Ο Τσάβες δεν ήταν σοσιαλιστής. Οι ρίζες της επαναστατικότητάς του πρέπει να αναζητηθούν στην λαϊκότητα που χαρακτήριζε τμήματα του στρατού σε όλον τον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο από την δεκαετία του ’60 κι επίσης στην Λατινική Αμερική (με τα παραδείγματα του Περόν στην Αργεντινή, του Άρμπενζ στη Γουατεμάλα, του Τορίχο στον Παναμά και του Βελάσκο στο Περού να ξεχωρίζουν) και την ίδια την Βενεζουέλα. Έγινε ωστόσο σοσιαλιστής επηρεαζόμενος ο ίδιος από τον Φιντέλ Κάστρο, τον θεωρούμενο ως μέντορά του πλέον, που κι αυτός, αν θυμηθούμε την πολιτική του διαδρομή, στην πορεία των συγκρούσεων που αναγκάστηκε να δώσει ριζοσπαστικοποιήθηκε υιοθετώντας τις σοσιαλιστικές ιδέες. Το ντόμινο συνεχίζεται – κι έτσι μόνο μπορούμε να αποτιμήσουμε την τεράστια πολιτική κληρονομιά που άφησε πίσω του ο Τσάβες – με την καταλυτική επιρροή που άσκησε ο πρόεδρος της Βενεζουέλας στον Έβο Μοράλες της Βολιβίας, τον Ραφαέλ Κορέα του Ισημερινού αλλά κι άλλους ηγέτες της Λ. Αμερικής και της Καραϊβικής μέσα από το προσωπικό του παράδειγμα, τον ιδεολογικό του προσανατολισμό και την έμπρακτη, υλική βοήθεια που τους παρείχε.
Στην πολιτική κληρονομιά του Τσάβες δεν μπορούμε να μην συμπεριλάβουμε το ότι κατάφερε να κάνει ξανά τον σοσιαλισμό ελκυστικό για τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας, υπόθεση των εκατομμυρίων φτωχών και καταφρονεμένων που συνόδευαν επί ώρες τη νεκρώσιμη ακολουθία (κι όχι των μικροαστικών ελίτ που εκκολάπτονται στα θερμοκήπια των δυτικών πανεπιστημίων μιλώντας στο όνομα κι εξ ονόματος των καταπιεσμένων) ξεπερνώντας έτσι την ήττα και την υποχώρηση των σοσιαλιστικών ιδεών που άφησε πίσω τους η κατάρρευση των καθεστώτων της ανατολικής Ευρώπης. Λαμπρό παράδειγμα και στοιχείο αισιοδοξίας για την δυνατότητα των απελευθερωτικών ιδεών να ξαναγεννιούνται στο έδαφος των σύγχρονων ταξικών και πολιτικών συγκρούσεων και μαζί, όμως, απόδειξη των κοινωνικών ορίων που συνόδευσαν το φαινόμενο του Τσαβισμού.
