Περιοδικό Εκτός Γραμμής, Τεύχος 23 / Μάιος 2009
Η εφαρμογή της διαλεκτικής, μολονότι συνήθως απλή, δεν είναι πάντα εύκολη. Ιδιαίτερα όταν αυτό αφορά στην ερμηνεία και αντιμετώπιση κοινωνικών φαινομένων ατομικής ψυχολογίας ή συμπεριφοράς. Και τούτο γιατί ενώ η μαρξιστική παράδοση έχει σημαντική παρακαταθήκη στην θεωρητική προσέγγιση μαζικών κοινωνικών φαινομένων, δεν ισχύει το ίδιο για το ατομικό επίπεδο και τα κίνητρα, τις αιτίες και τις διαδρομές των υποκειμένων σε μικρο-κλίμακα. Όπως, δε, συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, τα κενά στην επιστημονική-θεωρητική προσέγγιση του κόσμου τα καλύπτει συχνά η αστική ιδεολογία. Αναλόγως, μάλιστα, το επίπεδο αφαίρεσης του λόγου που αρθρώνεται για τα φαινόμενα αυτά, η καταφυγή στην αστική ιδεολογία μπορεί να γίνεται είτε στο επίπεδο της επιστημονικής θεωρίας (όπου το αντιδάνειο γίνεται από τις υφιστάμενες θεωρίες του ηγεμονικού επιστημονικού παραδείγματος) είτε στο επίπεδο του κοινού νου (οπότε και τα θεωρητικά κενά του μαρξισμού καλύπτονται από τις διηγήσεις της γιαγιάς μας).
Κάπως έτσι, λοιπόν, δέχθηκε και η μικρή μας αριστερά, αλλά και η μικρή μας ιντελλιγκέντσια, την τραγική υπόθεση του 19χρονου στις σχολές του ΟΑΕΔ στο Ρέντη. Με το που έγινε γνωστό το γεγονός, πλήθος «ειδικών» κατέκλυσαν τα παράθυρα των καναλιών, ενώ οι εφημερίδες γέμισαν αντίστοιχες επιφυλλίδες και σχόλια: «κοινωνικά αποκλεισμένος» ή «ψυχωτικός» ο δράστης, φταίει η κοινωνία (η κακούργα), ο μιμητισμός («εισαγομένων», που είπε και η κυβέρνησή μας) ξένων προτύπων, οι εκπαιδευτικοί (που «δεν επισήμαναν ότι το παιδί είχε ψυχολογικά προβλήματα»), η οικογένεια (που «δεν το πρόσεξε») ή η ατομική του ψυχοπαθολογία.
Κι ακόμα, τι πρέπει να γίνει; Να πάψουμε να αναμεταδίδουμε ειδήσεις από αντίστοιχες περιστάσεις της αλλοδαπής (κάτι σαν προστατευτισμός της πληροφορίας), να μπουν ψυχολόγοι στα σχολεία όπως έσπευσε να προτείνει το ΠΑΣΟΚ (αλλά γιατί όχι και σε κάθε εργασιακό χώρο, χώρο εστίασης, ψυχαγωγίας ή, γενικότερα συναγελασμού ανθρώπων), να ερευνηθεί και να ελεγχθεί περισσότερο η παράνομη διακίνηση όπλων όπως είπε το ΛΑΟΣ (που, όμως, αμέσως μετά το μετάνιωσε και το «μπουρδούκλωσε», αναλογιζόμενο, πιθανότατα, με θαυμασμό το κοινωνικό και πολιτικό έργο της National Rifle Association στις ΗΠΑ που αποτελεί επί δεκαετίες το μετερίζι της πολιτικής και κοινωνικής ακροδεξιάς με σημαία την πλήρη ελευθερία της οπλοκατοχής), να πηγαίνουμε τα παιδιά στον ψυχίατρο «με το καλημέρα», ιδιαίτερα στην εφηβεία (!), όπως εμμέσως πλην σαφώς σύστησαν οι γνωστοί τηλε-ψυχίατροι (αναλογιζόμενοι, ίσως, και τα ιατρεία τους) ή να αναιρεθούν τα αίτια του κοινωνικού αποκλεισμού των νέων (και επαναπατριζομένων) όπως ούτε λίγο ούτε πολύ ζήτησαν ποικίλλων αποχρώσεων διανοητές των κοινωνικών επιστημών.
