Κείμενο τοποθέτησης του συγγραφέα στην εκδήλωση-συζήτηση «“ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ”: Ξαναγυρνώντας στις μαζικές οργανώσεις της Αντίστασης», που διοργάνωσε η Πολιτική-Πολιτιστική Λέσχη Εκτός Γραμμής στην Αθήνα, το Σάββατο 16.02.2013 με ομιλητές τον ίδιο και τον Ιάσονα Χανδρινό
Στάδια ανάπτυξης της αντιστασιακής δράσης της νεολαίας
1. Η συλλογική ψυχολογία
Η βαρύτητα που είχαν στη συλλογική ψυχολογία, ιδιαίτερα των νέων, τα γεγονότα του Ελληνο-ιταλικού Πολέμου και της εισβολής των γερμανικών στρατευμάτων στη χώρα αποτελεί μια διάσταση του αντιστασιακού φαινομένου που έχει παραμεληθεί από την έρευνα. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες που κατακτήθηκαν από τις δυνάμεις του Άξονα, στην Ελλάδα η πρωτοφανής πολεμική κινητοποίηση της κοινωνίας οδήγησε αρχικά σε νίκη, γεγονός που οδήγησε στην έξαρση του πατριωτικού αισθήματος και όχι στη διάχυτη ηττοπάθεια που χαρακτήρισε τους πρώτους μήνες της Κατοχής στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Η ηττοπάθεια αυτή λειτούργησε ανασταλτικά για την ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος. Αντίθετα στην Ελλάδα, η άμεση σύνδεση της Αντίστασης με τον αγώνα του ελληνικού στρατού στο αλβανικό μέτωπο δημιούργησε μια συνέχεια στη βάση του πατριωτικού αισθήματος. Η εισβολή των Γερμανών και η συνθηκολόγηση της ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας, δεν έκαμψε το αίσθημα αυτό. Ιδιαίτερα για τη νεολαία, και κυρίως για όσους νέους ζήτησαν να πάνε εθελοντές στο μέτωπο αλλά δεν το κατάφεραν για λόγους ηλικίας, η Αντίσταση ήταν η ευκαιρία για την ανάληψη δράσης και για τη συνέχιση του αγώνα στα αλβανικά βουνά.
Η έντονη διακύμανση της συλλογικής ψυχολογίας από τους μαζικούς πανηγυρισμούς για τις νίκες του ελληνικού στρατού στο αλβανικό μέτωπο, στην ήττα και ακόμη χειρότερα στη συνθηκολόγηση και τη φυγή της ελληνικής κυβέρνησης και του βασιλιά στο εξωτερικό αποτελεί καθοριστική παράμετρο για τις μετέπειτα εξελίξεις. Ουσιαστικά, ένας ολόκληρος λαός που ζούσε σε πατριωτική έξαρση βρέθηκε τελικά όχι μόνο ηττημένος και εγκαταλελειμμένος από την πολιτική και στρατιωτική του ηγεσία, αλλά και μόνος του απέναντι στην ξένη στρατιωτική κατοχή.
Συνέπεια των παραπάνω υπήρξε η απόλυτη απαξίωση του προπολεμικού πολιτικού συστήματος. Το αστικό πολιτικό προσωπικό όχι μόνο δεν αντιστάθηκε στην άνοδο του φασισμού κατά την αμέσως προηγούμενη περίοδο (δικτατορία Μεταξά) αλλά επέλεξε τη φυγή, την αδράνεια και μέρος του τη συνεργασία με τους κατακτητές στην περίοδο της Κατοχής. Η κατάσταση αυτή προκάλεσε, πέρα από την πολιτική, και μια βαθιά ηθική, αξιακή και πολιτισμική κρίση. Η κατάρρευση του κόσμου «των μεγάλων», δεδομένου ότι η νεολαία βρίσκονταν στο περιθώριο της προπολεμικής πολιτικής και κοινωνικής ζωής, οδήγησε τους νέους στη συνειδητοποίηση της ανάγκης για την ανάληψη πολιτικής δράσης.
