ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ


Henri Lefebvre

Η εισβολή του Μάη


ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ


ΔΙΕΘΝΗ |
Τετ, 01/02/2012 - 00:19

Ο «αιώνας του Ειρηνικού»


Ξεκινάμε με μια προειδοποίηση: οι ΗΠΑ ήταν η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου ήδη πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο• χρειάστηκε όμως κι ένας δεύτερος για να πάρουν και τυπικά τα ηνία της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας από τα χέρια της παραπαίουσας Βρετανίας. Και αυτό έγινε γιατί η «ηγεσία» της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας είναι συνδυασμός όχι μόνο οικονομικής δύναμης, αλλά και πολιτικής (συντριβή των αντιστάσεων στο εσωτερικό της ηγέτιδας δύναμης) και στρατιωτικής ισχύος, χαρακτηριστικά που δεν συγκεντρώνει στο σύνολό τους αυτή τη στιγμή καμιά άλλη ιμπεριαλιστική δύναμη. Οι αλλαγές στο επίπεδο αυτό δεν μπορούν παρά να είναι αργές και επώδυνες.

 

Ο ιμπεριαλισμός στο σταυροδρόμι

Οι ΗΠΑ και ο αναπτυγμένος καπιταλισμός γενικότερα έχουν φτάσει πια σε ένα σταυροδρόμι: το μεταπολεμικό πρότυπο ανάπτυξης, όπως αναζωογονήθηκε από την πτώση του τείχους, την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού (τη συντριβή της εργασίας μέσω της καθήλωσης του εργατικού μισθού και του υπερδανεισμού στον οποίο αυτή ωθήθηκε από τον διογκωμένο τραπεζικό τομέα) και τη στρατιωτική επέκταση έχει καταρρεύσει. Η Αμερική είναι αντιμέτωπη με τεράστιο εσωτερικό ιδιωτικό χρέος (το σκάσιμο της φούσκας το 2008 ήταν μόνο η αρχή της κρίσης) που αντικατοπτρίζεται στα όρια της επεκτατικής στρατιωτικής της ισχύος: στις στρατηγικού χαρακτήρα αποτυχίες στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, όπου η γενοκτονία δυο λαών δεν έφερε τα πολιτικά και οικονομικά αποτελέσματα που η υπερδύναμη ανέμενε.

Η ανάδυση των οικονομιών της νοτιοανατολικής Ασίας –φυσικά της Κίνας αλλά και της Ινδίας, και γενικότερα των δυναμικών καπιταλισμών της περιοχής– σημαίνουν την αναπροσαρμογή των σχεδίων της φθίνουσας υπερδύναμης. Γιατί οι πολιτικές της τα τελευταία 60 χρόνια ήταν ευρωκεντρικές, δηλαδή προσαρμοσμένες είτε στην οικονομική «συνεργασία» με τη δυτική Ευρώπη (φυσικά εδώ εντάσσεται και η Ιαπωνία) ή, παλιότερα, στον ανταγωνισμό με τη σοβιετική σφαίρα επιρροής. Τα τελευταία 30 χρόνια όμως, οι οικονομικές σχέσεις με τις χώρες του Ειρηνικού είδαν αλματώδη αύξηση σε πολλά επίπεδα. Η αύξηση της ισχύος των χωρών αυτών έχει αρχίσει να συνεπάγεται και την τάση τους για εκπόνηση μιας όλο και πιο αυτοδύναμης ιμπεριαλιστικής στρατηγικής, όχι αναγκαστικά σύμμορφης με τα αμερικανικά σχέδια.

Μια σειρά από πρόσφατες κινήσεις των χωρών της περιοχής δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Οι συμφωνίες για δυνατότητα οικονομικών συναλλαγών μεταξύ χωρών της περιοχής απευθείας στα νομίσματά τους χωρίς τη μετατροπή σε δολάρια (με πιο σημαντική –αλλά όχι μοναδική– τη συμφωνία Κίνας-Ιαπωνίας) και η απόφαση της Ιαπωνίας να απελευθερώσει τις εξαγωγές στρατιωτικού εξοπλισμού που ήταν παγωμένες από το 1967 και μετά (κυρίως προς την Ινδία αλλά και άλλους «πελάτες») είναι οι κυριότερες. Αυτές οι κινήσεις υπονομεύουν τη δυνατότητα παρέμβασης των ΗΠΑ στις διεθνείς εμπορευματικές, στρατιωτικές και συναλλαγματικές ροές. Επιπλέον, διαφαίνεται καθαρά η τάση εκ μέρους της Κίνας (και μακροπρόθεσμα της Ινδίας) για τη δημιουργία ιμπεριαλιστικής στρατιωτικής ισχύος με δυνατότητα παρέμβασης σε υπερτοπικό επίπεδο. Και οι δύο χώρες έχουν αναβαθμίσει σε μεγάλο βαθμό τις δυνατότητές τους στον τομέα της αεροδιαστημικής τεχνολογίας (σημαντικό κομμάτι της οποίας είναι οι στρατιωτικές εφαρμογές παρακολούθησης με δορυφόρους), ενώ προσπαθούν να αναβαθμίσουν τεχνολογικά τους τεράστιους στρατούς τους: πέρα από το ότι είναι και οι δύο πυρηνικές δυνάμεις, πρόσφατα η Κίνα απέκτησε το πρώτο της αεροπλανοφόρο, μια στρατιωτική αναβάθμιση με προφανή στόχο την επιθετική δυνατότητα επέμβασης μακριά από τα χωρικά της ύδατα.

