«Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ταξική πάλη, που δεν είναι σε θέση από μόνη της να κρίνει την κρίσιμη μάχη της σοσιαλιστικής επανάστασης, δηλαδή τη μάχη για την κατάληψη τηςκρατικής εξουσίας, δεν συνιστά μια δευτερεύουσα ή υποδεέστερη μορφή πάλης. Αποτελεί την υλική βάση της πολιτικής πάλης, καθότι η πολιτική ταξική πάλη είναι αδύνατη ή μάταιη όσο δεν υπάρχει πεισματώδης, καθημερινή και αδιάλειπτη οικονομική πάλη. Η πολιτική ταξική πάλη είναι υπαρκτή ή δυνάμει νικηφόρα,
μόνο όταν ριζώνει βαθιά στην οικονομική ταξική πάλη, και μόνο σ’ αυτήν, διότι η οικονομική ταξική πάλη είναι (αν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτήν την κάπως μεταφορική έκφραση) η –καθοριστική σε τελική ανάλυση– υποδομή της ίδιας της πολιτικής πάλης, που είναι απ’ την πλευρά της (διότι αυτός είναι ο ρόλος της) η μόνη που μπορεί να καθοδηγήσει την κρίσιμη μάχη των λαϊκών μαζών. Υπάρχει συνεπώς πρωτείο της πολιτικής ταξικής πάλης: αλλά τούτο το πρωτείο γίνεται κούφια λέξη όσο η βάση της πολιτικής πάλης, η οικονομική ταξική πάλη, δεν διεξάγεται σε καθημερινό επίπεδο, ακούραστα, σε βάθος και με την ορθή γραμμή».
Λ. Ατουσέρ, Ταξική πάλη και συνδικαλιστικοί αγώνες
Η πρόσφατη ιστορία των συνδικάτων και της Αριστεράς στην Ελλάδα, εικονογραφεί εύγλωττα την παραπάνω θέση. Η μεταδικτατορική άνθιση του εργοαστασιακού συνδικαλισμού και της Αριστεράς έδωσε σταδιακά τη θέση της στην ενσωμάτωση του εργατικού κινήματος στο πολιτικό σκηνικό ως ισότιμου «κοινωνικού εταίρου» μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Η πορεία δεν ήταν αυτόματη, και συνοδεύτηκε από πολλές και σημαντικές παραχωρήσεις προς την εργατική τάξη και την υπαλληλία στους μισθούς, την ασφάλιση, τα κοινωνικά αγαθά, ακόμη και την ίδια τη δυνατότητα κοινωνικής κινητικότητας. Σε αυτήν την πορεία, όμως, αναιρέθηκε σταδιακά η ίδια η ουσία της ταξικής διεκδίκησης.
Με δυο λόγια, τα περισσότερα σωματεία έγιναν κλαδικές ενώσεις με στόχο αποκλειστικά τη διεκδίκηση των κλαδικών αιτημάτων. Αναπαρήγαν στο εσωτερικό τους μια αστικού τύπου δημοκρατία, συγκροτούνταν από σχεδόν ισόβια εκλεγμένους αντιπροσώπους, οι οποίοι αναλάμβαναν εργολαβικά τη διαχείριση της διαπραγμάτευσης με την εργοδοσία έχοντας σαν όπλο, τις περισσότερες φορές, την ανελέητη ταξική… ειρήνευση! Τα ανώτερα συνδικαλιστικά στελέχη αποτελούσαν συνομιλητές των υπουργών και των κυβερνήσεων και είχαν τόσο σταθερή σχέση με τα κόμματα εξουσίας, ώστε η διαδρομή από συνδικαλιστή σε βουλευτή, μέλος διοίκησης Οργανισμού ή υπουργό να μην προξενεί καμιά έκπληξη ή κατακραυγή. Σε μεγάλους χώρους του δημοσίου και των ΔΕΚΟ τα ανώτερα συνδικαλιστικά στελέχη λειτουργούσαν ως προέκταση της ίδιας της διοίκησης: μεσολαβούσαν τις αποφάσεις της διοίκησης στους εργαζόμενους, είχαν τη δυνατότητα να «κάνουν» δυσμενείς μεταθέσεις, να ανεβοκατεβάζουν προϊσταμένους και άλλα (συμβατά με το ρόλο τους!) χαριτωμένα, χρησιμοποιώντας την αφοσίωση και το φόβο για να χειρίζονται τους εργαζομένους. Κάπου στο δρόμο μεταξύ αυτών των δύο συναισθημάτων χανόταν και η κριτική για τα (πραγματικά) προνόμια που απολάμβαναν ορισμένοι συνδικαλιστές, για την ανώτερη ταξική και οικονομική τους θέση…
Σε όλη αυτήν την πορεία, ως διά μαγείας, «ξέφυγαν» κάποια –βασικά– ζητήματα: πλάι σε παραδοσιακά ισχυρούς συνδικαλιστικά κλάδους χτίστηκαν ολόκληρα πεδία καπιταλιστικής κερδοφορίας με εργαζόμενους χωρίς δικαιώματα, ενοικιαζόμενους, «μαύρους». Καταστρατηγούνταν το 8ωρο, κουρελιάζονταν οι συμβάσεις (για τα μη μέλη των σωματείων), αυξανόταν η εκμετάλλευση της εργασίας των μεταναστών. Οι εργαζόμενοι που εκπροσωπούνται από κάποιο σωματείο αποτελούν μειοψηφία όχι μόνο στο σύνολο του εργατικού δυναμικού, αλλά ακόμα και μέσα στον ίδιο χώρο δουλειάς. Πλάι στον υπάλληλο με τη μόνιμη σχέση εργασίας και τον κανονικό μισθό, την ίδια δουλειά εκτελούσαν μια σειρά από ενοικιαζόμενοι, ανασφάλιστοι, stage, μπλοκάκια. Τη στιγμή που η έννοια του συνδικάτου και του συνδικαλισμού ταυτίστηκαν με την κυρίαρχη πολιτική και την αναξιοπιστία της, την ίδια στιγμή έγιναν μέρος του προβλήματος.