Αυτά και άλλα πολλά αντίστοιχα αναλύθηκαν στα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα του αστικού τύπου, αλλά πολύ περισσότερο σε εκείνα που ομνύουν στην υπόθεση της αριστεράς ή της επανάστασης. Είναι εντυπωσιακό πως σε αυτή την τραγική περίσταση, όσοι τοποθετούνταν στο όνομα μιας αριστερής (από αριστερούλικης έως καρα-επαναστατικής) σκοπιάς επέμεναν πως το ζήτημα είναι οι κοινωνικές αιτίες, ο αποκλεισμός, η φτώχεια και η έλλειψη προοπτικής της νεολαίας, κατακεραυνώνοντας ταυτόχρονα όλους όσους έθεταν την υποψία μιας ατομικής ψυχοπαθολογίας στην συγκεκριμένη περίπτωση ως συνεργούς συγκάλυψης των ευθυνών της κοινωνίας και του παρόντος συστήματος.
Βεβαίως, όλα αυτά πολύ λίγο είχαν να κάνουν με την πραγματικότητα του περιστατικού ή με τις συνθήκες των αντίστοιχων περιστατικών της ημεδαπής ή της αλλοδαπής. Κατά πρώτον, όλοι όσοι παρέλασαν τοποθετούμενοι επί του ζητήματος αρχίζοντας με την αποστροφή «οι στατιστικές έχουν δείξει πως…» μιλούσαν σίγουρα για κάτι άλλο έξω από το συμβάν αυτό καθαυτό. Κι αυτό γιατί αφενός (ευτυχώς) μέχρι σήμερα ο αριθμός των ανάλογων συμβάντων (ένας νέος ή έφηβος που πάει ένα πρωί στο σχολείο του και καθαρίζει όποιους βρει μπροστά του) δεν επιτρέπει καμία στατιστική. Αφετέρου γιατί οι στατιστικές π.χ. της νεανικής παραβατικότητας (που σίγουρα την συνδέουν με τον κοινωνικό αποκλεισμό, τη φτώχεια κ.ο.κ.) αναφέρονται κατεξοχήν σε πρακτικές όπως μικροκλοπές, σκασιαρχείο, επιθέσεις κατά ατόμων στα πλαίσια φιλονικιών, χρήση και εμπορία ναρκωτικών, σπασίματα υπό την επήρεια αλκοόλ ή ουσιών, ένταξη σε συμμορίες κλ.π. Τι σχέση έχουν τώρα όλα αυτά με ένα τέτοιο συμβάν όπου απουσιάζουν και το κίνητρο και ο στόχος, δεν μπήκε κανείς στον κόπο να το εξηγήσει.
Δεύτερον, οι ποικίλοι σταυροφόροι κατά του κοινωνικού αποκλεισμού, μοιάζουν μάλλον να λησμονούν πως η ίδια η έννοια του «αποκλεισμού» είναι μια κατασκευή που φτιάχτηκε στις κοινωνικές επιστήμες με στόχο να ανταγωνιστεί την μαρξιστικής αρχής έννοια των κοινωνικών (δηλαδή, ταξικών) αντιθέσεων και ανισοτήτων. Κι ακόμα, πως στηριγμένη στην πολιτική (φιλελεύθερη) φιλοσοφία του Rawls, ή έννοια του αποκλεισμού χρησιμοποιούμενη στο δημόσιο λόγο (παρά τις αντίθετες προσπάθειες για την διεύρυνσή της από κάποιους, συμπαθείς κατά τα άλλα, σοσιαλδημοκράτες διανοητές) επιχειρεί μια μετατόπιση πεδίου από το σύνολο της κοινωνίας (που διαπερνάται από αντιθέσεις) σε κάποιες ομάδες πληθυσμού (που χρήζουν «ειδικής» ενίσχυσης).
