Η συγκυρία που διανύουμε δεν είναι απλά κρίσιμη, ιστορική, οριακή, γεμάτη αστάθμητους παράγοντες και άλλα παρόμοια που συχνά λέγονται. Ζούμε σε μία τελείως ρευστή πολιτική και κοινωνική κατάσταση.
Δεν είναι μόνο τα πέντε χρόνια μνημονιακών πολιτικών, που έχουν φτάσει την ελληνική κοινωνία σε μια κατάσταση απελπιστικής φτωχοποίησης, τον παραγωγικό ιστό της χώρας σε αποσύνθεση που προσομοιάζει περισσότερο σε κατάσταση πολέμου, την ανεργία σε σταθερά υψηλά ποσοστά άνω του 25% -παρόλη την τεράστια μετανάστευση- που λειτουργεί σα βαλβίδα αποσυμπίεσης των κοινωνικών εντάσεων, ούτε ότι η ελληνική οικονομία παραμένει μέσα σε μια συνθήκη ακραίας λιτότητας και ντροπιαστικής επιτήρησης από τα διεθνή κέντρα εξουσίας, ανεξάρτητα αν αυτά ακούν στο όνομα «τρόικα» ή «θεσμοί». Είναι και η αδυναμία συγκρότησης της ίδιας της έννοιας του λαού σε ένα ενιαίο, ταυτόχρονα συμπαγές και αντιφατικό μπλοκ, με στόχο την ανατροπή της κυρίαρχης πολιτικής.
Μέσα σε όλα αυτά, η κυβέρνηση Τσίπρα έφτασε στα όρια αντοχής των πολιτικών της σχεδίων, πνιγόμενη μέσα στις ίδιες της τις αντιφάσεις. Το σύνθημα για «τερματισμό της λιτότητας εντός ευρωζώνης» μετασχηματίστηκε πολύ γρήγορα στο σύνθημα «ή τερματισμός της λιτότητας ή εντός ευρωζώνης» με τα ηγετικά κλιμάκια του κόμματος της αριστεράς να επιλέγουν το δεύτερο σκέλος. Αναδείχτηκε, έτσι, με τον πιο ωμό τρόπο πως η λειτουργία του ευρώ δεν είναι απλά νομισματική, αλλά αντίθετα συμπυκνώνει ευρύτερες πολιτικές ενάντια στα συμφέροντα όλων των εργαζόμενων τάξεων της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Σε αυτή τη πολύμηνη διαδικασία διαπραγμάτευσης της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και τα τραγικά γεγονότα που την ακολούθησαν, η αριστερά πρέπει να φωτίσει μία συγκεκριμένη στιγμή, η οποία είναι αυτή, που μας δείχνει το δρόμο που θα πρέπει να χαράξει η αριστερά, αν θέλει να επιτελέσει τον ιστορικό της ρόλο ως δύναμη ρήξης με το υπάρχον κοινωνικό σύστημα και να μην αρκείται σε ακίνδυνες μεγαλοστομίες. Η στιγμή που μόλις περιγράψαμε δεν είναι άλλη από το δημοψήφισμα.
Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου ήταν από τα γεγονότα που συμπυκνώνουν τον ιστορικό χρόνο σε τέτοιο βαθμό, ώστε κάθε μέρα σε μια τέτοια συγκυρία να ισοδυναμεί με πάρα πολλές σε μια συγκυρία κοινωνικής ομαλότητας. Οι εξελίξεις από τότε και στο εξής επιταχύνθηκαν σε απίστευτο βαθμό: από το ηρωικό 61,2% του ΟΧΙ το βράδυ της 5ης Ιουλίου, στο κλείσιμο της συμφωνίας με τους δανειστές τη 13η Ιουλίου, την ψήφιση του 3ου και χειρότερου μνημονίου την 14η Αυγούστου, μέχρι και την αποχώρηση των διαφωνούντων βουλευτών και μελών του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν στήριξαν την επιλογή της κυβέρνησης και την προκήρυξη εκλογών στις 20 Σεπτέμβρη.