O ηγέτης των φτωχών
Ο κόκκινος μπερές του Τσάβες αγαπήθηκε κι έγινε σύμβολο όχι μόνο γιατί δημιουργούσε συνειρμούς με τον μπερέ του Τσε. Αλλά επίσης επειδή κι άλλες φορές στην πρόσφατη ιστορία της Βενεζουέλας ο στρατός, και για την ακρίβεια τμήματα του στρατού που δεν περιελάμβαναν την επίσημη ηγεσία του αλλά αποκλειστικά και μόνο μεσαία στελέχη, επιχείρησαν να πάρουν την εξουσία και να ανατρέψουν αντιλαϊκές κυβερνήσεις που παραβιάζοντας την λαϊκή εντολή επέβαλαν την αμερικανοκρατία και τη φτώχεια. Η πρώτη φορά στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα ήταν τον Ιανουάριο του 1958, όταν μεσαία στελέχη της αεροπορίας και του πεζικού ενώθηκαν με τον λαό που είχε βγει στους δρόμους ενάντια στον Πέρες Χιμένες, που λίγες εβδομάδες πριν είχε διεξάγει δημοψήφισμα (με μοναδικό υποψήφιο τον …εαυτό του) και το οποίο το κέρδισε με ένα ποσοστό 86%! Ο Χιμένες είχε ανέβει στην εξουσία μια δεκαετία πριν με την βοήθεια του στρατού και των Αμερικάνων κι αυτό που επιζητούσε ήταν πρώτο, τη νομιμοποίηση της εξουσίας του και δεύτερο, να συνεχίσει η Βενεζουέλα να είναι αυτό που περιέγραφε τότε το περιοδικό Τάιμ: «Το μοναδικό μέρος όπου ο επιχειρηματίας Αμερικάνος μπορεί ακόμη να καλοπερνάει μέσα στο θαυμάσιο κλίμα της πλέριας ελευθερίας της ιδιωτικής επιχειρηματικής δράσης». Ο φόρος αίματος που πλήρωσε το 1958 ο βενεζολάνικος λαός και τμήματα του στρατού ήταν τόσο βαρύς ώστε ακόμη και τώρα εκείνη η εξέγερση αναφέρεται σχεδόν πάντα μαζί με την εξέγερση του 1989, το γνωστό ως Καρακάσο που στρεφόταν ενάντια στον εκλεγμένο πρόεδρο Κάρλος Ανδρές Πέρες ο οποίος ήταν αντιπρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς και παραβιάζοντας την λαϊκή εντολή οδήγησε τη χώρα στο ΔΝΤ βυθίζοντας τον λαό στην εξαθλίωση. Είναι πολύ χαρακτηριστικό πως όταν ο Νικολάς Μαδούρο διάδοχος του Τσάβες μίλησε στις 27 Φεβρουαρίου, λίγες μέρες πριν ο Τσάβες χάσει την μάχη με τον θάνατο, σε λαϊκή συγκέντρωση στο Καράκας με αφορμή την συμπλήρωση 24 ετών από το Καρακάσο υποσχέθηκε πέρα από την αποζημίωση στις οικογένειες των θυμάτων του Καρακάσο ότι επίσης θα ξεκινήσει την λειτουργία της και μια επιτροπή «ενάντια στην λήθη» που θα διερευνήσει εξαφανίσεις αγωνιστών, βασανιστήρια και δολοφονίες αρχής γενομένης από το 1958.
Το Καρακάσο δεν ήταν μόνο η τελευταία εξέγερση των Βενεζολάνων αλλά και – συμβατικά – η ημερομηνία λήξης του δικομματικού πολιτικού συστήματος που σχεδιάστηκε από τις ΗΠΑ και κυριάρχησε επί δεκαετίες στη χώρα, αποτελώντας για τους Αμερικάνους το αντίπλαο δέος στο μονοκομματικό σύστημα της Κούβας! Το τέλος του ήταν αποτέλεσμα της άμεσης συμμετοχής και των δύο μεγάλων κομμάτων στην προώθηση των λεγόμενων διαρθρωτικών προγραμμάτων του ΔΝΤ που σήμαναν έκρηξη της ανεργίας, απέραντη φτώχεια και σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις. Ειδικότερα η ιδιωτικοποίηση της εθνικής πετρελαϊκής βιομηχανίας (PDVSA) προκάλεσε πρωτοφανή οργή που οδήγησε το 1992 σε δύο αποτυχημένα πραξικοπήματα. Τότε είναι που τραβάει για πρώτη φορά πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας ο Ούγκο Τσάβες καθώς ηγούταν της μίας απ’ αυτές τις δύο άδοξες απόπειρες. Η εξουσία ωστόσο, που του αποδεικνύεται δύσκολη από …το παράθυρο, του δίνεται ανεπιφύλακτα από την …κανονική είσοδο έξι χρόνια αργότερα, το 1998 (όταν εκλέχτηκε πρόεδρος με 56%) καταφέρνοντας μέχρι τον Οκτώβριο του 2012 (που και πάλι εξέλεγη πρόεδρος με 55%!) ένα “σερί” που δεν έχει όμοιο σε καμία χώρα η οποία υπερηφανεύεται για τους δημοκρατικούς της θεσμούς: Τέσσερις νίκες σε προεδρικές εκλογές, τέσσερις νίκες σε δημοψηφίσματα, πέντε νίκες σε βουλευτικές εκλογές και άλλες πέντε σε περιφερειακές εκλογές! Πρόκειται για επιτυχίες (οι οποίες ούτε μια φορά δεν γράφτηκαν σε αξιόπιστα υποτίθεται διεθνή Μέσα ενημέρωσης όπως οι Νιού Γιορκ Τάιμς αυτές τις μέρες) και αποτελούν τον πιο αδιάψευστο μάρτυρα της αδιάκοπης λαϊκής στήριξης που έχαιρε το καθεστώς του Τσάβες.