Ακόμη πιο σημαντικό ρόλο στη δημιουργία της αντιστασιακής ψυχολογίας που διέκρινε το σύνολο σχεδόν της νεολαίας διαδραμάτισε ο λιμός του χειμώνα 1941-1942. Ο κατοχικός λιμός αποτελεί την αφετηρία για την ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος. Αυτό όμως που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι δεν ήταν η εξαθλίωση, η απίστευτη ανθρωπιστική κρίση που οδήγησε μέρος της ελληνικής κοινωνίας στην Αντίσταση, αλλά το γεγονός ότι η οργανωμένη αντίσταση αποτελούσε τη μοναδική ελπίδα για κοινωνική, ηθική και πολιτική ανασυγκρότηση. Η επιλογή της δράσης από την απραξία οφειλόταν πολλές φορές στη δυνατότητα που παρείχε η Αντίσταση στα μέλη της να ξεπεράσουν τις ψυχολογικές επιπτώσεις που ασκούσε πάνω τους η τρομοκρατία της πείνας και η άσκηση βίας από τις δυνάμεις κατοχής. Παραθέτω από το εξαιρετικό βιβλίο τεσσάρων Ελλήνων ψυχιάτρων που εκδόθηκε το 1947:
«Έτσι πρέπει να νοηθεί ο ψυχολογικός ρόλος της αντίστασης. Η προσωπικότητα διέγραφε ένα μέλλον, ξεφεύγοντας από το δεσποτισμό του αγνώστου και την περίσφιξη του άγχους. Αν στην οπισθοδρόμηση βλέπουμε μια πορεία απώλειας του “ανθρώπινου”, στην αντίσταση αντίθετα πιστοποιούμε μια αντίθετη κίνηση, ένα προοδευτικό “εξανθρωπισμό”. Με την ψυχολογία της αντίστασης ξεπερνιότανε η ψυχολογική τυραννία του άγχους κι η ανήκουστη οπισθοδρόμηση της προσωπικότητας από την αδυσώπητη δράση της τρομοκρατίας και της πείνας. Ήταν μια πηγή ανακούφισης, ελπίδας και ανασύνταξης, που επέτρεπε στην ανθιστάμενη προσωπικότητα να αντεπεξέρχεται στη διαλυτική δράση του άγχους [...] Η δυσάρεστη, αγχώδης συναισθηματική τάση ελαττωνότανε όσο μεταμορφωνότανε σε συνειδητοποιημένη δράση». [1]
Σε ό,τι έχει να κάνει με τους νέους, ο λιμός και οι άλλες συνέπειες της στρατιωτικής κατοχής προκάλεσαν την πλήρη κατάρρευση των μηχανισμών κοινωνικού ελέγχου και εποπτείας τους: οικογένεια (ανατροπή των ενδοοικογενειακών σχέσεων: οι νέοι αναλαμβάνουν την ευθύνη για την επιβίωση των γονιών τους), σχολείο (από χώρος πειθαρχίας γίνεται πυρήνας αντιστασιακής δράσης), στρατός (διάλυση στρατεύματος), διάλυση της ΕΟΝ (αποδέσμευση των νέων από μια συλλογικότητα δομημένη στα φασιστικά πρότυπα).
Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν στο εξής παράδοξο: Στο ασφυκτικό κλίμα της στρατιωτικής κατοχής οι νέοι βρέθηκαν σε μια κατάσταση πρωτόγνωρης αυτονομίας. Μέσα στη ζοφερή καθημερινότητα της Κατοχής το δυναμικότερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας αναζήτησε τρόπους εξόδου από τους περιορισμούς που αυτή έθετε. Οι νέοι προσπάθησαν να δημιουργήσουν παράλληλες πραγματικότητες οι οποίες θα παρέκαμπταν τους καταναγκασμούς της στρατιωτικής κατοχής. Η οργανωμένη αντίσταση τους πρόσφερε το συγκροτημένο πλαίσιο εντός του οποίου μπορούσαν να υλοποιήσουν αυτές τους τις επιδιώξεις. Η Δανάη Αντωνοπούλου-Ψιλοπούλου καταγράφει στις αναμνήσεις της από τα φοιτητικά της χρόνια, τις συναντήσεις των σπουδαστών στη Λέσχη του Πολυτεχνείου, χώρο δραστηριοποίησης των αντιστασιακών οργανώσεων:
«[…] συναντιόμασταν στη Λέσχη μας […] και κάτω από το συναισθηματικό βάρος της γερμανικής κατοχής αποζητούσαμε κουβέντα και επαφή, για να ξεδώσουν και να διασκεδαστούν οι φόβοι μας […] Ρουφούσα άπληστα όσα λέγονταν στη Λέσχη μας και ξεχνούσα να γυρίσω σπίτι […] Αποζητούσαμε κάποια διέξοδο και τη βρήκαμε σ’ αυτή τη Λέσχη». [2]
2. Μηχανισμοί κινητοποίησης νεολαίας
Πατριωτισμός και αλληλεγγύη
Ένας από τους βασικούς τρόπους μέσω των οποίων το ΕΑΜ προσέγγισε τις μάζες ήταν η ανάδειξη του πατριωτικού στοιχείου της αντιστασιακής δράσης. Τουλάχιστον στα αρχικά στάδια ανάπτυξης του αντιστασιακού κινήματος, το ΕΑΜ δεν μπορούσε να «μιλήσει» ταξικά σε μια νεολαία που δεν έφερε αυτή την πολιτική κουλτούρα. Πέρα από την οργανωτική του διάλυση, το ΚΚΕ ήταν και επικοινωνιακά ηττημένο από τη δικτατορία του Μεταξά, μέσω της δαιμονοποίησης των μελών του από το καθεστώς.
