Εκτός Γραμμής τ. 33 | Ιούλιος 2013
Αν κάποιος παρακολουθούσε τη συζήτηση μέσα στην Αριστερά και δη τα πιο πρωτοπόρα τμήματά της πριν το περασμένο καλοκαίρι, όπου -μετά τα γεγονότα της ΕΡΤ και την ιδιότυπη «πτώση» της τρικομματικής κυβέρνησης- η πολιτική κρίση έλαβε ανοιχτή έκφραση, θα θεωρούσε ότι ήμαστε πολύ κοντά στην οριστική ήττα· ότι το ιδεολόγημα της «σταθεροποίησης» ήταν εν πολλοίς σωστό και ότι το ρήγμα που άνοιξε τα τελευταία τρία χρόνια είχε περίπου κλείσεi.
Παρά τις πολιτικές δυνατότητες που φάνηκαν τότε ανοιχτά, και παρά το ταχύτατο ξεθώριασμα του σαμαρικού success story, η σε σύντομο χρονικό διάστημα νέα (σχετική) «σταθεροποίηση» της πολιτικής ζωής και του δικομματικού πλέον κυβερνητικού κέντρου διαμόρφωσε πάλι συνθήκες πολιτικής αμηχανίας της Αριστεράς. Αμηχανία που επέτεινε τόσο η δολοφονία του Παύλου Φύσσα από χέρι χρυσαυγίτη, όσο όμως και η κυβερνητική διαχείριση του ζητήματος που φάνηκε να επιχειρεί να πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων αναλαμβάνοντας να διεξάγει εκείνη έναν «θεσμικό» αντιφασιστικό «αγώνα», με σαφή άλλωστε πολιτική και εκλογική ιδιοτέλεια.
Οι μεγάλες αντιφασιστικές κινητοποιήσεις που ακολούθησαν τη δολοφονία Φύσσα, ο συγκλονιστικός αγώνας των διοικητικών υπαλλήλων των πανεπιστημίων, η έστω και χαμηλής (σε σχέση με τη διετία 2010-12) έντασης, διαρκής όμως, κινητοποίηση πολλών κλάδων που συνεχίζεται ως σήμερα, οι εκλογικές επιτυχίες της Αριστεράς (και δη της εκτός των τειχών εκδοχής της) σε συνδικαλιστικό επίπεδο, η νέα ενεργοποίηση λαϊκών πρωτοβουλιών ενάντια στους πλειστηριασμούς και τα χαράτσια, αλλά και η γενική πολιτική προετοιμασία ενόψει των διπλών (τουλάχιστον) εκλογών του Μαΐου δείχνουν ότι σε έναν βαθμό το κοινωνικό υποκείμενο ξαναβρίσκει την διεκδικητικότητά του. Δεν είναι όμως αρκετές για διώξουν την άρρητη αίσθηση ότι οι δυναμικές της πολιτικής κρίσης είτε έχουν εξαντληθεί, είτε τουλάχιστον έχουν κατασταλάξει, διαμορφώνοντας πλέον ένα σχετικά σταθερό πολιτικό σκηνικό, ένα ετερογενές έστω, αλλά σχετικά σταθερό πολιτικό «συνεχές» από την «ομαλή» εκλογική εναλλαγή εντός του οποίου, και στο πλαίσιο των ιδιαίτερων περιορισμών που θέτουν οι «εταίροι», θα προκύψει η όποια δυνατότητα ανακούφισης του λαού.
Όμως, κατά την άποψή μας, τα πολιτικά και προγραμματικά όρια μιας εναλλακτικής, ριζοσπαστικής απάντησης στην κρίση δεν εξαντλούνται στο πλαίσιο της σημερινής διαμορφωμένης κατάστασης πραγμάτων. δεν εξαντλούνται στο πλαίσιο των σημερινών κυρίαρχων προγραμματικών προτάσεων. Πολύ περισσότερο όμως δεν εξαντλούνται σε καμία από τις σημερινές προσεγγίσεις του ερωτήματος της εξουσίας από τις διαφορετικές εκδοχές της Αριστεράς. Οι πολιτικές μάχες που έχουμε μπροστά μας, και το ενδεχόμενο πιθανών νέων ανοιχτών ξεσπασμάτων της σοβούσας πολιτικής κρίσης επιβάλλουν να επανεξετάσουμε ακριβώς αυτή την κρίση, τις δυναμικές και τις αιτίες της, αλλά και τις δυνατότητες που διαμορφώνει για μια αριστερή, επαναστατική, στρατηγική σήμερα, τις δυνατότητες που μπορεί να σηματοδοτήσει για στρατηγικές πολιτικές και προγραμματικές ανατροπές.