Οι ΗΠΑ, στο έδαφος και της δικής τους κρίσης, αναζητούν λύσεις στο πρόβλημα της διαφαινόμενης απώλειας ισχύος στη διεθνή σκακιέρα. Προς το παρόν, οι εναλλακτικές πολιτικές δεν έχουν ακόμα σχηματοποιηθεί, αλλά οι τάσεις είναι εμφανείς• στην εσωτερική τους πολιτική διάλεκτο αυτές οι πολιτικές ταξινομούνται κάτω από το όνομα «ο αιώνας του Ειρηνικού». Με αυτή την ορολογία οι ΗΠΑ σηματοδοτούν την απομάκρυνση του ενδιαφέροντός τους από τη φθίνουσα Ευρώπη προς τη δυναμική περιοχή που εκτός από τη νοτιοανατολική Ασία περιλαμβάνει τον Καναδά, την Αυστραλία, την Ιαπωνία και, γιατί όχι, τη Ρωσία.

Δεν μπορεί να αποκλειστεί προς το παρόν τυχόν αναδίπλωση ως προς την επέκταση στο εξωτερικό: ένας από τους πιο επιφανείς ρεπουμπλικάνους υποψήφιους για τις εκλογές του 2012, ο Ron Paul, είναι ένας έξαλλος δεξιός και ταυτόχρονα ρητά πολέμιος των μεγάλης κλίμακας πολεμικών συγκρούσεων και της χρηματοδότησης του Ισραήλ (για λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν). Παρόλα αυτά είναι πολύ πιο πιθανό η έξοδος να αναζητηθεί στην επέκταση και όχι στη μείωση των ήδη παράλογων και πέρα από κάθε μέτρο εξοπλισμών και του ανταγωνισμού των κεφαλαίων. Μέσα στο 2012 δεν μπορεί να αποκλειστεί μια στρατιωτική κίνηση κατά του Ιράν (κίνηση που ως προς τις διεθνείς της συνέπειες μόνο με το Βιετνάμ θα μπορεί να συγκριθεί) κάτω από την πίεση του σιωνιστικού παράγοντα. Η Κίνα όμως είναι σαφώς ένας μακροπρόθεσμος στόχος, επειδή, αντίθετα με το Ιράν, έχει το δυναμικό να αναδειχτεί σε πραγματικό ανταγωνιστή. Την κατεύθυνση αυτή τη δείχνει η πρόσφατη δημιουργία για πρώτη φορά αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στην Αυστραλία (περίεργη για τα αυστραλιανά συμφέροντα κίνηση, αφού οικονομικά η Αυστραλία έχει πολύ περισσότερες συναλλαγές με την Κίνα παρά με τις ΗΠΑ), όπως επίσης οι εντάσεις στα στενά της Κίνας, δηλαδή τη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν, στενά στα οποία φέρονται να διακυβεύονται ... «ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα» (!).

Φυσικά, η Κίνα ως δικαιολογία αύξησης των εξοπλισμών είναι έωλη. Η Κίνα δεν είναι ακόμα –και δεν θα είναι για αρκετό καιρό– έτοιμη να ανταγωνιστεί στα ίσια την αμερικανική στρατιωτική ισχύ. Το αεροπλανοφόρο της δεν το ναυπήγησε η ίδια, αλλά απλώς εκσυγχρόνισε ένα άχρηστο πλέον ρωσικό αεροπλανοφόρο, ενώ και οι τεράστιες πρόοδοι στην αεροναυπηγική δεν είναι καθαρό ούτε το πόσο μεγάλες είναι ούτε σε τι ακριβώς θα χρησίμευαν σε ενδεχόμενη σύγκρουση με στρατιωτικό μηχανισμό συντριπτικά ανώτερης δύναμης πυρός.