Το ΕΑΜ, και μέσω αυτού το ΚΚΕ, εκμεταλλεύτηκε το πολιτικό κενό που προκλήθηκε από τη στρατιωτική κατοχή για να δείξει στην πράξη τον πατριωτικό του χαρακτήρα, σε αντιδιαστολή με τον «ψευδεπίγραφο» των αστών πολιτικών. Στηλιτεύοντας τον παρωχημένο πατριωτισμό του μεταξικού Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού, το ΕΑΜ προσέλκυσε τις μάζες προβάλλοντας μια νέα και επίκαιρη νοηματοδότηση του πατριωτικού αισθήματος: τον αγώνα για την προάσπιση της κοινωνίας και την απελευθέρωση του ελληνικού λαού, συνδεδεμένο άμεσα με το όραμα της κοινωνικής αλλαγής που θα οδηγούσε σε μια δημοκρατική μεταπολεμική Ελλάδα. Ήδη από τον Φλεβάρη του 1942, στο πρώτο φύλλο της παράνομης εφημερίδας Μαχητής, που ήταν όργανο του Γραφείου της Κομμουνιστικής Νεολαίας στη Σπουδάζουσα Νεολαία, διαβάζουμε:
«Κάθε απεργία μεγάλη ή μικρή, κάθε σαμποτάζ μικρό ή μεγάλο, οι μαζικές κινητοποιήσεις για τα μέσα διατροφής του λαού, η πάλη για τη λαϊκοποίηση των συσσιτίων πέρνοντας στα χέρια του τη διοίκηση ο λαός, η πάλη για την κατάργηση της πληρωμής του μεροκάματου σε χρήμα και το δόσιμό του σε είδη διατροφής και πρώτης ανάγκης με ίδρυση λαϊκών συνεταιρισμών κατά συνοικίες [...] όλα αυτά φτιάχνουν το Ε.Α.Μ. Έτσι κάθε νέος απ’ τη σπουδάζουσα νεολαία που γι’ αυτόν πατρίδα δεν είναι οι παράτες, οι μεγάλοι λόγοι στις εθνικές γιορτές και οι ιστορικές στο παρελθόν αναδρομές, μα η ζωή η ίδια του λαού, έχει καθήκον να συμμετάσχη στο Ε.Α.Μ.». [3]
Αυτή η διαφορετική νοηματοδότηση του πατριωτισμού είχε τεράστιο αντίκτυπο στη νεολαία. Η εαμική συνθηματολογία επικεντρώνονταν στην ανάγκη για την υπεράσπιση της κοινωνία, σε αντίθεση με την παρωχημένη επιχειρηματολογία των αστικών αντιστασιακών οργανώσεων που σχετίζονταν με τις ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις μετά τον πόλεμο. Πολλοί από τους αφηγητές μου έκαναν λόγο για την εντύπωση που τους προκάλεσαν τα «μοντέρνα» συνθήματα του ΕΑΜ, ήταν αυτά τα συνθήματα που έθεταν το γενικό πλαίσιο του αγώνα, όπως αναφέρει και η ΕΠΟΝίτισσα Αναΐδα Τσακιρίδου-Νικηφοράκη που έδρασε σε Βύρωνα και Παγκράτι:
«Μερικά συνθήματα που είχε το ΕΑΜ για καλύτερη ζωή, για δημοκρατία, για ίσες ευκαιρίες για όλους, χωρίς φτώχια […] τα συνθήματα στους τοίχους σου δίνανε μια κατεύθυνση […] Δεν θέλαμε μόνο να ελευθερωθούμε. Μια κι έγινε που έγινε όλη αυτή η φασαρία, μια που τραβήξαμε όλα αυτά, μια και πέθανε τόσος κόσμος […] ε, καλά ήτανε να αλλάξει η ζωή μας. Έτσι δεν είναι; Δεν είναι πολύ φυσιολογικό; […] Νομίζαμε ότι μέσα σ’ αυτό τον αγώνα που ήτανε εναντίον των κατακτητών ότι ήτανε και αυτό μαζί, η αλλαγή της ζωής. Ήτανε μέσα».
Παράλληλα, η εμπειρία του κατοχικού λιμού κατέστησε την έννοια της αλληλεγγύης κεντρικό ζήτημα του αντιστασιακού αγώνα στην Αθήνα. Οι πρώτες μαζικές κινητοποιήσεις του 1942 είχαν ως βασικό αίτημά τους το επισιτιστικό. Μέσα από αυτές συντονίστηκαν οι ενέργειες για τη δημιουργία συσσιτίων, προμηθευτικών συνεταιρισμών, ομάδων που πραγματοποιούσαν ταξίδια στην επαρχία προς αναζήτηση τροφίμων, ομάδων που έκαναν παραστάσεις και διαμαρτυρίες στα Υπουργεία και συλλογικοτήτων που πραγματοποιούσαν κινητοποιήσεις στους χώρους εργασίας και εκπαίδευσης. Η ύφεση του κατοχικού λιμού, από το καλοκαίρι του 1942 ξεκινούν οι συστηματικές αφίξεις πλοίων του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, οδήγησε στη σταδιακή αποδέσμευση των κατοίκων από την τυραννική καθημερινότητα της αναζήτησης τροφής. Παράλληλα όμως δημιούργησε νέα δεδομένα στην κατεχόμενη Αθήνα. Πλέον υπήρχε διαθέσιμο διατροφικό απόθεμα προς διεκδίκηση. Από το καλοκαίρι του 1942 και μετά ο αγώνας για την επιβίωση δεν είχε μόνο τη μορφή της αποσπασματικής, αυτοσχέδιας και ατομικής δράσης. Η ύπαρξη διατροφικού αποθέματος έθετε σε πρώτη προτεραιότητα το ζήτημα της δίκαιης διανομής του. Στη βάση αυτή το ΕΑΜ μετασχημάτισε τον ατομικό και αυτοσχέδιο χαρακτήρα του αγώνα για την επιβίωση, σε συλλογικά οργανωμένη δράση. Ήταν αυτό ακριβώς το χρονικό σημείο όπου ο αγώνας για την επιβίωση λάμβανε πολιτικό χαρακτήρα, αποδίδοντας νέα νοήματα και ρόλο στην έννοια της αλληλεγγύης.
