Δέκα μέρες πριν από την προκηρυγμένη απεργία της 30ής Μάρτη κυβέρνηση και θεσμοί ανακοινώνουν την ολοκλήρωση της συμφωνίας για το περιεχόμενο των μέτρων της τέταρτης αξιολόγησης. Η συμφωνία αυτή επετεύχθη με μηδενικές διαφωνίες (έστω και για στάχτη στα μάτια) μεταξύ της κυβέρνησης και θεσμών (δηλαδή Ε.Ε.), μετά μάλιστα και από τα δύο διαβήματα του Τσίπρα προς τους υπουργούς για άρον άρον συμμόρφωση με στόχο την ταχύτερη δυνατή έναρξη της δημόσιας συζήτησης για τη «μεταμνημoνιακή εποχή» (του υποτιθέμενου δηλαδή τέλους των μνημονίων).
Θα έλεγε κανείς ότι δεν υπάρχει καμία αγωνία να μετρήσει η άρχουσα τάξη την αντίδραση των εργαζόμενων, των ανέργων, των λαϊκών στρωμάτων απέναντι στα ψηφισμένα και στα νέα μέτρα. Υπάρχει ωστόσο μια πραγματική αγωνία όλων για το πώς θα συμπεριφερθούν η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα που έδειξαν να συνθηκολογούν μετά τον Αύγουστο του 2015 όταν το πολιτικό σύστημα αναγκαστεί να κηρύξει το τέλος του «καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης».
Ο ΣΕΒ από μήνες έχει δημοσιοποιήσει τους άξονες των προτεραιοτήτων του για τη συζήτηση αυτή δίνοντας έμφαση στη διατήρηση του χαμηλού κόστους εργασίας που επιτεύχθηκε με τα μνημόνια, ασκώντας πολεμική στην πραγματική επαναφορά των ΣΣΕ και στην επαναφορά του κατώτατου μισθού. Παράλληλα αναδεικνύει την ανάγκη απρόσκοπτης συνέχισης των μεταρρυθμίσεων για τον διαρκή περιορισμό του ρόλου του κράτους στην οικονομία σε ρόλο πρωτοκολλητή, για τη θωράκιση «υπεράνω όλων» των επενδύσεων (Ελληνικό και άλλες ιδιωτικοποιήσεις).
Ο ΣΕΒ ως σύνδεσμος των μεγαλύτερων ελληνικών επιχειρήσεων και πολιτικοϊδεολογικός καθοδηγητής των πιο ανταγωνιστικών και επιθετικών μερίδων του κεφαλαίου έχει κάθε λόγο να ανησυχεί για τη διατήρηση των κεκτημένων τους. Παρά τη σχετική στασιμότητα του ΑΕΠ, οι εναπομείνασες επιχειρήσεις (και κυρίως οι μονοπωλιακές) έκλεισαν το 2017 με ρεκόρ κερδών δεκαετίας και μάλιστα την τέταρτη κατά σειρά χρονιά ανόδου των κερδών τους. Χωρίς δηλαδή επενδύσεις, χωρίς νέα προϊόντα, χωρίς αύξηση του τζίρου, χωρίς νέες αγορές και με μόνο εφόδιο τις μνημονιακές μεταρρυθμίσεις, οι μισές και πλέον ελληνικές επιχειρήσεις καταγράφουν κέρδη την ώρα που το φαινόμενο των φτωχών εργαζομένων διογκώνεται.[1]
Κάθε μήνας διατήρησης των μνημονιακών κεκτημένων αποφέρει στο κεφάλαιο εκατομμύρια κερδών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Στουρνάρας ζητά, εκφράζοντας τις πιο επιθετικές μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου, την ύπαρξη «προληπτικής πιστοληπτικής γραμμής» που θα συνοδεύεται με περισσότερη ευρωπαϊκή εποπτεία και συνεπώς θα θωρακίζει καλύτερα τα κεκτημένα του κεφαλαίου. Πολιτικός εκφραστής αυτού του μπλοκ δυνάμεων είναι βασικά η Ν.Δ.