Ιστορία, δυνατότητες και ευκαιρίες
Ας επιχειρήσουμε να ξετυλίξουμε το κουβάρι, ξεκινώντας από μια γενική σκέψη. Στην ιστορία δεν υπάρχουν βεβαιότητες και «σιδερένιοι» κανόνες που μπορούν να προβλέψουν την εξέλιξή της. Σε τελική ανάλυση η ιστορία είναι αστάθμητη και εν πολλοίς απρόβλεπτη. Όχι με την έννοια της τυχαιότητας, αλλά των ανοιχτών ενδεχομένων. Γι’ αυτό οφείλουμε να είμαστε πάντα ανοιχτοί στην ιστορική πρωτοτυπία, στους πρωτότυπους δρόμους μέσα από τους οποίους μπορούν να προχωρήσουν τα πράγματα, αλλά και στις ενδεχόμενες εντυπωσιακές εξελίξεις. Με τον ίδιο τρόπο άλλωστε χρειάζεται να αντιμετωπίζουμε και τις στρατηγικές του ιστορικού κομμουνιστικού κινήματος: όχι σαν μανιέρες που θα ξαναθέσουμε τάχα σε κίνηση, με τους ίδιους τρόπους· η «κοινωνική μηχανή» δεν μπορεί ποτέ να γεννήσει τα ίδια ακριβώς αποτελέσματα, ούτε όμως καν τις ίδιες ακριβώς ιστορικές περιστάσεις. Θα πρέπει αντίθετα να αντλούμε «στρατηγικές αρχές»,[1] έχοντας τη συνείδηση ότι η σύγχρονη επανάσταση θα είναι μια διαδικασία με ριζικά πρωτότυπες τροπές, που δεν έχουμε –στην ολότητά τους– φανταστεί.
Φυσικά, όταν επιμένουμε στην καταστατικότητα της ιστορικής πρωτοτυπίας δεν επιχειρούμε να υποτιμήσουμε την κοινωνική ηγεμονία του υφιστάμενου κοινωνικού συστήματος. Με την έννοια αυτή, δεν μπορούμε να «αφαιρούμε» από την εικόνα το τοπίο της κοινωνικής καταστροφής, παρουσιάζοντας απλώς τη «θετική» πλευρά των όποιων δυνατοτήτων. Με αυτή τη λογική, δεν είναι κάθε συγκυρία ευεπίφορη να παραγάγει μεγάλες ανατροπές, να κυοφορήσει ιστορικών διαστάσεων πολιτικούς σεισμούς, παρότι σε κάθε συγκυρία όλα τα ενδεχόμενα είναι, σε τελική ανάλυση, ανοιχτά.
Μπορούμε, επομένως, σήμερα να μιλάμε για τη δυνατότητα εξελίξεων δύσκολων να προβλέψουμε, ενδεχομένων που αυτή τη στιγμή μπορεί να μας φαίνονται μακρινά; Αν ναι, γιατί; Και πολύ περισσότερο, τι καθήκοντα μας τίθενται; Για να αποφανθούμε, θα πρέπει να σκεφτούμε έξω από συσκοτιστικά σχήματα που συνήθως μετράνε όχι τα αντικειμενικά αλλά τα υποκειμενικά δεδομένα και μάλιστα όσα αφορούν δοσμένες υποκειμενικότητες, νούμερα σε μια «σκακιέρα» – π.χ. σε ένα δοσμένο πολιτικό σκηνικό– και όχι τις δυναμικές που μπορεί να αναπτυχθούν με βάση τις αντικειμενικές δυνατότητες συνδυασμένες με την υποκειμενική παρέμβαση.
Μια δυνάμει «οργανική κρίση» της αστικής στρατηγικής
Αν η ευρύτερη συγκυρία δύναται να γεννήσει μεγάλες ανατροπές, είναι γιατί για πρώτη φορά μεταπολιτευτικά εξελίσσεται μια δυνάμει «οργανική κρίση» της αστικής στρατηγικής, μια δυνάμει κρίση ηγεμονίας αυτής της στρατηγικής, κρίση δηλαδή που εντοπίζεται σε όλα τα επίπεδα της κοινωνική δομής, οικονομικό, πολιτικό και ιδεολογικό.
