Στην τουρκική γλώσσα η λέξη Taksim (γνωστή σε εμάς από το μουσικό ταξίμι) δηλώνει τη “διαίρεση”. Στην κυπριακή ιστορία, η ίδια λέξη κωδικοποίησε το 1957 την φιλοδοξία των Τουρκοκυπρίων για διχοτόμηση του νησιού. Στην τοπογραφία της Κωνσταντινούπολης η Πλατεία Taksim, αποτελεί τον χώρο όπου παλαιότερα συγκεντρωνόταν σε δεξαμενή το πόσιμο νερό και διακλαδώνονταν το δίκτυο ύδρευσης προς τις διαφορετικές συνοικίες της Κωνσταντινούπολης.
Είναι συνεπώς άκρως συμβολικό το γεγονός ότι οι ταραχές που ξέσπασαν με αφορμή τα σχέδια ανάπλασης της περιοχής του Taksim φέρνουν στην επιφάνεια έναν βαθύ διχασμό της τουρκικής κοινωνίας.
Η Πλατεία Taksim (και συνολικά ο δήμος Beyoğlu) αποτελεί μιαν ιδιαίτερη νησίδα εντός της Κωνσταντινούπολης, η οποία με τη σειρά της αποτελεί από πολλές απόψεις μιαν ιδιαίτερη νησίδα εντός της όλης Τουρκίας.
Κατεξοχήν “ευρωπαϊκή βιτρίνα” της Πόλης, η περιοχή (όπου κάποτε κυριαρχούσε η ελληνική και η γαλλική γλώσσα) αποτελεί την καρδιά της τουριστικής και καλλιτεχνικής κίνησης και ταυτόχρονα τον τόπο συναθροίσεων κάθε είδους: από τους εορτασμούς της Πρωτοχρονιάς και τους πανηγυρισμούς των φιλάθλων, μέχρι τις πολιτικές διαδηλώσεις ή το Istanbul Pride. Η ιστορία της θα μείνει ανεξίτηλα σημαδεμένη από την “Σφαγή του Taksim” την Πρωτομαγιά του 1977, οπότε 33 διαδηλωτές έχασαν τη ζωή τους από πυροβολισμούς άγνωστων ενόπλων – πιθανότατα ακροδεξιών.
Δεν είναι συνεπώς καθόλου τυχαίο ότι η περιοχή του Taksim αποτέλεσε το κύριο πεδίο αντιπαράθεσης της κυβέρνησης Erdogan με το 50% του πληθυσμού που δεν την εμπιστεύθηκε στις τελευταίες εκλογές του Ιουνίου 2011.
Οι διαμαρτυρίες για τη σωτηρία του Πάρκου του Περιπάτου (Gezi), πλάι στην Πλατεία Taksim, αρχικά συγκέντρωναν τον περιορισμένο αριθμό των ανθρώπων που θα ανέμενε κανείς να έχουν αυξημένη ευαισθησία στα θέματα αστικού τοπίου. Ωστόσο, γρήγορα πολιτικοποιήθηκαν όταν ένας (Τούρκος) βουλευτής του φιλοκουρδικού Κόμματος BDP που εκλέγεται στην περιοχή και ένας (Κούρδος) βουλευτής του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (CHP) της αξιωματικής αντιπολίτευσης έσπευσαν ως “φρουροί” ενώπιον των εκσκαφέων. Η άγρια αστυνομική επιδρομή της Παρασκευής είχε ως αποτέλεσμα τη συρροή ολοένα και μεγαλύτερου και ολοένα και πιο πολύμορφου πλήθους στον τόπο των συγκρούσεων, αλλά και την επέκταση των ταραχών και σε άλλες πόλεις. Με τις νοικοκυρές του Beyoğlu να πραγματοποιούν νυκτερινές διαμαρτυρίες “κατσαρόλας” και με το κυρίαρχο σύνθημα να είναι πλέον το “Tayyip istifa” (“Ταγίπ παραιτήσου”), η σύγκρουση των αρχών με τη “νησίδα” είναι λάβει πλέον καθαρά πολιτικά χαρακτηριστικά.