Οι αιτίες που ο Τσάβες αγαπήθηκε και στηρίχθηκε όσο κανένας άλλος πολιτικός στις μέρες μας πρέπει να αναζητηθούν στην κοινωνική πολιτική που άσκησε. Ο Τσάβες άσκησε την πιο γενναιόδωρη αναδιανεμητική πολιτική που έχει εφαρμοσθεί τις τελευταίες τρεις δεκαετίες σε Βορρά και Νότο. Αξιοποιώντας τους τεράστιους πλουτοπαραγωγικούς πόρους της Βενεζουέλας ο Τσάβες κατάφερε: Να μειώσει τη φτώχεια από το 71% το 1996 στο 21% το 2010 και την ακραία φτώχεια από το 40% το 1996 στο 7,3% το 2010, να πενταπλασιάσει τον αριθμό των ηλικιωμένων που παίρνουν σύνταξη (από 387.000 σε 2,1 εκ.), να πολλαπλασιάσει τον αριθμό των γιατρών (από 18 ανά 10.000 κατοίκους το 1998, σε 58) και των νοσοκομείων (από 5.081 που χτίστηκαν σε τέσσερις δεκαετίες, επί κυβερνήσεών του κατά τη διάρκεια 14 ετών χτίστηκαν 13.721) να στείλει στην Κούβα 51.000 Βενεζολάνους για οφθαλμολογικές επεμβάσεις στο πλαίσιο της κοινής κουβανο-βενεζολάνικης επιχείρησης «Αποστολή Θαύμα», να κατοχυρώσει την εντελώς δημόσια παιδεία σε όλη την κλίμακα της εκπαίδευσης πετυχαίνοντας η Βενεζουέλα να είναι η δεύτερη χώρα στην Λατινική Αμερική και η πέμπτη παγκοσμίως με υψηλότερη αναλογία φοιτητών στον πληθυσμό. Καθόλου τυχαία και με βάση μέτρηση του αμερικανικού ινστιτούτου Γκάλοπ το 2010 η Βενεζουέλα μαζί με την Φινλανδία μοιράζονταν την πέμπτη θέση στον κόσμο με τον πιο ευτυχισμένο πληθυσμό!