Τα αίτια μιας τέτοιας κρίσης είναι πολλαπλά, αλλά υπόβαθρό της, είναι σε τελική ανάλυση η οικονομική κρίση, η αδυναμία δηλαδή του κεφαλαίου να βρει πεδία υπεραξίωσης, πεδία ανόδου της κερδοφορίας του, δεδομένο το οποίο σε αυτή τη φάση δεν φαίνεται να αλλάζει. Η στρατηγική του κεφαλαίου, που συμπυκνώθηκε στη διαχείριση της ελληνικής εκδοχής της κρίσης με τη μνημονιακή επιδρομή, είναι μια εξ ορισμού «ασταθής» στρατηγική που διαλύει τις πολιτικές εκπροσωπήσεις των αστικών κομμάτων και τις κοινωνικές τους συμμαχίες, διαμορφώνοντας το υπόβαθρο μιας διαρκούς πολιτικής κρίσης. Η καταβαράθρωση του ΠΑΣΟΚ, η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ, σε μερικούς μόνο μήνες, από κόμμα του 5% σε δυνάμει κυβερνητικό κόμμα, η είσοδος της Χρυσής Αυγής στο Κοινοβούλιο, η πολιτική δυσαρέσκεια και φυσικά, η πτώση των προηγούμενων αλλά και της τρικομματικής κυβέρνησης είναι αποτελέσματα αυτής της πολιτικής κρίσης.
Η ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού και το εύρος της κρίσης εκπροσώπησης των αστικών κομμάτων δεν επιτρέπουν καμία βεβαιότητα για τη σταθεροποίησή του. Αντιθέτως, τα ρεύματα που έχουν αποδεσμευτεί από την πολιτική και ιδεολογική επιρροή των αστικών κομμάτων (είναι χαρακτηριστική η αποδοκιμασία του ευρώ και της Ε.Ε. από μεγάλο τμήμα του λαού πλέον) συνιστούν ένα σιωπηλό ποτάμι το οποίο μια σύγχρονη ριζοσπαστική αριστερή παρέμβαση θα πρέπει να μπολιάσει με τα επιχειρήματά της, να εκπροσωπήσει πολιτικά. Αν το καταφέρει, μπορεί να βρεθεί (ίσως και απότομα) σε άλλες θέσεις και κλίμακες.
Σε αυτό το πλαίσιο, καλούμαστε να αναγνωρίσουμε τις δυνατότητες που η δυνάμει κρίση της αστικής στρατηγικής μάς δίνει. Όσο σοβεί η κρίση, και ιδίως η κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, όσο η ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού παραμένει, όσο οι ριζοσπαστικές αναζητήσεις παραμένουν χωρίς οριστική ηγεμόνευση και ταυτόχρονα χωρίς πολιτική έκφραση, οι πολιτικές και ιδεολογικές διαφοροποιήσεις από την αστική κατεύθυνση που αναπτύσσονται σε κοινωνικό επίπεδο μπορούν να αποτελέσουν ιστορική ευκαιρία ανασύνθεσης μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής. Άλλωστε, η ευρύτερη συγκυρία έφτασε εγγύτερα από κάθε άλλη μεταπολιτευτικά στο να προσομοιάζει σε «επαναστατική κατάσταση». Δεν αποτέλεσε επαναστατική κατάσταση, συγκέντρωσε όμως τα περισσότερα τέτοια χαρακτηριστικά.[2] Και αυτό σημαίνει ότι για εμάς τα διακυβεύματα έχουν πια διαφοροποιηθεί.
Αλλά η μετεξέλιξη της δυνάμει κρίσης σε ανοιχτή κρίση της αστικής στρατηγικής που η ίδια δεν θα μπορέσει να ξεπεράσει, να αποφύγει, να «διαχειριστεί» απαιτεί την παρουσία μιας ριζικά ανταγωνιστικής πολιτικής κατεύθυνσης. Με αυτή την έννοια, η όποια δυνατότητα ανασυγκρότησης συναντά σήμερα το κυβερνητικό κέντρο οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην Αριστερά, στην απουσία ενός, με ηγεμονικούς όρους, πειστικού εναλλακτικού σχεδίου για την κοινωνία.