Τρίτον, θα πρέπει κάπως να θυμηθούμε πως μετά το Διαφωτισμό η ανθρώπινη κουλτούρα αποδέχθηκε τη θέση πως ο τρόπος σκέψης και συμπεριφοράς των ανθρώπων υπακούει σε μια κάποια λογική αλληλουχία. Έτσι, ανάμεσα στα άλλα, έγινε δυνατό να γίνει αποδεκτό πως και στις περιπτώσεις των ψυχικών διαταραχών υπάρχει μια «λογική διαδρομή» που οδηγεί σε φαινομενικά «παράλογη» πράξη. Συνήθως, δε, η ανακατασκευή της διαδρομής αυτής περιλαμβάνει και στοιχεία που πιθανόν ήταν δεδομένα στο μυαλό ενός ατόμου που δρα με φαινομενικά «παράλογο» τρόπο, παρότι δεν είναι ούτε προφανή στους υπολοίπους ούτε πολλές φορές ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η λογική, λοιπόν, αλληλουχία στο μυαλό του «δικού μας» 19χρονου ή των άλλων ανάλογων παραδειγμάτων εξ αλλοδαπής, όπως του μαθητή που αιματοκύλισε την τάξη του μια Δευτέρα και όταν ρωτήθηκε το γιατί απάντησε το θρυλικό “I don’t like Mondays”, μάλλον δεν μπορεί να αναζητηθεί με επίκληση απλώς και μόνο σε προφανή γεγονότα και καταστάσεις, όπως π.χ. η κοινωνική κατάσταση, μια απόρριψη ή μια απογοήτευση. Αν ήταν αντίστροφα τα πράγματα, τότε η κυκλοφορία στους δρόμους θα ήταν μια μάλλον ιδιαίτερα επικίνδυνη πράξη.
Τέταρτο, όσον αφορά στο «μιμητισμό», τα «εισαγόμενα πρότυπα» κ.ο.κ., σε αυτή τη συζήτηση μοιάζει να λησμονείται πλήρως η διάκριση μεταξύ υποκείμενης ψυχοπαθολογικής διεργασίας και συμπεριφορικής της έκφρασης. Οι μεγαλομανιακοί μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο έλεγαν πως ήταν ο Μέγας Ναπολέων, ενώ σήμερα πως είναι Πλανητάρχες. Οι παρανοϊκοί τη δεκαετία του ’50 έλεγαν πως τους παρακολουθούσαν (ή τους έλεγχαν την σκέψη) με ραδιοκύματα, την δεκαετία του ’70 με ακτίνες λέιζερ, του ’90 μέσω internet ή κινητών τηλεφώνων. Προφανώς η αιτία της μεγαλομανίας δεν υπήρξε ο Γάλλος στρατηλάτης ούτε της παράνοιας το internet. Ούτε προφυλάσσεται κανείς από τέτοιους κινδύνους καταφεύγοντας στο «μικρό σπίτι στο λιβάδι», μακριά από κακές επιρροές.
Πέμπτο, φαίνεται πως κάποιες παθολογικές καταστάσεις (είτε του νου είτε του σώματος) συνδέονται με τις κοινωνικές ανισότητες και κάποιες όχι. Συνολικά, το επίπεδο της ψυχικής και σωματικής υγείας των πληθυσμών συνδέεται πρωτίστως με τις κοινωνικές ανισότητες. Αυτό όμως, δεν ισχύει εξ ίσου για κάθε μία παθολογική κατάσταση του σώματος ή της διανοίας ξεχωριστά. Για παράδειγμα, ενώ οι συναισθηματικές και αγχώδεις διαταραχές φαίνεται να σχετίζονται με κοινωνικούς παράγοντες, οι ψυχώσεις φαίνεται να σχετίζονται πιο πολύ με ατομικούς. Ούτε ισχύουν τα ίδια πράγματα για τα μεμονωμένα άτομα, όπως ισχύουν για τους πληθυσμούς. Το να εξάγονται συμπεράσματα για μια ατομική περίπτωση στη βάση της ορθής γενικής αρχής ότι η υγεία των πληθυσμών συναρτάται από την κοινωνική τάξη είναι μια αφέλεια μάλλον παρακινδυνευμένη.
