Οι τάξεις παραμένουν, καθεμιά τους όμως αλλάζει στην περίοδο της δικτατορίας του προλεταριάτου, αλλάζουν επίσης και οι σχέσεις τους. Η πάλη των τάξεων δεν εξαφανίζεται κάτω από τη δικτατορία του προλεταριάτου, απλώς παίρνει άλλες μορφές.
Β.Ι. Λένιν
Η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από τους μπολσεβίκους τον Οκτώβρη του 1917 σήμανε, για πρώτη φορά μετά την Παρισινή Κομμούνα, την έμπρακτη αντιμετώπιση των αντιφάσεων και των προκλήσεων της ιστορικής περιόδου που οι κλασικοί του μαρξισμού ονόμασαν «δικτατορία του προλεταριάτου». Με την έννοια αυτή, αποτελούσε απλώς την αφετηρία του επαναστατικού μετασχηματισμού, για τη νικηφόρα έκβαση του οποίου έπρεπε να αντιμετωπιστούν μεγάλες δυσκολίες και πρωτόγνωρα προβλήματα.
Η εξαθλίωση του ρωσικού πληθυσμού και το μεγάλο πρόβλημα επισιτισμού, που είχαν ενταθεί από τη συμμετοχή στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, αλλά και η εξέγερση των Λευκών που ξέσπασε το 1918 ως ύστατη προσπάθεια παλινόρθωσης των αστικών δυνάμεων, ήταν η μία όψη. Η άλλη όψη αφορούσε τον χαρακτήρα της επανάστασης και την κοινωνική συμμαχία που διαμορφώθηκε, η οποία ήταν εκ προοιμίου άνιση: η ρωσική επανάσταση ήταν μια προλεταριακή επανάσταση, καθώς το προλεταριάτο αποτελούσε την ηγεμονική κοινωνική και πολιτική δύναμη, όμως ο αγροτικός πληθυσμός παρέμενε μεγαλύτερος από τον εργατικό, με την εργατική τάξη να συγκεντρώνεται κυρίως στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα (την Πετρούπολη και τη Μόσχα), και την υπόλοιπη επικράτεια να κατοικείται από αγροτικά στρώματα. Η επιρροή των μπολσεβίκων ήταν τεράστια στα εργατικά στρώματα, πρακτικά συγκεντρωμένη στις πόλεις, ενώ από την άλλη, παρά το αίτημα για αναδιανομή της γης στους αγρότες που αποτέλεσε βασικό μοχλό της επανάστασης (που κατ’ αυτήν την έννοια ήταν επίσης δημοκρατική επανάσταση), η επιρροή των μενσεβίκων και των εσέρων εξακολουθούσε να είναι μεγάλη στα αγροτικά στρώματα.
Την ίδια στιγμή, οι μενσεβίκοι και οι εσέροι διατηρούσαν ουσιαστικά τις θέσεις που είχαν πριν από την επανάσταση, θεωρώντας ότι η επανάσταση ήταν πρώιμη και προκρίνοντας ουσιαστικά την ταξική συνεργασία με την ηττημένη αστική τάξη για την οικοδόμηση μιας αναπτυγμένης καπιταλιστικής κοινωνίας ως απαραίτητης δήθεν προϋπόθεσης για το πέρασμα στον σοσιαλισμό. Η μεγάλη επιρροή τους στα αγροτικά στρώματα τους εξασφάλιζε μεγάλη αντιπροσώπευση στα σοβιέτ, καθιστώντας τους επί της ουσίας σημαντικό κρίκο στη νέα κατάσταση.[1]
Παράλληλα, παρά την αντιπαράθεση των μπολσεβίκων στον οικονομισμό της Δεύτερης Διεθνούς, εξακολουθούσαν να επιβιώνουν στον ιδεολογικό πυρήνα τους ορισμένες πλευρές οικονομισμού, κυρίως με την έννοια της προτεραιότητας των παραγωγικών δυνάμεων, καθώς και μιας εργαλειακής αντίληψης για το κράτος. Οι δύο αυτές παράμετροι θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στη συνέχεια, σε συνδυασμό πάντα με την πεποίθηση των μπολσεβίκων ότι η έκβαση της επανάστασης θα κριθεί εν πολλοίς από την εξάπλωσή της σε άλλες χώρες, γεγονός που αναδείκνυε ως πρώτιστο καθήκον τη με κάθε κόστος εγκαθίδρυση της απειλούμενης σοβιετικής εξουσίας. Διαμορφώνεται έτσι μια κατάσταση που ωθεί τους μπολσεβίκους (και τον ίδιο τον Λένιν) να επικεντρώνονται όλο και περισσότερο στα «άμεσα καθήκοντα», υποτιμώντας ενίοτε τη στρατηγική διάσταση των επιλογών τους.[2]