Ξανά για το ερώτημα της εξουσίας
Αν όλα τα στοιχεία τα συγκυρίας που αναδείξαμε ισχύουν, τότε αποτυπώνουν μια εντελώς διαφορετική φάση του ταξικού ανταγωνισμού. Επομένως, η συζήτηση για το ερώτημα της εξουσίας –και δη της κυβερνητικής εξουσίας– και για το αν μπορεί να αποτελεί τμήμα μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής ή, πολύ περισσότερο, αν στις σύγχρονες συνθήκες συνιστά αναγκαίο κρίκο αυτής είναι όχι απλώς βάσιμη αλλά αναγκαία.
Όχι γιατί θα πρέπει να δικαιώσουμε όσους θα θυσίαζαν το σύνολο των αναγκαίων στοιχείων μιας επαναστατικής στρατηγικής για να πάρουν την κυβέρνηση του αστικού κράτους με την αυταπάτη ότι οποιαδήποτε διαχείριση εκτός της τρέχουσας αστικής θα είναι καλύτερη και θα μπορούσε να έχει αίσιο τέλος. Αλλά γιατί σήμερα θα πρέπει να αναμετρηθούμε με τον ορίζοντα της στρατηγικής μας, δηλαδή με την πρόκληση της διατύπωσης μιας επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής. Και τέτοια δεν υπάρχει στις πλήρεις της μορφές χωρίς να θέτει στον εαυτό της το ερώτημα της κατάληψης της εξουσίας και του τρόπου που αυτό θα γίνει. Και αν αποφύγουμε να απαντήσουμε αυτό το επίμονο ερώτημα από αριστερή, επαναστατική σκοπιά θα μείνουμε θεατές των εξελίξεων διευκολύνοντας το έργο όσων θα ήθελαν να αποφύγουν μια τέτοια απάντηση να δοθεί εκτός του αστικού εδάφους.
Έτσι, σήμερα ξανανοίγει και απαιτείται να βαθύνει πέρα από εύκολους αφορισμούς η συζήτηση για τη σύγχρονη επαναστατική στρατηγική, για τη δυνατότητα να εγγράψουμε την πολιτική μας κατεύθυνση σε τέτοια στρατηγική, να διαμορφώσουμε μια σειρά βήματα που στις σημερινές συνθήκες θα μας βάλουν σε έναν (διακυβευόμενο φυσικά) δρόμο συνολικών κοινωνικών μετασχηματισμών.
Θα πρέπει επομένως να αναρωτηθούμε: πώς πιστεύουμε ότι θα μοιάζει η σύγχρονη επαναστατική διαδικασία στην Ελλάδα; Αρκεί σήμερα η επίμονη προσπάθεια ρευμάτων να αποδείξουν ότι κάθε αναφορά σε εργατική κυβέρνηση (όπως περιγράφηκε στο 4ο Συνέδριο της Γ΄ Διεθνούς για παράδειγμα) ή σε αντιιμπεριαλιστικές προοδευτικές κυβερνήσεις τύπου Τσάβες είναι άκαιρη και πριμοδοτεί το πολιτικό σχέδιο του κυρίαρχου ρεφορμιστικού πόλου; Είναι κανείς βέβαιος ότι στον επαναστατικό δρόμο δεν θα χρειαστεί η διεκδίκηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας ως ενός μετέωρου βήματος άντλησης νομιμοποίησης από τον λαό και ακριβώς στο έδαφος της ανάπτυξης του λαϊκού κινήματος;
Ακόμα, μπορεί κάποιος σήμερα, αν αναγνωρίζει τις δυνατότητες και θέλει να παρέμβει σε αυτές, να διατυπώσει μια άλλη θέση για την εκκίνηση μιας δυνάμει επαναστατικής διαδικασίας πέρα από την ασταθή στιγμή της κατάληψης της κυβερνητικής εξουσίας; Μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι θα είχαμε τη δυνατότητα να κατακτήσουμε την πολιτική εξουσία μέσω π.χ. μιας απευθείας ανοιχτής ένοπλης αντιπαράθεσης, όπως έχουμε πολλές φορές στο μυαλό μας όταν αναφερόμαστε στην ανάγκη «συντριβής» του αστικού κράτους; Ή μήπως η συντριβή του αστικού κράτους δεν παραμένει αναγκαία συνθήκη (προγραμματική αρχή) για μια σύγχρονη επαναστατική διαδικασία, αν αυτή είναι να εκκινήσει από την κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας;
Σε ό,τι μας αφορά δεν μπορούμε να αποκλείσουμε καμιά πιθανότητα για τον τρόπο με τον οποίο θα διεκδικήσουμε την πολιτική εξουσία, περιλαμβανομένης και μιας τέτοιας ανοιχτής, βίαιης σύγκρουσης. Αυτό θα το κρίνει η εξέλιξη της ταξικής πάλης, η πορεία και οι μορφές που θα έχει λάβει ο κοινωνικός ανταγωνισμός. Θεωρούμε όμως ότι το επίδικο στη συζήτηση είναι άλλο: η αδυναμία να διατυπώσουμε το στόχο της κατάληψης της εξουσίας ως τέτοιον. Το κεντρικό πρόβλημα είναι ότι, είτε επικαλούμενοι τη βεβαιότητα μιας άλλης επαναστατικής διαδικασίας είτε το άκαιρο ή το έστω τακτικά άστοχο του πράγματος, αφαιρούμε το ερώτημα της πολιτικής εξουσίας από μια σύγχρονη αριστερή στρατηγική, αφαιρούμε το ίδιο το επίδικο αντικείμενο κάθε επαναστατικής πάλης από την πολιτική πρόταση της επαναστατικής Αριστεράς.
