Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε λίγες μέρες μετά τις αμερικανικές εκλογές εν μέσω ενός ορυμαγδού αναλύσεων για το αποτέλεσμα. Σε αυτό το πλαίσιο, επιλέξαμε να μεταφράσουμε το συγκεκριμένο άρθρο, όχι γιατί παρέχει μια πλήρη ερμηνεία των γεγονότων, αλλά γιατί ώς έναν βαθμό αποτυπώνει στοιχεία της συζήτησης γύρω από ζητήματα φεμινισμού και identity politics, σε μια περίοδο που οι περισσότεροι εκπρόσωποι του νεοφιλελευθερισμού ομνύουν στο όνομα της έμφυλης ισότητας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Όταν η γάτα μου πέθανε ξαφνικά το βράδυ πριν από τις εκλόγες, ήξερα ότι θα εκλεγεί ο Ντόναλντ Τραμπ κι έτσι ξεκίνησα να πενθώ και τα δύο γεγονότα ταυτόχρονα. Ήταν από εκείνες τις στιγμές που έχεις ένα μεταφυσικό προαίσθημα –ενισχυμένο από το ότι η γάτα μου ήταν μαύρη και τη θεωρούσα πλέον συγγενή μου– που φαίνεται τρομακτικό μόνο όταν αυτό αποδειχτεί αληθινό. Πριν πεθάνει, υπέθετα – όπως σχεδόν όλη η Νέα Υόρκη– ότι θα εκλεγεί η Χίλλαρυ Κλίντον.
Στην τελική, πώς μπορούσε να χάσει μια ικανή, έμπειρη πολιτικός από έναν πραγματικό άνθρωπο των σπηλαίων; Για ποιον λόγο οι εργαζόμενοι –πολλοί από τους οποίους ζουν στις κεντροδυτικές πολιτείες, όπου η οικονομία έχει σταματήσει να ανθεί– να ψηφίσουν έναν άνθρωπο που έγινε γνωστός επειδή ούρλιαζε «Απολύεσαι!» στην τηλεόραση; Ακόμα πιο περίεργο, γιατί ένας κατ’ εξακολούθησην κατηγορούμενος για βιασμό να πάρει περισσότερες λευκές γυναικείες ψήφους από μια προσοντούχα γυναίκα;
Ας κατηγορήσουμε τον ελιτίστικο φεμινισμό που εκπροσωπεί η Κλίντον
Στο βιβλίο False Choices: The Faux Feminism of Hillary Rodham Clinton, εγώ και πολλοί συγγραφείς υποστηρίζουμε ότι ο αστικός φεμινισμός της Κλίντον στρέφεται ενάντια στα συμφέροντα της συντριπτικής πλειονότητας των γυναικών. Και αποδείχτηκε ότι ισχύει και με το παραπάνω. Ένας τέτοιος στιγματισμός του φεμινισμού μάς έδωσε τον πιο σεξιστή και ρατσιστή προέδρο στη σύγχρονη ιστορία: τον Ντόναλντ Τραμπ.
Ο συντηρητικός βαθύς γνώστης της πολιτικής Καρλ Ρόουβ δήλωσε αυτή την εβδομάδα στο Fox News ότι έρευνες που διεξήγαν με ομάδες εστίασης έδειξε ότι τις γυναικές της εργατικής τάξης δεν τις ένοιαζε αν η Κλίντον θα ήταν η πρώτη γυναίκα προέδρος. Και συγκριτικά με τον Ομπάμα το 2008, η Κλίντον πήρε λιγότερες ψήφους από τις γυναίκες, ανεξάρτητα αν ήταν λευκές, λατίνες ή μαύρες.