Το σύστημα της δικτατορίας του προλεταριάτου
Η άσκηση της προλεταριακής εξουσίας υλοποιείται μέσα από το «Σύστημα της δικτατορίας του προλεταριάτου». Σε αυτό το σύστημα συμμετέχουν με διαφορετικό ρόλο και θέση τόσο η εργατική τάξη όσο και η αγροτιά (και ο στρατός), ενώ δεσπόζοντα ρόλο παίζει το μπολσεβικικό κόμμα, που άλλωστε συγκεντρώνει τα πρωτοπόρα προλεταριακά στοιχεία. Κύτταρο της σοβιετικής εξουσίας είναι τα σοβιέτ των εργατών, αγροτών και στρατιωτών. Ανώτατο όργανο της σοβιετικής εξουσίας είναι το Συνέδριο των Σοβιέτ[3] και η Πανρωσική Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή των Σοβιέτ των αντιπροσώπων των εργατών, αγροτών και στρατιωτών (ΠΚΕΕ), που εκλέγεται απ’ αυτό. Στο Συνέδριο των Σοβιέτ η αναλογία των αντιπροσώπων των σοβιέτ των εργατών είναι μεγαλύτερη από αυτή των σοβιέτ των αγροτών, παρόλο που οι τελευταίοι αποτελούν την πλειονότητα του πληθυσμού. Η ΠΚΕΕ εκλέγει το Συμβούλιο των Επιτροπών του Λαού (Σοβναρκόμ), το οποίο υπάγεται σε αυτή.[4] Κατά τον Λένιν, η σύναψη της ταξικής συμμαχίας των εργατών με τους αγρότες, αλλά και η εκτίμησή του ότι «τα σοβιέτ είναι ακόμα αδιαμόρφωτα, ανολοκλήρωτα», δημιουργούν ιδιομορφίες στην άσκηση της κρατικής εξουσίας και τον οδηγούν τον Μάρτη του 1918 στο συμπέρασμα ότι για τη λειτουργία του σοβιετικού συστήματος «η προσπάθεια μόλις έχει αρχίσει και έχει αρχίσει άσχημα». Στο πλαίσιο αυτό καταγράφεται και η σύγκρουση γύρω από τα συνδικάτα, με τον Λένιν να υποστηρίζει την ανάγκη ύπαρξης αυτόνομων θεσμών της εργατικής τάξης που να λειτουργούν ως «ασφαλιστική δικλείδα» απέναντι στις «ιδιομορφίες» της σοβιετικής εξουσίας.[5] Παράλληλα, έπειτα από τη συγκρότηση της Κόκκινης Φρουράς (των ερυθροφρουρών), που μέχρι τον Μάρτη του 1918 αποτελεί τη μόνη ένοπλη δύναμη της σοβιετικής εξουσίας, και αφού πρώτα η τελευταία διαλύει τον εξαθλιωμένο τακτικό στρατό που τυπικά υπαγόταν σε αυτήν, δημιουργείται ο Κόκκινος Στρατός που θα παίξει καταλυτικό ρόλο στη μάχη απέναντι στους Λευκούς και την ιμπεριαλιστική επέμβαση.
Με την εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας, ο Λένιν προκρίνει την άμεση απεμπλοκή της Ρωσίας από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, επιλέγοντας τον μονομερή συμβιβασμό με τους Γερμανούς και υπογράφοντας τη συνθήκη του Μπρεστ Λιτόβτσκ, παρά την οδυνηρή για το νεοσύστατο σοβιετικό κράτος παραχώρηση εδαφών. Στο εσωτερικό της χώρας πρώτιστο μέλημα αποτελεί η απόσπαση της οικονομικής εξουσίας που κατέχει η αστική τάξη, λόγω της κατοχής των μέσων παραγωγής, προχωρώντας έτσι σε «εθνικοποιήσεις» μεγάλων βιομηχανιών, ορυχείων και τραπεζών, διαμορφώνοντας την πολιτική του «κρατικού καπιταλισμού», όπως ονομάστηκε από τον ίδιο τον Λένιν. Η πολιτική αυτή αποτελούσε για τον Λένιν το αναγκαίο αλλά «πρώτο βήμα προς τον σοσιαλισμό», προϋπόθεση για την ουσιαστική ρύθμιση της παραγωγής από τους εργάτες, όχι όμως ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας, καθώς άφηνε σε εκκρεμότητα τα επόμενα βήματα. Παράλληλα, με το «Διάταγμα για τη γη» η σοβιετική εξουσία καταργεί άμεσα και χωρίς αποζημίωση την ιδιοκτησία των τσιφλικάδων στη γη, αποδίδοντάς τη στους αγρότες.