Ακόμη και οι «καλές» περιπτώσεις σωματείων λόγω της απουσίας μεγάλων κλαδικών αγώνων αναγκάστηκαν να οχυρωθούν πίσω από την επιμονή της τήρησης της εργασιακής νομοθεσίας: για το ωράριο, τη σύμβαση, τα δώρα, το μισθό, τις εργασιακές σχέσεις, τις συνθήκες εργασίας. Μιας νομοθεσίας που, τα τελευταία δύο χρόνια κουρελιάζεται συστηματικά με έκτακτες νομοθεσίες και διατάγματα, όπως το διαβόητο πλέον άρθρο 37 του πρόσφατου πολυνομοσχεδίου. Και τώρα;
Τρέξε, Στράτο, να γραφτείς στο συνδικάτο
Όσο κι αν η κατάσταση αλλάζει ραγδαία, όσο κι αν η προσαρμογή είναι δύσκολη, δεν πρέπει κανείς να ξεχνά πως ό,τι κατακτήθηκε από το εργατικό κίνημα, κατακτήθηκε με μεγάλους και επίπονους αγώνες. Δεν ήταν πάντοτε δεδομένο το οχτάωρο, ούτε η νομοθεσία για τις συλλογικές συμβάσεις και τις συνδικαλιστικές ελευθερίες – για την ακρίβεια κατακτήθηκαν με αίμα. Ο συνδικαλισμός δεν ήταν πάντοτε «θεσμός της δημοκρατίας», για πολλά χρόνια ήταν απλώς παράνομος.
Η διάλυση κάθε εργασιακού τοπίου, όπως το γνωρίζαμε μέχρι σήμερα, καταρχάς απαιτεί να ξαναγυρίσουμε στις απαρχές: τα ίδια τα σωματεία. Να στηθούν ή να αναγεννηθούν τα σωματεία, μέσα από την ανάγκη των ίδιων των εργαζόμενων να ενοποιήσουν τις δυνάμεις τους απέναντι στον εργοδότη που τους εκμεταλλεύεται αρχικά, απέναντι στην ίδια την εκμετάλλευση τελικά. Ως «θεσμοί» οργάνωσης της εργατικής τάξης και της υπαλληλίας, ως τρόποι συνάντησης των εργατικών αναγκών και υπεράσπισης των δικαιωμάτων, ακόμα και σε χώρους που δεν ήταν και δεν είναι «προνομιακοί». Με τη μεγαλύτερη δυνατή ενότητα των εργαζομένων ανεξάρτητα από τη σχέση εργασίας τους, αλλά και εκείνη τη διασπορά που θα τους επιτρέπει να είναι αποτελεσματικά.