Έτσι αυτομάτως ακυρώνεται οποιαδήποτε ανατρεπτική δυναμική μπορούμε να αναπτύξουμε, καθιστώντας τή δυνάμει επαναστατική γραμμή μια «συμπληρωματική» στην υπόλοιπη Αριστερά δύναμη: αυτή που τραβάει προς μια σωστή κατεύθυνση στα κινήματα, που είναι αναγκαία για την κοινωνική της δυναμική και την ποιότητα των ιδεών και των πρακτικών της, αλλά που δεν θα θέσει ποτέ ιδιαίτερα προσκόμματα στην κυρίαρχη εκδοχή αριστερής στρατηγικής στη χώρα.
Αντιστρέφοντας τη συνήθη «κατηγορία» θα τολμούσαμε να διατυπώσουμε τη γνώμη ότι η ίδια η επιμονή της επαναστατικής Αριστεράς να μην αναδεικνύει το στόχο της κατάληψης της πολιτικής εξουσίας σήμερα είναι που διαμορφώνει την εικόνα ενός συνεχούς με τον ρεφορμισμό και τα αδιέξοδά του, την καθιστά συμπληρωματική στο κεντρικό πολιτικό του σχέδιο και όχι επαναστατική δύναμη στη συγκυρία.
Υπ’ αυτό το πρίσμα οφείλουμε, αντί να ξορκίζουμε με ιδεολογικούς όρους το ερώτημα τις κυβέρνησης, να σηκώσουμε το γάντι και να πούμε ότι συγκροτούμε ένα αριστερό πολιτικό μέτωπο, με ισχυρή στο εσωτερικό του αντικαπιταλιστική Αριστερά που στη βάση του μεταβατικού μας προγράμματος και υπό την προϋπόθεση ενός ρωμαλέου λαϊκού κινήματος θα διεκδικήσει την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και μια σύγχρονη μεταβατική διαδικασία θέτοντας ως πρώτο τακτικό στόχο τη διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας. Να απαντήσουμε δηλαδή θετικά στους όρους με τους οποίους σήμερα τίθεται το ερώτημα της εξουσίας στις πλατιές λαϊκές μάζες, επιδιώκοντας την εγγραφή του σε μια συνολικά ανταγωνιστική ταξική στρατηγική.
Είναι, επομένως, περισσότερο αναγκαίο να δούμε τους όρους και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι πιθανό, και όχι βέβαιο, μια τέτοια τακτική να εντάσσεται στο πλαίσιο μιας επαναστατικής στρατηγικής. Κι εδώ είναι η βαθύτερη ουσία της επιμονής στους θεσμούς δυαδικής εξουσίας και οργάνωσης του λαού: γιατί σε πείσμα μιας παράδοσης που θέλει τη λενινιστική έννοια της δυαδικής εξουσίας να διαβάζεται υπό τον ιδεότυπο μιας πολύ σύντομης περιόδου κατά την οποία προετοιμάζεται η εξουσία των σοβιέτ για να ανατρέψει την αστική κυβέρνηση και να καταλάβει –ύστερα από εμφύλιο πόλεμο– το κράτος και την πολιτική εξουσία,[3] εμείς επιμένουμε να τη διαβάζουμε ως την κεντρική έννοια μιας επαναστατικής εκδοχής του γκραμσιανού «πολέμου θέσεων», ως την κεντρική στρατηγική για την οικοδόμηση της αριστερής ηγεμονίας.