Άλλωστε το σχέδιο αντικατάστασης του Πάρκου Gezi με ομοίωμα παλαιότερου οθωμανικού στρατοπέδου, το οποίο θα φιλοξενούσε και εμπορικό κέντρο, συμπυκνώνει συμβολικά πολλές πτυχές της διακυβέρνησης του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης: νοσταλγία του οθωμανικού παρελθόντος (την ίδια ώρα που η πραγματική, ιστορικά διαμορφωμένη φυσιογνωμία της Πόλης κακοποιείται), διαπλοκή με το κατασκευαστικό κεφάλαιο (ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Bülent Arınç χρειάστηκε να διαψεύσει την επιχεριρηματική εμπλοκή του γιου του στο επίμαχο πρότζεκτ, ενώ η ανάπλαση της γειτονικής συνοικίας Tarlabaşı υλοποιήθηκε από εταιρεία με γενικό διευθυντή τον γαμπρό του Erdoğan), φαραωνική αντίληψη της ανάπτυξης (πρβ. τα σχέδια για τρίτο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης, τρίτη γέφυρα του Βοσπόρου, “δεύτερο Βόσπορο” με την διάνοιξη καναλιού κ.ο.κ.), αλλά και αλαζονική αντιμετώπιση των αντιρρησιών.
Ο Erdoğan μοιάζει να λειτουργεί ακόμη ως ο δήμαρχος Κωνσταντινούπολης που κάποτε ήταν (ήδη έχει μετατρέψει τα Ανάκτορα Dolmabahçe σε δεύτερο πρωθυπουργικό γραφείο, όπου δέχεται τους περισσότερους ξένους ηγέτες), πεπεισμένος ότι το είδος ανάπτυξης που επαγγέλλεται επαρκεί για την πολιτική του μακροημέρευση – και ας έρχεται αυτό αντιμέτωπο με προφανή όρια βιωσιμότητας στην περίπτωση της υδροκέφαλης μεγαλούπολης.
Έχοντας κερδίσει τρεις κατά σειρά εκλογικές αναμετρήσεις (την καθεμία με μεγαλύτερο ποσοστό ψήφων από την προηγούμενη), στη διάρκεια μιας δεκαετίας όπου το κατά κεφαλήν ΑΕΠ τριπλασιάσθηκε, ο Erdogan θεωρεί ότι παίζει χωρίς αντίπαλο.
Ωστόσο, το γεγονός ότι κανένα αντιπολιτευόμενο κόμμα (πλην του φιλοκουρδικού) δεν βρίσκεται σε ακμαία κατάσταση, δεν σημαίνει ότι οι κοινωνικές αντιδράσεις δεν μπορούν να ξεσπάσουν θεαματικά – πολύ περισσότερο εάν δεν έχουν προφανή πολιτική διέξοδο.
Είναι γεγονός ότι όλες τις προηγούμενες εβδομάδες σειρά κινήσεων της κυβέρνησης αποξένωσαν σημαντικά τμήματα του πληθυσμού. Οι Κεμαλιστές αναστατώθηκαν με τον νέο αντιαλκολικό νόμο (τον οποίο καταγγέλλουν ως προσπάθεια “ισλαμοποίησης των ηθών”) και κυρίως με τον έμμεσο χαρακτηρισμό του ίδιου του Kemal από τον Erdogan ως “μεθύστακα”. Οι Αλεβίτες αγανάκτησαν με το γεγονός ότι στην τρίτη γέφυρα του Βοσπόρου θα δοθεί το όνομα του σφαγέα της κοινότητάς τους Σουλτάνου Σελήμ Β΄. Οι φιλελεύθεροι επισημαίνουν την θλιβερή παγκόσμια πρωτιά της Τουρκίας στις φυλακίσεις δημοσιογράφων. Τα συνδικάτα διατηρούν ακόμη στη μνήμη την επιβολή οιονεί στρατιωτικού νόμου στην Κωνσταντινούπολη την περασμένη Πρωτομαγιά, προκειμένου να μην πραγματοποιηθεί η εργατική συγκέντρωση στην Πλατεία Taksim, διότι θα είχε “αντικυβερνητικό χαρακτήρα”.