Προϋπόθεση είναι η δημοκρατία στο εσωτερικό τους, η ταξική αλληλεγγύη των μελών τους και οι διεκδικητικές πρακτικές. Όλα τα παραπάνω, στο σημείο που έχουμε φτάσει, είναι ζητούμενα προς κατάκτηση και όχι προαπαιτούμενα. Η κατάργηση της συλλογικής σύμβασης εργασίας δεν μας γυρνάει αναγκαστικά πίσω στον εργασιακό μεσαίωνα: μας γυρίζει πίσω στον «καθαρό» ταξικό αγώνα, μας θυμίζει ότι το ύψος του μισθού κατακτιέται με τη σημερινή απεργία και διεκδίκηση, και όχι μέσα από τις θεσμικές κατακτήσεις που μας άφησαν με τους αγώνες τους οι παλαιότερες γενιές εργαζομένων. Οι αγώνες που έχουν μπροστά τους τα σωματεία είναι σημαντικοί. Όπως και στο παρελθόν, θα χρειαστούν αυτοθυσία, αποφασιστικότητα, διάθεση σύγκρουσης όχι μόνο με τον εργοδότη αλλά και με τον απεργοσπάστη ή τον αδύναμο συνάδελφο. Τέτοιες μάχες δεν δίνονται αν τα μέλη ενός σωματείου δεν ανακτήσουν την εμπιστοσύνη τους σε αυτό, μέσα από την προσπάθεια να γραφτούν όλοι οι εργαζόμενοι στο σωματείο, μέσα από μικρές και μεγάλες νίκες, μέσα από την αλληλεγγύη και την προστασία της επιβίωσης όλων των μελών, μέσα από τις δημοκρατικές διαδικασίες που επιτρέπουν σε κάθε μέλος να έχει λόγο για την πορεία του αγώνα και να δεσμεύεται εντέλει από τη συλλογική απόφαση.
Σπέρματα τέτοιων πρακτικών αναδεικνύονται ήδη σε πολλούς κλάδους και σωματεία. Δεν υπάρχει μόνο η τακτική της ιδιώτευσης – παρότι μπορεί να δείχνει κυρίαρχη ως τώρα. Νέες μορφές πάλης και νέες συλλογικότητες ξεπήδησαν στις συνελεύσεις των υπουργείων. Όπου γίνονται εκλογές, οι συσχετισμοί στα σωματεία φαίνεται να αλλάζουν προς όφελος των διεκδικητικών φωνών. Κινητοποιήσεις που δείχνουν διάθεση κοινωνικής αλληλεγγύης και «συνομιλούν» με την κοινωνία έχουν ήδη αρχίσει να ξεσπούν.
Με τις νέες ρυθμίσεις, άλλωστε, ο συνδικαλισμός των διαδρόμων δείχνει τα όριά του στον βαθύ πυρήνα του: την –έστω– διατήρηση των δικαιωμάτων των λίγων εργαζομένων που επέλεγε να εκπροσωπεί. Το κενό αυτό είτε θα καλυφθεί από την αναγέννηση διεκδικητικών σωματείων είτε θα γεμίσει με εργοδοτικά σωματεία και λόμπυ της εργατικής ή υπαλληλικής «αριστοκρατίας». Κι αυτό είναι μια μάχη που θα τη δώσει λυσσαλέα και η εργοδοσία. Το θέμα είναι ότι πρόκειται για μια μάχη που, τώρα περισσότερο από ποτέ, δεν πρέπει να υποτιμηθεί από την Αριστερά, ούτε στο όνομα των (πραγματικών) δυσκολιών ούτε στο όνομα της πολιτικής πάλης που προηγείται στην ιεράρχηση. Ο δρόμος μπροστά μας είναι μακρύς και η πολιτική πάλη δεν θα ολοκληρωθεί χωρίς εκείνη την οργάνωση των εργαζόμενων που θα εξασφαλίζει την αυτοσυνείδησή τους και τους όρους ζωής τους.
Συνδικάτα ταξικά, όχι ρεφορμιστικά;
Η απάντηση στο ερώτημα δεν είναι εύκολη και σίγουρα δεν ταυτίζεται, αναγκαστικά, με την εύκολη απάντηση ότι ταξικά είναι τα συνδικάτα στα οποία κυριαρχούν εκλογικά οι «ταξικές δυνάμεις» και όχι οι ρεφορμιστές. Άλλωστε, πολλά από τα αιτήματα και τις μορφές πάλης των συνδικάτων, ακόμα και αυτών που κυριαρχούνται από δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, θα μπορούσαν να περιγραφούν εύστοχα ως μαχόμενος ρεφορμισμός. Ούτε η υπερπολιτικοποίηση της πάλης των συνδικάτων, η ψευδαίσθηση ότιη οργάνωση των εργαζόμενων στο συνδικάτο μπορεί να υποκαταστήσει την έλλειψη κόμματος της εργατικής τάξης, αποτελεί απάντηση. Πιο συχνά απλώς οδηγεί στην απομάκρυνση από τα σωματεία εκείνων των εργαζόμενων που δεν είναι πεισμένοι από κάποια εκδοχή της Αριστεράς.