Σε παράλληλη αλλά όχι ταυτόσημη κατεύθυνση με τον ΣΕΒ κινείται το μεσαίου μεγέθους κεφάλαιο (ΕΣΕΕ, ΓΣΕΒΕΕ), τα ανώτερα μεσαία στρώματα και η εργατική αριστοκρατία που συγκρότησαν την «Κοινωνική Συμμαχία» ως όχημα παρέμβασης στη συζήτηση για τη διαχείριση της επόμενης μέρας. Τα επιχειρηματικά αυτά στρώματα εξαρτούν αρκετά την κερδοφορία τους από το επίπεδο της κατανάλωσης και των κρατικών δαπανών ενώ έχουν πληγεί έντονα και από το ασφαλιστικό του Κατρούγκαλου. Συμμετείχαν ενεργά στον διάλογο των αναπτυξιακών συνεδρίων με την κυβέρνηση (παρά το εμπάργκο της Ν.Δ.), ενώ φαίνεται να προκρίνουν τη λύση της «καθαρής εξόδου» προσδοκώντας αύξηση της κατανάλωσης (ή έστω όχι μείωση), επενδυτικές επιχορηγήσεις και κάποια περισσότερα δημόσια έργα (ή έστω δαπάνες). Χωρίς να αντιπαρατίθενται στο μνημονιακό κεκτημένο και τη μεταρρυθμιστική ατζέντα, προτείνουν το σχετικό πάγωμα της επίθεσης για την ώρα και τη συνέχισή της σε μεταγενέστερο χρόνο. Δεν πρέπει επίσης να μας διαφεύγει ότι ακόμα και τώρα σημαντικό μέρος ελληνικών επιχειρήσεων καταγράφει ζημιές ενώ για όσους έχουν δαπανήσει ίδια κεφαλαία για να μείνουν στο παιχνίδι είναι όρος επιβίωσης να τους δοθεί οικονομικός χώρος έτσι ώστε να αξιοποιήσουν επαρκώς το μνημονιακό κεκτημένο και να αναδιαρθρωθούν.
Σε αυτό το δεύτερο σχέδιο αποφάσισε να στραφεί ο κυβερνητικός και εργοδοτικός συνδικαλισμός της πλειοψηφίας ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ από το τέλος του 2017 μέσω της αποκήρυξης των απεργιών (με τη λογική για «νέες μορφές αγώνα και παρέμβασης» και όχι μόνο πλέον για απεργία…) και της άρνησης προκήρυξης απεργίας για μέτρα της τρίτης αξιολόγησης στις 12.1. Πολιτικός εκφραστής αυτού του μπλοκ γενικά επιχειρεί να είναι τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ, παρεμβαίνοντας μέσω τις κυβέρνησης και λιγότερο μέσω των ισχνών συνδικαλιστικών δυνάμεών του, όσο και η Δημοκρατική Συμπαράταξη, που διατηρεί σημαντικές δυνάμεις στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και τα επιμελητήρια.
Σίγουρα η στάση των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ αποτελεί ποιοτική τομή σε σχέση με τη στάση τους στη φάση των αντιμνημονιακών αγώνων, όπου διατύπωναν τη μερική έστω αντίθεσή τους στα μέτρα και προκήρυσσαν σχεδόν πάντα απεργίες (αν και τότε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ δεν είχαν ταυτόσημη στάση). Αποτελεί όμως και προάγγελο ενός πιο δομικού μετασχηματισμού του χαρακτήρα και του ρόλου που επιφυλάσσουν για τον εαυτό τους οι ηγεσίες των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ στο πλαισίο του νέου ταξικού συσχετισμού που επέβαλαν τα μνημόνια. Ο μετασχηματισμός αυτός δεν είναι άλλος από την πλήρη εγκατάλειψη ακόμα και του «αγωνιστικού ρεφορμισμού» στον οποίο κατέφευγαν για να μπορούν να διαχειρίζονται και να εκτονώνουν τις αγωνιστικές διαθέσεις της εργατικής τάξης. Η μετατροπή των συνομοσπονδιών σε φορείς της «κοινωνίας των πολιτών» με μοναδικό πεδίο δράσης τα τραπέζια του κοινωνικού διαλόγου και με πανεργατικές απεργίες μία φορά στα τρία χρόνια είναι η εικόνα του πραγματικού «εξευρωπαϊσμού» του συνδικαλιστικού κινήματος και είναι υπαρκτός κίνδυνος.
