπως επιμένει ο Μαρξ) δεν ασκείται ούτε μόνο ούτε κατ’ ουσίαν από έναν εξειδικευμένο (κατασταλτικό) μηχανισμό (γεγονός στο οποίο αναφέρεται ο Λένιν μιλώντας για «το τέλος της ειδικής εξουσίας της καταστολής»). Αλλά ασκείται επίσης, ολοένα και περισσότερο, και κατ’ ουσίαν, από μια «γενική» εξουσία: από τις οργανωμένες μάζες των εργαζομένων που καθοδηγούνται από το προλεταριάτο. Και ομοίως, ασφαλώς, η συγκέντρωση των μέσων παραγωγής «στα χέρια του κράτους» δεν σημαίνει ότι συγκεντρώνονται στα χέρια του κρατικού μηχανισμού, ακόμα κι αν αυτός τελεί υπό την κυριαρχία του προλεταριάτου. Παράλληλα με αυτή τη συγκέντρωση (που αρχικά έχει νομικό χαρακτήρα), και σε αντίθεση προς αυτήν, συγκροτείται επίσης μια συγκέντρωση νέου τύπου, που προκύπτει από την οργάνωση των ίδιων των εργαζομένων.
Γίνεται επομένως κατανοητό, για να επιστρέψουμε στο ερώτημα που θέσαμε προηγουμένως, ότι «ένα κράτος που είναι ήδη επίσης ένα μη κράτος» δεν είναι κάτι ενδιάμεσο ανάμεσα στην ύπαρξη του κράτους και την εξαφάνισή του, ως στιγμή μιας απλής αποσύνθεσης. Είναι αντιθέτως μια αντιφατική πραγματικότητα. Και τούτο διότι δεν έχουμε να κάνουμε με έναν μόνο όρο, αλλά με δύο. Το «μη κράτος» δεν είναι απλώς το μηδέν, η απουσία του κράτους: είναι η θετική παρουσία ενός άλλου όρου. Μέσω αυτού του όρου δεν περιγράφεται ο προοδευτικός εκφυλισμός του κράτους, αλλά ο (πολιτικός) αγώνας ενάντια στο κράτος και τα μέσα αυτού του αγώνα.
Καθώς ο Μαρξ διατύπωνε αυτά τα συμπεράσματα, ανέλυε και παρουσίαζε απλώς την πραγματική τάση που φανέρωναν οι αγώνες της Κομμούνας. Δεν κατασκεύαζε κάποια «λύση» προεξοφλώντας το μέλλον. Αρκούσε όμως αυτό για να οριστούν επίσης ορισμένα άμεσα καθήκοντα. Πρώτο μεταξύ αυτών, η οργάνωση του κόμματος του προλεταριάτου, στο εσωτερικό του οποίου, πριν ακόμα την κομμουνιστική επανάσταση, και για να είναι αυτή δυνατή, πρέπει ήδη να συνυπάρχουν αυτές οι δύο αντιφατικές τάσεις. Έτσι εξηγείται ο συνεχής αγώνας που διεξήγαγαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς προκειμένου να μην είναι η σοσιαλδημοκρατία μόνο ένα μέρος του υπάρχοντος πολιτικού μηχανισμού (γεγονός αναπόφευκτο), αλλά επίσης κάτι άλλο καθ’ ολοκληρίαν διαφορετικό. Αυτός ο αγώνας, που προαναγγέλλει τον αγώνα του Λένιν, θα απαιτούσε ασφαλώς από μόνος του μια εκτενή ανάλυση.
Μπορούμε συνεπώς, για να κλείσουμε με ένα σημερινό πρόβλημα, να επανέλθουμε στο ζήτημα που επισημάναμε προηγουμένως, αναφορικά με την ιδέα του Μανιφέστου (και του Αντι-Ντύρινγκ) περί του «τέλους της πολιτικής».
Τι μπορεί να σημαίνει τώρα αυτή η ιδέα; Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι παραμένει αναπόφευκτα εν μέρει ασαφής, όπως οτιδήποτε αφορά τις μελλοντικές τάσεις του ιστορικού κινήματος του προλεταριάτου. Στην πραγματικότητα, το συγκεκριμένο περιεχόμενο αυτής της ιδέας δεν βρίσκεται παρά στην αναγνώριση της παροντικής μορφής αυτών των τάσεων. Δεν πρόκειται για προφητεία. Όταν ο Μαρξ, για να περιοριστούμε σε αυτόν, μιλά για το μέλλον, μιλά επίσης και πρωτίστως για το παρόν, ενίοτε μάλιστα για το πλέον άμεσο παρόν μας. Αυτός είναι ο λόγος που η ανάλυση την οποία παρουσιάζει για την ιστορική τάση επηρεάζει την πρακτική.