Για πρώτη φορά στην ιστορία καταγράφεται μια τέτοια κατοχύρωση εργατικών και λαϊκών δικαιωμάτων, ενώ παρά τα άμεσα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει, η επανάσταση του 1917 σηματοδοτεί μια μεγάλη αλλαγή στη σχέση των μαζών με την άσκηση της εξουσίας και την πολιτική, καθώς και μια τεράστια απελευθέρωση δημιουργικών κοινωνικών δυνάμεων, που καταγράφεται στα πειράματα επαναστατικού μετασχηματισμού τα οποία έλαβαν χώρα σε μεγάλα πεδία της κοινωνικής πρακτικής: η προσπάθεια κριτικής και διαμόρφωσης ενός νέου τύπου εκπαίδευσης, ο οργασμός δημιουργίας στις τέχνες, η κριτική του κοινωνικού ρόλου των φύλων και της οικογένειας ως αστικού θεσμού, η μαχόμενη κριτική στη θρησκεία των πρώτων ετών της επανάστασης καταγράφουν τις νέες προτεραιότητες των μαζών και απορρίπτουν τις κληρονομημένες νόρμες.
Η εξέλιξη της ταξικής σύγκρουσης στην παραγωγή
Η επανάσταση του Οκτώβρη σήμανε τον άμεσο μετασχηματισμό των σχέσεων μεταξύ της αστικής και της εργατικής τάξης, οι οποίες δεν έπαψαν βέβαια να υφίστανται. Η αστική τάξη έχει χάσει τη δυνατότητα να «διαθέτει ελεύθερα» τα μέσα παραγωγής, δεν έχει όμως αρθεί η κληρονομημένη από τον καπιταλισμό οργάνωση εργασίας.[6] Άρα δεν αρκεί μόνο η πολιτική κυριαρχία της εργατικής τάξης πάνω στην αστική, που έχει επιτελεστεί με την επανάσταση, αλλά απαιτείται η επαναστατικοποίηση των παραγωγικών σχέσεων, δηλαδή ο ριζικός μετασχηματισμός της παραγωγικής και εργασιακής διαδικασίας με τελικό στόχο την κατάργηση του διαχωρισμού διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας, την εξάλειψη των τάξεων και μαζί της αναγκαιότητας της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Τον Μάη του 1918 ξεσπάει ο εμφύλιος πόλεμος και η σοβιετική εξουσία βρίσκεται αντιμέτωπη με τις πιεστικές ανάγκες που δημιουργούνται. Αυτές έχουν να κάνουν τόσο με την εκ νέου αντιμετώπιση των επισιτιστικών προβλημάτων, την απειλή του λιμού και τον κατεστραμμένο παραγωγικό ιστό της χώρας όσο και με την ανάγκη στρατιωτικής κατίσχυσης πάνω στους Λευκούς και τους ιμπεριαλιστές. Στο πλαίσιο αυτό εγκαινιάζονται οι πρώτες πρακτικές πολιτικού εξαναγκασμού, με την επίταξη των γεωργικών προϊόντων και την πίεση για αύξηση της παραγωγικότητας στο όνομα των πραγματικών άμεσων αναγκών. Παρ’ όλα αυτά, ο Λένιν συνεχίζει να θεωρεί τούτες τις πρακτικές τακτικές και αναγκαίες στη συγκυρία και δεν τις ανάγει σε δρόμο για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Παρά τις οπισθοδρομήσεις, η έκβαση των αντιθέσεων ενόψει της οικοδόμησης είναι ακόμα ανοιχτή.