Δεν πρέπει ωστόσο να ξεχνάμε ότι ο κοινωνικός εταιρισμός και ο κοινωνικός διάλογος δεν είναι πράγματα καινούργια. Από την ίδρυση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΟΚΕ) και για πάνω από είκοσι χρόνια (κάποιος θα έλεγε και από το 1985) έχουν υπάρξει πολυάριθμα τραπέζια κοινωνικού διαλόγου και συστηματική παρέμβαση στην κατεύθυνση αυτή από τις ηγεσίες των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ. Δεν έγινε όμως κατορθωτό να νομιμοποιηθεί στη συνείδηση των εργαζομένων αυτή η γραμμή ενώ μέσα στην περίοδο των μνημονίων οι ηγεσίες αυτές δέχτηκαν και πλήγματα, χωρίς όμως να ηττηθούν. Ακόμα και το πλαίσιο της κοινωνικής συμμαχίας, αν το συγκρίνει κανείς με τις δηλώσεις Παναγόπουλου στις απεργίες της περιόδου 2010-15, δεν απέχει και πάρα πολύ.
Αυτό όμως που αποτελεί πρόκληση για κάθε εργαζόμενο είναι η πλήρης αποδοχή του μνημονιακού κεκτημένου, η εγκατάλειψη κάθε αιτήματος ανατροπής των μνημονιακών νόμων και αποκατάστασης του εργατικού εισοδήματος, η πλήρης ηγεμόνευση από τα συμφέροντα της επιχειρηματικότητας. Εξίσου προκλητικοί με τις ηγεσίες ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ είναι και οι πρόεδροι των επιστημονικών φορέων που συμμετέχουν στην κοινωνική συμμαχία – απέναντι στα συμφέροντα της μεγάλης μάζας των μελών τους (Μηχανικοί, γιατροί, Φαρμακοποιοί κ.ά.).
Η δήθεν κίνηση διεύρυνσης του μετώπου από πλευράς ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ αποτελεί το ακριβώς αντίστροφό του. Είναι οι συνομοσπονδίες που απλώς διευρύνουν το μέτωπο των ΕΣΕΕ και ΓΣΕΒΕΕ και όχι το αντίστροφο. Ρίχνοντας μια ματιά στο πλαίσιο:
– Τα 8 χρόνια μνημόνια – έγιναν «8 χρόνια λιτότητα».
– Το κοινωνικό κράτος νοείται ως «δίχτυ ασφαλείας» (ενσωματώνεται πλήρως η σοσιαλφιλελεύθερη ορολογία για την αντικατάσταση των κοινωνικών δαπανών και δικαιωμάτων με το «κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας» για την προστασία των πλέον εξαθλιωμένων μόνο).
– Το δημόσιο δεν έχει εργαζόμενους και ελλείψεις παρά μόνο επίθετα («ψηφιακό, δημοκρατικό» κ.λπ.).
– Οι μισθοί δεν χρειάζονται αυξήσεις παρά μόνο «πολιτικές για την αγορά εργασίας».
Ορισμένα από τα υπόλοιπα αιτήματα θα τα βρούμε και στο Δελτίο του ΣΕΒ (τεύχος 128 | 15, Φεβρουαρίου 2018). Το γενικό πλαίσιο είναι η ανάγκη διαταξικής συμμαχίας για να υπάρξει ανάπτυξη και «παραγωγική ανασυγκρότηση» ώστε «να μεγαλώσει η πίτα» και να πάρουν όλοι ανάλογα το μερίδιό τους. Μια λογική καθυπόταξης των στόχων του εργατικού κινήματος στην ανάγκη ανάκαμψης της κερδοφορίας και καλλιέργεια της προσδοκίας ικανοποίησής τους αν και μόνο εφόσον υπάρξει αυτή.
Το μεγαλύτερο επίτευγμα της συμμαχίας όμως είναι η σταθερότητά της καθώς μόλις στις 26.4.18 με κοινή επιστολή τους ΣΕΒ - ΓΣΕΒΕΕ - ΕΣΕΕ - ΣΕΤΕ (η πραγματική συμμαχία) ζητούσαν τη διατήρηση του υπάρχοντος καθεστώτος για τη διαιτησία και τον ΟΜΕΔ.[2] Το άγχος όμως του «επιχειρηματικού κόσμου» δεν είναι πλαστό: Σε πρόσφατη ανακοίνωσή της η ΕΤΕ εκτιμά ότι εντός του 2018 θα παρατηρηθεί αύξηση των μισθών με οικονομικούς όρους.[3] Αν στο παραπάνω λοιπόν προστεθεί το άγχος της επιβίωσης και η αγωνία για «τι θα γίνει;» σε συνδυασμό με την πηγή των κερδών του κεφαλαίου, εύκολα καταλαβαίνει κανείς την ανάγκη του κεφαλαίου να υποτάξει τις διαθέσεις των εργαζομένων και να διαχειριστεί την αγωνία τους.