Με ποιον τρόπο παρουσιάζεται όμως το ζήτημα του «τέλους της πολιτικής», αν ακολουθήσουμε τις αναλύσεις του Μαρξ και τον μετασχηματισμό τους; Το 1847, ο Μαρξ και ο Ένγκελς εξηγούν ότι το τέλος του κράτους (η εξάλειψή του) συνεπάγεται το τέλος της πολιτικής. Λογικά, αν (όπως αποδεικνύει η Κομμούνα) το τέλος του κράτους ξεκινά αμέσως, και αν αυτό το «τέλος» δεν συνιστά μια διαφορά βαθμού, αλλά τον αντιφατικό συνδυασμό δύο αντιτιθέμενων τάσεων, τότε το «τέλος» της πολιτικής πρέπει κι αυτό επίσης να «ξεκινήσει» ευθύς αμέσως. Ωστόσο, η πραγματική τάση, που διαγραφόταν ήδη στην Κομμούνα, είναι εντελώς διαφορετική: είναι η συγκρότηση, αρχικά διστακτική και εύθραυστη, μιας άλλης μορφής «πολιτικής».
Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Το συμπέρασμα που προκύπτει δεν είναι ότι η Κομμούνα αποκάλυψε πως η πολιτική πρακτική δεν αναγόταν στη λειτουργία του κράτους. Τουναντίον, αναγόταν πραγματικά σε αυτήν. Δεν υπήρχε ιστορική ύπαρξη για την πολιτική πρακτική έξω από τις καθορισμένες υλικές συνθήκες της: το κράτος, τις μορφές του κρατικού μηχανισμού, οι οποίες αναπτύχθηκαν και «τελειοποιήθηκαν» από τον καπιταλισμό. Γι’ αυτό ακριβώς το προλεταριάτο δεν έχει άλλο τρόπο να φτάσει σε μια νέα πρακτική της πολιτικής, στην οποία οδηγεί η ιστορική δράση του, παρά αν διεισδύσει στο έδαφος του κράτους και του κρατικού μηχανισμού. Διεισδύει όμως εκεί με αφετηρία την ταξική του βάση και την ταξική του ενότητα, απ’ όπου δεν απομακρύνεται εντούτοις ποτέ (η υλική παραγωγή, η εμπειρία της παραγωγής και η οργάνωση στην παραγωγή), για να αντιπαλέψει την κυρίαρχη τάξη τόσο με τα όπλα της (που «μεταστρέφονται εναντίον της») όσο και με νέα όπλα, που δεν έχουν καμία σχέση με τα όπλα της αστικής τάξης. Ιδού η ριζική καινοτομία αυτής της κατάστασης: η πολιτική που τελείται από τους παραγωγούς, η κρατική εξουσία που τίθεται στο στόχαστρο, κατακτάται και ακολούθως ασκείται από τους παραγωγούς.
Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι η πραγματική τάση την οποία επισημαίνει ο Μαρξ δεν είναι επίσης μια απλή τάση, αλλά μια σύνθετη τάση:
- αφενός, είναι η τάση προς την καταστροφή του κράτους, συνεπώς η τάση προς την εξαφάνιση της πολιτικής καθόσον αυτή ταυτίζεται με την πάλη των τάξεων η οποία αποσκοπεί στο κράτος και διεξάγεται εντός του κράτους,
- αλλά είναι επίσης η τάση προς τη συγκρότηση μιας νέας μορφής «πολιτικής», ή ορθότερα μιας νέας πρακτικής της πολιτικής, μολονότι καθοδηγείται αναγκαστικά στην αρχή από τις προσταγές της ταξικής πάλης, αφού συγκροτείται ενάντια στο κράτος και σε σχέση με αυτό. Και τούτη η δεύτερη τάση είναι η συνθήκη υλοποίησης της πρώτης, δεδομένου ότι μόνον αυτή αντιπροσωπεύει την ιστορική πρωτοτυπία του προλεταριάτου με θετικούς όρους και του προσφέρει τα μέσα για να αγωνιστεί.
