...Κι έτσι, από το καλοκαίρι και μετά, και κυρίως το τελευταίο τρίμηνο, φως άρχισε να αχνοφέγγει στο βάθος του ευρωπαϊκού τούνελ. Μια συγκρατημένη, επιφυλακτική αισιοδοξία άρχισε να ζεσταίνει τις παγωμένες από την κρίση καρδιές των Ευρωπαίων ταγών μας: Ο δρόμος παραμένει γλιστερός και αβέβαιος αλλά, επιτέλους, τα χειρότερα μάλλον είναι πίσω μας! Επιπλέον στην Ελλάδα, όπως επισημαίνει και το Reuters, τα λεφτά επιστρέφουν στις τράπεζες , οι τιμές των ομολόγων αυξάνονται και ο πρωτογενής προϋπολογισμός για το 2013 θα τα πάει καλύτερα από τις εκτιμήσεις της Τρόικας για το έτος, εμφανίζοντας πλεόνασμα 0,4%, παρά την ύφεση. Αν συνυπολογίσουμε και τη σοβαρή αναβάθμιση της αξιοπιστίας της χώρας μας που κατάφερε η ηρωική τρικομματική κυβέρνηση και το αχτύπητο δίδυμο των επιτυχιών Σαμαράς - Στουρνάρας με τη στιβαρή τους στάση, ε, τότε...
...Τότε βρισκόμαστε στην πραγματικότητα στο μάτι του οικονομικού κυκλώνα. Οι μεγάλες αναταράξεις, οι βίαιες οικονομικές ανατροπές είναι ακόμα μπροστά μας. Προς το παρόν και εμείς και οι Ευρωπαίοι απλώς περιμένουμε.
Η Ευρωζώνη στο πηγάδι της αναμονής
Η Ευρωζώνη έχει παγιδευτεί σε μια συνθήκη αδυναμίας υπέρβασης της βαθιάς κρίσης υπερσυσσώρευσης που, κοντά στο κεφάλαιο, ταλανίζει κι εμάς όλους. Η επιλογή της λιτότητας, που είναι βέβαια πάντα η αυτόματη επιλογή του κεφαλαίου, στην περίπτωσή μας εφαρμόστηκε όχι μόνο με τη βούληση των Ελλήνων κεφαλαιούχων αλλά και με την ταυτόχρονη πίεση από τα ευρωπαϊκά και διεθνή ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Κι εδώ αρχίζει ο περίπλοκος χορός πολιτικής, οικονομίας και διεθνών σχέσεων, με όλες τις ακούσιες συνέπειες και παράπλευρες απώλειες που αυτός συνεπάγεται. Η λιτότητα –δηλαδή η σχεδιασμένη ύφεση και ανεργία– γίνεται με σκοπό τη μείωση των εγχώριων τιμών, άρα και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και των εξαγωγών. Το κεφάλαιο ξέρει ήδη από τον Κέινς (αν και το είχε πει προηγουμένως ο Μαρξ) ότι μια τέτοια πολιτική είναι λάθος, τουλάχιστον όσον αφορά τους διακηρυγμένους στόχους της, όταν την εφαρμόζουν όλοι ταυτόχρονα. Όταν όλοι μαζί ρίχνουν τις τιμές, κανένας δεν κερδίζει (εκτός από τα πιο ανταγωνιστικά μονοπώλια). Αντιθέτως, ακολουθεί μια κούρσα προς τα κάτω με διαρκείς ανταγωνιστικές υποτιμήσεις, ένας οικονομικός πόλεμος. Συχνά στην ιστορία τέτοιους οικονομικούς πολέμους ακολούθησαν και κανονικοί. Ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας μάλιστα, η διαδικασία αυτή είχε ακόμα μικρότερη επιτυχία από ό,τι περίμεναν και οι πιο απαισιόδοξοι ανάμεσά τους. Ύστερα από χρόνια εφαρμογής της ίδιας πολιτικής οι εξαγωγές, αν και δείχνουν μια μικρή ανοδική τάση, δεν έχουν φτάσει καν τα ανεπαρκή προ κρίσης επίπεδά τους.