Έκτο, οι επιπτώσεις και η διαχείριση της όποιας παθολογικής κατάστασης σε μια ταξική κοινωνία εξαρτάται άμεσα από την κοινωνική τάξη των πασχόντων και τις ευρύτερες κοινωνικές συνθήκες. Έτσι, όντως σε μια κοινωνία όπως η ελληνική, που η κοινωνική ευθύνη του οργανωμένου συνόλου για την ψυχική υγεία περιορίζεται σε διοικητικά όργανα και η πρόληψη είναι πρακτικά μια άγνωστη έννοια (ακόμα και εντός της αριστεράς) καθώς ταυτίζεται είτε με αυταρχικές λογικές διαρκούς επιτήρησης είτε με ατομικές συμβουλές του τύπου «κόψε το κάπνισμα» στον εμφραγματία ή «ρίξτο έξω» στον καταθλιπτικό, αν τύχει κάποιος να παρουσιάσει πρόβλημα ψυχικής υγείας και ανήκει σε ανώτερα κοινωνικά ή/και μορφωτικά στρώματα είναι περισσότερο πιθανό (αλλά όχι σίγουρο) ότι δεν θα οδηγηθεί σε δραματικά αποτελέσματα. Αν όχι, οι πιθανότητες μιας τραγικής κατάληξης αυξάνονται. Και ακόμα, η διαθεσιμότητα φονικών εργαλείων είναι καθοριστική για την βαρύτητα των επιπτώσεων. Είναι γνωστό ότι σε χώρες με πιο «φιλελεύθερη» νομοθεσία για την οπλοκατοχή τα συμβάντα με θανατηφόρο κατάληξη ως απότοκο μιας εκδήλωσης παθολογικών συμπεριφορών, είναι πολλαπλάσια από ότι σε χώρες με αυστηρή ανάλογη νομοθεσία. Το γιατί είναι προφανές.
Γιατί επισημαίνονται όλα αυτά; Για δυο λόγους. Πρώτον για να τονιστεί πως μια αριστερή ματιά σε φαινόμενα ατομικής ψυχολογίας είναι ούτως ή άλλως ένα επικίνδυνο εγχείρημα που δεν προσφέρεται για εύκολες απαντήσεις. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση η διαλεκτική αλληλεπίδραση των ατομικών παραγόντων με τις κοινωνικές συνθήκες μπορεί να δώσει μια πλουσιότερη απάντηση από τις γενικές και αόριστες καταγγελίες του «συστήματος» και της «κοινωνίας»[1]. Η δεύτερη αυτή ατραπός αποδεικνύεται πολύ ολισθηρή ταυτίζοντας, δυστυχώς, ουσιαστικά την αριστερή κριτική με το εμπόριο φθηνού συναισθηματισμού των δελτίων ειδήσεων. Όσοι, δε, σκέπτονται καιροσκοπικά πιστεύοντας ότι από ένα τέτοιο ψάρεμα στα θολά νερά μαζί με τους Αυτιάδες και τους Ευαγγελάτους θα κερδίσει και η κοινωνική ευαισθησία, κάνουν μάλλον λάθος: το πιθανότερο είναι πως ο θολός αυτός συναισθηματισμός και το γενικό ανάθεμα στην κοινωνία και τις συνθήκες θα οδηγήσουν είτε στην αφομοίωση της ταυτότητας της αριστερής τοποθέτησης σε μια ανθρωπιστικο-χριστιανική εκδοχή «δικαιοσύνης» είτε ακόμα χειρότερα θα οδηγήσουν τους «νοικοκυραίους» τηλεθεατές να είναι ακόμα πιο επιφυλακτικοί απέναντι στους «κοινωνικά αποκλεισμένους» (που, σύμφωνα με την ίδια λογική, μπορεί ανά πάσα στιγμή να «σαλτάρουν» και να καθαρίσουν όποιον βρουν μπροστά τους).