Θα ήταν λάθος να πούμε ότι οι ψηφοφόροι του Τραμπ ήταν συνειδητοποιημένοι, εξάλλου πολλοί από αυτούς πάντα ψήφιζαν τους Ρεπομπλικανούς. Ούτε θα πρέπει να τους αποδώσουμε το τεκμήριο της ταξικότητας, ειδικά στον βαθμό που ήταν υψηλότερου εισοδήματος από τους ψηφοφόρους της Κλίντον. Αμφιβάλλω αν οι περισσότεροι από αυτούς γνωρίζουν ότι η Κλίντον έχει υπάρξει μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Walmart, μιας εταιρείας διάσημης για τα τεράστια κέρδη που αποκόμιζε από την κακοπληρωμένη εργασία γυναικών, και στόχου της μεγαλύτερης αγωγής για διακρίσεις φύλου στην ιστορία. Αλλά πολλοί Αμερικανοί –είτε όσοι ψήφισαν Τραμπ είτε, το πιο πιθανό, όσοι έμειναν σπίτι τους– γνώριζαν ότι η Κλίντον αποτελεί εδώ και καιρό οργανικό κομμάτι ενός συστήματος που τους εξαπάτησε. Οι γυναίκες της εργατικής τάξης ήξεραν πολύ καλά ότι στις «εκστρατείες ακρόασης» της Κλίντον, η μόνη ακρόαση που είχε σημασία ήταν εκείνη που αφορούσε τους υψηλούς χρηματοδότες της στα σαλόνια του Χάμπτον και του Μπέβερλι Χιλς ή στο σέσιον των ερωταπαντήσεων που ακολούθούσε τις ομιλίες των 250.000 δολαρίων στη Goldman Sachs. Το φθινόπωρο του 2016 περνούσε τον περισσότερο χρόνο της με τους ζάμπλουτους.
Η πραγματικά κουφή καμπάνια της δεν προσποιήθηκε καν ότι επιχειρούσε να υπερβεί αυτές τις ταξικές αποκλίσεις. Από τη στιγμή που εξασφάλισε το χρίσμα, η Κλίντον κόμισε ελάχιστες ιδέες για το πώς μπορεί να γίνει η ζωή των απλών γυναικών καλύτερη. Και αυτό γιατί εκείνο που θα βελτιώνε περισσότερο τη ζωή της μέσης γυναίκας θα ήταν η αναδιανομή, κάτι που δεν άρεσε και τόσο στους τραπεζίτες φίλους της Κλίντον. Το σύνθημα #ImWithHer ήταν ένα οδυνηρά κοινότοπο σύνθημα προεκλογικής εκστρατείας, που υπογράμμιζε ευκρινώς ότι το μήνυμα ολόκληρης της εκστρατείας επικεντρωνόταν αποκλειστικά στην υποψήφια ως άτομο και στο φύλο της και όχι σε ένα όραμα για την κοινωνία ή έστω για τις γυναίκες ως σύνολο. Η ίδια ξέγραψε ολόκληρα τμήματα πληθυσμού ως «παρίες» και δεν μπήκε καν στο κόπο να πραγματοποιήσει εκστρατεία στο Ουισκόνσιν. Αμάμεσα στα μέλη των σωματείων δε, η υποστήριξή της ήταν αναιμική σε σχέση με πρόσφατους υποψήφιους των Δημοκρατικών, ενώ σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις ήταν σημαντικά χαμηλότερη και από την υποστήριξη προς τον Ομπάμα το 2008.
Η καμπάνια πάσχιζε συνεχώς να προσελκύσει τη χρηματοδότηση από τις τάξεις των διασημοτήτων του πιο πλούσιου 1%. Και τελικά η Κλίντον κέρδισε πόντους λόγω φύλου μόνο στις τάξεις των αποφοίτων κολεγίου. Σε σχέση με τις λευκές γυναίκες χωρίς πτυχίο, η Κλίντον έχασε από τον Τραμπ κατά 28 μονάδες· ήταν σχεδόν σαν να μην ένοιαζε τη σερβιτόρα από το Οχάιο αν η Άννα Ουίντουρ ήταν #WithHer.