Δημιουργία συλλογικοτήτων και πολιτικοποίηση νεολαίας
Πάνω στους δύο αυτούς κύριους άξονες δράσης (επαναπροσδιορισμός πατριωτικού αισθήματος και αλληλεγγύη) συγκροτήθηκαν οι πρώτες συλλογικότητες οι οποίες αποτέλεσαν πεδία πολιτικοποίησης κυρίως για τη νεολαία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η δράση των εαμικών οργανώσεων στον φοιτητικό χώρο. Ο αγώνας των φοιτητών για την επιβίωση, και ιδιαίτερα των φτωχών φοιτητών και των καταγόμενων από την επαρχία, που είχαν ουσιαστικά αποκλειστεί στην Αθήνα, ενεργοποίησε τα μέλη του ΕΑΜ Νέων και της ΟΚΝΕ προς την κατεύθυνση της δημιουργίας νέων φοιτητικών συλλόγων και της ανάληψης του ελέγχου όσων βρίσκονταν ήδη σε λειτουργία. Το τελευταίο τρίμηνο του 1942, μέσα από τη δράση τους στον Εκπολιτιστικό Όμιλο του Πανεπιστημίου (ΕΟΠ), στο Σύλλογο Επαρχιωτών Φοιτητών (ΣΕΦ), στο Ταμείο Απόρων Φοιτητών (ΤΑΦ), στους συνεταιρισμούς του Πανεπιστημίου και στο φοιτητικό συσσίτιο, τα 118 μέλη της ΟΚΝΕ και τα 74 του ΕΑΜ Νέων κινητοποιούσαν 4.700 φοιτητές και φοιτήτριες. [4] Τα μέλη των εαμικών οργανώσεων, με αφετηρία τον αγώνα των φοιτητών για την επιβίωση, λειτούργησαν ως συντονιστές της δράσης όλων αυτών των συλλογικοτήτων δημιουργώντας ένα είδος συγκοινωνούντων δοχείων. Όταν, κατά τη διάρκεια των μαζικών κινητοποιήσεων των φοιτητών για το επισιτιστικό το 1942, δοκιμάστηκαν οι πρακτικές του συλλογικού αγώνα, το ΕΑΜ προχώρησε στο επόμενο στάδιο δίνοντας αμιγώς πολιτικό χαρακτήρα στη δράση τους. Στις μαζικές κινητοποιήσεις του 1943 ενάντια στην πολιτική επιστράτευση και στην επέκταση της ζώνης κατοχής του βουλγαρικού στρατού στην Κεντρική Μακεδονία, οι φοιτητές από κοινού με τους εργάτες, ήταν οι πρωταγωνιστές των διαδηλώσεων.
Κεντρική θέση στη διαδικασία πολιτικοποίησης του αγώνα για την επιβίωση κατέχει η αντιστασιακή δράση. Η συμμετοχή στην οργάνωση και την υλοποίηση των αντιστασιακών ενεργειών, από τα ολιγομελή συνεργεία αναγραφής συνθημάτων μέχρι τους δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές που κατέκλυζαν τους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, δημιούργησε μια διακριτή κουλτούρα που αποτέλεσε κεντρικό κομμάτι στη συγκρότηση όχι μόνο της πολιτικής αλλά και της πολιτισμικής ταυτότητας των νέων. Στο κέντρο λοιπόν της διαδικασίας πολιτικοποίησης του αγώνα της επιβίωσης, της αντιστασιακής νοηματοδότησης του πατριωτισμού και της αλληλεγγύης, βρίσκεται η αντιστασιακή δράση, όχι απλώς ως εκδήλωση της αντίδρασης της νεολαίας απέναντι στη στρατιωτική κατοχή, αλλά ως στοιχείο δημιουργίας νέων πολιτικών και πολιτισμικών ταυτοτήτων.
3. Μαζικοποίηση κινήματος: δημιουργία της ΕΠΟΝ
Η οργανωτική κίνηση που αντανακλά το πέρασμα σ’ ένα ανώτερο στάδιο πολιτικής δράσης, στο ξεπέρασμα των προπολεμικών οργανωτικών πρακτικών του παράνομου ΚΚΕ και οδηγεί στην «κοινωνικοποίηση» του ΕΑΜ, όπως την ονομάζω, ήταν η δημιουργία της ΕΠΟΝ. Η πολυεπίπεδη δράση της δημιούργησε νέες και ποικίλες μορφές προσέγγισης της νεολαίας που αυτονομούνταν από τους προπολεμικούς περιορισμούς. Η επιτυχία της ΕΠΟΝ βασίστηκε στη δημιουργία μιας νέας, επίκαιρης και πολλαπλά ελκυστικής νεολαιίστικης κουλτούρας, η οποία με βάση της τον αντιστασιακό αγώνα, εξέφραζε όλο το εύρος των ανησυχιών της νεολαίας. Από τη διανομή προκηρύξεων, μέχρι την κοινή ανάγνωση λογοτεχνικών και επιστημονικών βιβλίων, από τις διαδηλώσεις μέχρι τα κατοχικά πάρτυ, η ΕΠΟΝ συνέβαλε στην τόσο αναγκαία για τους νέους, δημιουργία ελεύθερων χώρων μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο της στρατιωτικής κατοχής.