Με άλλα λόγια, η δυαδική εξουσία είναι η εκδοχή του ιστορικού μπλοκ που πρέπει να αναδυθεί, ο τόπος στον οποίον θα αρθρωθεί η συμμαχία των υποτελών τάξεων στη σύμφυσή της με ένα μεταβατικό πρόγραμμα και σε μια μεταβατική, επαναστατική κατεύθυνση. Είναι η διαδικασία και οι ίδιοι οι θεσμοί εξουσίας αυτού του μπλοκ. Γιατί η δική μας πολιτική, μια δυνάμει «προλεταριακή πολιτική» δεν είναι σύστοιχη με την αστική πολιτική.
Δεν μπορούμε να καταλάβουμε την πολιτική εξουσία απλώς καταλαμβάνοντας την κυβέρνηση ή το κράτος. Είναι αναγκαία η οικοδόμηση του «άλλου κόσμου», της πολιτικής «έξω» από το κράτος, του αναγκαίου άλλου πόλου της διαρκώς διακυβευόμενης παρουσίας μας μέσα στο κράτος, της πολιτικής που θα επιχειρήσει να τραβήξει τα πράγματα προς την κατεύθυνσή μας και όχι προς την κατεύθυνση που τα συμφέροντα τα οποία ως εκείνη την στιγμή «υλοποιούνταν» μέσα στον κρατικό μηχανισμό θα επιδιώκουν.
Σε μια τέτοια περίπτωση, ακόμη και η κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας δεν συνιστά βεβαιότητα μιας «ειρηνικής μετάβασης», αλλά μάλλον το αντίθετο. Αργά ή γρήγορα (και πιθανότατα πριν καν συμβεί) θα κληθεί να αντιμετωπίσει τον λυσσαλέο αγώνα των συμφερόντων που θα θίξει. Όχι μόνο πολιτικά, αλλά και ανοιχτά, βίαια ακόμη και χωρίς να είναι δική της επιλογή. Μόνο που τότε θα έχει άλλη νομιμοποίηση από τον λαό, άλλη κατάσταση στο λαϊκό κίνημα, άλλον βαθμό οργάνωσης, εκπροσώπησης και συμμετοχής του λαού στην πολιτική αυτή κινητοποίηση.
(Το παρόν κείμενο γράφτηκε το καλοκαίρι του 2013 και δημοσιεύτηκε αρχικά στο τεύχος 33 του περιοδικού Εκτός Γραμμής. Ως εκ τούτου έφερε –εισαγωγικά- τα ίχνη της συγκυρίας εκείνης, η οποία επικαθορίστηκε από την ανοιχτή πολιτική κρίση που ακολούθησε τα γεγονότα της ΕΡΤ, την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από τον κυβερνητικό συνασπισμό και τη συγκρότηση της νέας δικομματικής κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου. Η ανάλυση και τα συμπεράσματά του βασίζονται δε σε ένα μεγαλύτερο κείμενο, με τίτλο «Για τη συγκυρία και το ερώτημα της εξουσίας»,[4] που κατατέθηκε στο πλαίσιο του διαλόγου της 2ης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Για τη νέα αυτή δημοσίευσή του επικαιροποιήσαμε μόνο την εισαγωγή του κειμένου κρατώντας εξολοκλήρου την ανάλυση για την πολιτική κρίση και το ερώτημα της εξουσίας.)
[1] Τέτοιες είναι για παράδειγμα η ανάγκη συντριβής της αστικής κρατικής μηχανής. Το ερώτημα είναι τι σημαίνει αυτό και πώς θα το κάνουμε, με άλλα λόγια η «συντριβή» αυτή είναι πολύ περισσότερα από μια εικόνα και πρέπει να αρχίσουμε να ψηλαφούμε το χαρακτήρα της.
[2] Αναφερόμαστε στον γνωστό ορισμό του Λένιν για την επαναστατική κατάσταση.
[3] Εμφύλιο πόλεμο που σήμερα ούτε διαφαίνεται ούτε όμως έχουμε τα μέσα να διεξάγουμε, όπως δεν διαφαίνεται και το ενδεχόμενο ενός εθνικοαπελευθερωτικού πολέμου.
[4] Βλ. http://www.ektosgrammis.gr/index.php?option=com_content&;;view=article&id=1903:2013-05-31-16-25-59&catid=77:epikairothta&Itemid=513
ΔΙΑΒΑΣΤΕ