Και όλα αυτά γιατί το δημοψήφισμα δεν ήταν απλά μία σημαντική εκλογική μάχη, όπως τόσες και τόσες άλλες. Ήταν η πιο πολωμένη ταξικά εκλογική μάχη από τη μεταπολίτευση και μετά. Ταυτόχρονα, οι πολλές δεκάδες χιλιάδες κόσμου, που κατέκλεισαν την πλατεία του Συντάγματος την Παρασκευή του δημοψηφίσματος, ως ύστατο μέσο απέναντι στο επιχειρούμενο ευρωπαϊκό, μιντιακό και τραπεζικό πραξικόπημα εκείνων των ημερών, θύμισε τις καλύτερες και πιο μαζικές στιγμές του κινήματος των τελευταίων 35 ετών. Είναι τα γεγονότα, που μας υπενθύμισαν πως υπάρχουν υπόγειες δυναμικές μέσα στην ελληνική κοινωνία, οι οποίες αναζητούν δρόμους για να βγουν στην επιφάνεια. Και με αυτές τις δυναμικές η αριστερά πρέπει να συναντηθεί, σε μια συνάντηση όπου και ο λαός και η αριστερά θα βγουν ωφελημένοι.
Οι στιγμές είναι ιστορικές και καλούμαστε να πάρουμε αποφάσεις και να κάνουμε επιλογές όχι με το κριτήριο του τι μας βολεύει, του τι έχουμε συνηθίσει να κάνουμε, του πώς ξέραμε ότι ήταν η πολιτική παρέμβαση, αλλά με βάση την ευθύνη απέναντι σε μια κοινωνία που εξακολουθεί να αναζητά μια ριζοσπαστική διέξοδο, όπως έδειξε και το εκρηκτικό ΟΧΙ της 5 Ιούλη. Και η απάντηση σε αυτό, είναι ο επαναστοχασμός και η επικαιροποίηση όλων των ιστορικών διδαγμάτων του κομμουνιστικού και αριστερού κινήματος, πάνω στη διαδικασία της σοσιαλιστικής μετάβασης και η αναγκαία, σήμερα, εκπροσώπηση των δυνάμεων του ΟΧΙ, σε πρώτη φάση μέσα από τη συμπόρευση των δυνάμεων που μιλάνε για εναλλακτική πορεία απέναντι στον ευρωπαϊκό μονόδρομο, χωρίς εύκολους αποκλεισμούς.
Όσο αναγκαία είναι, βέβαια, η μετωπική συμπόρευση, άλλο τόσο πρέπει να αναγνωρίζουμε πως δε θα μας λύσει τις τεράστιες ελλείψεις που συνεχίζουμε να έχουμε, όσον αφορά κυρίως την οργάνωση του λαϊκού παράγοντα. Η στρατηγική ήττα του 1989, η ιδεολογική κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού, η απονομιμοποίηση του συνδικαλισμού από μεγάλη μερίδα του κόσμου, ο κατακερματισμός της εργατικής τάξης, τα ιδεολογήματα του ατομικισμού και του καριερισμού, αλλά και η εμπέδωση της ήττας μέσα από τις αλλεπάλληλες χαμένες ευκαιρίες της αριστεράς μας υπενθυμίζουν ότι ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς και δύσβατος.
Παρόλα αυτά, το βασικό ζητούμενο της συγκυρίας είναι η διαμόρφωση μιας νέας διαλεκτικής τακτικής-στρατηγικής του αριστερού και εργατικού κινήματος πάνω στην οποία θα οικοδομηθεί το επαναστατικό υποκείμενο της εποχής μας. Ή, μια σύγχρονη τακτική μέσα από τη στρατηγική, αν δε θέλουμε να τα διαχωρίζουμε πλήρως. Είναι ανάγκη και σε αυτό το επίπεδο να κινηθούμε πρωτότυπα και να μην αναπαράγουμε απλώς τις παρελθούσες τακτικές. Γιατί το γκραμσιανό ιστορικό μπλοκ δεν αφορά μόνο τη διαμόρφωση ενός πολιτικού μετώπου ή μιας πλατιάς κοινωνικής συμμαχίας γύρω από ένα πολιτικό υποκείμενο, αφορά συνολικά τη διαμόρφωση ενός ηγεμονικού πολιτικού σχεδίου, το οποίο θα μπορέσει να επεξεργαστεί ένα σύγχρονο μεταβατικό πρόγραμμα, το οποίο θα πατάει πάνω στις ρωγμές που αφήνουν οι σημερινοί κοινωνικοί ανταγωνισμοί.