Ωστόσο τα συμπεράσματα μετά το τέλος του εμφυλίου δεν ανατρέπουν την υφιστάμενη κατάσταση, αφήνοντας τις αναγκαιότητες της συγκυρίας να κατισχύσουν πάνω στην ανάγκη για επαναστατικό μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής. Οι παραπάνω κατευθύνσεις επικυρώνονται από το 9ο Συνέδριο των μπολσεβίκων, και τον Μάρτη του 1921 εγκαινιάζεται η Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ), η οποία θα περάσει από διάφορες φάσεις. Κοινός τόπος όμως της εφαρμογής της είναι η ανάγκη για αύξηση της παραγωγικότητας, η οποία μετατρέπεται εντέλει σε πρότυπο για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Ο εργατικός έλεγχος στην παραγωγή αίρεται και τα συνδικάτα παραμερίζονται, ενώ εισάγονται «ειδικοί» στις παραγωγικές μονάδες και εγκαινιάζεται η μονοπρόσωπη διοίκηση των εργοστασίων. Σε κάθε εργοστάσιο διορίζεται ένας επίτροπος που αντιπροσωπεύει την κυβέρνηση και δύο διευθυντές, ένας διοικητικός και ένας τεχνικός. Οι εργοστασιακές επιτροπές έχουν δικαίωμα αμφισβήτησης των αποφάσεων μόνο του διοικητικού διευθυντή, θεωρώντας τις τεχνικές αποφάσεις «ουδέτερες». Οι «ειδικοί» αυτοί είναι στη μεγάλη πλειονότητά τους παλιοί κεφαλαιοκράτες.[7] Η αναγωγή της κληρονομημένης (καπιταλιστικής) οργάνωσης εργασίας στο εσωτερικό των παραγωγικών μονάδων σε ουδέτερη ολοκληρώνεται με την εισαγωγή του «σοβιετικού ταιηλορισμού», συστήματος παραγωγής που ο ίδιος ο Λένιν είχε χαρακτηρίσει (ήδη από το 1913) ως «ένα “επιστημονικό” σύστημα για να ξεζουμίζεται ο εργάτης».[8] Ο ρόλος των εργοστασιακών επιτροπών περιορίζεται πλέον στα ζητήματα πειθαρχίας της εργασίας, προπαγάνδας και μόρφωσης των εργατών.
Η εξέλιξη της εργατοαγροτικής συμμαχίας και κυρίως η προσπάθεια διαμόρφωσης μιας νέας ισορροπίας ανάμεσα στη βιομηχανική και την αγροτική ανάπτυξη αποτελεί άλλη μια σημαντική πλευρά που σφράγισε τις εξελίξεις. Και αυτό γιατί παρά τα πρώτα σημαντικά βήματα μετά τον Οκτώβρη, σταδιακά θα υπάρξει μετατόπιση από την πειθώ σε μια λογική εξαναγκασμού (προς την αγροτιά), ειδικά προς τέλος της δεκαετίας του 1920, όταν τίθεται ο στόχος του άμεσου, ριζικού μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων στη γεωργία, με αποκορύφωμα τη βίαιη κολεκτιβοποίηση. Άλλωστε στο εσωτερικό του μπολσεβικισμού είναι εξαρχής αισθητή μια «αντιαγροτική» ιδεολογία που, παρόλη την οξυδέρκεια του Λένιν για τη σύλληψη της ανάγκης σύναψης κοινωνικών συμμαχιών της εργατικής τάξης, επιβιώνει και μετά τον Οκτώβρη. Έτσι τελικά η έννοια της συμμαχίας υποχωρεί, οι αγροτικές μάζες αντιμετωπίζονται ως «καθυστερημένες» και οι αντιθέσεις μεταξύ εργατών και αγροτών δεν αντιμετωπίζονται ως «αντιθέσεις στους κόλπους του λαού» (Μάο) αλλά ως «εμπόδιο».