Ο ελιτίστικος φεμινισμός που εκπροσωπεί η Κλίντον είναι ταυτόχρονα ένας «λευκός φεμινισμός». Κατά τη διάρκεια του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών είχε συζητηθεί πολύ η εμπιστοσύνη των μαύρων ψηφοφόρων προς την Κλίντον, αλλά αποδείχτηκε παραπλανητική καθώς αφορούσε κυρίως όσους ήταν αρκετά πεισμένοι για να την ψηφίσουν ήδη από τον τον πρώτο γύρο, μα αυτό ποτέ δεν είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα του εκλογικού σώματος. Η Κλίντον είχε τεράστια συμβολή στην υλοποιήση πολιτικών που οδήγησαν σε μαζικές φυλακίσεις τη δεκαετία του ’90, είχε πραγματοποιήσε ρατσιστικη καμπάνια εις βάρος του Ομπάμα το 2008, ενώ συμπεριφέρθηκε στις γυναίκες του #BlackLivesMatter με οδυνηρή περιφρόνηση το 2016. Παρ’ όλα αυτά θεώρησε την ψήφο της μαύρης κοινότητας δεδομένη. Την ενδιέφερε περισσότερο να προσελκύσει την ψήφο των λευκών ρεπουμπλικανών γυναικών των προαστιών. Τελικά, η προσέλευση των Αφροαμερικανών ήταν μικρότερη από του 2012.
Η αντίδραση των πιο αναγνωρισμένων φεμινιστριών σε αυτόν τον εθνικό τρόμο ήταν να κατηγορήσουν τους ψηφοφόρους. Σχολιάστριες όπως η Αμάντα Μάρξοτ ήταν σίγουρες για τη νίκη του Τραμπ επειδή οι άντρες –και ορισμένες γυναίκες– μισούν τις γυναίκες: «Αποδεικνύεται ότι δεν μπορούμε να δεχτούμε την ιδέα πως μια γυναίκα μπορεί να είναι ταυτόχρονα φιλόδοξη και ικανή». Ο μόνος μόνος άλλος λόγος για τον οποίο θα μπορούσε να κερδίσει, συνέχισε, είναι ο ρατσισμός. Η φεμινίστια συγγραφέας Τζιλ Φιλίποβιτς πήγε ακόμα πιο μακριά την αποστροφή για τις μάζες τουιτάροντας για την Κλίντον: «Συγγνώμη, Αμερική, δεν την άξιζες».
O Τραμπ είναι ρατσιστής – και η εκλογή του ενθαρρύνει ήδη τα χειρότερα στοιχεία της αμερικανικής κοινωνίας, όπως οι ρατσιστές μπάτσοι, οι οργανωμένοι πιστοί της ανωτερότητας της λευκής φυλής, οι ετοιμοπόλεμοι στρατιώτες κατά των μεταναστών. Πράγματι, επρόκειτο για τεράστιο αυτογκόλ της αμερικανικής κοινωνίας. Και, στην καλύτερη περίπτωση, αποδεικνύει ότι πολλοί ψηφοφόροι είναι σοκαριστικά αδιάφοροι σε θέματα ρατσισμού και ξενοφοβίας. Αλλά θα ήταν μάλλον λάθος να πούμε ότι φταίει κυρίαρχα αυτό για την ήττα της Κλίντον. Εξάλλου, ο Τραμπ κέρδισε πολλές από τις εκλογικές περιφέρειες που το 2012 είχαν ψηφίσει έναν μαύρο με αφρικανικό όνομα. Ομοίως, ενώ είναι τραγελαφικό το ότι ο μισογυνισμός του Τραμπ δεν απομάκρυνε ψήφους, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με την αφήγηση ότι ο σεξισμός οδήγησε σε αυτά τα αποτελέσματα· ή με το ότι αυτή η εκλογή αποτέλεσε εντολή μισογυνισμού – εξάλλου τη λαϊκή ψήφο την κέρδισε γυναίκα. Επιπλέον αν η αλληλεγγύη των λευκών αντρών προς έναν μισογύνη ρατσιστή –ή η για οποιοδήποτε λόγο προτίμηση προς τον Τραμπ– ήταν σημαντικός παράγοντας, τότε ο Τραμπ θα έπρεπε να έχει συσπειρώσει την εκλογική του βάση. Ωστόσο, δεν παρατηρήθηκε αύξηση στις ψήφους των Ρεμπουμπλικανών: ο Τραμπ πήρε λιγότερες από τον Ρόμνεϋ το 2012. Πολύ απλά η Κλίντον δεν ενέπνευσε αρκετούς –ειδικά τις γυναίκες και τους Αφροαμερικανούς– να την ψηφίσουν.