Οι διαδοχικοί κύκλοι φθίνουσας συσσώρευσης κεφαλαίου και βιαίως αυξανόμενης ανεργίας δεν σταθεροποιήθηκαν. Αντιθέτως χειροτερεύουν. Ή, για να το πούμε αλλιώς, όχι μόνο το χρέος δεν είναι βιώσιμο αλλά είναι όλο και πιο αδύνατο να εξοφληθεί. Παρενθετικά, να πούμε ότι δεν θα γίνει βιώσιμο ακόμα και αν ζούμε πάνω σε μια θάλασσα υδρογονανθράκων.
Παρόμοια όμως με τη δική μας είναι και η εικόνα στις υπόλοιπες χώρες του Νότου. Μεγάλες κουβέντες από τους κυβερνώντες, μικρότερη ή μεγαλύτερη ευπείθεια στην κεντρική επιλογή της λιτότητας, αυξανόμενη όμως συνειδητοποίηση του αδιεξόδου χωρίς ωστόσο αλλαγή πολιτικής. Το αδιέξοδο, τουλάχιστον από την ευρωπαϊκή πλευρά, δεν αφορά πλέον τόσο πολύ την Ελλάδα. Από τη στιγμή που η έξοδος έπαψε να τίθεται με ένταση στα διεθνή φόρα (κι αυτός ήταν ο λόγος επίσκεψης της Μέρκελ) η Ελλάδα δεν αποτελεί πλέον σοβαρό μέτωπο για τη Γερμανία – τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που το ζήτημα θα ξανατεθεί. Τα κύρια μέτωπα είναι η Ιταλία και οι ασταθείς εκλογές της (με τον αντιευρωπαϊσμό να κερδίζει έδαφος) και η Ισπανία, που υφίσταται σημαντικές αναταράξεις στο πολιτικό πεδίο, όχι μόνο με τα σκάνδαλα του Ραχόι (ο οποίος δεν δείχνει να έχει διάδοχο λόγω και της καταβαράθρωσης των σοσιαλιστών) αλλά και με τα προβλήματα στις περιφέρειες, την τάση αποδέσμευσης της Καταλονίας κ.λπ. Ταυτόχρονα, χωρίς να υπάρχουν αξιοσημείωτες κινήσεις μαζών, κυριαρχεί μια υποβόσκουσα απαξίωση του πολιτικού σκηνικού, μια απαξίωση που σταδιακά μετακομίζει στο κέντρο (στη Γαλλία το ποσοστό απόρριψης του συνολικού πολιτικού σκηνικού είναι της τάξης του 75%). Οι τριγμοί έχουν και ευρύτερα αποτελέσματα, όπως την οξύτατη προσπάθεια επαναδιαπραγμάτευσης της σχέσης της Βρετανίας με την Ε.Ε. που επιχειρεί ο Κάμερον, με την υποστήριξη ενός μεγάλου τμήματος του βρετανικής έδρας χρηματιστικού κεφαλαίου (όπως δείχνει η υποστήριξη του Economist).
Κι ενώ η Γερμανία ακολουθεί φαινομενικά ανεπηρέαστη από την πραγματικότητα την πολιτική λιτότητας, οι απαντήσεις στον υπόλοιπο κόσμο τείνουν να έχουν μικρές αλλά με νόημα διαφοροποιήσεις. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ιαπωνία (ακόμα και η Βρετανία) ακολουθούν επιθετική νομισματική πολιτική στα όρια της κήρυξης νομισματικού πολέμου, με ακόμα απροσδιόριστες συνέπειες, ειδικά αν συνυπολογιστεί και η επίδραση των κινήσεων αυτών στις αναπτυσσόμενες χώρες, στην Κίνα και στις ροές του διεθνούς εμπορίου.