Ο τρόπος με τον οποίο η ΕΠΟΝ κατάφερε να προσελκύσει χιλιάδες νέες και νέους της πρωτεύουσας και να εξελιχθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα στη μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση, καταγράφεται στα λόγια του στελέχους της Πέτρου Ανταίου:
«Σ’ αυτή την περίοδο ακριβώς τα στελέχη των αντιστασιακών οργανώσεων πείθονται “με την ίδια τους την πείρα”, όπως συνηθίζαμε να λέμε, πως η ιδιομορφία της νεολαίας συνίσταται στ’ ότι τραβιέται στον αγώνα, όχι μόνο και όχι τόσο από τον άμεσο δρόμο της πολιτικής πάλης, αλλά από χίλια άλλα κανάλια, αντίστοιχα με τα προβλήματα και τα ενδιαφέροντά της – εκπολιτιστικά, αθλητικά, πνευματικά, καλλιτεχνικά κ.λπ. Αυτό στάθηκε ένα από τα βασικά κλειδιά για την ανάπτυξη των αντιστασιακών οργανώσεων […] και του απίστευτου πολλαπλασιασμού τους –κατά 30 και πάνω φορές– με τη δημιουργία της ΕΠΟΝ». [5]
Η πολυδιάστατη δράση της ΕΠΟΝ ήρθε να καλύψει, περισσότερο από κάθε άλλη αντιστασιακή οργάνωση, την επιθυμία για μια διαφορετική μεταπολεμική Ελλάδα. Η ΕΠΟΝ παρουσίαζε στην πράξη, ήδη κατά τη διάρκεια της Κατοχής, πτυχές της προσδοκώμενης αυτής νέας Ελλάδας, μετατρέποντας το όραμα σε πράξη, γεγονός που λειτούργησε ως μαγνήτης για την προσέλκυση χιλιάδων νέων. Όμως επίσης σημαντικό ήταν το γεγονός ότι η δράση της ΕΠΟΝ, διαμόρφωνε με νέα νεολαιίστικη πολιτική κουλτούρα, όχι μόνο στη βάση ενός μελλοντικού οράματος, αλλά και σε αυτή της διαφορετικής νοηματοδότησης του πρόσφατου παρελθόντος. Η αντιστασιακή δράση δημιουργούσε τα νοήματα που επέτρεπαν στους νέους να ερμηνεύσουν για πρώτη φορά πολιτικά τις προπολεμικές τους εμπειρίες. Η επαφή των μετέπειτα ΕΠΟΝιτών με όψεις της πολιτικής δράσης των προπολεμικών κομμουνιστών αποτελεί κοινό τόπο στις περίπου 100 συνεντεύξεις που πραγματοποίησα. Η μικρή τους ηλικία δεν τους παρείχε τη δυνατότητα συνειδητοποίησης των πολιτικών νοημάτων όσων έβλεπαν και άκουγαν κυρίως στις φτωχές προσφυγικές συνοικίες της Αθήνας. Το γεγονός που έδωσε, αναδρομικά, πολιτικό περιεχόμενο στα ερεθίσματα αυτά ήταν η ανάληψη αντιστασιακής δράσης μέσα από τις τάξεις της ΕΠΟΝ. Ένα κωμικό επεισόδιο της δεκαετίας του 1930 χαράχτηκε για 70 ολόκληρα χρόνια στη μνήμη του ΕΠΟΝίτη Γιάννη Κακουλίδη από τη Γούβα:
«Μια φορά είχαμε πάει μες στα πεύκα πιτσιρικάδες […] Και ήτανε δυό-τρεις-τέσσερις [κομμουνιστές] και είχανε και μια κιθάρα και το θυμάμαι το τραγούδι, λέγανε “μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά” μες το δάσος. Τι είναι αυτό το πράγμα; Ύστερα μας κάλεσαν να πάμε στα γραφεία τους. Τα γραφεία τους ήτανε στην οδό νομίζω Βοσπόρου την λέγανε […] ήτανε ένα δωμάτιο με ρολά απ’ έξω, είχε μέσα σφυροδρέπανα. Νόμιμα, πριν το Μεταξά. […] Εμένα μου άρεσε και το σφυροδρέπανο έτσι όπως ήτανε και μια μέρα, γιατί όλοι οι δρόμοι ήταν από χώμα, εγώ κάνω έτσι μ’ ένα ξύλο και κάνω ένα σφυροδρέπανο στο χώμα. Περνάει ο παπάς “ποιος το έκανε αυτό;”. Εγώ νόμιζα ότι του άρεσε του παπά. “ – Εγώ! – Τυφλώνεις τον Θεό”, μου λέει “τυφλώνεις τον Θεό”. Εγώ χέστηκα “τυφλώνω τον Θεό”».
Ουσιαστικά η ΕΠΟΝ, όπως και το ΕΑΜ, λειτούργησε ως μια πλατφόρμα δράσεων που επέτρεψε στη νεολαία να αυτοπροσδιοριστεί για πρώτη φορά μαζικά ως μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, να βιώσει μια πρωτόγνωρη κοινωνική ισότητα (τόσο ανάμεσα στις τάξεις όσο και ανάμεσα στα φύλα) και να δράσει επιδιώκοντας τον διττό στόχο της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης. Συνεπώς, το ΕΑΜ δεν εξέφραζε μόνο την ταξική ανατροπή, την ανάδυση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων από το παρασκήνιο στο προσκήνιο των πολιτικών εξελίξεων, αλλά μέσω της ΕΠΟΝ, και την πολιτισμική ανατροπή, τη μετατροπή της νεολαίας από «κομπάρσο» σε πρωταγωνιστή της πολιτικής δράσης.