Για τα Δυτικά Μέσα ενημέρωσης και τον ιμπεριαλισμό η στήριξη στον Τσάβες ήταν αποτέλεσμα του «λαϊκισμού» του, όπως συστηματικά χαρακτηρίζουν κάθε πολιτική παροχών και δικαιότερης κατανομής του κοινωνικού πλούτου, σε μια προσπάθεια να την διασύρουν και να την στιγματίσουν. Πρόκειται ωστόσο για υποβολιμαίες και ανυπόστατες κατηγορίες! Αρκεί να πάρουμε υπ’ όψη μας ότι αυτοί που τις διατυπώνουν ούτε καν ανέφεραν πως οι δεξιοί και αμερικανόδουλοι αντίπαλοι του Τσάβες στις προεδρικές εκλογές του 2006 υπόσχονταν στα 3 εκ. φτωχών μια πιστωτική κάρτα μαύρου χρώματος (για να παραπέμπει στο χρώμα του πετρελαίου) από την οποία θα μπορούσαν να «σηκώνουν» 450 δολάρια τον μήνα. Αυτή η εξαγγελία ωστόσο, γνήσιο δείγμα λαϊκισμού, ουδέποτε σχολιάστηκε…
Η αλήθεια είναι πως ο Τσάβες μπόρεσε να ασκήσει αναδιανεμητική πολιτική λόγω του τεράστιου πετρελαϊκού πλούτου που διαθέτει η Βενεζουέλα με σχεδόν 300 δισ. βαρέλια βεβαιωμένα κοιτάσματα που ξεπερνούν αυτά της Σαουδικής Αραβίας, είναι διπλάσια του Ιράν, τριπλάσια της Ρωσίας κλπ. Ωστόσο δεν ήταν εξ αρχής δεδομένο πως αυτός πλούτος θα χρηματοδοτήσει συντάξεις και την ανέγερση νοσοκομείων, όπως άλλωστε ο πλούτος των χωρών του Περσικού Κόλπου δεν έχει σημάνει υψηλό επίπεδο κοινωνικών παροχών στις πετρομοναρχίες. Στην περίπτωση ειδικότερα της Βενεζουέλας, απαιτήθηκαν συγκρούσεις για να τεθεί υπό δημόσιο έλεγχο η πετρελαϊκή εταιρεία PDVSA τα στελέχη της οποίας, εκφράζοντας τμήματα της εγχώριας αστικής τάξης και τα συμφέροντα της αμερικανοκρατίας προχώρησαν σε απεργία από τον Δεκέμβρη του 2012 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2003 αντιδρώντας στο καθεστώς και προκαλώντας μια κάθετη μείωση του ΑΕΠ κατά 29%! Η νίκη του Τσάβες εναντίον της αριστοκρατίας των πετρελαίων, σε λιγότερο μάλιστα από ένα χρόνο μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Απριλίου του 2002 που χαιρετίστηκε από την Ουάσινγκτον και την Μαδρίτη, επιβεβαίωσε την κυριαρχία του στο εσωτερικό της Βενεζουέλας.
Εξασφάλισε επίσης και τα υλικά μέσα ώστε ο Ούγκο Τσάβες να ασκήσει μια επιθετική πολιτική στο εξωτερικό με δύο αιχμές: Την ενοποίηση της Λατινικής Αμερικής κατ’ εφαρμογή του οράματος του Σιμόν Μπολιβάρ (το όνομα του οποίου έδωσε και στην Δημοκρατία της Βενεζουέλας η οποία πλέον καλείται Μπολιβαριανή Δημοκρατία της Βενεζουέλας) και την παράλληλη απομόνωση των ΗΠΑ! Η σύσφιξη των δεσμών των χωρών που βρίσκονται νότια του Ρίο Γκράντε προωθήθηκε μέσω κυρίως της Μπολιβαριανής Συμμαχίας (ALBA) και πολλών ακόμη μορφών που περιλαμβάνουν από κοινή τράπεζα (Banco de Sur), κοινό δίκτυο πανεπιστημίων στις μεγαλύτερες πρωτεύουσες της υπο-ηπείρου (FLASCO) μέχρι και κοινό δίκτυο ενημέρωσης υψηλής ποιότητας (Telesur). Η προώθηση του σχεδίου του Ούγκο Τσάβες για