Η ταξική σύγκρουση στο εσωτερικό του προλεταριακού κράτους
Οι ταξικοί αγώνες εντός της παραγωγής είχαν άμεση συνάφεια με τον ρόλο και τον χαρακτήρα των μηχανισμών της δικτατορίας του προλεταριάτου. Έτσι, παράλληλα με την υποχώρηση της επαναστατικής γραμμής εντός της διαδικασίας παραγωγής υποχωρεί και ο ρόλος των σοβιέτ στο εσωτερικό του συστήματος της δικτατορίας του προλεταριάτου. Οι αντιφάσεις που έχει να αντιμετωπίσει το μπολσεβικικό κόμμα, η στάση των μενσεβίκων και των εσέρων και η επιρροή τους στην αγροτιά οδηγούν τους μπολσεβίκους σ’ ένα αρκετά συγκεντρωτικό μοντέλο, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και στο πλαίσιο της ανάγκης «να μη χαθεί η επανάσταση». Έτσι, τα Σοβιέτ αντικαθίστανται ουσιαστικά στην άσκηση εξουσίας από το ίδιο το κόμμα των μπολσεβίκων, το οποίο επικυρώνει τον ηγετικό του ρόλο στη μετεπαναστατική κρατική συγκρότηση κυρίως με τον απευθείας διορισμό των μελών του Συμβουλίου των Επιτροπών του Λαού και την υποβάθμιση της ΠΚΕΕ (παρόλο που τυπικά αποτελεί ανώτερο όργανο) στην απλή επικύρωση των αποφάσεών του. Παράλληλα η άρση του εργατικού ελέγχου στην παραγωγή και ο διορισμός των μονοπρόσωπων θεσμών διοίκησης στα εργοστάσια απομακρύνει ακόμα περισσότερο τις πλατιές λαϊκές μάζες από την άσκηση της εξουσίας, θεωρώντας την αδυναμία άμεσου μετασχηματισμού των πολιτικοϊδεολογικών σχέσεων «πρόβλημα» και όχι αντικειμενική αντίφαση. Εγκαινιάζονται έτσι οι πρώτες διοικητικές μορφές επίλυσης των αντιθέσεων και γενικεύεται η διακυβέρνηση μέσω διαταγμάτων. Με τον καιρό διαμορφώνεται ένα αμιγώς πολιτικό προσωπικό, που δεν μπορεί να ελεγχθεί στην άσκηση της εξουσίας από τις μάζες.
Η φύση του καθεστώτος
Η κατάσταση που διαμορφώνεται, παρά τις αρχικές προσπάθειες κριτικής και αλλαγής των στοιχείων της παραγωγής και των όρων άσκησης εξουσίας, καταλήγει στην ηγεμονία των καπιταλιστικών στοιχείων της παραγωγής έναντι των σοσιαλιστικών, αναπαράγοντας τον υφιστάμενο (καπιταλιστικό) καταμερισμό εργασίας, ενώ ο τρόπος άσκησης της εξουσίας καταλήγει να προσιδιάζει περισσότερο σε μια αστική εκδοχή αντιπροσώπευσης. Οι ταξικοί αγώνες στην περίοδο της δικτατορίας του προλεταριάτου στην ΕΣΣΔ δεν διαμεσολαβήθηκαν άμεσα από εκπροσώπους τάξεων, άλλα αποτυπώθηκαν αντικειμενικά στις εξελίξεις και σε πρακτικές (συνήθως από την επιλογή της πιο εύκολης ή της «επιτακτικής λύσης» στα προβλήματα που δημιουργούνταν στην παραγωγή και την εξουσία και η οποία περιείχε την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας), που τελικά αναπαρήγαγαν και τους φορείς τους, δηλαδή μια κρατική αστική τάξη. Η κατεύθυνση αυτή συμπληρώθηκε από την ήττα της προλεταριακής γραμμής στο εποικοδόμημα και την εμπέδωση του διαχωρισμού διανοητικής και χειρονακτικής εργασίας, με το μοντέλο του πανεπιστημίου Λομονόσοφ να αντικαθιστά το πείραμα του σχολείου εργασίας, ενώ εκφράστηκε ακόμα και στην τέχνη, με την αντικατάσταση του αριστουργημάτων της ρωσικής πρωτοπορίας από την αποστεωμένη εκδοχή του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού».