Ο Ομπάμα ενέπνευσε τους Αμερικανούς μιλώντας για αλλαγή και για ελπίδα. Η Κλίντον δεν μπορούσε να μιλήσει για αλλαγή γιατί δεν πιστεύει σε αυτήν, και δεν θα μπορούσε να μιλήσει για ελπίδα γιατί η ελπίδα είναι επικίνδυνη. Πράγματι, όταν ο Μπέρνι Σάντερς, ο αντίπαλός της για τον χρίσμα των Δημοκρατικών, μίλησε για μείζονες αλλαγές στο πολιτικό σύστημα, η Κλίντον απάντησε με την ταξική οργή ενός ανθρώπου αφοσιωμένου στο 1%. Κατά τη διάρκεια του πρώτου γύρου των εκλογών υποστήριξε με πάθος ότι δεν θα έπρεπε να υπάρξει ποτέ μα ποτέ δημόσιο σύστημα υγείας –κάτι που θα ωφελούσε τους πάντες και ιδιαίτερα τις γυναίκες– κάθως το κόστος της υγειονομικής μας περίθαλψης είναι μεγαλύτερο και είναι πιθανότερο να «κηρύξουμε πτώχευση» εξαιτίας του «ιατρικού χρέους» (όταν πρόσφατα εξήγησα τι είναι αυτό σε έναν Καναδό δημοσιογράφο, είπε: «Ουάου, δεν είχα σκεφτεί πότε την πιθανότητα ύπαρξης ενός τέτοιου χρέους»· αυτό ακριβώς.). Σε έναν ιδιωτικό έρανο, η Κλίντον χλεύασε ως «κάλπικες υποσχέσεις» την υπεράσπιση του Σάντερς για «δωρέαν σύστημα υγείας, δωρεάν εκπαίδευση», σημειώνοντας πατερναλιστικά ότι οι υποστηρικτές του «δεν ξέρουν τι είναι αυτό, αλλά είναι κάτι που το νιώθουν μέσα τους».
Ένας άνθρωπος που πιθανόν να πάει σε δίκη για παιδεραστία και που επέλεξε για αντιπρόεδρο έναν από τους πιο αντιδημοφιλείς πολιτικούς στον κόσμο, είναι πλέον στο τιμόνι της ισχυρότερης χώρας στον πλανήτη. Δεν μπορείς να χαρείς γι’ αυτό. Ήταν σφάλμα της Αμερικής να τον εκλέξει. Αλλά η αποτυχία της Κλίντον και των Δημοκρατικών της άρχουσας τάξης να τον νικήσουν είναι μια ευκαιρία για τον σοσιαλιστικό φεμινισμό. Πολλές γυναίκες θέλουν βαθιά αλλαγή, θέλουν να γίνει καλύτερη η ζωή τους. Απλώς δεν πίστευαν ότι ο ελιτίστικος φεμινισμός της Κλίντον θα φέρει αυτή την αλλαγή – και είχαν δίκιο.