την ενοποίηση της Λατινικής Αμερικής οφείλει πολλά στα μέσα που διέθετε κι ειδκότερα στο πετρέλαιο. Ο χθεσινός Εκόνομιστ (9 Μαρτίου) ανέφερε πως η αξία του πετρελαίου που έπαιρνε η Κούβα κάθε έτος ανερχόταν σε 6 δισ. δολ., σχεδόν το 10% του ΑΕΠ της (!), ενώ οι Νιού Γιορκ Τάιμς της Παρασκευής 8 Μαρτίου περιέγραφαν πως στους όρους με τους οποίους προμήθευε πετρέλαιο στις λατινοαμερικάνικες χώρες και τα κράτη της Καραϊβικής περιλαμβανόταν για ένα μέρος πληρωμή σε είδος (ρούχα, σιτάρι, σόγια και άλλα είδη κι όχι σε δολάρια) και για το υπόλοιπο μέρος χαμηλότοκα μακροχρόνια δάνεια. Δίνοντας επομένως μια διέξοδο στα προβλήματα τροφοδοσίας σε όλες σχεδόν τις λατινοαμερικάνικες χώρες μπόρεσε να περιορίσει την επιρροή των ΗΠΑ κι έτσι να γίνουμε μάρτυρες του εξής κατορθώματος: οι πιέσεις των ΗΠΑ για απομόνωση της Βενεζουέλας (η οποία είναι ο τέταρτος μεγαλύτερος προμηθευτής πετρελαίου των ΗΠΑ συνεισφέροντας το 10% των αμερικάνικων εισαγωγών) το μοναδικό αποτέλεσμα που είχαν ήταν να οδηγήσουν στην δική τους απομόνωση. Το δημόσιο βρισίδι του Ούγκο Τσάβες στους εγκληματίες πολέμου Μπους και Μπλερ που απολαύσαμε κατ’ επανάληψη στις οθόνες μας ήταν το επιστέγασμα μιας πολιτικής που έπληξε την ιμπεριαλιστική κυριαρχία των ΗΠΑ στην αμερικανική ήπειρο αλλά και παγκόσμια, όταν για παράδειγμα έδινε ώθηση στον Οργανισμό Πετρελαιοεξαγωγικών Χωρών, ακυρώνοντας το σχέδιο των ΗΠΑ και των πολυεθνικών πετρελαϊκών εταιρειών να τον απονεκρώσουν.
Τα καταστατικά και κοινωνικά όρια του «σοσιαλισμού του 21ου αιώνα»
Η τεράστια κοινωνική πρόοδο που συντελέστηκε στην Βενεζουέλα τα 14 χρόνια που έμεινε στην εξουσία ο Ούγκο Τσάβες (και προφανώς στη βάση τους είχαν τα άλματα στην παραγωγικότητα της ανθρώπινης εργασίας – αυτός όμως είναι ένας όρος που σημειώθηκε σε όλο σχεδόν τον υπόλοιπο κόσμο) αποτυπώθηκε ανάγλυφα στο σύνταγμα της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας της Βενεζουέλας, που εγκρίθηκε με δημοψήφισμα το 2009. Αναμφισβήτητα πρόκειται για ένα από τα πιο προοδευτικά συντάγματα στον κόσμο. Στα άρθρα του διαβάζουμε: «Τα κοιτάσματα ορυκτών και υδρογοναθράκων, οποιασδήποτε μορφής… ανήκουν στην Δημοκρατία, αποτελούν αγαθά της δημόσιας περιουσίας», (12). «Δεν επιτρέπονται οι διακρίσεις με βάση τη φυλή, το φύλο, την πίστη, την κοινωνική θέση» (21). «Όλα τα εκλογικά αξιώματα κι οι εκλεγμένες από το λαό δικαστικές αρχές είναι ανακλητές» (72). «Καθένας έχει δικαίωμα σε μια κατάλληλη κατοικία, ασφαλή, άνετη, υγιεινή, με χώρους βασικών αναγκών που δημιουργούν ένα περιβάλλον που εξανθρωπίζει τις οικογενειακές, γειτονικές και κοινωνικές σχέσεις» (82). «Η υγεία αποτελεί θεμελιώδες κοινωνικό δικαίωμα, υποχρέωση του κράτους, το οποίο το εγγυάται ως μέρος του δικαιώματος στη ζωή» (83). «Η