Κυρίως όμως, ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού δυσφορούν με ό,τι αποτελεί την μεγαλύτερη αποτυχία του Erdogan, ήτοι την πολιτική του στην συριακή κρίση, η οποία απειλεί να εμπλέξει την Τουρκία σε μία πολεμική σύγκρουση που δεν είναι δική της. Οι φόβοι αυτοί έδειξαν να επαληθεύονται με την πολύνεκρη τρομοκρατική επίθεση στο Reyhanlı, η οποία, πολύ χαρακτηριστικά, αντιμετωπίσθηκε από τις αρχές με την επιβολή απαγόρευσης πρόσβασης στα ΜΜΕ.
Όλα αυτά, παραδόξως, τη στιγμή που επιχειρείται το μεγαλύτερο δημοκρατικό άλμα στην Τουρκία, ήτοι ο διάλογος με τον Öcalan και το ΡΚΚ – και ενώ το κουρδικό στοιχείο, ρυθμιστής στην βαλτωμένη συνταγματική αναθεώρηση που βρίσκεται σε εξέλιξη, επιφυλάσσεται.
Όταν ο ίδιος ο Erdogan αναφέρεται στον “μπελά του Twitter που διασπείρει ψεύδη” δείχνει ότι δεν έχει αντιληφθεί σε πιο νέο (διεθνές και εγχώριο) περιβάλλον καλείται να κινηθεί. Όταν περιορίζει την δημοκρατική νομιμοποίηση στην ανά τετραετία διενέργεια εκλογών, χάνει από τα μάτια του τη σημασία της διαβούλευσης. Όταν ο ίδιος και οι υπουργοί του υπονοούν ότι η Τουρκία έχει βρεθεί στο επίκεντρο “παιχνιδιών από το εξωτερικό” μπορεί να έχουν και δίκιο, αλλά δεν υπολογίζουν ότι θα πρέπει να υπάρχει συγκεντρωμένο μπαρούτι για να μπορέσει ο κάθε καλοθελητής να βάλει τη σπίθα.
Εγκλωβισμένος (λόγω της γνωστής του τάσης να μην ανέχεται υποχωρήσεις) σε μία σύγκρουση η οποία τον έπληξε προσωπικά, ο Τούρκος πρωθυπουργός βλέπει τώρα το πλήθος των διαδηλωτών να πανηγυρίζει την “ανακατάληψη” της Πλατείας Ταξίμ, τους συνιδρυτές του κόμματός του (Abdullah Gül και Bülent Arınç) να παίρνουν διακριτικές αποστάσεις, τις ξένες πρωτεύουσες (συμπεριλαμβανομένης ως και της Δαμασκού, αλλά με τη χαρακτηριστική εξαίρεση της Τεχεράνης) να του απευθύνουν συστάσεις για “σεβασμό της ελευθερίας του συνέρχεσθαι” και βέβαια το σχέδιό του για μεταπήδηση το 2014 σε μία ενισχυμένη προεδρία της Δημοκρατίας να έχει τραυματισθεί.
(Ενδιαφέρον θα έχει να παρατηρήσει κανείς τη στάση του ισχυρού κινήματος Nurcu του εξόριστου στις ΗΠΑ ιεροκήρυκα Fethullah Gülen, το οποίο λόγω της μεγάλης διείσδυσής του στην Αστυνομία, ασφαλώς έπαιξε ρόλο στην πυροδότηση των εντάσεων δια της καταστολής).
Κατά τον βρετανικό Economist, o Erdoğan είναι θύμα της επιτυχίας του, με την έννοια ότι κατά τη διακυβέρνησή του ενδυναμώθηκε η κοινωνία των πολιτών, η οποία είναι σε θέση να εγείρει διεκδικήσεις αδιανόητες μέχρι πρότινος στην τουρκική δημόσια ζωή. Σε κάθε περίπτωση, θα προσθέταμε, μπορεί πλέον να το κάνει χωρίς τη βεβαιότητα ότι εντέλει θα βρει απέναντί της τον στρατό...
Δημοσιεύτηκε στο www.capital.gr στις 03.06.13
ΔΙΑΒΑΣΤΕ