 

Είναι η οικονομία, ηλίθιε!

Οι εξελίξεις στο καθαυτό οικονομικό πεδίο όμως ίσως να είναι πιο αποκαλυπτικές: η υπερδύναμη βρίσκεται στα πρώτα στάδια αναδιαμόρφωσης του οικονομικού της ρόλου σε διεθνές επίπεδο – με αμφίβολη επιτυχία. Μέχρι τώρα η αμερικανική κατανάλωση στήριζε τις εξαγωγικές επιδόσεις και της νοτιανατολικής Ασίας αλλά και της Γερμανίας. Φαίνεται ότι το σχέδιο αλλάζει, τουλάχιστον εν μέρει, με την προσπάθεια για ανάκαμψη των βιομηχανικών της εξαγωγών. Σε αυτό το πλαίσιο, ο εργατικός μισθός στις ΗΠΑ, που είχε μείνει στάσιμος τα τελευταία 30 χρόνια, πέρυσι μειώθηκε σε πραγματικούς όρους, στην προσπάθεια «επιδότησης» του εξαγωγικού βιομηχανικού τομέα. Η κίνηση αυτή φυσικά βρίσκεται από τη μια σε ευθύ ανταγωνισμό με τις υπόλοιπες εξαγωγικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (και την ίδια την Κίνα), ενώ από την άλλη δεν είναι καθόλου προφανές ότι μπορεί να έχει πραγματικά μεσοπρόθεσμα αποτελέσματα: οι εμπορικοί και νομισματικοί πόλεμοι δεν έχουν ποτέ εκ των προτέρων γνωστό νικητή, γιατί τότε απλώς δεν θα διεξάγονταν. Εξάλλου, περαιτέρω μείωση του λαϊκού εισοδήματος (αν αποφασιστούν οι σχεδιαζόμενες γιγαντιαίες περικοπές στον προϋπολογισμό μέσα στους επόμενους μήνες, κίνηση που δεν έχει ως τώρα γίνει επειδή ο ίδιος ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός ταλαντεύεται ως προς το ποια είναι η σωστή κατεύθυνση) θα σημάνει μείωση της κατανάλωσης και επομένως μείωση της ζήτησης τόσο για αμερικανικά όσο και για κινεζικά, γερμανικά κ.λπ. αγαθά: ένα σενάριο αμοιβαίας οικονομικής καταστροφής.

Επιπλέον, τα πολύμορφα κινήματα Occupy (και όχι μόνο η Wall St.) έδειξαν ότι δεν θα είναι απλό παιχνίδι αυτό για την ηγετική ιμπεριαλιστική αστική τάξη του πλανήτη. Υπάρχει σαφώς ένα υπόστρωμα με ευρύτερη κοινωνική αποδοχή στις ΗΠΑ που αμφισβητεί τα θεωρούμενα εδώ και 40 χρόνια ως «φυσικά» δικαιώματα του κεφαλαίου. Εκτός από την κρίση, αιτίες είναι η –εμφανέστατη πια– διαπλοκή του χρηματιστικού κεφαλαίου με την εξουσία και η ιδεολογική απονομιμοποίησή του, η προϊούσα στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας, οι αποτυχίες στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, η κατάρρευση του ηθικού πλεονεκτήματος των ειδικών και των τεχνοκρατών (κάτι που το βιώνουμε και στην Ευρώπη με Παπαδήμους κ.λπ.). Δεν είναι δυνατό για την ώρα να εκτιμήσουμε αν αυτές οι αντιστάσεις θα δημιουργήσουν ρωγμές στις επιθετικές κινήσεις του κεφαλαίου, αλλά οι ενδείξεις είναι ότι οι αντιστάσεις θα συνεχιστούν και θα πολλαπλασιαστούν το επόμενο διάστημα, αφού η κρίση θα σημάνει σκλήρυνση της γραμμής, αδυναμία του κεφαλαίου να αναδιανείμει έστω και μικρό ποσοστό των κερδών στις υποτελείς τάξεις, και επομένως αύξηση της φτώχειας και των ανισοτήτων.