χρηματοδότηση του εθνικού δημόσιου συστήματος υγείας είναι υποχρέωση του κράτους» (85). «Καθένας έχει το δικαίωμα στην εργασία και το καθήκον να εργάζεται. Το κράτος εγγυάται την λήψη των αναγκαίων μέτρων», (87). «Το ημερήσιο εργασιακό ωράριο δεν ξεπερνά τις οκτώ ανά ημέρα ούτε τις 44 ώρες ανά εβδομάδα… Οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα στην εβδομαδιαία ξεκούραση και σε διακοπές με απολαβές» (90). «Κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε έναν επαρκή μισθό που να του επιτρέπει να ζει με αξιοπρέπεια και να καλύπτει τις βασικές υλικές, κοινωνικές και πνευματικές ανάγκες του εαυτού του και της οικογένειάς του» (91). «Όλοι οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα σε κοινωνικές παροχές που να τους ανταμείβουν για την μακρόχρονη υπηρεσία τους» (92). «Οι εργαζόμενοι/ες χωρίς καμία διάκριση και χωρίς προηγούμενη άδεια, έχουν το δικαίωμα να ιδρύουν ελεύθερα συνδικαλιστικές οργανώσεις» (95). «Οι εργαζόμενοι/ες του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα έχουν δικαίωμα στην εθελοντική συλλογική διαπραγμάτευση και να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας» (96). «Οι εργαζόμενοι /ες του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα έχουν δικαίωμα στην απεργία» (97). «Η εκπαίδευση είναι ανθρώπινο δικαίωμα και θεμελιώδες κοινωνικό χρέος. Είναι δημοκρατική, υποχρεωτική και δωρεάν» (102). «Το κράτος διατηρεί, μέσω του αντίστοιχου οργανικού νόμου και για λόγους εθνικού συμφέροντος, τις πετρελαϊκές δραστηριότητες και άλλης μορφής βιομηχανίες, επιχειρήσεις υπηρεσίες και αγαθά δημόσιου συμφέροντος και στρατηγικού χαρακτήρα» (302). «Όλα τα ύδατα είναι δημόσια ιδιοκτησία του έθνους» (304). «Το καθεστώς των λατιφούντιων είναι αντίθετο στο κοινωνικό συμφέρον» (307), κ.α.
Στο ίδιο όμως σύνταγμα υπάρχουν και μια σειρά άρθρα που αναδεικνύουν τον εξαιρετικά αντιφατικό χαρακτήρα του καθεστώτος του Τσάβες. Για παράδειγμα: «Το κράτος προωθεί την ιδιωτική πρωτοβουλία» (112). «Κατοχυρώνεται το δικαίωμα της ιδιοκτησίας” (115). «Το κοινωνικοοικονομικό καθεστώς της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας της Βενεζουέλας βασίζεται στις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης, της δημοκρατίας, της αποτελεσματικότητας, του ελεύθερου ανταγωνισμού… Το κράτος, από κοινού με την ιδιωτική πρωτοβουλία, προωθεί την αρμονική ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας» (σελ. 299). Επομένως στο πλαίσιο του «σοσιαλισμού του 21ου αιώνα», όπως αποκαλούταν το εγχείρημα του Τσαβισμού, η αστική ιδιοκτησία δεν αμφισβητήθηκε, ούτε περιορίστηκε. Ανέγγιχτες επίσης έμειναν και οι εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής, με την αστική τάξη να υποχρεώνεται μόνο να μειώσει τα κέρδη της.