Θα μπορούσε κανείς να διαγνώσει την απάντηση διαβάζοντας ανάποδα το σχεδιασμό των αστικών επιτελείων και των συνδικαλιστών τους. Δεν έσπειραν μόνο το συντεχνιασμό και τη διαίρεση στους κόλπους των εργαζομένων. Πολύ περισσότερο προσπάθησαν να πείσουν ότι αποκλειστικό μέλημα των σωματείων αποτελεί η ενασχόληση με τους μισθούς, το ωράριο και όλα τα τυπικά εργασιακά δικαιώματα. Ότι οι εργαζόμενοι μπορούν να έχουν λόγο μόνο για τα θέματα που τους αφορούν στενά, όλα τα άλλα είναι θέματα του εργοδότη. Το αντικείμενο της εργασίας, η αλυσίδα παραγωγής, ο τρόπος λειτουργίας ενός καταστήματος, η τιμή του προϊόντος, το κόστος μιας δημόσιας επιχείρησης, η γραφειοκρατία του Δημοσίου, έπαψαν να αποτελούν αντικείμενο συζήτησης στις συνελεύσεις των εργαζόμενων – όσες γίνονταν. Μαζί τους έπαψε και η αλληλεγγύη μεταξύ των κλάδων, η αλληλεγγύη μεταξύ των εργαζομένων, με αποτέλεσμα ο ένας να στραφεί εναντίον του άλλου.
Άλλωστε, η αρχή έγινε εδώ ακριβώς: όταν η κυβέρνηση ξεκίνησε να επιτίθεται ξεχωριστά σε κάθε κλάδο, με την υπόρρητη συνεπικουρία των συνδικαλιστικών ηγεσιών των «άλλων» κλάδων που με όλους τους τόνους διαβεβαίωναν: «δεν σε αφορά». Ίσως αυτό να είναι το πιο ουσιαστικό στη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται: να μεταδίδουν οι απεργοί της ΕΡΤ απεργιακό δελτίο, να εμποδίζουν οι εργαζόμενοι της ΔΕΗ να κοπεί το ρεύμα σε όσους δεν πληρώνουν τα χαράτσια, να βγάζουν ανακοίνωση οι μετανάστες εργάτες κατά της απεργοσπασίας στην αποκομιδή των σκουπιδιών, να κρατούν οι εργαζόμενοι των νοσοκομείων κλειστά τα ταμεία, να κρατούν ανοιχτό τον Σταθμό του Συντάγματος οι εργαζόμενοι του μετρό κόντρα στη θέληση της αστυνομίας. Αυτές και άλλες πρακτικές ανοίγουν το δρόμο σε ένα εργατικό κίνημα με διάρκεια, στόχους και αποτελέσματα. Ανοίγουν το δρόμο σε ένα εργατικό κίνημα αληθινά επικίνδυνο για την αστική εξουσία.
Τα σπέρματα υπήρχαν και πριν, στις καλύτερες παρεμβάσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς: στους δασκάλους που κόπιαζαν για να δείξουν τι είναι «εθνική» γιορτή στο πολυεθνικό σχολείο, στους καθηγητές που άλλαζαν το αναλυτικό πρόγραμμα, στους γιατρούς που φορούσαν την κονκάρδα ενάντια στο φακελάκι, στους καθηγητές φροντιστηρίων που πάλευαν για την κατάργηση της παραπαιδείας. Τέτοιες πρακτικές δεν είναι «παραπληρωματικές» ή για όταν μας περισσεύει λίγος χρόνος: ήταν και είναι πρακτικές αντιηγεμονίας, που θίγουν τον πυρήνα της αστικής εξουσίας και δίνουν στους εργαζομένους την αναγκαία αυτοσυνείδηση και εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους. Είναι, σε τελική ανάλυση, τα αναγκαία βήματα για να πιστέψει η εργατική τάξη ότι μπορεί να οικοδομήσει έναν κόσμο διαφορετικό, έναν κόσμο χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση, ξεκινώντας από το πώς μπορεί να λειτουργήσει η επιχείρηση, το νοσοκομείο, το υπουργείο τους.
Αν κάτι πρέπει να αλλάξει στον τρόπο που βλέπουμε τα σωματεία και το εργατικό κίνημα είναι ακριβώς αυτό: ότι οι συσχετισμοί δεν χτίζονται μόνο στις κάλπες και στα απεργιακά μπλοκ. Οι συσχετισμοί χτίζονται στην αλλαγή του τρόπου με τον οποίο συλλογικά ένας κλάδος ή η εργατική τάξη ολόκληρη βιώνει την εργασία του και τη θέση του στην κοινωνία. Κι αυτό είναι υπόθεση του καθημερινού οικονομικού ταξικού αγώνα, ώστε να μπορέσει να αποτελέσει τη βάση για έναν νικηφόρο πολιτικό αγώνα. Ο δρόμος είναι μακρύς κι επίπονος, αλλά ξεκινάει τώρα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