Δεν πρέπει ωστόσο να ξεχνάμε ότι η μετάλλαξη που επιχειρείται από ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ όσο και η οριστική συνθηκολόγηση της εργατικής τάξης με τα μνημόνια είναι μια υπόθεση που θα κριθεί στη συνείδηση και στην στάση τω εργαζομένων. Δεν πρέπει ούτε με ηττοπάθεια να προεξοφλήσουμε την επιτυχία της προσπάθειάς τους αλλά ούτε να την υποτιμήσουμε μέσα από ένα σχήμα «αυτοί ήταν πάντα». Σε τελική ανάλυση η μετάλλαξη των συνδικάτων, ομοσπονδιών κ.λπ. είναι πάντα μετάλλαξη των συνειδήσεων των εργαζομένων και αντανάκλαση του ταξικού συσχετισμού.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μοιάζει μάλλον περίεργο το γιατί η ΓΣΕΕ κήρυξε απεργία για τις 30.5 αντί να επιλέξει να μείνει συνεπής στη θέση της περί «αναποτελεσματικότητας των απεργιών». Καταρχάς πρέπει να επισημάνουμε ότι η απεργία αυτή προβλήθηκε περισσότερο στη συζήτηση της αριστεράς και πολύ λιγότερο από την ίδια την ΓΣΕΕ – αποτελούσε περισσότερο ανάγκη της ΑΔΕΔΥ για να μπορεί να έχει μια υπόσταση παρά στόχο της ΓΣΕΕ. Με δυσκολία εξάλλου κάποιος μπορεί να βρει την ανακοίνωση της απεργίας στα site τόσο της ΓΣΕΕ όσο και των ΕΣΕΕ και ΓΣΕΒΕΕ (που είναι μάλλον απίθανο να κλείσουν τα καταστήματα τη μέρα της απεργίας). Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει ότι πέρα από την επίδραση των δελτίων τύπου ο μοναδικός τρόπος για να δείξει κάπως την ύπαρξή της η «κοινωνική συμμαχία» είναι η κήρυξη απεργίας καθώς, όπως έχουν δείξει και προσπάθειες παρεμβάσεων διαφόρων επιστημονικών φορέων κατά το παρελθόν, χωρίς απεργία δεν θα μαζεύονταν ούτε πενήντα μέλη δ.σ. κ.λπ. Πέραν όμως από την προβολή της «κοινωνικής συμμαχίας» υπάρχει και η πραγματική ανάγκη της ΓΣΕΕ να δηλώνει την παρουσία και τον ρόλο της καθώς και να αναζητά ρόλο. Το κεφάλαιο γνωρίζει καλά ότι ο ταξικός συσχετισμός που έχει επιτύχει στην παραγωγή είναι συντριπτικός και σε αυτή την υπόθεση η ΓΣΕΕ πέραν από την υπογραφή της ΠΓΣΣΕ δεν έχει τίποτα να «παζαρέψει». Η γραφειοκρατία είναι σε διαρκή αναζήτηση τρόπων που θα της επιτρέπουν να αναβαπτίζεται ως συνομιλητής καθώς το κεφάλαιο δεν έχει πρόθεση να χαριστεί σε κανέναν.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση προκύπτει το ερώτημα ποια είναι η καλύτερη δυνατή στάση για τις αγωνιστικές και ταξικές δυνάμεις του εργατικού κινήματος ώστε να μην μπορέσουν η κυβέρνηση, η αστική τάξη και η γραφειοκρατία να επιβάλουν την δική τους ατζέντα για την επόμενη περίοδο.
– Αφετηρία για την όποια δράση είναι η αποκάλυψη και η καταδίκη της επιλογής της γραφειοκρατίας να υιοθετήσει το πλαίσιο που αναλύσαμε παραπάνω. Η καταγγελία αυτή πρέπει να γίνει τόσο μέσα στα συνδικάτα όσο και στο δρόμο την ημέρα της απεργίας.
– Η μορφή δράσης πρέπει να είναι συμβατή με το μήνυμα που θέλουμε να στείλουμε. Η επιλογή της ξεχωριστής απεργιακής συγκέντρωσης και πορείας τώρα είναι που αποκτά περισσότερο νόημα ως στάση των αγωνιστικών δυνάμεων.