Η τάση μερικής αλλαγής του προτύπου, τουλάχιστον από τη μεριά των ΗΠΑ, έχει γίνει σαφής από την αντίστοιχη αλλαγή στη θέση του ΔΝΤ (που είχαμε ήδη τονίσει στο προηγούμενο τεύχος τουΕκτός Γραμμής): την παραδοχή αποτυχίας στον υπολογισμό του (περιβόητου πλέον) πολλαπλασιαστή. Εάν η παραδοχή αυτή σταθεροποιηθεί ως κεντρική γραμμή του ταμείου στο άμεσο επόμενο διάστημα μάλιστα, θα πρέπει να περιμένουμε «διορθωτικές» κινήσεις από μέρους του στην περίπτωση της Ελλάδας, μικρής πραγματικής αξίας (π.χ. παρατάσεις δανείων και τέτοια), που όμως μπορεί να παίξουν μεγάλο πολιτικό ρόλο. Και φυσικά, απώτερος ορίζοντας παραμένει το αναπόφευκτο τελικά περαιτέρω κούρεμα του χρέους.
Κίνα ή Λετονία;
Τίθεται επομένως το ερώτημα: Αφού είναι προφανής η αποτυχία της ακολουθούμενης ευρωπαϊκής πολιτικής, γιατί εξακολουθεί να εφαρμόζεται; Γιατί δεν φαίνεται στον ορίζοντα μια αλλαγή υποδείγματος με την επαναφορά λ.χ. μιας κεϊνσιανής αναδιανεμητικής πολιτικής;
Όπως πάντα η απάντηση δεν είναι μονοσήμαντη. Υπάρχουν πολλοί λόγοι που διαπλέκονται. Μια πρώτη ανάγνωση είναι η θέση της Γερμανίας στην «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση», τα γερμανικά συμφέροντα, οι πολιτικές αναγκαιότητες (οι εκλογές του Σεπτεμβρίου) αλλά και οι αυταπάτες του αλαζονικού γερμανικού ιμπεριαλισμού. Οι Γερμανοί σε όλη την προηγούμενη περίοδο βασίστηκαν στη λιτότητα στο εσωτερικό τους για να αποκτήσουν μια συγκυριακά κυρίαρχη θέση στην Ευρωζώνη. Η ύφεση όμως (που σήμανε ότι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι σταμάτησαν να αγοράζουν γερμανικά αυτοκίνητα) κατάφερε πλήγμα στη γερμανική βιομηχανία. Όταν το ίδιο είχε συμβεί στην Κίνα, με την έναρξη της κρίσης, το κυβερνών κόμμα έκανε τεράστια στροφή στην εσωτερική αγορά ενισχύοντας την εσωτερική κατανάλωση, με πολύ καλά αποτελέσματα (από την πλευρά τουλάχιστον των κινέζικων κεφαλαίων).
Αντίστοιχα στις ΗΠΑ οι περικοπές δεν ήταν τόσο μεγάλες όσο θα ήθελε η σκληρή γραμμή λιτότητας, με αποτέλεσμα η ύφεση να είναι μικρότερη εκεί παρά στην Ευρώπη, ενώ υπάρχει και μια επιστροφή στη βιομηχανική παραγωγή και τις επενδύσεις. Έτσι η ελπίδα της γερμανικής μηχανής είναι ότι η λιτότητα (που με ιδιαίτερο ζήλο η ίδια ευαγγελίζεται) δεν θα εφαρμοστεί στον ίδιο βαθμό στους δύο κυριότερους στόχους εξαγωγών της, τις ΗΠΑ και την Κίνα. Προσπαθεί επομένως να κερδίσει έτσι μ’ ένα σμπάρο δύο τρυγόνια: και οι εξαγωγές της να μην καταρρεύσουν και μακροπρόθεσμα να έχει κατοχυρώσει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, μια πιο «λιτοδίαιτη» εργατική τάξη.