Αλλαγή του χαρακτήρα της αντιστασιακής δράσης
Από το χειμώνα του 1942 παρατηρείται μια σταδιακή μετατόπιση του χαρακτήρα που είχε η εαμική αντιστασιακή δράση. Στις μαζικές κινητοποιήσεις, δίπλα στα πάγια επισιτιστικά αιτήματα άρχισαν να εμφανίζονται και αμιγώς πολιτικά, όπως ο τερματισμός των εκτελέσεων, των παράνομων συλλήψεων και των βασανισμών. Η ΕΠΟΝ δημιουργήθηκε σε μια περίοδο κορύφωσης της εαμικής αντιστασιακής δράσης με τη μορφή της πολιτικής διαμαρτυρίας. Η πρώτη «εμφάνιση» της ΕΠΟΝ συνέπεσε με τη μεγαλύτερη πολιτική νίκη που πέτυχε το ΕΑΜ την περίοδο της Κατοχής, όταν κατά τη διάρκεια του δεκαημέρου της «εξέγερσης» στην Αθήνα, των μαζικών και μαχητικών κινητοποιήσεων, τέλη Φλεβάρη και αρχές Μάρτη 1943, κατάφερε την απόσυρση του μέτρου της πολιτικής επιστράτευσης. (Να τονίσω τη σημασία της νίκης ιδιαίτερα σε σύγκριση με το τι έγινε στη Γαλλία και τους νεκρούς). Η τακτική των μαζικών κινητοποιήσεων στο κέντρο της πόλης για την ικανοποίηση πολιτικών αιτημάτων έφτασε στο απόγειό της το καλοκαίρι του 1943. Στις 22 Ιούλη 1943 διαδήλωσαν στους κεντρικούς δρόμους της πόλης περίπου 100.000 κόσμος, με αίτημα να μην επεκταθεί η ζώνη κατοχής του βουλγαρικού στρατού στην κεντρική Μακεδονία.
Σε αυτού του τύπου την αντιστασιακή δράση, ο ρόλος της ΕΠΟΝ υπήρξε κεντρικός. Η ΕΠΟΝ, μέσα από τη ραγδαία εξάπλωσή της στις συνοικίες, ήταν ο κύριος μηχανισμός κινητοποίησης των κατοίκων με στόχο τη συμμετοχή τους στις μαζικές ενέργειες. Για να υλοποιηθούν οι μαζικές κινητοποιήσεις στο κέντρο της Αθήνας, απαιτούνταν μια εξαιρετικά επικίνδυνη και επίπονη προεργασία: διανομή προκηρύξεων, αναγραφή συνθημάτων και ομιλίες με τα χωνιά για να ενημερωθούν οι κάτοικοι για την επικείμενη κινητοποίηση, οργάνωση της προσυγκέντρωσης και του «κατεβάσματος» στο κέντρο μέσα από συγκεκριμένο δρομολόγιο, μοίρασμα του κόσμου σε μικρές ομάδες ατόμων για να μη δίνουν στόχο, άψογος συντονισμός του χρόνου υλοποίησης της διαδήλωσης για να αποφευχθεί η άμεση επέμβαση των Σωμάτων Ασφαλείας. Παράλληλα, η ΕΠΟΝ συνέδραμε τον ΕΛΑΣ στην περιφρούρηση των κινητοποιήσεων, στα δίκτυα φυγάδευσης τραυματιών ή στην ανασυγκρότηση των διαδηλωτών μετά τη επέμβαση των Σωμάτων Ασφαλείας.
Όλες αυτές οι δράσεις συνεπάγονταν υψηλό βαθμό έκθεσης σε κινδύνους. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η πλειοψηφία των θυμάτων των δύο αυτών κεντρικών κινητοποιήσεων προέρχονταν από τις τάξεις της ΕΠΟΝ. Για παράδειγμα, στη διαδήλωση της 22ας Ιουλίου 1943, από τους 9 νεκρούς διαδηλωτές για τους οποίους έχω στοιχεία, τουλάχιστον οι 5 ήταν μέλη της ΕΠΟΝ: ο Θανάσης Τεριακής, σπουδαστής του τμήματος Μηχανολόγων-Ηλεκτρολόγων στο Πολυτεχνείο από το Παγκράτι, ο Θωμάς Χατζηθωμάς, σπουδαστής του τμήματος Πολιτικών Μηχανικών στο Πολυτεχνείο, ο Θεωνάς Μαυρομματίδης, φοιτητής Ανωτάτης Εμπορικής από τον Κολωνό, η Κούλα Λίλη, φοιτήτρια της Γαλλικής Ακαδημίας και η Παναγιώτα Σταθοπούλου, εργάτρια, από του Γκύζη.[6]
Πολύ σύντομα μετά την ίδρυσή της, η ΕΠΟΝ κλήθηκε να αναλάβει νέους ρόλους. Ο διορισμός του Ιωάννη Ράλλη ως πρωθυπουργού από τις δυνάμεις κατοχής συνοδεύτηκε από την αλλαγή της πολιτικής που ακολουθούσαν αυτές απέναντι στο ΕΑΜ. Στην προσπάθειά τους να αναχαιτίσουν τη διαρκή επέκταση της εαμικής επιρροής και με δεδομένη την αδυναμία τους να αντιμετωπίσουν το ΕΑΜ με πολιτικά μέσα, η δωσίλογη κυβέρνηση επιδίωξε να μεταφέρει την αντιπαράθεση από το πολιτικό στο ένοπλο πεδίο. Η υπεροπλία των νεοϊδρυθέντων Ταγμάτων Ασφαλείας, η μετατροπή των Σωμάτων Ασφαλείας σε αντικομμουνιστικές ομάδες κρούσης και κυρίως η προσπάθεια τρομοκράτησης του πληθυσμού μέσω τους ξεσπάσματος της ένοπλης βίας αποτέλεσαν τους άξονες της συντονισμένης δράσης της κυβέρνησης Ράλλη και των δυνάμεων κατοχής για την καταστολή του εαμικού κινήματος. Το γεγονός ότι οι νεκροί διαδηλωτές, στις δύο μεγάλες κινητοποιήσεις που αναφέρθηκαν πριν, προήλθαν όχι μόνο από γερμανικά, αλλά και από πυρά ανδρών των ελληνικών Σωμάτων Ασφαλείας, υπήρξε η αφετηρία για την έναρξη των εμφύλιων συγκρούσεων στην Αθήνα, που κλιμακώθηκαν την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1944.