Αντί επιλόγου
Ο Οκτώβρης του ’17 σήμανε την αμετάκλητη εισδοχή της ανθρώπινης ιστορίας σε μια νέα περίοδο. Η Οκτωβριανή Επανάσταση απέδειξε στην πράξη ότι ο καπιταλισμός δεν αποτελεί τον «ορίζοντα γεγονότων» της ταξικής πάλης και αποτέλεσε την πρώτη στην ιστορία νικηφόρα προλεταριακή επανάσταση. Η ταξική πάλη όμως είναι πάντα πρωτότυπη και δεν μπορεί να χειραγωγηθεί ή να ερμηνευτεί με ρετσέτες. Με την έννοια αυτή, μια ριζοσπαστική προσέγγιση οφείλει να οριοθετείται τόσο από την απλοποίηση της «γραφειοκρατικοποίησης» ή τη δαιμονολογία του «ολοκληρωτισμού» όσο και από την ανάδειξή της Σοβιετικής Ένωσης σε καθολικό μοντέλο «οικοδόμησης του σοσιαλισμού». Επιμένουμε να θεωρούμε τις αντιθέσεις που περιγράφτηκαν ως ταξικές αντιθέσεις που οδήγησαν στην αναπαραγωγή (σε τελική ανάλυση) των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και ενός μοντέλου κρατικού καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση, και όχι το αποτέλεσμα κάποιας συνωμοσίας. Η αναπαραγωγή τους δεν γινόταν με τρόπο συνειδητό, αλλά αυθόρμητο, επειδή ο καπιταλιστικός δρόμος φάνταζε συνήθως «τεχνικά» πιο σωστός και αποτελούσε την «αυτονόητη απάντηση» εκεί που έπρεπε να αναζητηθεί μια πρωτότυπη λύση. Παράλληλα οφείλονταν και στην επιβίωση κάποιων πιο δομικών αντιφάσεων στο εσωτερικό του ιδεολογικού πυρήνα του μπολσεβικισμού, όπως ο οικονομισμός, κυρίως με την έννοια της προτεραιότητας των παραγωγικών δυνάμεων πάνω στις σχέσεις παραγωγής και η εργαλειακή αντίληψη για το κράτος, του οποίου ο ταξικός χαρακτήρας καθορίζεται κυρίαρχα από το ποιος κατέχει την εξουσία. Αντίστοιχα η ίδια η εξέλιξη της ταξικής πάλης και οι πιέσεις από τις αντικειμενικές δυσκολίες οδηγούσαν και σε μια σταδιακή υποτίμηση της ανάγκης για πραγματικούς θεσμούς προλεταριακής δημοκρατίας, για απελευθέρωση της πρωτοβουλίας των μαζών, για θεσμούς εργατικού ελέγχου, που στη δεκαετία του 1930 θα οδηγήσουν στην πλήρη αποστέωση των σοβιέτ και στη διοικητική κατάπνιξη της εσωκομματικής δημοκρατίας με αποκορύφωμα τον κρατικό-διοικητικό τρόπο επίλυσης των αντιθέσεων και τις εκκαθαρίσεις.
Η προλεταριακή γραμμή ηττήθηκε μέσα στην πάλη για οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας, αναπαράγοντας αντικειμενικά στοιχεία που υποδαύλιζαν τη δυνατότητα νικηφόρας τελικής έκβασης. Είναι όμως σαφές ότι αυτή η εξέλιξη δεν ήταν προκαθορισμένη. Σε όλο το εύρος των κοινωνικών δομών που δημιουργήθηκαν από την επανάσταση, παρά την ηγεμονία από νωρίς (υπό το φόντο των άμεσων αναγκών) ορισμένων αμφιλεγόμενων στοιχείων, το στοίχημα παρέμεινε ανοιχτό μέχρι την πλήρη κατίσχυση αυτών των στοιχείων πάνω στην αρχική επαναστατική δυναμική και τη μηχανιστική αναγωγή τους σε στρατηγική για την οικοδόμηση του «σοσιαλισμού», κατά τη σταλινική περίοδο. Αυτό εξηγεί άλλωστε και το λαϊκό έρεισμα που απολάμβανε η κρατική εξουσία στην ΕΣΣΔ, την αυτοθυσία των Σοβιετικών στρατιωτών κατά τη διάρκεια του αντιφασιστικού αγώνα, αλλά και τη αντοχή της ΕΣΣΔ για τόσες δεκαετίες.
Ίσως η πιο σημαντική παρακαταθήκη της μελέτης των ταξικών αγώνων στην ΕΣΣΔ είναι ότι η ταξική πάλη είναι πάντα αστάθμητη, δεν τελειώνει με «διατάγματα», αλλά μόνο παίρνει νέες μορφές, καθιστώντας αναγκαία συνθήκη το να ιδωθεί η μεταβατική περίοδος της δικτατορίας του προλεταριάτου κυρίως ως περίοδος «όξυνσης», επαναστατικοποίησης αυτών των ταξικών αντιθέσεων και όχι «οικοδόμησης» πάνω στις βάσεις που κληρονομήθηκαν από την παλιά κοινωνία.
Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 2007 στο Εκτός Γραμμής 18, στο πλαίσιο του φακέλου με θέμα «Ξαναγυρνώντας στον κόκκινο Οκτώβρη».
[1] Οι μπολσεβίκοι αποτυγχάνουν να πάρουν την πρώτη θέση στις εκλογές για τη συντακτική συνέλευση τον Νοέμβρη του 1917, την οποία καταλαμβάνουν οι εσέροι λόγω της απήχησής τους στην αγροτιά.
[2] Γράφει ο Ρομπέρ Λινάρ αναφερόμενος στη σκέψη του Λένιν: «Από τη στιγμή που ένας κεντρικός στόχος έχει καθοριστεί για το τρέχον στάδιο, όλα υποτάσσονται σε αυτόν, ακόμα κι αν επιφέρει κι άλλες αντιθέσεις και επιπλέον εμπόδια για τη μετέπειτα ανάπτυξη» (Ρ. Λινάρ, Ο Λένιν, οι αγρότες, ο Ταίηλορ).
[3] Τη νύχτα της 25ης προς την 26η Οκτώβρη συνέρχεται το Δεύτερο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ (για πρώτη φορά ως όργανο ουσιαστικά της δικτατορίας του προλεταριάτου), επικυρώνει την απόφαση του Σοβιέτ της Πετρούπολης για καθαίρεση της Προσωρινής Κυβέρνησης και ανακοινώνει την ανάληψη της εξουσίας από το ίδιο. Το συνέδριο αποτελείται μόνο από εργάτες και στρατιώτες, ενώ το τρίτο, που λαμβάνει χώρα στις 15 Νοεμβρίου, περιλαμβάνει και αγρότες.
[4] Όλα τα μέλη του Συμβουλίου των Επιτροπών του Λαού που εκλέγονται στις 26 Οκτώβρη από το Συνέδριο είναι μπολσεβίκοι (η πλειοψηφία των μενσεβίκων και των εσέρων αποχώρησε από το συνέδριο), ενώ επικεφαλής εκλέγεται ο Λένιν.
[5] Για τον Λένιν η κρατική εξουσία δεν έχει ένα αυθεντικά προλεταριακό χαρακτήρα και από εκεί προκύπτει η ανάγκη «της υπεράσπισης των υλικών και ηθικών συμφερόντων του προλεταριάτου, ενωμένου στην ολότητά του εναντίον αυτής της κρατικής εξουσίας». Έτσι, τοποθετεί τα συνδικάτα ανάμεσα στο κράτος και το κόμμα, σαν οργάνωση που συγκεντρώνει όλους τους εργάτες της βιομηχανίας και είναι ικανή να δημιουργήσει τον «σύνδεσμο ανάμεσα στην πρωτοπορία και τις μάζες» (Β.Ι. Λένιν, Γράμματα πάνω στην τακτική).
[6] Κατά τον Λένιν, η δικτατορία του προλεταριάτου αποτελεί την αναγκαία μεταβατική περίοδο ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον κομμουνισμό, κατά την οποία διεξάγεται ένας αγώνας ανάμεσα στον πρώτο, που «νικήθηκε μα δεν εκμηδενίστηκε» και στον δεύτερο, «που ήδη γεννήθηκε, μα είναι ακόμα πολύ αδύναμος».
[7] Σύμφωνα με τον ίδιο το Λένιν: «Οι εργάτες ξέρουν πολύ καλά ότι το 99% των οργανωτών των μεγάλων και των πολύ μεγάλων επιχειρήσεων, τραστ ή άλλων ιδρυμάτων, ανήκουν στην κεφαλαιοκρατική τάξη, όπως επίσης και οι καλύτεροι τεχνικοί. Ακριβώς αυτούς όμως πρέπει εμείς, το προλεταριακό κόμμα, να προσλάβουμε σαν “διευθύνοντες” της διαδικασίας της εργασίας και της οργάνωσης της παραγωγής, γιατί δεν έχουμε κανέναν άλλο που να γνωρίζει το θέμα στην πράξη, εμπειρικά».
[8] Ως προς αυτό, η επιλογή του Λένιν είναι σαφής: Η εφαρμογή του «σοβιετικού ταιηλορισμού» μπορεί μεν να μην αλλάζει τις παραγωγικές σχέσεις, αλλά επιτρέπει στην εργατική τάξη να λάβει μέρος στη διακυβέρνηση του κράτους.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