Εδώ λοιπόν μπαίνουμε στην καρδιά του ζητήματος: ο πραγματικός λόγος για την παρανοϊκή πολιτική που εφαρμόζεται δεν είναι τόσο οικονομικός (με την έννοια του άμεσου κέρδους) αλλά πολιτικός (με την έννοια του μακροπρόθεσμου κέρδους). Η βάρβαρη λιτότητα στον ευρωπαϊκό Νότο είναι πραγματικά μια εκκαθαριστική διαδικασία, όχι πολύ μακριά από μια πολεμική σύγκρουση, με τη διαφορά ότι είναι πιο ελεγχόμενη. Βρίσκεται σε εξέλιξη αυτή τη στιγμή μια τεράστια απαξίωση κεφαλαίων, η οποία συνήθως αποκαλείται «απομόχλευση», όρος που σημαίνει τη διαγραφή δανείων μη εξυπηρετούμενων είτε από ιδιώτες είτε από επιχειρήσεις. Πίσω όμως από τα δάνεια που δεν πρόκειται να πληρωθούν κρύβονται όχι μόνο τα λιγότερο ανταγωνιστικά κεφάλαια που κλείνουν (σε αντίθεση με τη συνηθισμένη παρανόηση, υπάρχουν και τέτοια) αλλά και τα σπίτια που κατάσχονται, οι νέοι που μεταναστεύουν και κυρίως η μεγαλύτερη καταστροφή της κρίσης, μια ανεργία μεγαλύτερη κι από της Βαϊμάρης.
Η εκκαθάριση αυτή είναι όμως μια μελλοντική πιθανότητα κερδοφορίας. Όταν (και αν) τελειώσει ο κύκλος της καταστροφής, τότε θα είναι καλή εποχή για κέρδη (χωρίς να υπολογίσουμε ότι όποιος θα έχει καταφέρει να επιζήσει θα είναι πολύ πεινασμένος για να απεργήσει). Αυτή η πιθανότητα μελλοντικών κερδών είναι το στοίχημα που ενώνει το γερμανικό κέντρο και την ελληνική περιφέρεια. Αν όμως για τους Γερμανούς ιμπεριαλιστές η πιθανότητα μιας άνω του μέσου όρου κερδοφορίας στο μέλλον είναι ένα δωρεάν στοίχημα (ακόμα κι αν δεν πετύχει, δεν θα χάσουν και τίποτα), για τους δικούς μας είναι έγκλημα.
Γιατί η παράλογη ελπίδα τους ότι αυτό το μέλλον θα έρθει πολύ γρήγορα στηρίζεται σε μια σειρά από υποθέσεις. Πρώτον, το ελληνικό χρέος είναι μη βιώσιμο οπότε αναγκαστικά θα διαγραφεί (κάτι που πράγματι θα συμβεί αργά ή γρήγορα αλλά υπό όρους που δεν θα θέσουμε εμείς). Δεύτερον, εφόσον διαγραφεί, η ελληνική επικράτεια θα είναι ο παράδεισος του επενδυτή. Τρίτον, όλα αυτά θα έχουν συμβεί σε ένα διεθνές περιβάλλον που θα επιτρέψει την εισροή κεφαλαίων (αυτό είναι δύσκολο να συμβεί σε έναν λογικό χρονικό ορίζοντα). Τέταρτον, σύντομα θα καταγραφούν πρωτογενή πλεονάσματα, κάτι που καθιστά την ανάγκη της χώρας για νέα δάνεια σαφώς μικρότερη (αν και βέβαια τα πλεονάσματα αυτά είναι η εξαθλίωση των πολλών). Και πέμπτον και κρισιμότερο: η χώρα θα έχει εμπεδώσει πλήρως μια νεοφιλελεύθερη συνθήκη, όπου ο κοινωνικός κανιβαλισμός θα είναι η αποδεκτή νόρμα και θα έχει χαθεί κάθε ελπίδα κοινωνικής ανόδου άλλη πέρα από τον περίπατο επί πτωμάτων. Με άλλα λόγια το πρότυπό τους, το poster child που έχουν κατά νου, δεν είναι η Κίνα (με την «κινεζοποίηση» των μισθών) αλλά η Λετονία. Δεν είναι η Κίνα που την ενοποιεί και τη συντηρεί η (θεμελιωμένη ή όχι, είναι αδιάφορο) προσδοκία ευρύτερων στρωμάτων για την κοινωνική άνοδο, η Κίνα που έχει ακόμα και σήμερα χιλιάδες εξεγέρσεις το χρόνο κατά της κομματικής αυθαιρεσίας, η Κίνα που τώρα αρχίζει να προσπαθεί να διασώσει ό,τι έχει μείνει από το περιβάλλον της, αλλά αντίθετα η Λετονία της μετανάστευσης πάνω από 30% του ενεργού της δυναμικού, η Λετονία που τώρα ξεκινά να εκποιεί και να καταστρέφει τον φυσικό της πλούτο, η Λετονία των μηδενικών προσδοκιών, η Λετονία όπου παρ’ όλα όσα έγιναν δεν άνοιξε μύτη.