Ο παράγοντας τον οποίο δεν υπολόγισε η κυβέρνηση Ράλλη και οι γερμανικές αρχές κατοχής ήταν ότι η συνθηκολόγηση της Ιταλίας τον Σεπτέμβρη του 1943 και η αποχώρηση του ιταλικού στρατού κατοχής από την Αθήνα θα συνεπάγονταν τον εξοπλισμό του ΕΛΑΣ και άρα τη δυνατότητα στο εαμικό κίνημα να απαντά ένοπλα στη βία των Σωμάτων Ασφαλείας. Η ΕΠΟΝ υπήρξε η κύρια δεξαμενή άντλησης μαχητών για τον ΕΛΑΣ. Από τα συνεργεία αναγραφής συνθημάτων και διανομής παράνομου Τύπου, επονίτες και επονίτισσες βρέθηκαν με ένα όπλο στο χέρι να περιπολούν στα όρια των συνοικιών, να πολεμούν κατά τη διάρκεια των εφόδων των Σωμάτων Ασφαλείας στις γειτονιές της Αθήνας, να πραγματοποιούν ενέδρες και να εκτελούν προδότες. Στις ανατολικές συνοικίες, χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις του Παναγιώτη Αρώνη, που από το ΕΑΜ Νέων στον Κολωνό, πέρασε στην ΕΠΟΝ Βύρωνα και τελικά στον ΕΛΑΣ Καισαριανής, φτάνοντας να γίνει καπετάνιος του Προτύπου Τάγματος Καισαριανής σε ηλικία 20 χρονών και αυτή του Σπύρου Μπούτσια που από το ΕΑΜ Νέων πέρασε στην ΕΠΟΝ αναλαμβάνοντας τη θέση του Γραμματέα στου Ζωγράφου και στου Γκύζη, στη συνέχεια λοχαγός στον ΕΛΑΣ Ζωγράφου και τέλος επικεφαλής του 2ου Τάγματος των ανατολικών συνοικιών με έδρα το Βύρωνα, σε ηλικία 23 ετών.
Η δράση της ΕΠΟΝ τους μήνες που προηγήθηκαν αποδείχθηκε σωτήρια για τον ΕΛΑΣ κατά τη διάρκεια του αιματηρού τελευταίου χρόνου της Κατοχής. Η εμπιστοσύνη και το κλίμα αλληλεγγύης που είχαν δημιουργήσει τα μέλη της ΕΠΟΝ στις συνοικίες αποτέλεσαν τη βάση για την ανάπτυξη της ένοπλης αντιστασιακής δράσης του ΕΛΑΣ. Και αυτό διότι η ιδιομορφία του ένοπλου αγώνα στην πόλη απαιτεί την απόλυτη συμπαράσταση και συνδρομή των κατοίκων. Χωρίς αυτόν τον παράγοντα δεν θα μπορούσε να «σταθεί» ο ΕΛΑΣ στις συνοικίες. Όπως θυμάται ο ελασίτης Παναγιώτης Αρώνης:
«Σε μάχες όμως να σκεφτείς ότι υπήρχε μια μεγάλη, μια πελώρια συμπαράσταση απ’ τον κόσμο, απ’ τις απλές γυναίκες. Σού ’διναν πληροφορίες. Η μάνα σου που ήταν εκεί, δηλαδή πολέμαγες εσύ και η μάνα σου ήτανε πλάι, κράταγε τσίλιες […] Ήσουνα σε ένα φιλικό περιβάλλον. Σαν νά ’σουνα στο σπίτι σου και ήρθε ο εχθρός να σε βγάλει απ’ το σπίτι σου». [7]
Για τον λοχαγό του ΕΛΑΣ Καισαριανής Θεόδωρο Κουλίτσο-Νικολαΐδη, οι μεγαλύτεροι ήρωες του αγώνα ήταν οι γυναίκες της συνοικίας που αντιμετώπισαν την πρωτόγνωρη εμπειρία της αντίστασης έξω από τις πολιτικές της παραμέτρους, προστατεύοντας με τις πράξεις τους τα ίδια τους τα παιδιά που πολεμούσαν ως μέλη της ΕΠΟΝ ή του ΕΛΑΣ:
«Η Φιλιώ η Τζανετή ήτανε μια φιλήσυχη νοικοκυρούλα και πηγαίναμε και αφήναμε μετά τη συμπλοκή, μετά τη μάχη και αφήναμε τα όπλα στη Φιλιώ και έκανε το σταυρό της κι έλεγε “ο θεός να σας έχει γερά, προσέχετε βρε παιδιά” και φύλαγε τα όπλα όμως. Και αυτή ήτανε ούτε οργανωμένη, ούτε τίποτα, αλλά φύλαγε τα όπλα [...] Έφτιαχνε η Μαυροφρύδενα το πιάτο του ελασίτη, πήγαινε και ζητιάνευε. Από πού; Από τη δυστυχία! Και είχε μια χύτρα μεγάλη […] Πηγαίναμε μετά από κάθε μάχη, τα παιδιά της νηστικά και μας έδινε εμάς φαΐ• “ελάτε βρε διαόλοι θα φάτε τα κεφάλια σας. Πoύ πάτε βρε διαόλοι να τα βάλετε μ’ αυτούς. Έλα φάε τώρα”. […] Τι να πω εγώ που κρατούσα ένα ντουφέκι και πολεμούσα. Αυτή ήταν η ηρωίδα. Που άφηνε τα παιδιά της νηστικά για να μας δώσει εμάς». [8]
Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι ενδεικτικά μιας βασικής κοινωνικής διεργασίας που συντελέστηκε στις φτωχές συνοικίες λόγω της αντιστασιακής δράσης των εαμικών οργανώσεων. Η δράση της ΕΠΟΝ, μαζί με αυτή της Εθνικής Αλληλεγγύης που προηγήθηκε, ήταν οι κύριοι άξονες διεύρυνσης της εαμικής επιρροής στις συνοικίες της Αθήνας μέσω της ενσωμάτωσης των κοινωνικών δικτύων στην αντιστασιακή δράση. Κάθε νέος ή νέα που οργανώνονταν στην ΕΠΟΝ ενέπλεκε άμεσα ή έμμεσα στην αντιστασιακή δράση άτομα από την οικογένειά του, τον ευρύτερο συγγενικό κύκλο, φίλους από τη γειτονιά. Αυτό είχε ως συνέπεια, όχι απλώς τη μαζικοποίηση, αλλά την «κοινωνικοποίηση» του ΕΑΜ, καθώς ρόλους που μέχρι τότε επιτελούσε η παράνομη οργάνωση (στέγαση και διατροφή παρανόμων, απόκρυψη οπλισμού, παροχή πληροφοριών, προστασία μελών εαμικών οργανώσεων) υλοποιούσε πλέον η τοπική κοινωνία.
Συνεπώς, η κυριαρχία των εαμικών οργανώσεων στις λαϊκές συνοικίες δεν ήταν αποτέλεσμα μιας μονόπλευρης διαδικασίας «εαμοποίησής» τους, αλλά της αμφίδρομης σχέσης που οδήγησε παράλληλα στην «κοινωνικοποίηση» του ΕΑΜ. Ταυτόχρονα με την εισαγωγή νέων τρόπων πολιτικής οργάνωσης και δράσης στις τοπικές κοινωνίες από το ΕΑΜ, αυτές με τη σειρά τους διαμόρφωναν τον λαϊκό χαρακτήρα του εαμικού αντιστασιακού κινήματος, εισάγοντας στη δράση του δοκιμασμένες στο παρελθόν πρακτικές συλλογικής δράσης και αλληλεγγύης. Οι κάτοικοι των συνοικιών, όπως και τα απλά μέλη και κατώτερα στελέχη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, δεν υπήρξαν άβουλοι αποδέκτες των αποφάσεων της ηγεσίας που ήταν επιφορτισμένη με την οργάνωση του αντιστασιακού αγώνα. Ο αγώνας αυτός μέσα στις συνοικίες δεν στηρίχτηκε σε κάποιους τρόπους οργάνωσης που εμφυτεύτηκαν από το ΕΑΜ, αλλά στο μετασχηματισμό και εμπλουτισμό αυτών που υπήρχαν. Πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτή την κεντρικής σημασίας διάσταση της εαμικής αντιστασιακής δράσης διαδραμάτισε η ΕΠΟΝ.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Φ. Σκούρας, Α. Χατζηδήμος, Α. Καλούτσης και, Γ. Παπαδημητρίου, Η ψυχοπαθολογία της πείνας, του φόβου και του άγχους. Νευρώσεις και ψυχονευρώσεις, σειρά Τρίαψις Λόγος 3, Αθήνα, Οδυσσέας, 1991, σ. 267. Πρώτη έκδοση το 1947.
[2] Δανάη Αντωνοπούλου-Ψιλοπούλου, Τα κορίτσια του Πολυτεχνείου. Από τους αγώνες της Κατοχής στην αγωνία της φυλακής, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2008, σ. 27.
[3] Μαχητής, Όργανο του Γραφείου της Κομμουνιστικής Νεολαίας στη Σπουδάζουσα Νεολαία, φύλλο 1, 13 Φεβρουαρίου 1942, ΕΛΙΑ, Αρχείο Παράνομου Αντιστασιακού Τύπου.
[4] Πέτρος Ανταίος, Συμβολή στην ιστορία της ΕΠΟΝ, τ. Αι, Αθήνα, Καστανιώτης, 1977, σ. 263.
[5] Ανταίος, Συμβολή, τ. Αιι, σ. 335.
[6] Διεύθυνση Ειδικής Ασφαλείας του Κράτους, Κατάστασις ονομαστική των φονευθέντων και τραυματισθέντων κατά την απεργίαν της 22 Ιουλίου 1943, ΓΑΚ, Αρχείο Ηρακλή Πετιμεζά, «Μικρές Συλλογές», Κ163 και Αρχείο Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ.
[7] Παναγιώτης Αρώνης, συνέντευξη 22-11-2005.
[8] Θεόδωρος Κουλίτσος-Νικολαΐδης, συνέντευξη 12-3-2006.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