O φεμινισμός έχει τώρα την ευκαιρία να αφήσει πίσω του το «go-girlism» που εγκαθίδρυσε η Σέρυλ Σάντμπεργκ. Οι αριστερές φεμινίστριες πρέπει να οργανώσουν την πάλη ενάντια στις πολιτικές Tραμπ-Πενς. Θα πρέπει να εργαστούμε όλες μαζί για την προστασία των δικαιωμάτων των προσφύγων, για τις θρησκευτικές ελευθερίες, και για να αποτρέψουμε μια πιθανή επίθεση στο δικαίωμά μας στην έκτρωση. Επιπλέον χρειάζεται να ασχοληθούμε με περιβαλλοντικά θέματα σε πολιτειακό και τοπικό επίπεδο αναγνωρίζοντας ότι τίποτα καλό δεν θα επιτευχθεί σε ομοσπονδιακό επίπεδο σε καθεστώς άρνησης της κλιματικής αλλαγής. Χρειαζόμαστε την ενίσχυση των δομών της αριστεράς: να οργανώσουμε σωματεία στους χώρους εργασίας μας, να συμμετέχουμε σε ανεξάρτητα αριστερά κόμματα, να στηρίξουμε προοδευτικούς υποψήφιους για τις τοπικές και τις πολιτειακές υπηρεσίες, και να δημιουργήσουμε αριστερά μέσα ενημέρωσης. Πρέπει να δουλέψουμε ειδικά και για την ενίσχυση των υπαρχουσών φεμινιστικών προσπαθειών που επικεντρώνονται στις υλικές ανάγκες των γυναικών είτε αυτό σημαίνει την ένταξή μας σε τοπικές και πολιτειακές καμπάνιες που απαιτούν αναρρωτική άδεια και άδεια για οικογενειακούς λόγους, δημόσια υγεία ή –ειδικά τώρα– δίνουν τη μάχη για τα 15 δολάρια την ώρα (#Fight for $15).
Νόμιζα ότι η άρχουσα τάξη θα εξασφάλιζε τη νίκη της υποψήφιάς της αλλά αποδείχτηκε ότι κάτι τέτοιο απαιτούσε πολύ περισσότερα απ’ όσα μπορουσαν να διαχειριστούν οι εκπρόσωποί της στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού συστήματος, δεδομένης της ευρείας δυσαρέσκειας απέναντι σε ό,τι αντιπροσωπεύει η Κλίντον. Είχα υποστηρίξει ότι o κλιντονισμός δε θα νικήσει μακροπρόθεσμα τον τραμπισμό επειδή (όπως φάνηκε με την Αγγλία και το Brexit) η απόμακρη και διεφθαρμένη ελίτ και τα σκληρά νεοφιλελεύθερα καθεστώτα τρέφουν τον δεξιό λαϊκισμό. Αποδείχτηκε όμως ότι η Κλίντον και η πολιτική της έχει τελείωσει και βραχυπρόσθεμα ακόμα.
Οι φεμινίστριες πρέπει να πολεμήσουμε τον Τραμπ και τον βίαιο σεξισμό, τον ρατσισμό του και, ίσως πιο επείγοντως, την ξενοφοβία και τη θρησκευτική μισσαλοδοξία του. Αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει με ηγέτες που προτιμούν να συναναστρέφονται δισεκατομμυριούχους από το να παλεύουν για την καθημερινή γυναίκα. Ένας φεμινισμός που ταυτίζεται με ανθρώπους όπως η Κλίντον –που φτιάχνει οργανισμούς με ονόματα όπως Pantsuits Nation (pantsuit: γυναικείο κουστούμι [ΣτΜ])– δεν είναι ένας φεμινισμός που εκτιμά τη ζωή της πλειονότητας των γυναικών γυναικών.
μετάφραση: Ματίνα Ρούσσου
πηγή: Versobooks.com
ΔΙΑΒΑΣΤΕ