Και στην Ελλάδα της κρίσης ο κρίκος που συμπυκνώνει τις τρέχουσες αντιφάσεις είναι πρωτίστως το ευρώ και η Ε.Ε. Με άλλα λόγια, ο ευρωπαϊ
κός δρόμος είναι αυτός που συναρθρώνει το δημοκρατικό έλλειμμα, την εθνική υποδούλωση, στα όρια της αποικιοποίησης, και την καταστροφική οικονομική κατάσταση.
Αλλά για να γίνουν όλα αυτά η αριστερά πρέπει να ξεμάθει από παγιωμένους τρόπους άσκησης πολιτικής δεκαετιών, να ξεβολευτεί από τη θέση του αριστερού άκρου του πολιτικού σκηνικού και να τολμήσει. Το εκρηκτικό ΟΧΙ της 5ης Ιούλη μας έδειξε ότι ο κόσμος βρίσκεται πιο μπροστά από αυτό που πίστευαν όλα τα κομμάτια της αριστεράς γι’ αυτόν. Για αυτό το λόγο, η πολιτική του εκπροσώπηση του ΟΧΙ είναι πιο αναγκαία από ποτέ.
Με πολλούς προβληματισμούς που αφορούν τόσο τη φυσιογνωμία της όσο και κομμάτια του προγράμματός της (κυρίως πάνω στο ζήτημα της Ε.Ε.), που μετά τις εκλογές πρέπει οπωσδήποτε μέσα από διαδικασίες να προσπαθήσουμε να τα λύσουμε, η Λαϊκή Ενότητα πρέπει να στηριχτεί ως το πρώτο, αλλά μετέωρο βήμα μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Αν προϋποθέσουμε όλα τα παραπάνω ίσως μπορέσουμε να σκύψουμε πάνω στην κατάσταση της χώρας μας, να την αισθανθούμε βαθύτερα και να την κατανοήσουμε σωστότερα. Πάνω από όλα, η υπόθεση της ανασύνθεσης της αριστεράς ως ηγεμονικού πόλου της κοινωνίας δεν μπορεί να γίνει έξω από τις πλατιές λαϊκές μάζες, ενώ ταυτόχρονα οφείλουμε να πάρουμε ιστορικά πρωτότυπες αποφάσεις που αναγκαστικά θα εμπεριέχουν πολιτικό ρίσκο. Όπως έλεγε και ο μεγάλος τιμονιέρης, «…αυτοί που ακολουθούν το δρόμο της ρουτίνας υποτιμούν πάντοτε τον ενθουσιασμό του λαού. Όταν εμφανίζεται ένα νέο πράγμα, αυτοί δε το επιδοκιμάζουν ποτέ με μιας, αλλά το καταπολεμούν. Αργότερα αναγνωρίζουν ότι είχαν άδικο και κάνουν κάποια αυτοκριτική. Αλλά, στη συνέχεια παρουσιάζεται ένα άλλο νέο πράγμα, και συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο…». Και κλείνει το συγκεκριμένο εδάφιο ο Μάο λέγοντας: «…Έχουν πάντοτε ανάγκη να τους δίνει κάποιος ένα γερό χτύπημα στην πλάτη, για να κάνουν ένα βήμα προς τα μπρος». Και αυτό είναι το μεγαλύτερο στοίχημα της περιόδου. Να σταματήσουμε να είμαστε η αριστερά, που πάντοτε η συγκυρία θα μας χτυπάει την πλάτη για να κάνουμε ένα βήμα μπρος και να γίνουμε η αριστερά που με σίγουρο βηματισμό θα οδηγήσει το λαό από τον αγώνα για την ανατροπή των σημερινών πολιτικών έως τη ψηλάφηση του δρόμου για το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό του 21ου αιώνα.
Δημήτρης Αρβανίτης
Αναστασία Βλάση
Σπύρος Βλαχαδάμης
Βαγγέλης Ζαχαριάς
Χριστίνα Κοντογιάννη
Χρυσούλα Σιαμπαλή
Ράμζι Χάλασα
Βασίλης Χαριζάνης
ΔΙΑΒΑΣΤΕ