Οι μεσοπρόθεσμες προθέσεις της Κίνας δεν είναι καθαρές ακόμα: η Κίνα αντιμετωπίζει τα δικά της κολοσσιαία εσωτερικά προβλήματα. Πρώτο και κύριο, την αύξηση των αντιστάσεων του εσωτερικού εχθρού. Πρόσφατα έγινε γνωστή η νίκη που κατήγαγαν οι κάτοικοι του Βουκάν, ενός μικρού χωριού κοντά στη βιομηχανική Καντόνα, που τις κοινοτικές του γαίες τις σφετερίστηκαν επενδυτικά κεφάλαια από το Χονγκ Κονγκ μαζί με έναν αξιωματούχο του κόμματος. Αυτό είναι μόνο ένα από τα χιλιάδες παραδείγματα ανταρσιών από αγροτικά στρώματα που σπρώχνονται δια της βίας στο βιομηχανικό προλεταριάτο. Στην Κίνα κάθε χρόνο μεταναστεύουν εκατοντάδες εκατομμύρια εργάτες από τα χωριά τους στα βιομηχανικά κέντρα. Υπάρχει όμως και ο κίνδυνος από τα διαμορφούμενα «μεσαία» στρώματα των πόλεων που με το αυξημένο μορφωτικό τους επίπεδο προσδοκούν και οικονομική αναβάθμιση, η οποία στηρίζεται στην αύξηση της ιδιοκτησίας τους και της ευμάρειάς τους. Ενδεχόμενη πτώση του εξαγωγικού κινητήρα θα ανάγκαζε τη κυβέρνηση να προκρίνει την εσωτερική ανάπτυξη. Κάτι τέτοιο δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί να γίνει διατηρώντας τα τρέχοντα επίπεδα κερδοφορίας του κεφαλαίου, εκτός αν δημιουργηθούν φούσκες αξιών. Η πορεία του κινεζικού κεφαλαίου μετά την έναρξη της κρίσης το 2008 είναι διδακτική: η κυβέρνηση αρχικά προσπάθησε να αυξήσει την εσωτερική κατανάλωση με επαρκείς ρυθμούς, ώστε να απορροφήσει τις απώλειες στις εξαγωγές, ενώ ταυτόχρονα επιδότησε το κατασκευαστικό κεφάλαιο. Το πρώτο σκέλος απέτυχε, αφού υπέρμετρη αύξηση του εργατικού εισοδήματος θα σήμαινε την απώλεια του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος του κινεζικού κεφαλαίου (τη φτηνή εργασία). Μόνο το δεύτερο σχέδιο «περπάτησε», δημιουργώντας όμως τεράστια φούσκα. Η προσπάθεια της κυβέρνησης να την ξεφουσκώσει μπορεί να έχει απρόβλεπτες κοινωνικές συνέπειες εάν το «ξεφούσκωμα» εξελιχθεί σε σκάσιμο.

Μια τελευταία αντίφαση: η μετεωρική άνοδος της Κίνας στηρίχθηκε σε καύσιμα περασμένων εποχών. Στο σχετικά υψηλό μορφωτικό επίπεδο, στην καλή υγεία του πληθυσμού, την ισχυρή κεντρική κυβέρνηση. Η άνοδος του ιδιωτικού κεφαλαίου υπονομεύει όλα τα προηγούμενα, αφού μετατρέπει αυτό που ήταν μια γενιά πριν κοινωνικό αγαθό σε εμπόρευμα. Αναπόφευκτα, η χώρα θα πρέπει να αντιμετωπίσει και την κρίση...

 

Δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό Εκτός Γραμμής, Τεύχος 29 / Φεβρουάριος 2012

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
30/05/2023 - 12:10

Η Απάντηση στον Τζων Λιούις συνιστά πριν απ’ όλα μια εξαιρετική εισαγωγή στον μαρξισμό του Αλτουσέρ, ένα αλτουσεριανό μανιφέστο.

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
17/01/2023 - 17:34

Ο Φεμινισμός για το 99%, από τα πιο σημαίνοντα κείμενα του ρεύματος της κοινωνικής αναπαραγωγής, είναι γέννημα-θρέμμα της Παγκόσμιας Φεμινιστικής Απεργίας.

ΘΕΩΡΙΑ|
16/12/2021 - 14:44

Τον Νοέμβριο του 1977, από το βήμα του συνεδρίου που διοργάνωσε στη Βενετία η εφημερίδα Il Manifesto, ο Αλτουσέρ αναφωνεί «Επιτέλους, η κρίση του μαρξισμού!».

ΚΟΙΝΩΝΙΑ/ΚΙΝΗΜΑΤΑ|
09/02/2021 - 16:16

Ένα κίνημα για δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο, είναι πρώτα απ’ όλα ένα κίνημα για ανοιχτό πανεπιστήμιο.