Υπάρχει διέξοδος (για το κεφάλαιο);
Παρά τη ασαφή κατάσταση, και εφόσον δεν συμβούν εκρηκτικά, απρόσμενα γεγονότα (κάτι διόλου απίθανο), κάποιες γενικές κατευθύνσεις για τη δυναμική των πραγμάτων αχνοφαίνονται στη συγκυρία. Το πρώτο δεδομένο είναι η τάση «απομόνωσης» της Γερμανίας. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν υπάρχει πλέον κανείς που να θέλει ή να μπορεί να την ακολουθήσει στο δρόμο της. Η σκληρή γραμμή της ομοσπονδοποίησης μέσω λιτότητας υπό γερμανική εποπτεία δεν απορρίπτεται ακόμη διαρρήδην λόγω της σχετικά ισχυρής θέσης της Γερμανίας σε σχέση με τους ανταγωνιστές της και τα χαρτιά που κρατάει απέναντί τους, ειδικά απέναντι σε μια αδύναμη πολιτικά και οικονομικά Γαλλία που προσπαθεί –μένει να δούμε την εξέλιξη, αν και δύσκολα χωρά «αισιοδοξία»– με τους αφρικανικούς της λεονταρισμούς να ανακτήσει το χαμένο έδαφος. Για τη Γερμανία όμως αυτό είναι χαμένο παιχνίδι, αφού ο κύκλος της ύφεσης διαρκώς υπονομεύει το έδαφος στο οποίο στέκεται. Και το ΔΝΤ στην τελευταία του έκθεση συμφωνεί: «Το ταμείο συνιστά οι χώρες που έχουν “περιθώρια ελιγμών ” –Η Β. Γαλλία και Ολλανδία– να “μαλακώσουν” τις σχεδιαζόμενες διορθώσεις τους για το 2013 και μετά, εάν η ανάπτυξη πέσει σημαντικά κάτω από τις όλο και πιο άσχημες προβλέψεις». Προς το παρόν λοιπόν η Γερμανία κερδίζει χρόνο παίζοντας άμυνα αναμονής σε όλα τα μέτωπα.
Η αναμονή θα συνεχιστεί είτε μέχρι οι ευρωπαϊκές αντιθέσεις να «σκάσουν» σε κάποιο από τα μέτωπα είτε να αποφασίσουν οι μεγάλοι διεθνείς παίχτες να παίξουν ακόμα σκληρότερο παιχνίδι και να αναγκαστεί η Γερμανία να αλλάξει το δικό της. Αλλά πόσο μπορεί να το αλλάξει; Όχι πολύ. Το πρότυπο ολομέτωπης επίθεσης στην εργασία είναι μέτρο για όλο τον αναπτυγμένο κόσμο. Ακόμα και οι δυνάμεις που ακολουθούν μια πιο ελαστική νομισματική πολιτική δεν το κάνουν με σκοπό να απαλύνουν τις επιπτώσεις για τις εργατικές τους τάξεις – το αντίθετο. Η Βρετανία, παρά τα δισ. στερλίνες που έχει «τυπώσει» και την όλο και βαθύτερη ύφεση, ακολουθεί ταυτόχρονα μια σκληρή πολιτική λιτότητας με καταστροφικά (και εκεί) κοινωνικά αποτελέσματα.
Οι εναλλακτικές σοσιαλδημοκρατικού τύπου πολιτικές ήταν ιστορικά απαντήσεις για να κατευναστεί το εργατικό κίνημα. Όσο το κίνημα δεν αρθρώνει πραγματική απάντηση στην επίθεση που δέχεται τόσο το παιχνίδι θα παίζεται στο πλαίσιο των ενδοϊμπεριαλιστικών συσχετισμών, χωρίς ούτε ένα κόκκαλο από τα κέρδη να γυρνά σε εκείνους που τα δημιούργησαν.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