– Η απεργία πρέπει να είναι απεργία και όχι παράσταση διαμαρτυρίας στην ΓΣΕΕ – στο στόχαστρό μας είναι πρώτα και κύρια η πολιτική κυβέρνησης και κεφαλαίου, που επιχειρούν να διασφαλίσουν των μνημονιακό κεκτημένο και εξ αυτού και οι ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ και επιστημονικοί σύλλογοι που εξυπηρετούν αυτό το σχέδιο. Σε διαφορετική περίπτωση συσκοτίζεται ο ρόλος και οι ευθύνες κυβέρνησης και κεφαλαίου και υιοθετείται απλώς ένας σχεδιασμός ετεροκαθορισμού από τον σχεδιασμό της «κοινωνικής συμμαχίας».
– Μια ξέπνοη απεργία (όσο κι αν καταγγείλουμε τους πάντες) θα έχει αντικειμενικά ικανοποιήσει τον σχεδιασμό της «κοινωνικής συμμαχίας», που θα κάνει ορατή την ύπαρξή της και θα δικαιώσει και το αφήγημα περί αναποτελεσματικότητας των αγώνων. Αντίθετα, μια μαζική (με βάση πάντα τα δεδομένα της περιόδου) απεργιακή συγκέντρωση που θα καταγγείλει εμφανώς την τομή των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ θα στείλει μηνύματα προς κάθε κατεύθυνση αλλά πρώτα και κύρια προς τους εργαζόμενους.
– Προφανώς στη συγκυρία που περιγράφουμε και με τα διακυβεύματα που υπάρχουν θα ήταν απαραίτητο ένα σχέδιο κλιμάκωσης στην κατεύθυνση της «αποκατάστασης των χαμένων δικαιωμάτων». Ένα τέτοιο σχέδιο δεν είναι όμως δυνατόν να προκύψει πάνω στην αποτυχία μιας απεργίας και πολύ περισσότερο πάνω στην παραπέρα διάσπαση των αγωνιστικών δυνάμεων. Οι «από πάνω» διαμορφώνουν το μέτωπό τους όπως επιχείρησαν να κάνουν αντιφατικά και σε άλλες στιγμές (συγκεντρώσεις «Μένουμε Ευρώπη», συλλαλητήρια για Μακεδονικό κ.λπ.). Το ζητούμενο δεν είναι οι μικροηγεμονισμοί μέσα στο κίνημα και τη συνδικαλιστική αριστερά για την «έκθεση» των άλλων δυνάμεων και τους μικροσυσχετισμούς μεταξύ τους, αλλά η διαμόρφωση του δικού μας μετώπου, ενός πραγματικού, μαζικού και ενωτικού πόλου των αγωνιζόμενων ταξικών δυνάμεων στα σωματεία.
– Οι απόψεις που ακούγονται για μη συμμετοχή στην απεργία, και που θέλουν μάλιστα να εμφανίζονται σαν ταξικές και ριζοσπαστικές, είναι βαθιά λανθασμένες, δεν έρχονται σε επαφή με τη σημερινή κατάσταση της εργατικής τάξης και του κινήματος. Οι απόψεις αυτές θα ήταν απλώς βολονταρίστικες αν δεν συνοδεύονταν από το σχέδιο πίεσης προς το ΠΑΜΕ για την προκήρυξη «απεργίας χωρίς τη ΓΣΕΕ» – όπως στις 12.1.18. Πρόκειται για σχέδιο που υπερβαίνει σε αναχωρητισμό ακόμα και αυτό το σχέδιο του ΠΑΜΕ, που τουλάχιστον παλεύει στα όργανα να πιέσει για την κήρυξη απεργίας. Εκφράζουν μια όλο και πιο αριστερίστικη στροφή των δυνάμεων που τις εκφέρουν και έναν διαρκή ετεροκαθορισμό από το ΠΑΜΕ, έναν σχεδιασμό πρακτικά μιας καρικατούρας ΠΑΜΕ νο2, που ούτε τον συσχετισμό για κάτι τέτοιο έχει ούτε συνέχει πλέον αρκετές δυνάμεις της εναπομείνασας συνδικαλιστικής ριζοσπαστικής αριστεράς.
[1] Βλ. Ανέστης Ταρπάγκος, «Η ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας στο έδαφος της κοινωνικής καταστροφής», ergasianet.gr, 26.3.20018.
[2] «Κοινή επιστολή ΣΕΒ - ΓΣΕΒΕΕ - ΕΣΕΕ - ΣΕΤΕ σχετικά με την Ανεξάρτητη Νομική Γνώμη για τη Διαιτησία, 26.4.2018»
[3] «Εθνική Τράπεζα: Η σημαντική δημοσιονομική υπεραπόδοση ενισχύει την αξιοπιστία», capital.gr, 9.5.2018.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