Ο δεύτερος λόγος είναι πως όλη αυτή η τάχα δακρύβρεχτη δημοσιότητα και τα σχόλια του τύπου «γίναμε Αμερική», κλίμα που άλλωστε έχουμε ξαναδεί σε κάθε δημόσια αναφορά ενεργειών ποινικού χαρακτήρα (ληστείες, επιθέσεις κ.λπ.), έχουν ούτως ή άλλως αποτελέσματα –και αυτά κάθε άλλο παρά φιλολαϊκά είναι. Κάνουν τις κοινωνίες και τα άτομα πολύ πιο φοβισμένα και πιο επιφυλακτικά. Τους εμπεδώνουν την πεποίθηση ότι καθημερινά απειλούνται από θανάσιμους κινδύνους «της διπλανής πόρτας». Και είναι γνωστό ότι η επιθετικότητα των ατόμων και των κοινωνιών είναι τόσο μεγαλύτερη όσο οι κοινωνίες και τα άτομα είναι περισσότερο φοβισμένα. Η στάση του ΠΑΣΟΚ σε αυτήν την περίσταση ήταν πολύ αποκαλυπτική: να μπουν στα σχολεία (εκτός από ψυχολόγους) κάθε λογής έλεγχοι για να προστατευθούν «τα παιδιά μας». Απευθυνόμενοι, λοιπόν, στο θυμικό, χωρίς θεωρία, χωρίς λογική αλληλουχία, χωρίς πρόταση και με περίσσια σχηματοποιημένη αφέλεια, η Αριστερά συνέβαλλε άθελά της στην διατήρηση του «κλίματος» των γεγονότων, χωρίς να αντιλαμβάνεται πως συμβάλλει έτσι στην επίθεση που η ίδια θα εισπράξει αύριο.
Επιθέσεις που θα μεθοδευτούν επιδέξια από τους πολιτικούς εκπροσώπους του κεφαλαίου και θα επικροτηθούν από το φοβισμένο τηλεοπτικό κοινό και που μάλλον θα περιλαμβάνουν κάποιοι λίγα ψίχουλα τύπου STAGE ή άλλων επιδοτήσεων επανένταξης για τους κοινωνικά αποκλεισμένους (το καρότο της υπόθεσης) και πολύ αυταρχισμό και διαρκή παρακολούθηση προς πάσα κατεύθυνση με το πρόσχημα της «ασφάλειας» και της «προστασίας» (το μαστίγιο νομιμοποιημένο). Ή, ακόμα χειρότερα, αν οι εκφραστές του κεφαλαίου «ολιγωρήσουν», υπάρχει πάντα η εφιαλτική πιθανότητα η κοινωνία η ίδια κατατρομοκρατημένη να προσπαθήσει να προστατευτεί όπως μπορεί απέναντι σε πιθανούς κινδύνους που παράγει «η εποχή μας». Μπορεί να ακούγεται πολύ απόμακρο ακόμα στην Ελλάδα κάτι τέτοιο, όμως, σε άλλες χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, αυτό δεν είναι καθόλου μελλοντικό σενάριο: είναι εφιαλτικό παρόν. Και ο καιροσκοπισμός της εύκολης λύσης και των λίγων δευτερολέπτων δημοσιότητας δεν μπορεί αυτό να το αγνοήσει.
[1] Η ίδια απλουστευτική τοποθέτηση υπέρ της αποκλειστικής επίδρασης κοινωνικών (περιβαλλοντικών) παραγόντων στη βιολογία οδήγησε ένα τμήμα της αριστεράς στο φιάσκο του Λυσενκισμού. Αντιστοίχως μια ορισμένη εκδοχή πρακτικής στο χώρο της υγείας ανομολόγητα ενδίδει στο ηγεμονικό επιστημονικό παράδειγμα ενστερνιζόμενη πλήρως την απόλυτη βιολογικοποίηση της υγείας και της ιατρικής (οπότε η διαφορά του να είσαι αριστερός έγκειται μάλλον στο να παρέχεται η βιολογική περίθαλψη δωρεάν και μόνο). Αντίθετα με αυτά, η διαλεκτική τοποθέτηση μοιάζει πιο κοντά στην πραγματικότητα και στη θεωρητική παράδοση του μαρξισμού. Είναι, όμως, ταυτόχρονα, και πιο δύσβατη και δεν παρέχει τις θρησκευτικού τύπου «ασφάλειες» των προηγουμένων προσεγγίσεων.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