Εξ'ου και το τελευταίο ερώτημα: τι αποδεικνύει ότι αυτή η δεύτερη τάση είναι μόνο «μεταβατική», ότι δεν έχει μέλλον; Αν ο κομμουνισμός δεν είναι ένα ιδεώδες, αλλά το αποτέλεσμα ενός κινήματος και μιας πρακτικής του παρόντος, δεν θα πρέπει να πούμε αντιθέτως ότι το προλεταριάτο προσανατολίζεται προς έναν μετασχηματισμό της φύσης της «πολιτικής» και της πρακτικής της; Όχι δηλαδή, όπως υποστηρίζεται συχνά από πολλούς, με τη βοήθεια μιας άκρως βεβιασμένης ανάγνωσης αυτών των κειμένων, προς μια «εξαφάνιση της πολιτικής προς όφελος της οικονομίας», της «αμιγώς τεχνικής» οργάνωσης της παραγωγής κ.λπ. (γεγονός που μαρτυρά τελικώς ότι περιοριζόμαστε σε μια αστική αντίληψη, τόσο για την πολιτική όσο και για την οικονομία), αλλά αντιθέτως προς έναν μετασχηματισμό της οικονομίας, της πρακτικής της παραγωγής, σε άμεσα πολιτικό καθήκον;
Δεν μπορούμε να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα βασιζόμενοι αποκλειστικά σε κείμενα του Μαρξ, στα οποία θέλησα να περιοριστώ. Μπορούμε όμως να επιβεβαιώσουμε τη βασιμότητα του ερωτήματος, κάνοντας απλώς την ακόλουθη παρατήρηση.
Τι σημαίνει η ιδέα της «διαχείρισης των πραγμάτων» , η οποία επιφορτίζεται να εξηγήσει το «τέλος της πολιτικής»; Αυτή η ιδέα έχει ένα πασίγνωστο θετικό περιεχόμενο: περιγράφει την κατοχή, την ιδιοποίηση της παραγωγής από τους ίδιους τους παραγωγούς, σε αντίθεση με την αποστέρηση των παραγωγών και την «αναρχία της παραγωγής» που βασιλεύει στη σημερινή κοινωνία. Αλλά, πλάι σε αυτό το θετικό περιεχόμενο, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι προτείνει μια διφορούμενη διατύπωση, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Καθότι αυτή η διατύπωση εδράζεται καθ’ ολοκληρίαν στη αστική νομική αντινομία των «προσώπων» και των «πραγμάτων», δηλαδή στην ιδεολογία που ενέχουν η εμπορευματική κυκλοφορία και η λειτουργία του κράτους. Αντιπαραβάλλοντας τη «διακυβέρνηση των προσώπων» προς τη «διαχείριση των πραγμάτων», αυτή η διατύπωση, αν απομονωθεί και νοηθεί κατά γράμμα, θα κατέληγε έτσι σε ένα διπλά αντιφατικό αποτέλεσμα με τον ιστορικό υλισμό:
- θα αντικαθιστούσε, σε ό,τι αφορά την ανάλυση του κράτους, την πραγματική καταγωγή του από την ταξική πάλη με την ψευδαίσθηση που προκύπτει από τη λειτουργία του (την αποκλειστική σχέση με τα άτομα, με τα πρόσωπα),
- θα υπονοούσε ότι η κομμουνιστική παραγωγή είναι μια παραγωγή έξω από κάθε είδους κοινωνικές σχέσεις παραγωγής, μια παραγωγή που «ανάγεται» στην εργασιακή δραστηριότητα, στη δράση των ελεύθερα συνεταιρισμένων ατόμων επί της φύσης. Η ιδέα της κατάργησης της εκμετάλλευσης (των τάξεων), θα αντικαθιστούνταν έτσι ακούσια από την ιδέα της κατάργησης των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής εν γένει, γεγονός που θα μας οδηγούσε πάλι πίσω στο παλαιό όνειρο μιας επιστροφής στη φυσική κατάσταση.
Το κενό ακριβώς μιας τέτοιας αναπαράστασης μπορεί να επιβεβαιώσει τη βασιμότητα του ερωτήματός μας, αναγκάζοντάς μας να φτάσουμε μέχρι αυτό το σημείο τη διόρθωση του Μανιφέστου, και να μας προτρέψει να στραφούμε στην εμπειρία των σημερινών και των αυριανών σοσιαλιστικών επαναστάσεων, για να ανακαλύψουμε εκεί τις συγκεκριμένες μορφές μέσω των οποίων η συγκρότηση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής χρησιμοποιεί και αναπτύσσει την προλεταριακή πολιτική.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