Ανάλογες ιδεολογικές αντιφάσεις και απλουστεύσεις διακρίνονται και στα θεωρητικά κείμενα που θεμελιώνουν τον «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα» και τα αντίστοιχα αν και λιγότερο φιλόδοξα εγχειρήματα που είναι σε εξέλιξη στον Ισημερινό («επανάσταση των πολιτών» και «σοσιαλισμός της καλής ζωής») και την Βολιβία (“σοσιαλισμός των Άνδεων”), και τα οποία συχνά περιγράφονται ως «μετα-νεοφιλελεύθερα». Σχετικά ακριβής ορισμός, μιας και σηματοδοτεί το ολοφάνερο ρήγμα με τον βάρβαρο νεοφιλελευθερισμό που εφαρμόστηκε τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 από αμερικανόδουλα καθεστώτα, χωρίς ωστόσο να αναιρεί τον σημερινό τρόπο παραγωγής στα θεμέλιά του: την ιδιοκτησία και τις παραγωγικές σχέσεις. Στην πολύ πλούσια ιδεολογική παραγωγή που είναι τώρα σε εξέλιξη στην Λατινική Αμερική, τεκμήριο της παρατεταμένης κοινωνικής Άνοιξης που διέρχονται ως αποτέλεσμα χρόνιων και αιματηρών ταξικών αναμετρήσεων, οι αναφορές στο σοσιαλισμό είναι ένα μίγμα επιρροών από τους Ουτοπιστές σοσιαλιστές της Ευρώπης μαζί με σύγχρονες αναφορές σε μεταμοντέρνα ιδεολογήματα και θεωρίες της υπανάπτυξης που ήκμασαν στην Λ. Αμερική την δεκαετία του ’60. Έτσι ο σεβασμός στα πολλαπλά υποκείμενα και τις εργαζόμενες τάξεις συμβαδίζει με την παντελή έλλειψη αναφοράς στην σύγχρονη εργατική τάξη. Εξέλιξη που ενδεχομένως να είναι κι αναμενόμενη αν λάβουμε υπ’ όψη μας ότι ακόμη και στην ανεπτυγμένη καπιταλιστικά Βενεζουέλα, στη βιομηχανία αναλογεί μόνο το 14% του ΑΕΠ. Σημασία έχει πως στο ίδιο ιδεολογικό πλαίσιο, μακράν δηλαδή του επιστημονικού πυρήνα των ιδεών του Μαρξ και του Λένιν, κινούνται και οι σημαντικότερες αριστερές αμφισβητήσεις απέναντι στα παραπάνω εγχειρήματα, όπως για παράδειγμα το ρεύμα του Αλμπέρτο Ακόστα στον Ισημερινό.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του πολυσυλλεκτικού ρεύματος του Τσαβισμού (που ενσωμάτωνε από πληβειακά στοιχεία, μέχρι πρωτοπόρα τμήματα της εργατικής τάξης από τα οποία προέρχεται κι ο αντικαταστάτης του Νικολάς Μαδούρο, κι επίσης τμήματα της οικονομικής ελίτ και του στρατού) ήταν ότι επρόκειτο για μια ανοιχτή διαδικασία με άγνωστη κατάληξη, με τον ίδιο τον Τσάβες (που απλώς “τερμάτισε” τον ιδιαίτερο ρόλο της προσωπικότητας στην κίνηση της ιστορίας) να παραμένει ανοιχτός στην κοινωνική πρόοδο και τα αντικαπιταλιστικά προτάγματα. Μέχρι που η προσβολή του από καρκίνο διέκοψε αυτή την ελπιδοφόρα πορεία, όπως ακριβώς είχε συμβεί και με το Γιασέρ Αραφάτ το 2004, όταν ο θάνατός του έδωσε ξανά πρωτοβουλία των κινήσεων στον ιμπεριαλισμό.
Γι’ αυτό τον ξεχωριστό ρόλο που έπαιξε στην ιστορία ο Ούγκο Τσάβες ταυτιζόμενος με τους φτωχούς και καπιεσμένους και δίνοντας μια νέα ώθηση στον σοσιαλισμό, όπως ιστορικά διαμορφώθηκε ως αίτημα στην εποχή του, τού αξίζει ο απέραντος σεβασμός της Αριστεράς και μια θέση στην καρδιά και το νου όλων των επαναστατών…
Δημοσιεύτηκε στο ΠΡΙΝ στις 10.03.13
ΔΙΑΒΑΣΤΕ